Δευτέρα, 29 Απρίλιος 2024

Λίλυ Χουλιαράκη: ανατομία στην επικοινωνία της αλληλεγγύης

Είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο για ένα πολύπλοκο θέμα. Από μια σπουδαία επιστήμονα που προτιμά να παρουσιάζει τον εαυτό της στο εσώφυλλο μόλις με δώδεκα λέξεις. «Διδάσκει ΜΜΕ και Επικοινωνία στο London School of Economics και Political Science». Χωρίς καν φωτογραφία της.

Ωστόσο πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε το βιβλίο της Λίλυς Χουλιαράκη «Ο ειρωνικός θεατής- Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα», εκδόσεις «Νήσος», μετάφραση Γ. Καράμπελα – να διαβαστεί όσο γίνεται περισσότερο. Ιδίως από ανθρώπους των ΜΜΕ της πολιτικής και όσων κινούνται στο δημόσιο χώρο ως διαμορφωτές συμπεριφορών, επιλογών αλλά και αισθητικής και αισθημάτων.

Το βιβλίο καταγράφει το ιστορικό πλαίσιο της αλληλεγγύης,όχι ως εκδήλωση φιλανθρωπίας, αλλά ως προϊόν του περιβάλλοντος ενημέρωσης σε κάθε περίοδο, που κινεί τους ανθρώπους να στηρίξουν τον πάσχοντα «άλλον». Αυτό το περιβάλλον μετασχηματίζει διαχρονικά την αλληλεγγύη ως προς τη μορφή, τη συχνότητα και την εσωτερική αντιμετώπιση από αυτόν που την εκδηλώνει.

Καθώς αλλάζουν οι «κινητήριες» επιρροές για την εκδήλωσή της, η αλληλεγγύη εντάσσεται πλέον στη συνολική καταναλωτική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Έτσι ο φορέας της καταλήγει να είναι , όπως τον αποκαλεί: «ειρωνικός θεατής» : παρακολουθεί πάσχοντες ανθρώπους όχι από γενικότερο – πολιτικό ή θρησκευτικό καθήκον, όπως σε άλλες εποχές, αλλά λόγω ενός ερεθίσματος που έρχεται από άλλες πηγές. Όπως είναι π.χ. η στράτευση μιας διασημότητας σε μια καμπάνια αλληλεγγύης.

Η Χουλιαράκη αξιολογεί δυο πολύ γνωστές περιπτώσεις τέτοιας στράτευσης, όπως η Ωντρέι Χέπμπορν και τη Αντζελίνα Τζολί, ακτινογραφεί μια συναυλία με αστέρες της ροκ και τα συνδέει με τη σκηνοθεσία της ειδησεογραφίας για να καταλήξει σε εντυπωσιακά συμπεράσματα. «Οι εκκλήσεις για αμνηστία, ο ακτιβισμός των διασημοτήτων, οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις και οι ροκ συναυλίες ανήκουν όλα σε ένα θέατρο το οίκτου που επιδιώξει να μας φέρει αντιμέτωπους με ευάλωτους άλλους με στόχο να εμπνεύσει τη δράση μας για τη κατάσταση τους».

Για τη συγγραφέα αυτό εγείρει προβληματισμούς. Η ηθική της αλληλεγγύης συναρτάται με τη μορφή του μνήματος που την παρακινεί. Όσο αλλάζει η επικοινωνία τη αλληλεγγύης, αλλάζει και η «φύση» της. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού και τα μέσα που χρησιμοποιεί μεταλλάσσονται καθώς διαμορφώνεται ένα είδος «μάρκετινγκ της αλληλεγγύης» και αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά του φορέα της.

Το επικοινωνιακό περιβάλλον ενισχύει την αλληλεγγύη, αλλά ταυτόχρονα προδίδει και τα άδηλα κίνητρα όσων την ασκούν, περιστασιακά ή μόνιμα, από «οίκτο» η «ηθική υποχρέωση να κάνουν κάτι» για κάποιους που δεν ξέρουν, αλλά «πρέπει». Είναι η μετατόπιση του παλιού φιλάνθρωπου στον σημερινό «ειρωνικό θεατή», που επηρεάζεται από τα ερεθίσματα που δέχεται και δρα, αλλά ταυτόχρονα κρύβεται πίσω από αυτά.

Για τους ειδικούς η πρωτότυπη έρευνα, της Χουλιαράκη διαμορφώνει ένα νέο πεδίο ανάλυσης και θεωρητικής επεξεργασίας του «φαινομένου» της αλληλεγγύης – και των ΜΜΕ ταυτόχρονα- καθώς το τοποθετεί στο επικοινωνιακό περιβάλλον που το «εκκολάπτει», το θέτει σε νέα ηθική -και πολιτική- βάση. Ταυτόχρονα το καθιστά εργαλείο ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς σ' αυτό το πεδίο που διαφέρει, όσο διαφέρουν οι παραδοσιακές εκκλήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και οι έρανοι με αφίσες και σποτ, που απεικόνιζαν σκελετωμένα παιδιά της Μπιάφρας- αλλά και ο χαρούμενες φατσούλες της Γιούνισεφ -από την σαρωτική παρουσία διάσημων επί σκηνής, που καλούν σε ευαισθητοποίηση. Και όσο διαφέρουν και τα δυο από παλιότερες εκστρατείες ανθρωπισμού που επέβαλαν τα θρησκευτικά καθήκοντα, ή τα πολιτικά δόγματα και οι ιδεολογίες.

