Δευτέρα, 29 Απρίλιος 2024

Το απείκασμα της μνήμης

Το σύνθημα γεφυρώνει επάλληλους κόσμους. Αλλά η ερμηνεία του -σε ίδιους δρόμους, σε διαφορετικούς χρόνους- διαφέρει. Οι νέοι του 1973, στρατευμένοι, εξόριστοι, μισοπαράνομοι, χωρίς σχέδια μέλλοντος, δεν ένιωθαν ηττημένοι. Οι νέοι του 2017, νόμιμοι και φορολογικά ενήμεροι, νιώθουν ταπεινωμένοι, ηττημένοι, εξόριστοι στο σπίτι.

Οσο μεγαλώνουμε, το «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία» της δικής μας ευθύνης, γίνεται γρίφος. Ενα οφειλόμενο απείκασμα του συρμού που, πολλές φορές, ακούστηκε εν κενώ, στα πέριξ του δημόσιου μνημειακού κτιρίου, παραδομένου στους αστικούς μύθους της Πατησίων πλάι στο Εθνικό Μουσείο.

Το Πολυτεχνείο κακοποιημένο, έδρα αυτιστικών μικροσυμμοριών και τρωκτικών, δίνει ελάχιστα σε σχέση με όσα θα 'πρεπε. Το ίχνος του, τόσο γενικό, σίγουρα είναι διαχρονικό. Οι αποχρώσεις του, όμως, καλούν για διαφορετικές μεταχειρίσεις του πληθυντικού επείγοντός του.

Το «Πολυτεχνείο του 1973» είναι μνήμη μιας νίκης. Στην πραγματικότητα, μιας μισονίκης για τη δημοκρατία και την εθνική αξιοπρέπεια. Το '73 κλονίστηκε μεν το καθεστώς Παπαδόπουλου, απονομιμοποιήθηκε το «πολιτικό» πείραμα της ψευδοκυβέρνησης Μαρκεζίνη, αλλά έφερε στο προσκήνιο τον πιο σκληρό δικτάτορα Ιωαννίδη και σήμανε την αρχή της κυπριακής τραγωδίας το 1974.

Αλλά ακόμα κι αν μιλάμε για νίκη, αυτή η νίκη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν αμετάκλητη. Δεν θα ξαναδούμε εύκολα τανκς στην Αθήνα. Είδαμε όμως τι εστί μεταδημοκρατία: «Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε ό,τι θέλετε αλλά θα ακολουθείτε την πολιτική που εμείς θέλουμε».

Οπως ενοχλούσε και τότε, ενοχλεί και τώρα. Αλλά με αρκετές παραμορφώσεις. Καταλαμβάνει τον δημόσιο λόγο ως αναμνηστική τελετή του ξεσηκωμού των φοιτητών κατά της χούντας στη Νομική τον Φεβρουάριο του '73 και μετά, τον Νοέμβριο, στον χώρο του Πολυτεχνείου∙ με ανέξοδες κομματικές ανακοινώσεις, λίγη τσίκνα από βρόμικο, ανούσιο αντιαμερικανισμό και πολλούς σχολιασμούς και στεφάνια «υπέρ». Καταλαμβάνει τον μιντιακό και τηλεοπτικό του χρόνο με online αναμεταδώσεις, ανταποκρίσεις, παραπολιτικά, χιλιοπαιγμένα αφιερώματα.

Τι άλλαξε; Πολλά και τίποτα. Και αυτό λέει ότι δεν μπορείς πάντα να λογαριάζεις την ιστορία σου σαν σε πίνακα ενεργητικού και παθητικού, ακόμη και στα συμφραζόμενα ενός κόσμου που αλλάζει.

Ενα είναι σίγουρο: οι καμποτινισμοί των συνταγματαρχών, οι λαμπαδοφορίες, οι χαιρετισμοί «κλαρίνο», οι «παράτες», τα «εφ' όπλου», τα «επί δεξιά και επ' αριστερά» και λοιπά καψώνια που γέμιζαν τη Γυάρο και τις φυλακές, έχουν δώσει τη θέση τους στους καμποτινισμούς των νεοφιλελεύθερων φονταμενταλιστών, τα σενάρια των «success stories», τη «δημοσιονομική προσαρμογή», τη «μείωση των δημοσίων δαπανών», τις «μεταρρυθμίσεις» και τα νέου τύπου καψώνια που αύξησαν το χρέος και μείωσαν το ΑΕΠ. Το άλλο σίγουρο είναι, σχηματικά μιλώντας, ότι ο «επαναστατημένος κόκκινος» του '73 έγινε ο «κόκκινος δανειολήπτης» του 2017.

Ο χρόνος που διανύθηκε μας λέει επιπλέον ότι λειτούργησε περισσότερο ως κομματικός χρόνος διαμόρφωσης ψευδών συνειδήσεων, και λιγότερο ως αναστοχαστικός χρόνος. Η υπόθεση «Πολυτεχνείο» και η κληρονομιά του εκφράστηκε με αξιοζήλευτη ποικιλία συνθηματολογικών κλιμακώσεων, από τους «300 προβοκάτορες» της «Πανσπουδαστικής» του 1973 έως την ιαχή «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» του 1981, με τον Α. Παπανδρέου να μιλάει για «πορεία του λαού που ανταποκρίνεται στο όραμα και τη θυσία της γενιάς του Πολυτεχνείου».

Ο ίδιος το 1990, καταπονημένος, συνοδευόμενος από τη Δήμητρα, δήλωνε ενώπιον της «Κεφαλής»: «Θα μείνουμε όρθιοι σε αυτές τις δύσκολες ώρες για τη χώρα μας, με εθνικούς κινδύνους, με καταστροφή του πραγματικού ιστού της οικονομίας μας, με κινδύνους, πραγματικά, πολιτικούς και κοινωνικούς, θα μείνουμε στις επάλξεις του αγώνα». Ποιος ήταν «ο αγώνας»; Η ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα μερικών καταληψιών «ειδικού βάρους» (πες με Δαμανάκη).