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πως «αισθάνομαι» ή πως «αντιλαμβάνομαι» το πρόβλημα των «ευάλωτων άλλων» και στο «τι μπορεί να κάνω» για να δηλώσω αλληλέγγυος-ακόμη και αν αυτό είναι μια απλή υπογραφή σ' ένα κείμενο. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού, εστιάζουν σήμερα στις εκκλήσεις επωνύμων, με αυτοπρόσωπη παρουσία στο «πεδίο»- κυριως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου- ή με εκδηλώσεις που διαμορφώνουν νέο περιβάλλον στο οποίο ο αλληλέγγυος καταθέτει την συνεισφορά του ως υποχρέωση όχι προς αυτόν που συνδράμει αλλά προς το περιβάλλον που διαμορφώνεται και τον παρακινεί – και ο ίδιος το εισπράττει ως συνάφεια με τον «αστέρα» που μπαίνει μπροστά.

Με τέτοια ερεθίσματα οι αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες – ευνοημένες συντριπτικά από την ιμπεριαλιστική κατανομή του παγκοσμίου πλούτου- «λυπούνται» τους μακρινούς πάσχοντες, και δρουν για την ανακούφισή τους. Ταυτόχρονα όμως εντάσσουν αυτή τη δράση σε ένα είδος «λάιφ στάιλ». Παλιά θα λέγαμε «είναι ιν» να μετέχεις σ' αυτά τα πράγματα.

Η Χουλιαράκη αναγνωρίζει ως ωφέλιμη, αλλά ταυτόχρονα επικρίνει την αλληλεγγύη του » ειρωνικού θεατή» που κινητοποιείται, αλλά δεν παρεμβαίνει πολιτικά για να αλλάξουν τα πράγματα. Θεωρεί ότι είναι σύμπτωμα της κοινωνίας της αγοράς που αναστέλλει την πολιτική συζήτηση με το πρόσχημα να «μην πολιτικοποιείται ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη». Πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να συμβεί ακριβώς αυτό: να τεθεί ανοιχτά τι φταίει, που βρίσκεται η λύση και εν πάση περιπτώσει ποιοι είναι αυτοί οι » ευάλωτοι άλλοι» και γιατί βρίσκονται σ' αυτή τη κατάσταση.Η βιωματική σχέση της συγγραφέως με την πολιτική και την κουλτούρα της ευρύτερης Αριστεράς διαπερνά έτσι κι αλλιώς τις προσεγγίσεις της και στο συγκεκριμένο βιβλίο και στις αντίστοιχες έρευνες που έκανε ως τώρα.

Ο «Ειρωνικός Θεατής» είναι ένα τολμηρό βιβλίο που βραβεύθηκε ήδη από τη Διεθνή Ένωση Επικοινωνίας ,- στην αγγλική του έκδοση. Αφυπνίζει όχι για να ωθήσει σε μια δράση αλληλεγγύης, αλλά για να την αναλύσει, να αναδείξει την ταυτότητα και την ηθική της και να τη μεταφέρει στο πεδίο της συνειδητοποίησης των λόγων που την προκαλούν.

Η ανακούφιση των προβλημάτων πληθυσμών και ατόμων με εργαλείο το μάρκετινγκ μπορεί να αποδίδει τυπικά – και αυτό δεν ειναι αμελητέο-αλλα διαχειρίζεται όχι το πρόβλημα, αλλά την πράξη ελάφρυνσής του , που διαμόρφωνεται επικοινωνιακά, οχι πολιτικά, ή ουμανιστικά. Είναι πολιτική αλληλεγγύης δεν είναι πολιτική καταπολέμησης της αιτίας που οδηγεί στην ανάγκη της επιβίωσης από την «καλοσύνη των άλλων». Ο ακτιβισμός της αλληλεγγύης δεν είναι επαρκής ,αν δεν οδηγεί σε πολιτική διαχείριση.

Όταν η αλληλεγγύη παρακινείται από προσωπικότητες του θεάματος «πουλάει» στους θεατές το «ανθρωπιστικό προφίλ» της προσωπικότητάς. Όπως π.χ. μπορεί ένα άλλο σύστημα μάρκετινγκ να πουλάει τη δουλειά της. Άλλο όμως η κινητοποίηση για την ανακούφιση των πασχόντων του πλανήτη και άλλο η δίκαιη κατανομή το πλούτου του πλανήτη. Άλλο η συνδρομή των ισχυρών-που είναι αναγκαία και χρήσιμη- και άλλο οι συνθήκες με τις οποίες γίνονται και παραμένουν ισχυροί. Αυτές οι συνθήκες παράγουν ...αυτό που ελαφρύνει η αλληλεγγύη με εργαλείο την επικοινωνία..