Ισως, το μετέπειτα συλλήβδην «ανάθεμα» στο πνεύμα της φοιτητικής εξέγερσης και της Μεταπολίτευσης. Ακούστηκαν πολλά, και γράφτηκαν περισσότερα όλα αυτά τα χρόνια. Το κομματικό φοιτητικό κίνημα, με σταδιακή έκπτωση, ρητά ή άρρητα -με κύρια ευθύνη της Αριστεράς-, τοποθέτησε το άκοπο «Κατά της εντατικοποίησης» υψηλότερα από το δικαίωμα και την υποχρέωση στη μάθηση, στρώνοντας χαλί στην ΠΑΣΟΚοποίηση του κράτους και δίνοντας την ευχέρεια σε αγράμματους πυχιούχους -πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς- να συμβάλουν στη μεταπολιτευτική αναποτελεσματικότητά του.

Το άλλο σταθερό μοτίβο είναι ότι από τις «Επιχειρήσεις Αρετή» και τις άλλες προσπάθειες επεμβάσεων στα Εξάρχεια των Μποσινάκη και Αρκουδέα έως την ανόητη «ανομία των Εξαρχείων» της σημερινής Ν.Δ., η αποκωδικοποίηση του εξεγερσιακού της νεολαίας γίνεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του νόμου και της τάξης και όχι μέσα από την αποκωδικοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού που γεννά το εξεγερσιακό.

Ετσι, ξανά, η μαθητική νεολαία –όλοι γεννημένοι μετά το 2000– θα ξαναγιορτάσει φέτος «το Πολυτεχνείο»... με τα γνωστά στερεότυπα, υπό τα σαλπίσματα της λιτότητας και τη βουβαμάρα για το άλυτο χρέος. Ενδεχομένως, γιορτάζει τη μετατροπή της στιγμιαίας δημιουργικής φαντασίας σε μακροχρόνια αποδημιουργία, καταστροφή και δυστοπία. Ισως, πάλι, όχι.

Το είχαμε γράψει και πέρυσι: Ο κύκλος «νεολαία» δεν έχει κλείσει – πρώτοι στην ανεργία, σε απώλειες δομών παιδείας, πρώτοι στο διώξιμο ταλαντούχων. Ο κύκλος μένει ανοιχτός, 44 χρόνια μετά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/11/2017.

Μέτωπα Ευρώπης και ευκαιρίες

Η ολοκλήρωση εκλογικών αναμετρήσεων δεν έκλεισε τους πολιτικούς κύκλους, ακόμα και για τους νικητές∙ για τον Μακρόν στη Γαλλία ή τη Μέρκελ στη Γερμανία. Τόσο για τους ισχυρούς (Γαλλία, Γερμανία) όσο για τους λιγότερο (Ελλάδα), η Ε.Ε. είναι τόσο αναγκαία όσο αναγκαία ήταν η ένωση πριν από 60 χρόνια στη Ρώμη – τότε που η οικοδόμηση κοινών θεσμών και συνεννόησης φαινόταν μονόδρομος.

Παρά τις ψυχροπολεμικές σκοπιμοθηρίες και τις πιέσεις των ΗΠΑ, με δεδομένη τη δυσπιστία των ιστορικών αντιπάλων, η γενιά που έζησε τον πόλεμο ήθελε να θεραπεύσει τις πληγές και να αμβλύνει τις συνέπειές του.

Σήμερα, επιβεβαιώνεται η αντιστροφή του υποδείγματος. Για τη γενιά που μεγάλωσε στην ευημερία, οι δυναμικές για ταχύτερη ή βαθύτερη σύγκλιση και πολιτική ολοκλήρωση δεν λειτουργούν σε ύφεση και ανεργία και σε εθνικιστικά συμφραζόμενα. Το 2007, πριν από την καταιγίδα, το 17% των Ευρωπαίων ζούσε στα όρια της φτώχειας και του αποκλεισμού. Το 2009 το ποσοστό είχε φτάσει το 23% και το 2015 ήταν 35,7%.

Ποια είναι τα συμπεράσματα για την Ε.Ε.; Τι εννοούμε όταν λέμε ολοκλήρωση; Το πολιτικό πλαίσιο των εκλογικών διαδικασιών έδειξε ότι και στις ισχυρές χώρες ο διάλογος έγινε περισσότερο πάνω στα εσωτερικά προβλήματα (ως μεμονωμένων χωρών) και λιγότερο πάνω σε συνολικά ευρωπαϊκά θέματα – που ανατίθενται σε λομπίστες και ΜΚΟ.

Και έγινε κυρίως με ατζέντες που προώθησαν οι ακροδεξιές δυνάμεις που αμφισβητούν τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών θεσμών. Αυτό δείχνει ότι το μοντέλο των χωρών-μελών που εφαρμόζουν πιστά οδηγίες και κανονισμούς, αλλά υφίστανται τις πολιτικές συνέπειες, έχει φτάσει στα όριά του. Η Ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν στα μέλη της ογκούνται οι πολιτικές δυνάμεις που την αμφισβητούν ή όταν εκδηλώνονται εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις που τα αποδυναμώνουν.

Παρά την πολιτικά ορθή αρχή «μην αφήνεις ποτέ μια κρίση να γίνει ανεξέλεγκτη», η Ευρώπη «κάνει λίγα και τα κάνει αργά». Εχει ανοιχτά μέτωπα που θα μπορούσαν ακόμα και σήμερα να ανακόψουν την πορεία της. Το 2016, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, αποτιμώντας το δύσκολο 2015 είχε μιλήσει ανοιχτά για πολυεπίπεδη ευρωπαϊκή κρίση (multi-crisis) εντός μιας συνολικότερης παγκόσμιας κατάστασης.

Το Brexit του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, η Κίνα, το ΔΝΤ, αμφισβητούν ευθέως τις Βρυξέλλες. Η δημοσιονομική λιτότητα, οι αδυναμίες της νομισματικής αρχιτεκτονικής, οι συνεχείς ροές προσφύγων και μεταναστών, οι φράχτες και τα παραληρήματα στα σύνορα, οι γεωπολιτικές απειλές από τη Μέση Ανατολή και η τρομοκρατία ως «υβριδικός πόλεμος» κατά της Δύσης, προκαλούν τριγμούς στα σαλόνια της Ευρώπης.

Ο τύπος της συγκεντρωτικής «ανελεύθερης δημοκρατίας» της Κεντρικής Ευρώπης στην Ουγγαρία και την Πολωνία υπονομεύει τους ενοποιητικούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, όσο και το πείραμα της Καταλονίας, όσο και η γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Σε αυτό το ευρωπαϊκό ανάγλυφο η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από τον κανόνα (συν την ιστορική υπόθεση της δημοσιονομικής ανευθυνότητας και της υπερχρέωσης). Οι πολιτικές δυνάμεις -με εξαίρεση ίσως τη φιλοευρωπαϊκή Αριστερά- δεν μιλούν για την Ευρώπη.