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα κατά εξοχήν πολιτικό βιβλίο που βλέπει το θέμα της αλληλεγγύης, από την επικοινωνιακή πλευρά με προοδευτική ματιά, για να καταλήξει στην έμμεση υπόδειξη ότι πρέπει να υπερβούμε τη φιλανθρωπία και να παρέμβουμε στην ιστορική δομή του παγκόσμιου συστήματος που παράγει πληθυσμούς οι οποίοι χρειάζονται αλληλεγγύη. Ότι κινητοποιούνται κάποιες από τις πιο λαμπερές φιγούρες του συστήματος και εντάσσουν στην τρέχουσα αντίληψη του δυτικού ανθρώπου την έννοια της συμπαράστασης σε κάποιους <μακρινούς>, είναι σύμπτωμα της συγκυρίας, που καθιστά τα επικοινωνιακά μέσα σύμμαχο των αδυνάμων- με την προβολή της αδυναμίας τους ανάμεσα στους <δυνατούς>.

Σ' αυτή την ανάλυση η ειδησεογραφία- και συνεπώς άσκησης της δημοσιογραφίας -έχουν κρίσιμο ρόλο, ακόμη και αν αναδεικνύουν απλώς αποσπασματικά τα θύματα, με σκληρές εικόνες και περιγραφές. Αυτό παρακινεί, με τη μεσολάβηση της επικοινωνίας, σε δράσεις αλληλεγγύης, αλλά ποτέ δεν θα απεικονίσει το αληθινό βάθος και εύρος του ανθρώπινου πόνου. Ως συνειδητοποιημένη επιστήμονας η αναλύτρια, αναζητεί κατά πόσο αυτό λειτουργεί τελικά ως περιχαράκωση των ευημερούντων. Ή κατά πόσο καταλήγει να υποβοηθάει την ανάπτυξη ρατσιστικής κουλτούρας,καθώς αυτά τα στερεότυπα της φτώχειας και τις εξαθλίωσης από κάποιους εκλαμβάνονται ως <μεταδοτικά >. Οποτε πρέπει να κρατηθουν μακρυά. Ήτοι αν στο συλλογικό υποσυνείδητο η προβολή της εξαθλίωσης θέτει διαχωρισμούς...

Η επικοινωνία της αλληλεγγύης και η προβολής της διαχρονικά έτσι όπως τα κωδικοποίησε με σύνθετα νοήματα – με εξαιρετική , αλλά δύσκολή γλώσσα -η Λίλυ Χουλιαράκη δεν είναι «αυτόνομο κεφάλαιο» . Εντάσσεται στην εξέλιξη των πραγμάτων και στις δυο πλευρές. Στην εποχή της εξέλιξη της επικοινωνίας και εργαλείων της , η παρακίνηση της αλληλεγγύης, αυξάνει την αρωγή, όπως δείχνουν τα στοιχεία. Αλλά περιορίζει την ερμηνεία του προβλήματος που καλείται να αντιμετωπίσει. Όπως λέει « αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό». Τα <ακροατήρια της αλληλεγγύης> καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη, < ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικό ακτιβισμό>.

Παρά την κριτική διάθεση ωστόσο η διακεκριμένη καθηγήτρια του LSE πιστεύει ότι «μπορούμε να εκπαιδευτούμε σε αισθήματα που χαρακτηρίζουν τη αγωνιστική αλληλεγγύη» και να προκύψει «νέα ηθική θέσπιση της αλληλεγγύης» . Αλλιώς, όπως καταλήγει , » δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε τις συνθήκες της οδύνης». Εμείς οι » ειρωνικοί θεατές» χρειαζόμαστε το θέατρο της επικοινωνίας τώρα περισσότερο από ποτέ. Όχι γιατί « μας μετατρέπει σε καλούς». Αλλά γιατί «μπορεί τουλάχιστον να μας εμποδίσει να φανταζόμαστε ότι είμαστε τέτοιοι».

*Δημοσιεύτηκε στο anoixtoparathyro.gr την 1/3/2018. 