Ολοι θυμούνται τα ευρωπαϊκά στις Ευρωεκλογές. Οι Έλληνες βιώνοντας την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων, βλέπουν τη σταδιακή «βαλκανιοποίησή» τους χωρίς να πολυενδιαφέρονται για την Ευρώπη. Και οι πολιτικοί δεν κατανοούν ότι ο κόσμος αλλάζει με βίαια περάσματα από τους πόθους στις χίμαιρες.

Αλλά αν το προ κρίσης φαντασιακό κούμπωνε με εμμονή στη μονολιθική φύση της Ένωσης ως αγοράς ή ως χρυσοφόρου κουμπαρά, και σε δανειακούς τρόπους δράσης για υποθετικές ανοδικές τροχιές, άφηνε συνάμα μια αίσθηση -έστω άστοχη- ιστορικής θέσης και αισιοδοξίας. Σήμερα, η έννοια του μέλλοντος δείχνει ματαιωμένη, με την Ευρώπη να πλασάρεται σαν προϊόν ετικέτας σε πολιτική παγκόσμια αγορά με δομές αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ωστόσο, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Οι ηγέτες της Ε.Ε., αν επηρεάζουν τις εξελίξεις, έχουν δυνατότητες να μετατρέψουν τα μέτωπα σε ευκαιρίες. Ομως, δεν μπορούν πλέον να βασίζονται σε επιχειρήματα που ήδη χρησιμοποιήθηκαν, γιατί δεν έχουν πολιτικό χρόνο.

Ο μονόδρομός τους είναι οι εναλλακτικές λύσεις και η πραγματική αλληλεγγύη. Το Greek comeback, η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα, δεν προοικονομεί κάποια νίκη. Και η μετάβαση της χώρας από κράτος-παρία σε ισότιμο εταίρο θα είναι εφικτή εάν δεν υπονομευτεί από εγχώριες δυνάμεις ή από αγκυλώσεις των δανειστών.

Οι αποφάσεις της χώρας να είναι ευρωπαϊκή, ανοιχτή και κοσμοπολίτικη έχουν παρθεί ήδη από καιρό. Υπάρχουν τροχιές ανθρώπων που θεωρούν την Ευρώπη σαν χώρα τους. Αρκετοί βρίσκονται εκτός Ελλάδας, αλλά είναι σαν να βρίσκονται στη γειτονιά τους, στην αυλή τους. Για ακόμα μία φορά, αυτό λέει ότι η επιτυχία της Ελλάδας περνάει από ευρωπαϊκούς δρόμους.

Αλλά αν χαθούν αυτοί οι δρόμοι, κανείς ιστορικός του μέλλοντος δεν θα δείξει τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και τους Ελληνες συνταξιούχους. Ως υπεύθυνους για τη διάλυση της Ενωσης θα δείξει τη Λέσχη του Βερολίνου, την παρέα των Βρυξελλών και των πλεονασματικών Βορειοευρωπαίων.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/11/2017. 

Ν. Αλιβιζάτος: «Κλειδί» η μεγάλη συμμετοχή

Ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Επιτροπής Δεοντολογίας, καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος εξέφρασε την πεποίθησή ότι θα προκύψει κάτι κανούργιο στην Κεντροαριστερά μέσα από εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη ηγεσίας του νέου ενιαίου προοδευτικού φορέα.

Σε συνέντευξη Τύπου με μέλη της Επιτροπής όπου παρουσιάστηκε η διαδικασία της ψηφοφορίας ο κ. Αλιβιζάτος τόνισε ότι κλειδί για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή.

Ταυτόχρονα κατέστησε σαφές πως όποιος δεν θα πάει να ψηφίσει στο πρώτο γύρο δεν θα έχει το δικαίωμα να ψηφίσει στον δεύτερο και πως έχει συμφωνηθεί να γίνει μία ακόμα τηλεμαχία ανάμεσα στους δύο υποψηφίους που θα περάσουν στο δεύτερο γύρο.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος διευκρίνισε ότι στον νέο αρχηγό θα δοθεί η λίστα όσων δηλώσουν μέλη, ενώ ο κατάλογος όσων δηλώσουν φίλοι θα καταστραφεί γιατί αυτό αναφέρει η γνωμάτευση της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων. Όπως είπε ο πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας θα δοθεί μόνο σε όσους καταθέσουν ουσιαστικές ενστάσεις για το αποτέλεσμα είτε του πρώτου είτε του δεύτερου γύρου.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος διατύπωσε και τις προσωπικές του κρίσεις, λέγοντας ότι το έργο της Επιτροπής ολοκληρώνεται με την εκλογή του αρχηγού, ο οποίος θα έχει την ευθύνη για την ίδρυση του νέου κόμματος. Ακόμη τόνισε την αναγκαιότητα επιτυχίας του εγχειρήματος καθώς, όπως είπε, «όλες οι μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις στη χώρα είναι ιστορικά συνδεδεμένες με την προοδευτική παράταξη, ενώ οι αποτυχίες με τη συντηρητική παράταξη πλην της περιόδου του Κωνσταντίνου Καραμανλή».

Επίσης ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί τις μεταρρυθμίσεις και κατά βάθος επιδιώκει τη ρήξη, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν το επιτρέπουν οι δομές της συντηρητικής παράταξης. «Αυτό το κενό πρέπει να καλύψει η προοδευτική παράταξη, παρά τον κατακερματισμό και τις διαφωνίες, κι όποτε το έκανε η χώρα πήγε μπροστά», υπογράμμισε ο Νίκος Αλιβιζάτος.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 8/11/2017.

Η κλήρωση και η δημοκρατία

Μία από τις πιο ευχάριστες ειδήσεις των τελευταίων εβδομάδων ήταν και η αναγγελία της επανακυκλοφορίας του ένθετου «Ενθέματα» στην «Αυγή» της Κυριακής. Η στήλη, που ξεκίνησε το ταξίδι της στα «Ενθέματα» τον Σεπτέμβριο του μακρινού 2008, τότε με προτροπή του Στρατή Μπουρνάζου, με χαρά αποδέχεται την πρόσκληση να πάρει μέρος και στη νέα περίοδο του εγχειρήματος. Όπως και πριν, θα έχουμε το ραντεβού μας την πρώτη Κυριακή του μήνα και θα σχολιάζουμε μία ή περισσότερες λέξεις που ακούστηκαν και απασχόλησαν την επικαιρότητα τον μήνα που πέρασε.

Για τούτο το πρώτο άρθρο τής νέας περιόδου διάλεξα μία λέξη που είχε ακουστεί πολύ πριν από μερικούς μήνες, τον καιρό που η στήλη δεν δημοσιευόταν, και που ακούστηκε και πάλι πριν από μερικές μέρες: τη λέξη «κλήρωση», αφού με απόφαση του υπουργείου Παιδείας η επιλογή των σημαιοφόρων στις μαθητικές παρελάσεις κατά τις εθνικές γιορτές θα γίνεται πλέον με κλήρωση ανάμεσα στους μαθητές της Ε ΄και της ΣΤ΄ Δημοτικού, μια απόφαση που προκάλεσε συντεταγμένες και ενορχηστρωμένες αντιδράσεις από τους λαθρέμπορους της αριστείας. Και τώρα, στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου τις προάλλες, υλοποιήθηκε (ή δεν υλοποιήθηκε) για πρώτη φορά η απόφαση αυτή.

Θα μιλήσουμε λοιπόν για την κλήρωση, που είναι λέξη αρχαία (κλήρωσις), της κλασικής αρχαιότητας και βέβαια ανάγεται στο ρήμα κληρώ (σήμερα κληρώνω) κι αυτό στο ουσιαστικό κλήρος. Ο κλήρος είναι λέξη ομηρική και αρχικά πρέπει να σήμαινε το αντικείμενο (κομμάτι ξύλο, πετραδάκι) που χρησιμοποιούσαν στην κλήρωση - στο Η της Ιλιάδας, όπου γίνεται κλήρωση για να επιλεγεί εκείνος που θα πολεμήσει με τον Έκτορα, βάζουν λαχνούς μέσα στο κράνος του Αγαμέμνονα και τελικά έθορε κλήρος κυνέης ... Αίαντος, από το κράνος ξεπήδησε ο λαχνός του Αίαντα. Ο κλήρος ανήκει στην οικογένεια του ρήματος κλάω-κλω, από όπου και το κλάσμα ή ο κλάδος.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν συχνότατα την κλήρωση ως μέθοδο επιλογής για αξιώματα. Στην αθηναϊκή δημοκρατία με κλήρο επιλέγονταν οι 500 βουλευτές και οι δικαστές, ενώ άλλα αξιώματα ήταν αιρετά (με μυστική ψηφοφορία) ή χειροτονητά (με ανάταση της χειρός). Μάλιστα, στα «Πολιτικά» ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η κλήρωση είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, «Το κληρωτάς είναι τας αρχάς», αφήνοντας ενδεχομένως περιθώριο να εξαιρούνται κάποια αξιώματα που απαιτούν πείρα ή ειδικές γνώσεις (ή πάσας ή όσαι μη εμπειρίας δέονται και τέχνης). Πολύ περίτεχνες ήταν οι πιρουέτες των αρχαιολάγνων της αντιπολίτευσης, της σχολής Άδωνη, που προσπάθησαν με διάφορες σοφιστείες να ξεπεράσουν αυτή την πασίγνωστη αλήθεια.

Ωστόσο, η λέξη «κλήρος» πήρε κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες σημασίες στη συνέχεια· κατ' αρχάς, επειδή συχνά η διανομή γης γινόταν με κλήρωση, επικράτησε να ονομάζεται κλήρος το αγροτεμάχιο, το κτήμα, το οικόπεδο και στη συνέχεια η κληρονομούμενη ακίνητη περιουσία, η οποία άλλωστε κληροδοτείται και κληρονομείται. Από τον κλήρο μάλλον προέρχεται και η λέξη «ολόκληρος», αυτός που έχει όλα τα μερίδια ενός συνόλου.

Με τον ερχομό του χριστιανισμού, η λέξη «κλήρος» πήρε τη σημασία του συνόλου των ιερωμένων. Η εντυπωσιακή αυτή σημασιολογική εξέλιξη μάλλον έχει την αφετηρία της σε μια φράση της μετάφρασης των Εβδομήκοντα, όπου για τους Λευίτες, που εκτελούσαν ιερατικά καθήκοντα, χρησιμοποιήθηκε η λέξη κλήρος, «Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ», κι έτσι η λέξη πήρε τη σημασία του ιερατικού αξιώματος και πέρασε και στους ιερείς του Χριστιανισμού.

Οι ιερείς, ως ανήκοντες στον κλήρο, ονομάστηκαν λοιπόν κληρικοί, λέξη που πέρασε και στα λατινικά clericus. Και επειδή στα μεσαιωνικά χρόνια κυρίως οι ιερείς και οι μοναχοί ήσαν εγγράμματοι και μπορούσαν να ασχολούνται με γραφική εργασία, από τη μετεξέλιξη του clericus προέκυψαν οι τύποι clerc (γαλλ.) και clerk (αγγλικά), που χρησιμοποιούνται σήμερα για τους υπαλλήλους γραφείου - και η δουλειά του υπαλλήλου γραφείου χαρακτηρίζεται clerical work. Η λέξη επέστρεψε ως αντιδάνειο εκείνα τα χρόνια, αφού κλέρης ονομάστηκε ο γραμματικός, αλλά σήμερα μόνο ως επίθετο διασώζεται. Μεσαιωνική λέξη από τον κλήρο είναι η κλήρα, που σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, και τον απόγονο κάποιου.

Στα νεότερα ελληνικά κληρωτός ονομάζεται ο στρατεύσιμος, λέξη που απηχεί την εποχή όπου οι στρατεύσιμοι επιλέγονταν με κλήρωση· άλλωστε κληρουχία λέγεται η σειρά κατάταξης στο Ναυτικό – εξ ου και η προσφώνηση «ρε κληρούχα!» προς ναύτη της ίδιας σειράς.