Οι πέντε προϋποθέσεις για να λυθεί το Μακεδονικό

Ο​​ τρόπος που διεξάγεται ο διάλογος για το Μακεδονικό είναι ενδεικτικός της παθογένειας που ταλαιπωρεί τη χώρα μας. Είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα είναι πολύ κατώτερο του εφικτού, διότι δεν έχουμε αποδεχθεί πέντε αρχές-προϋποθέσεις. Θα προσπαθήσω να τις παρουσιάσω συνοπτικά:

1. Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα. Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που είπε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει στόχο την προστασία των μακροπρόθεσμων, πολιτικών και οικονομικών, συμφερόντων της χώρας μας. Η οποία, θυμίζω, προσπαθεί να ξεπεράσει μια κρίση που κρατάει σχεδόν μία δεκαετία. Που χρειάζεται καλές φιλικές σχέσεις και νέες αγορές. Που έχασε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και δεν έχει περιθώριο να χάσει κι άλλες. Και που δεν μπορεί πλέον να παραμένει ανοήτως προσκολλημένη σε ό,τι νομίζει ότι δικαιούται και να αγνοεί συστηματικά την πραγματικότητα. Χάνοντας έτσι πολύτιμες ευκαιρίες επίλυσης ζητημάτων όπου η εκκρεμότητα είναι πολιτικά και οικονομικά κοστοβόρα. Είδαμε πού οδήγησε αυτή η πολιτική των χαμένων ευκαιριών στο Κυπριακό, αλλά το μάθημα ακόμα δεν φαίνεται να το έχουμε αφομοιώσει.

2. Μόνο μια αμοιβαίως επωφελής συμφωνία είναι δίκαιη και βιώσιμη. Στη χώρα που η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο και αποτελεί σχεδόν συνώνυμο της λέξης «προδοσία», είναι επίσης δύσκολο να αποδεχθούμε ότι σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλευρές. Αντιμετωπίζουμε έτσι τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όχι ως μέθοδο ανεύρεσης του πεδίου των κοινών συμφερόντων, αλλά μέσον επιβολής της δικής μας ατζέντας. Η διαπραγμάτευση θα καταρρεύσει εκ των πραγμάτων, γιατί θα λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις της: η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι απέναντί σου έχεις έναν εταίρο με τον οποίο η σχέση σου δεν είναι στιγμιαία αλλά μακροπρόθεσμη. Αρα η συνεργασία είναι μονόδρομος.

3. Το εθνικό συμφέρον προηγείται του κομματικού. Ενώ αυτή η αρχή θεωρείται τόσο δεδομένη που ακούγεται τετριμμένη, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Είναι δεδομένο ότι οι βασικοί παίκτες στο πολιτικό μας σύστημα θα κάνουν τις κινήσεις τους λαμβάνοντας σοβαρά (ή κυρίως) υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται να τονίσω την αυτοκαταστροφική μυωπία της καιροσκοπικής συμπεριφοράς στα εθνικά θέματα. Ούτε την ανηθικότητα όσων επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το Μακεδονικό εργαλειακά, για να πλήξουν τον αντίπαλο ή να αποκομίσουν τα μίζερα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη τους. Ή την ανοησία όσων έχουν εξαπατηθεί και θα συνεχίσουν να εξαπατώνται από πατριδοκάπηλους και αριβίστες. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι η αδυναμία των πολιτικών να αντιληφθούν ότι είναι πρωταγωνιστές στην Ιστορία της χώρας. Και όταν αυτή θα γραφεί, όσα έκαναν δεν θα έχουν παραγραφεί, θα τους στοιχειώνουν για πάντα.

4. Δεν έχουμε μόνο εμείς Ιστορία. Στη χώρα που εμείς ονομάζουμε ΠΓΔΜ ή περιφρονητικά Σκόπια και που οι πολίτες της αποκαλούν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ζει ένας λαός που πιστεύει σε μια κατασκευασμένη εθνική ταυτότητα. Αλλά μαντέψτε: και η ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως όλες άλλωστε, είναι μια κατασκευή. Παλαιότερη, πιο στέρεη ίσως, πολύ πιο καλά επεξεργασμένη και με μεγαλύτερη προϊστορία. Αλλά οπωσδήποτε κατασκευή. Η πολιτική και επιλεκτική χρήση της Ιστορίας σε τέτοιου είδους διεθνείς διαφορές είναι κακή και ατελέσφορη πρακτική. Ομως ας υποθέσουμε ότι η Ιστορία δικαίωνε τις θέσεις μας πλήρως. Θα αποτελούσε αυτό καθοριστικό παράγοντα στη σημερινή διαπραγμάτευση; Θα εξαφάνιζε τα εκατομμύρια ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται Μακεδόνες; Θα εξαφάνιζε τη γλώσσα τους; Θα εξαφάνιζε τους σοβαρούς κινδύνους που διατρέχει το κράτος τους εάν στο όνομά του δεν υπάρχει αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μόνο εμείς ιερά και όσια αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς φαντασιώσεις αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς καιροσκόπους αλλά και οι άλλοι;

5. Μια διεθνής διαφορά δεν επιλύεται μόνο με διεθνή διάλογο αλλά και με τίμιο και νηφάλιο εσωτερικό διάλογο. Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα αυτός ο εσωτερικός διάλογος δεν είναι ούτε τίμιος, ούτε νηφάλιος, ούτε καν διάλογος. Δεν είναι τίμιος διάλογος γιατί τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με περιφρόνηση και εχθρότητα. O καθένας απευθύνεται στο δικό του φιλικό κοινό, δεν προσπαθεί να πείσει όσους δεν συμφωνούν μαζί του. Δεν αντικρούονται τα ισχυρά επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αλλά κατασκευάζονται σκιάχτρα για να καταρρίπτονται εύκολα. Δεν είναι νηφάλιος ο διάλογος γιατί τα δύο μέρη δεν συζητούν αλλά συγκρούονται, δεν ακούν γιατί δεν θέλουν, δεν ενδιαφέρονται να πείσουν αλλά μόνο να κραυγάσουν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλευρά όσων θεωρούν τους εαυτούς τους ορθολογικούς ρεαλιστές δεν αντιλαμβάνεται κάτι πολύ απλό: ότι καμία λύση δεν είναι εφικτή αν δεν κατορθώσουν να πείσουν την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Καμία λύση δεν θα νομιμοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας. Ο σεβασμός και η αμοιβαιότητα αποτελούν προϋπόθεση του διαλόγου με τους γείτονες στα Βαλκάνια αλλά και με τους γείτονες στην πόλη σου. Δεν θα υπάρξει λύση ερήμην του ελληνικού λαού. Ή, αν υπάρξει, δεν θα είναι λύση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 21/1/2018. 

Η ασβεστόκτιστος χώρα

«Στην πολιτική», έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται, αλλά δεν λέγονται». Η αφοπλιστική φράση ήταν συνάμα αφοριστική και, σαν τέτοια, απέκρυψε τα «πλούσια» κοιτάσματα του ελληνικού μεταπολεμικού πολιτικού φορτίου.

Το ερώτημα που αιωρήθηκε στο Κοινοβούλιο την περασμένη Τετάρτη, δηλαδή σκάνδαλο ή σκευωρία, δεν ήταν άλλο παρά ο ελληνικός τρόπος: ήτοι ανάπλαση του πρόσφατου και γνώριμου -άρα ενεργού- πλαισίου πολιτικών και ιδεολογικών συμφραζομένων που υπηρέτησαν την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική ατζέντα, επέδρασαν στον δημόσιο στίβο και, κυρίως, έστελναν στις καλένδες όλα τα πιεστικά, τα πολλά και ανοικτά θέματα.

Η όλη κατάσταση θύμιζε λίγο την κατανόηση του Εμμ. Ροΐδη: «Παρ' ημίν τα πάντα είναι ασβεστόχτιστα και χθεσινά. Τοιαύτη περίπου είναι και του σημερινού Ελληνος η διάνοια, η ολιγίστας έχουσα να συνδυάσει ιδίας αναμνήσεις και συγκινήσεις». Το «χθεσινά» είναι ένα διόλου κολακευτικό χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος.

Το σχόλιο για την «ελληνική διάνοια», ενώ ταιριάζει γάντι στην πολιτική φιλοσοφία -αν είναι γνωστή σε όσους κάνουν τη δουλειά του πολιτικού πολλά χρόνια-, σίγουρα δεν έδωσε πολιτική απάντηση στην ιστορική, αλλά και πρόσφατη ραχοκοκαλιά χειροπιαστών αιτιοτήτων για όλα όσα έγιναν, για όλα όσα δεν έγιναν («αναμνήσεις») και για όλα όσα πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να μην ξανανιώσει ποτέ τόσο... ασβεστόκτιστος χώρα!

Από τη «θεωρία του ελέφαντα και του ψύλλου» (όπου ο ψύλλος της υπόθεσης εκφράζει τον συνειδητό νου, τη δύναμη της λογικής και, με δυο λόγια, όλα όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας, ενώ ο ελέφαντας εκφράζει τον ασυνείδητο νου), μέχρι τη «θεωρία της αοράτου χειρός» (όπου υπάρχει μεν σκάνδαλο με τις πολυεθνικές και το πάρτι της φαρμακοβιομηχανίας εις βάρος της χώρας, αλλά υπάρχει σκευωρία κατά των πολιτικών αντιπάλων, εφόσον κάποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει σκάνδαλο), η ιστορική αλαζονεία και η αμηχανία του ελληνικού συστήματος είναι έκδηλη.

Σαν από θαύμα εξαφανίστηκε από την κουβέντα ο ιστορικός μετεμφυλιακός διχασμός και το στήσιμο της κρατικής μηχανής εθνικοφρόνων, οι μύριες δυο ιστορικές κυβερνητικές πολιτικές που κατέληξαν σε εγχώριες καταστροφές: από «κόκκινους συμμορίτες», «ανώμαλες λύσεις» και «εκτροπές», σε προσπάθειες επίλυσης του «ελληνικού προβλήματος» με βήματα «προς την κατεύθυνση της ομαλοποιήσεως».