Κι έτσι, φέτος παρέλασαν σημαιοφόροι που είχαν επιλεγεί με κλήρωση - όχι παντού όμως. Σε σχολείο της Δάφνης, ο διευθυντής αυθαίρετα αντικατέστησε το αγόρι που κληρώθηκε, επειδή είχε σκούρο δέρμα, λεγόταν Αμίρ και ήταν προσφυγάκι από το Αφγανιστάν. Από την άλλη, όταν σε ένα Γυμνάσιο της Σαντορίνης ορίστηκε σημαιοφόρος, όχι με κλήρωση, αλλά με βάση τις μαθητικές της επιδόσεις, μια μαθήτρια αλβανικής καταγωγής, οι ακροδεξιοί προσπάθησαν με τραμπουκισμούς να ματαιώσουν την παρέλαση - δεν είναι η αριστεία το ζητούμενο, βλέπετε, αλλά η εθνική καθαρότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 6/11/2017.

Χάμπερμας: Ο Μακρόν μια νέα λύση για την Ενωμένη Ευρώπη

Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν το Παρίσι, για τον πείσμωνα και είρωνα Ρόμπερτ Μενάσε πρωτεύουσα πρέπει να γίνουν οι Βρυξέλλες. Εύθραυστη ελπίδα. Ο τελευταίος, που πρόσφατα τιμήθηκε με το Γερμανικό Βραβείο Λογοτεχνίας, μετριάζει τις υψηλές προσδοκίες σε μια συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα TAZ, με μια ιστορία για ένα βράδυ που πέρασε μαζί με κάποιον Γερμανό ανταποκριτή στις Βρυξέλλες, σε ένα καπνισμένο καφέ όπου συχνάζουν δημοσιογράφοι. Ηταν λοιπόν παρών όταν η αρχισυνταξία στη Φρανκφούρτη επέστρεψε ένα άρθρο του ανταποκριτή από το διαστημόπλοιο των Βρυξελλών με την παρατήρηση: «Μη γράφεις τόσο περίπλοκα. Αρκεί να γράψεις τι θα κοστίσει αυτό σ' εμάς τους Γερμανούς».

Το μειωμένο ενδιαφέρον που δείχνουν οι Γερμανοί πολιτικοί, μάνατζερ και δημοσιογράφοι για τον σχηματισμό μιας Ευρώπης που να είναι ικανή να δρα πολιτικά δεν θα μπορούσε να βρει πιο μεστή έκφραση. Εδώ και χρόνια, εφημερίδες φοβισμένες και πειθήνιες είναι πρόθυμες να βοηθήσουν τους πολιτικούς μας, ώστε η ευρεία κοινή γνώμη στη Γερμανία να μην επιβαρύνεται με το θέμα της Ευρώπης. Η απαξίωση του κόσμου δεν θα μπορούσε να προβληθεί καλύτερα απ' ό,τι με τον προσεκτικά προετοιμασμένο περιορισμό της βεντάλιας των θεμάτων για τη μοναδική «τηλεμαχία» ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σουλτς λίγο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές. Αλλά και την τελευταία δεκαετία που σοβεί η οικονομική κρίση, η καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών της θεωρούσαν σωστό να αυτοπροσδιορίζονται ως οι πραγματικοί «Ευρωπαίοι» – σε μια οφαλμοφανή αντίθεση με τα γεγονότα.

Τώρα όμως εμφανίζεται στη σκηνή ο Εμανουέλ Μακρόν και θα μπορούσε να διαλύσει το πέπλο αυτής της ευχάριστης αυταπάτης, παρά τις κολακείες του προς την ηττημένη καγκελάριο, η οποία δέχεται πιέσεις από το ίδιο της το κόμμα, με στόχο μια συνεργασία με αλληλοσεβασμό. Τα κεφάλια με «ρεαλιστική» σκέψη στις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες φαίνεται να φοβούνται πως τα λόγια του Γάλλου προέδρου για τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα θα μπορούσαν να ανοίξουν επιτέλους τα μάτια στο γερμανικό κοινό και να το κάνουν να δει ότι η γερμανική κυβέρνηση, με τον στιβαρό οικονομικό της εθνικισμό, είναι μάλλον γυμνή.

Ο Γκέοργκ Μπλούμε, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με υπότιτλο «Πώς η Γερμανία ρισκάρει μια φιλία», συλλέγει θλιβερές αποδείξεις από τον Τύπο και την πολιτική για τον νεογερμανικό υπεροπτικό τόνο απέναντι στη Γαλλία και τους Γάλλους.

Από την αρχή κιόλας, ορισμένα σχόλια για τον Μακρόν κινούνταν ανάμεσα στην αδιαφορία, την αλαζονεία και μια εσπευσμένα αμυντική στάση. Και εκτός από ένα πρωτοσέλιδο του Spiegel, η ανταπόκριση στον προσεκτικά δομημένο λόγο του Γάλλου προέδρου για την Ευρώπη ήταν από άνευρη έως αδύναμη. Από αυτό το υλικό, που είναι κατάλληλο για κωμωδία, ο διαφαινόμενος κυβερνητικός συνασπισμός «Τζαμάικα» (σ.σ.: Χριστιανοδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) θα μπορούσε να κατασκευάσει μια πειστική τραγωδία – εάν λόγου χάρη γινόταν υπουργός Οικονομικών ο Κρίστιαν Λίντνερ και εφάρμοζε την παρακαταθήκη του Σόιμπλε.

Ο τέως υπουργός Οικονομικών, σε ένα non-paper για το Eurogroup, είχε σχεδιάσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπλόκαρε οποιονδήποτε συμβιβασμό με την πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου. Στο πρόγραμμα αυτό ο Σόιμπλε συνδυάζει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου με την αγαπημένη ιδέα του ορντοφιλελευθερισμού (Οrdoliberalismus), ο οποίος θέλει να προλάβει τη δημοκρατική συμμετοχή, που τον φοβίζει, απογυμνώνοντας την πολιτική εξουσία από τις αποφάσεις σχετικά με την οικονομία και τα δημοσιονομικά, και μεταφέροντάς τες σε μια τεχνοκρατική διοίκηση.

Ωραία θα ήταν αν ξεμπέρδευα εδώ με τις αγωνίες μου. Η κατάσταση όμως είναι πολύ σοβαρή και δεν το επιτρέπει. Γιατί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση (εάν βέβαια έχει πια κανείς όρεξη να συμμετάσχει) πρέπει να σηκώσει το γάντι που πέταξε ο Γάλλος πρόεδρος. Θα αρκούσε μια πολιτική αναβολών και παραλείψεων ώστε να χαθεί μια ιστορική ευκαιρία.