Λογικό ήταν να απουσιάζουν οι διάφορες εκδοχές για γεγονότα, όπως της Αποστασίας, του «ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού», του Πραξικοπήματος, της Δικτατορίας, της Μεταπολίτευσης κ.ά., γιατί -παρότι απούσες- είναι ενεργές και αποκαλύπτουν παγιωμένες αντιλήψεις και στάσεις από εκείνους που κλήθηκαν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Και τι έκαναν; Ταύτισαν τον εαυτό τους με τη χώρα, με τα συμφέροντά της, με τη δημοκρατική ομαλότητα και, άρα, οποιαδήποτε κουβέντα για το σκάνδαλο και την ελληνική χρεοκοπία, να ερμηνεύεται ως «νέος διχασμός» και ως δημοκρατική ή θεσμική εκτροπή.

Η πόλωση του πολιτικού τοπίου οφείλεται σε προνεωτερικές, νεωτερικές και μετανεωτερικές συνυπάρξεις πολιτικών, σε κόσμο που απειλείται εξίσου από την επιρροή του πολυεθνικού χρήματος και το άγος της ανάπτυξης μέσω ενάρετων δημοσιονομικών συμφώνων.

Τα πάντα κινούνται προς ένα σύστημα αλληλοεπικαλυπτόμενων ρόλων και ευθυνών, όπου κυβερνήσεις, πολιτικοί, θεσμοί και ιδιωτικός τομέας αλληλοεμπλέκονται, χωρίς όμως να έχει κανείς απολύτως τον έλεγχο των ασκούμενων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Σε αυτήν την terra nullius (την επικράτεια του κανενός), η δεδομένη νεωτερική και μετανεωτερική -έμπειρη ως προς τούτο- πολιτική νομπιλιτέ της Ελλάδας βλέπει τον εαυτό της ως σωτήρα και αγαθοεργό παράγοντα, δίχως όμως να τον βλέπει ως μέρος του προβλήματος. Ενώ παραδέχεται την ύπαρξη σκανδάλου, δεν βλέπει ελκυστική τη διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου.

Εχουν ειπωθεί πάρα πολλά και έχει αναπτυχθεί αρκετά η επιχειρηματολογία εναντίον της πολιτικής θεωρίας που απεχθάνεται τα παράδοξα. Ομως, δεν έχει σχολιαστεί όσο θα έπρεπε η μεταπολιτική συναίνεση - η υβριδική κοινωνική θέσμιση του ελληνικού τρόπου στον οποίο η εξουσία και οι επιλογές της είναι ένας «χώρος κενός».

Το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, χαρούμενα και με περισσή αισιοδοξία, είχε σπεύσει να καταδικάσει τις πολώσεις και τη βία. Αυτές οι συναινετικές απωθήσεις του πάθους (οι οποίες εξαιρούσαν τη λατρεία του χρήματος) ήταν αναγκαία προϋπόθεση, λ.χ. από την εποχή της «Εγκυκλοπαίδειας» του 18ου και 19ου αιώνα αλλά και του μύθου ενός κοινωνικού συμβολαίου, για να έχουν λούστρο διαφανούς επικοινωνίας οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των κοινωνών και των πολιτικών δρώντων, χωρίς να το κάνουν. Στην Ελλάδα, ιστορικά αυτός ο σχηματισμός με την εναλλαγή Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κατόρθωσε να δώσει την εντύπωση ότι, χωρίς αντιπαράθεση, τα πράγματα μπορούν να οδηγηθούν σε κατάσταση κατευνασμού και συμφιλίωσης.

Ιδού ο πάγκος με τις ευκαιρίες: η έκπτωση της πολιτικής σε άνευρη διαδικασία επικύρωσης των επιταγών της αγοράς, όπου «προς όφελός τους» και με δικά τους χρήματα τα θύματα πληρώνουν σήμερα τις συνταγές της εθνικής και προσωπικής τους δυστυχίας. Τελικά, «τίς πταίει δια την μοιραίαν αυτών καταστροφήν;».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/2/2018.

Το αγαπημένο μας μίξερ

Ας στοχαστεί κάποιος πάνω στο σχόλιο του Τόμας Χομπς που έλεγε πως «στις κοινωνίες, έως τη δημιουργία των μεγάλων πολιτικών κοινοτήτων, το να είναι κανείς πειρατής ή ληστής δεν εθεωρείτο υποτιμητικό· επρόκειτο μάλλον για νόμιμο αρχαίο επάγγελμα». Σε συνδυασμό με το παραπάνω προπολιτικό, ας αναρωτηθεί –δηλαδή, ας αναρωτηθούμε συλλογικά– για τον άμεσο και επείγοντα χαρακτήρα της δημοκρατίας· για τα οφέλη της έντιμης δημοκρατικής ζωής, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για τη γειτονιά μας, την Ευρώπη, την παγκόσμια σκηνή. Οσο ποτέ άλλοτε, δεν είναι αυτονόητα. Η δημοκρατία είναι επιλογή, μια πολιτική με υλικά διαρκούς εγρήγορσης, μόνιμης στήριξης, θεσμικής λογοδοσίας, διαφάνειας, αυτοελέγχου και ανανέωσης.

Συνεπώς, η διερεύνηση του βάθους και της ποιότητας της πολιτικής ζωής δεν έχει να κάνει απλά με το θέμα «έντιμος δημοκρατικός βίος», επειδή τάχα είναι αυτό που κεντρίζει την πολιτική φιλοσοφία, την κοινωνική θεωρία και την πράξη της σύγχρονης πολιτικής. Ούτε γιατί ακόμα αναζητούνται τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα δημοκρατίας. Το θέμα που καθιστά επιτακτική την όποια «κουβέντα περί δημοκρατίας», είναι το ότι από τη γέννηση της νεωτερικότητας ο «λαός» άκουσε ότι είναι «κυρίαρχος», αλλά δεν το πίστεψε ποτέ, και είχε τους λόγους του.

Τι είδε και τι άκουσε σήμερα ο λαός; Είδε και άκουσε το χειρότερο μάθημα για να βγάλει συμπερασματικές γενικεύσεις του τύπου «όλοι τα παίρνουν» και να θεμελιώσει έναν κανόνα που στρεβλώνει την πραγματικότητα. Κι αυτό, δίχως καν να σκεφτεί ότι αφενός «η κοινωνία πάντα σιχαινόταν εκείνους που την ξεσκεπάζουν» (Εμερσον) και αφετέρου ότι «ούτε ένας στους χίλιους χριστιανούς δεν ελέγχει την ατομική του διαγωγή με βάση τους χριστιανικούς κανόνες» (Μ. Φουκό).

Το ότι τα πολιτικά κόμματα θα τρώγονται μια ζωή, με την ελπίδα πως ποτέ τους δεν θα προχωρήσουν σε εκδηλώσεις κανιβαλισμού, είναι στους κανόνες του παιχνιδιού. Οπως και η πιθανότητα να υπάρξουν μαύρα πρόβατα στο κοπάδι, ακόμα ακόμα και περιπτώσεις λύκων που να φυλάνε το κοπάδι. Αλλά, σε αυτές τις περιπτώσεις, στους κανόνες του παιχνιδιού περιλαμβάνεται και η συνεργασία.

Ομως, τα πολιτικά μέρη έχουν κάθε λόγο να επιλέγουν τακτικές που νομίζουν πως θα γεμίσουν τα κομματικά τους ταμεία και έτσι δεν συνεργάζονται, αγνοούν τις κινήσεις των άλλων μερών και, χωρίς πολλά πολλά, διαιωνίζουν την κατάσταση και ενισχύουν τη στερεοτυπική εικόνα «ο λύκος φυλάει τα πρόβατα» ή «όλοι οι πολιτικοί τα παίρνουν» με ισορροπίες μη συνεργασίας, τόσο στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων (εσωτερικά ξεκαθαρίσματα, τύπου Αντώναρου) όσο και στις διακομματικές σχέσεις (ποιος θα πάρει το γκουβέρνο, τύπου «η χειρότερη κυβέρνηση ever»).

Αυτές οι ισορροπίες της μη συνεργασίας έχουν συνεπαγωγές για το ζητούμενο. Εξασθενούν τον δημοκρατικό βίο. Και, επιπλέον, επιβάλλουν καθεστώς δυσμενών επιλογών (adverse selection). Προφανώς, μερικά άτομα –πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί, στελέχη εταιρειών, μέλη της Δικαιοσύνης κ.ά.– είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν περισσότερα απ' ό,τι γνωρίζουν οι πολίτες για το πώς έχουν τα πράγματα. Και στο σημείο αυτό χάνεται η ουσία. Γιατί με το να υπερασπίζεσαι με περισσό φορμαλισμό και χίλιους νομικίστικους ή «πολιτικούς» τρόπους την αδιαφάνεια και με μεγαλοστομίες να διακηρύττεις «όλα στο φως», εννοώντας «όλα να μείνουν στο σκοτάδι», δημιουργείς προβλήματα στην πολιτική ζωή.

Το χειρότερο: οι πολίτες θα υποπτεύονται πως, πράγματι, «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», πως η ποιότητα του συλλογικού καλού (summum bonum) υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται όλα τα δυνητικά καλά στοιχεία (πρόσωπα, προγράμματα, ιδέες) από την πολιτική ζωή του τόπου και να κυριαρχεί ο «τύπος Αδωνη».

Με άλλα λόγια, λειτουργείς ώστε να επιδρά ο περίφημος νόμος του ελισαβετιανού οικονομολόγου Γκρέσαμ: «το κακό νόμισμα θα διώχνει το καλό»· ό,τι ήταν ήδη γνωστό από την εποχή του Αριστοφάνη, ο οποίος στους «Βάτραχους» έλεγε πως, όπως ακριβώς φυγαδεύουν τα καλά νομίσματα και συναλλάσσονται με τα κάλπικα, οι Αθηναίοι διώχνουν (εξορίζουν) με τον ίδιο τρόπο τους καλούς πολίτες με αποτέλεσμα να μένουν στην εξουσία οι κοινοί κάλπηδες της πολιτικής.