Οι ενδεχομενικότητες της Ιστορίας σπάνια εμφανίζονται τόσο καθαρά όσο στην αναπάντεχη άνοδο αυτού του γοητευτικού, εκθαμβωτικού ίσως, και πάντως ασυνήθιστου ατόμου. Κανείς δεν περίμενε ότι ένας υπουργός της κυβέρνησης Ολάντ δίχως κόμμα, ο οποίος κατά τα φαινόμενα έκανε μια εγωκεντρική κούρσα και έφτιαξε από το μηδέν ένα πολιτικό κίνημα, θα υπερσκέλιζε ένα ολόκληρο κομματικό σύστημα.

Αντίθετα σε κάθε δημοσκοπική εμπειρία, ένα μοναδικό άτομο, χωρίς ακολουθία, κατάφερε μέσα στη σύντομη περίοδο ενός προεκλογικού αγώνα να κερδίσει την πλειοψηφία με ένα επιθετικό πρόγραμμα για την εμβάθυνση της συνεργασίας στην Ευρώπη, έχοντας απέναντί του έναν αυξανόμενο δεξιό λαϊκισμό στον οποίο ένας στους τρεις Γάλλους εμπιστεύτηκε την ψήφο του. Ηταν εντελώς απίθανο ότι κάποιος σαν τον Μακρόν θα εκλεγόταν πρόεδρος σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός ήταν από πάντα πιο ευρωσκεπτικιστής από τους Λουξεμβούργιους και τους Βέλγους, από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους.

Με μια ψύχραιμη εκτίμηση, είναι εξίσου απίθανο ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα έχει τη διορατικότητα να δώσει μια γόνιμη απάντηση, δηλαδή μια απάντηση με μέλλον, στην ερώτηση που της έθεσε ο Μακρόν. Και τη σημασία της ερώτησης απλώς να καταλάβαινε, εγώ θα ανακουφιζόμουν.

Είναι επίσης αρκετά απίθανο ότι μια κυβέρνηση συνασπισμού που σπαράσσεται από εσωτερικές εντάσεις θα βρει το κουράγιο να αναθεωρήσει τις δύο βασικές θέσεις που επέβαλε η Μέρκελ από την πρώτη κιόλας μέρα της οικονομικής κρίσης: τον διακυβερνητισμό, ο οποίος εξασφαλίζει στη Γερμανία ηγετικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και την πολιτική λιτότητας, την οποία επέβαλε, χάρη στον ρόλο της αυτόν, η Γερμανία στον ευρωπαϊκό Νότο, με δυσανάλογα οφέλη για την ίδια. Και είναι εντελώς απίθανο ότι η καγκελάριος δεν θα χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία την αδύναμη θέση της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας της για να ξεκαθαρίσει στον γοητευτικό της εταίρο ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσει να υιοθετήσει αυτή την προοπτική μεταρρύθμισης – εξάλλου δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τις προοπτικές.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό που προσωπικά με τρώει: Είναι δυνατόν αυτή η αξιοσημείωτα έξυπνη και ευσυνείδητη πολιτικός, που προέρχεται από σπίτι προτεστάντη ιερέα και ώς τώρα έχει κακομάθει με την επιτυχία της, αλλά είναι ταυτόχρονα και σκεπτική (προσωπικά δεν την έχω συναντήσει ποτέ), να προσβλέπει στο να αναλάβει έναν τόσο άχαρο ρόλο στο τέλος μιας ενεργής δεκαεξάχρονης θητείας;

Θα θελήσει να αποχωρήσει έπειτα από τέσσερα ακόμη χρόνια που θα βγουν με το ζόρι, με την εξουσία της να θρυμματίζεται; Ή θα θελήσει, σε πείσμα όλων αυτών που ψιθυρίζουν κιόλας ότι έρχεται το τέλος της, να επιδείξει μεγαλοθυμία και να κάνει το μεγάλο βήμα, ξεπερνώντας τον εαυτό της;

Το ξέρει και η ίδια ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, που αποτελεί βασικό ενδιαφέρον της Γερμανίας, δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα όσο βαθαίνουν ακόμη περισσότερο, όπως συμβαίνει υπό το τωρινό καθεστώς, οι μεγάλες διαφορές στο εθνικό εισόδημα, στην ανεργία και τα δημόσια χρέη μεταξύ των εθνικών οικονομιών στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης, οι οποίες εδώ και καιρό ακολουθούν αποκλίνουσες τροχιές.

Το φάντασμα της «μεταβατικής ένωσης» αποπροσανατολίζει από αυτή την καταστροφική δυναμική, η οποία μπορεί να αναχαιτιστεί μόνον εάν δημιουργηθεί ένας πραγματικά δίκαιος ανταγωνισμός πέρα από τα εθνικά σύνορα και εάν εφαρμοστεί μια πολιτική ενάντια στον επελαύνον έλλειμμα αλληλεγγύης – τόσο ανάμεσα στους εθνικούς πληθυσμούς όσο και μέσα στα ίδια τα έθνη.

Ο όρος «ανεργία των νέων» είναι εδώ ενδεικτικός. Ο Μακρόν δεν φτιάχνει μόνον ένα όραμα, αλλά ζητάει, πολύ συγκεκριμένα, να προχωρήσει η ευρωζώνη στην εξομοίωση των φόρων επιχειρήσεων, ζητάει αποτελεσματική φορολόγηση των συναλλαγών, την προοδευτική σύγκλιση των διαφορετικών καθεστώτων για την κοινωνική πολιτική, τη θέσπιση του αξιώματος του Ευρωπαίου εισαγγελέα για τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, οι μεμονωμένες αυτές προτάσεις, που στο κάτω κάτω είναι εδώ και καιρό γνωστές, δεν είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει ώς τώρα στη στάση, στην πρωτοβουλία και στον λόγο αυτού του πολιτικού. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα:

  • το θάρρος του να διαμορφώνει πολιτική
  • η ομολογία του ότι η ενωμένη Ευρώπη ήταν υπόθεση μιας ελίτ και πρέπει να αλλάξει προς μια Ευρώπη των πολιτών, με δημοκρατική αυτοδιάθεση
  • η πειστική στάση ενός ανθρώπου ο οποίος εμπιστεύεται τη δύναμη του λόγου που εκφράζει σκέψη.

Διαλέγοντας έναν πολύ γαλλικό όρο απευθύνεται ο Μακρόν στις 26 Σεπτεμβρίου στο φοιτητικό του κοινό και στην πολιτική ελίτ στη Γερμανία εξίσου, όταν αναφέρεται επανειλημμένα στην «κυριαρχία» (souveraineté), την οποία δεν μπορεί πλέον να την εξασφαλίσει το εθνικό κράτος, αλλά μόνον η Ευρώπη για τους πολίτες.

Μόνον υπό την προστασία και με τη δύναμη της ενωμένης Ευρώπης μπορούν αυτοί οι πολίτες να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα και τις αξίες τους, σ' έναν κόσμο που έχει έρθει τα πάνω κάτω. Ο Μακρόν τονίζει την «πραγματική» κυριαρχία σε σχέση με τη χιμαιρική κυριαρχία των Γάλλων «κυριαρχιστών». Λέει με τ' όνομά του το αναξιοπρεπές παιχνίδι του κυβερνητικού προσωπικού, το οποίο όταν βρίσκεται στη χώρα του αποστασιοποιείται από τους νόμους που το ίδιο έχει αποφασίσει στις Βρυξέλλες, και δεν ζητάει τίποτε λιγότερο από την εκ νέου ίδρυση μιας Ευρώπης που θα είναι ικανή να δρα πολιτικά τόσο στο εσωτερικό της όσο και προς τα έξω: αυτό εννοεί με τον όρο «κυριαρχία», την αυτοεξουσιοδότηση των Ευρωπαίων πολιτών.

Ως σταθμούς στον δρόμο προς τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας κοινής δράσης, ο Μακρόν ονοματίζει τη στενότερη συνεργασία στην ευρωζώνη στη βάση ενός κοινού προϋπολογισμού. Η κεντρική και επίμαχη πρότασή του: «Ενας (τέτοιος) προϋπολογισμός μπορεί μόνο να συνοδεύεται από μια ισχυρή πολιτική καθοδήγηση μέσω ενός κοινού υπουργού και ενός κοινοβουλευτικού ελέγχου αξιώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ευρωζώνη με ένα κοινό διεθνές νόμισμα αρκεί για να προσφέρει στην Ευρώπη το πλαίσιο ώστε να αναπτυχθεί σε παγκόσμια οικονομική δύναμη».

Εχοντας την αξίωση να διαμορφώσει με πολιτικό τρόπο τα προβλήματα μιας ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενης παγκόσμιας κοινωνίας, ο Μακρόν ξεχωρίζει όσο ελάχιστοι άλλοι από το στρώμα των πολιτικών στελεχών που έχουν χρόνια υπερφόρτωση, προσαρμόζονται καιροσκοπικά και αντιδρούν μονάχα από μέρα σε μέρα, χωρίς καμιά προοπτική.

Είναι να τρίβουμε τα μάτια μας: Υπάρχει κάποιος που θέλει να αλλάξει κάτι στο status quo; Υπάρχει κάποιος που έχει το επιπόλαιο θράσος να σταθεί απέναντι στη μοιρολατρική συνείδηση των φελάχων, οι οποίοι υποκύπτουν στις δήθεν επιτακτικές επιταγές μιας παγκόσμιας οικονομικής τάξης που έχει ενσωματωθεί σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς; Αν τον καταλαβαίνω σωστά, ο Μακρόν επιδεικνύει ένα καινούργιο ενδιαφέρον που δεν έχει ενταχθεί στο κομματικό μας σύστημα και ως εκ τούτου δεν εκπροσωπείται: ανάμεσα στον καθημερινό νεοφιλελευθερισμό του Κέντρου, στον αυτάρεσκο αντικαπιταλισμό των αριστερών εθνικιστών και στην μπαγιάτικη ταυτοτική ιδεολογία των δεξιών λαϊκιστών.

Είναι κομμάτι της αποτυχίας της σοσιαλδημοκρατίας το γεγονός ότι μια πολιτική κατά βάση φιλική προς την παγκοσμιοποίηση και στραμμένη προς την Ευρώπη, η οποία παράλληλα λαμβάνει υπόψη της τις κοινωνικές ζημίες και τις καταστροφές που προκαλεί ο αχαλίνωτος καπιταλισμός και ως εκ τούτου πιέζει επίσης προς την απαραίτητη διακρατική επαναρύθμιση των σημαντικότερων αγορών, δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει ένα διακριτό προφίλ, παρά τις προσπάθειες του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Την ελευθερία δράσης για μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να τη διαθέτει ο Γκάμπριελ παρά μόνον ως υπουργός Οικονομικών ενός μεγάλου συνασπισμού με προοπτική να διαρκέσει και αποφασισμένου να συνεργαστεί με τον Μακρόν.

Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί τον Μακρόν από άλλες πολιτικές προσωπικότητες είναι η ρήξη με μια σιωπηρή συναίνεση. Στην πολιτική τάξη, μέχρι στιγμής υπήρξε αυτονόητο ότι η Ευρώπη των πολιτών είναι μια υπερβολικά πολύπλοκη οντότητα και ότι ο στόχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ένα ζήτημα πολύ περίπλοκο για να επιτραπεί στους ίδιους τους πολίτες να ασχοληθούν μαζί του.

Τα τρέχοντα θέματα της πολιτικής των Βρυξελλών αφορούν μόνο τους εμπειρογνώμονες και τους καλά ενημερωμένους εκπροσώπους συμφερόντων, ενώ οι αρχηγοί των κυβερνήσεων διευθετούν ανάμεσά τους τις πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ αντιφατικών εθνικών συμφερόντων, συνήθως αναβάλλοντας ή αποκλείοντάς τες.

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι τα ευρωπαϊκά ζητήματα θα πρέπει να αποφεύγονται στο μέτρο του δυνατού κατά τις εθνικές εκλογές, εκτός εάν τα τοπικά προβλήματα μπορούν να μετατεθούν στις πλάτες των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Και τώρα ο Μακρόν θέλει να καθαρίσει αυτή την κακοπιστία. Εχει ήδη σπάσει ένα ταμπού τοποθετώντας τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης στο επίκεντρο της εκστρατείας του και καταφέρνοντας να κερδίσει, έναν χρόνο μετά το Brexit, αυτή την επίθεση ενάντια στα «θλιβερά πάθη της Ευρώπης».

Αυτό το δεύτερο στοιχείο προσδίδει, μέσα από τις δηλώσεις του Μακρόν, αξιοπιστία στη φράση που κατά τα άλλα ακούγεται συχνά: ότι η δημοκρατία είναι η ουσία του ευρωπαϊκού σχεδίου. Δεν μπορώ να κρίνω την εφαρμογή πολιτικών μεταρρυθμίσεων που έχει προεξαγγείλει για τη Γαλλία.

Μένει να αποδειχτεί αν εκπληρώνει την «κοινωνικά φιλελεύθερη» υπόσχεση να διατηρήσει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής παραγωγικότητας. Ως αριστερός δεν είμαι «μακρονιστής» – εάν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αλλά το πώς μιλάει ο Μακρόν για την Ευρώπη κάνει τη διαφορά. Μας ζητάει να κατανοήσουμε τους θεμελιωτές της Ενωσης, οι οποίοι θα είχαν δημιουργήσει μια Ευρώπη χωρίς τον πληθυσμό, επειδή ανήκαν σε μια φωτισμένη πρωτοπορία.

Ωστόσο, θέλει τώρα να μετατρέψει το σχέδιο της ελίτ σε σχέδιο των πολιτών και προωθεί προφανή βήματα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης των Ευρωπαίων πολιτών έναντι των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Γι' αυτό ζητεί όχι μόνον καθολικό δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και κατάρτιση υποψηφίων στα κόμματα με διακρατικές λίστες. Αυτό προωθεί τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κομματικού συστήματος, χωρίς το οποίο το Κοινοβούλιο του Στρασβούργου δεν είναι δυνατό να γίνει ένας τόπος όπου τα κοινωνικά συμφέροντα μπορούν να υπερβούν τα σύνορα κάθε κράτους και να γενικευτούν.

Εάν κάποιος θέλει να αξιολογήσει σωστά τη σημασία του Εμανουέλ Μακρόν, τότε προκύπτει μια τρίτη πτυχή, ένα προσωπικό χαρακτηριστικό: ξέρει να μιλάει. Ο Γιούργκεν Κάουμπε εντυπωσιάστηκε από τη διανοητική μορφή τού καλά διαβασμένου φιλοξενούμενου μετά την αυτοσχέδια ομιλία του προέδρου κατά τη διάρκεια της έκθεσης βιβλίου. Ωστόσο, επειδή το άρθρο του στη συντηρητική εφημερίδα FAZ ήταν σε συγκεκριμένο πλαίσιο, παρέλειψε ένα σημείο που θεωρώ πολύ σημαντικό.

Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν πολιτικό που κερδίζει την προσοχή, το κύρος και την επιρροή μέσω των ρητορικών ικανοτήτων του και της ευαισθησίας του στα γραπτά κείμενα. Μάλλον η ακριβής επιλογή των εμπνευσμένων προτάσεών του και η δύναμη άρθρωσης του λόγου δίνουν στην ίδια την πολιτική σκέψη μια αναλυτική οξύτητα και μια προωθητική δυναμική.

Ο Νόρμπερτ Λάμερτ ήταν ο τελευταίος που ξυπνούσε τις μνήμες των μεγάλων κοινοβουλευτικών αγορεύσεων του Γκούσταβ Χάινεμαν, του Αντολφ Αρντ και του Φριτς Ερλερ στην πρώιμη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Φυσικά, η ποιότητα της άσκησης του επαγγέλματος του πολιτικού δεν μετριέται από το ρητορικό ταλέντο. Αλλά οι αγορεύσεις μπορούν να αλλάξουν την αντίληψη του κοινού για την πολιτική, να ανυψώσουν το επίπεδο και να διευρύνουν τους ορίζοντες της δημόσιας συζήτησης. Και μ' αυτόν τον τρόπο να βελτιώσουν την ποιότητα όχι μόνο της διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης, αλλά και της ίδιας της πολιτικής δράσης.

Εκεί όπου η αμορφία των τοκ σόου καθίσταται μέτρο της πολυπλοκότητας και της διάρκειας της δημόσιας επιτρεπτής πολιτικής σκέψης, ο Μακρόν ξεχωρίζει με τη μορφή των ομιλιών του. Προφανώς μας λείπει η ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τέτοιες ποιότητες, ακόμη και για το πότε και το πού μιας ομιλίας.

Ετσι, ο λόγος που εκφώνησε πρόσφατα ο Μακρόν στο δημαρχείο του Παρισιού με την ευκαιρία της επετείου της Μεταρρύθμισης δεν ήταν μόνο ενδιαφέρων από πλευράς περιεχομένου• δεν ήταν απλώς μια επιδέξια προσπάθεια να επανεξετάσουμε την ιστορία των θρησκευτικών συγκρούσεων στη Γαλλία ώσπου να προσαρμοστούν σε ένα κρατικό δόγμα, το αυστηρό γαλλικό κοσμικό κράτος, στις απαιτήσεις μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Αφορμή και θέμα για την ομιλία ήταν ταυτόχρονα μια χειρονομία προς τον προτεσταντικό πολιτισμό της γειτονικής χώρας – και την προτεστάντρια συνάδελφό του στο Βερολίνο.

Φυσικά, η απαίτηση και το στιλ εκπροσώπησης της κρατικής εξουσίας μάς έχουν γίνει ξένα τουλάχιστον από τη νοσταλγική άποψη του Καρλ Σμιτ για τον γαλλικό Αντιδιαφωτισμό τον 19ο αιώνα. Μπορεί να μην έχουμε την αίσθηση της βαρύτητας μιας ζωής στο παλάτι των Ηλυσίων, την οποία ο Μακρόν έχει περί πολλού αναδείξει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Spiegel. Ομως, η βαθιά εξοικείωσή του με τη φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ, με την οποία αποκρίνεται σε μια ερώτηση σχετικά με τον Ναπολέοντα ως το «έφιππο παγκόσμιο πνεύμα», είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή.

(Το άρθρο δόθηκε για δημοσίευση στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», το γαλλικό «Λ' Ομπς» και την ιταλική εφημερίδα «Ρεπούμπλικα»).

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/10/2017.