Εύλογα υποστηρίχτηκε ότι η ελληνική κρίση είναι πολιτική και όχι απλά οικονομική. Και θα καμφθεί μόνον με πολιτικούς και όχι με οικονομικούς όρους. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί υπερασπιστές του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου των πολυεθνικών εταιρειών με τις βαλίτσες χρήματος ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία δεν είναι μια συνειδητή επιλογή, αλλά μια κουζίνα της οικονομικής μεγέθυνσης. Και αυτό δείχνει να βρίσκεται στο μυαλό περισσότερο της Δεξιάς και λιγότερο της Αριστεράς.

Μπορούμε να εκλάβουμε τη δημοκρατία ως αυταπόδεικτο αγαθό; Η απάντηση είναι όχι. Αλλά η λατρεία του αγαπημένου μας μίξερ ως μηχανιστικού μέσου πολιτικής «που-μας-βολεύει», παράγει δηλητήριο. Απέχει πολύ από την πολιτική κοινότητα που λειτουργεί έντιμα υπέρ του συλλογικού. Με επιεικείς χαρακτηρισμούς, το λιγότερο είναι καταστροφική για τις μέρες μας, τσέπες μας, τις νοητικές μας κατασκευές.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2018. 

Η παταγώδης κατάρρευση του «αντιλαϊκιστικού» αφηγήματος της Νέας Δημοκρατίας

Εδώ και πολύ καιρό το κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας και όλων των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν ήταν ότι μόνον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις μια σοβαρής, υπεύθυνης και μετριοπαθούς πολιτικής δύναμης η οποία, αιρόμενη πάνω από τους «παρωχημένους» διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά», μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στις δυνάμεις του «εθνολαϊκισμού», όπως αυτές εκπροσωπούνται από την σημερινή κυβέρνηση.

Χρειάσθηκαν μόνον δύο μήνες, δηλαδή αφ'ότου ανακινήθηκε και ξανατέθηκε επί τάπητος το «Μακεδονικό», για να καταρρεύσει πλήρως και με πάταγο αυτό το αφήγημα, σε όλες του τις εκφάνσεις.

Α. Εν πρώτοις αποδείχθηκε ότι η Νέα Δημοκρατία πόρρω απέχει από την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Αντίθετα, η στάση της χαρακτηρίζεται ολοένα και εντονότερα από καιροσκοπισμό, μικροκομματισμό και στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από την αντίστοιχη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός πολιορκούσε με κάθε μέσο την κυβερνητική εξουσία.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την διευκολύνει. Από την μια ο πρωθυπουργός, ο οποίος αντί να διαμορφώσει εκ των προτέρων ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης με τους αρχηγούς των κομμάτων προσπάθησε να προκαλέσει προβλήματα στο εσωτερικό τους –και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας– και από την άλλη ο κυβερνητικός συνεταίρος του (και υπουργός εθνικής άμυνας...) ο οποίος ξαναθυμήθηκε τον ρόλο του «μακεδονομάχου» και διαχώρισε τη θέση του από την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου (με την οποία βέβαια δεν είχε τολμήσει να διαφωνήσει όταν ανήκε στην Νέα Δημοκρατία).

Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν δικαιολογεί, εν τέλει, την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι άλλο το να επισημαίνεις κριτικά τις αστοχίες και τα λάθη του αντιπάλου σου και άλλο να αρνείσαι την προοπτική μιας εθνικά επωφελούς λύσης (εφόσον φυσικά προταθεί μια τέτοια), μόνο και μόνο επειδή αυτήν θα την καρπωθεί η σημερινή κυβέρνηση (η οποία, εν πάση περιπτώσει, ανέλαβε –έστω και με λάθη– την σχετική πρωτοβουλία και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος...).

Αντί λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ να κρύβεται προσχηματικά πίσω από την επίκληση μιας ψευδεπίγραφης «δεδηλωμένης» –η οποία δεν έχει καμία σχέση με την περίπτωση– και να ψελλίζει αοριστίες περί «ευθέτου χρόνου», λες και η εθνική πολιτική ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όφειλε να θέσει ως απαράβατο όρο την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και τα κεκτημένα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να τηρήσει μια στάση αναμονής, έως ότου διατυπωθούν οι τελικές προτάσεις που θα προκύψουν από την διαπραγμάτευση. Αν, δε, οι προτάσεις αυτές κινούνται σε σωστή κατεύθυνση, δηλαδή αν επιλύουν, μέσω μιας πολλαπλά εγγυημένης οριστικής Διεθνούς Συμφωνίας, τα κρίσιμα ζητήματα (όνομα, ιθαγένεια, εθνικότητα και γλώσσα), οφείλει να τις ψηφίσει, χωρίς να οχυρώνεται πίσω από τις παραπάνω έωλες υπεκφυγές αλλά και χωρίς να προτάσσει παραπλανητικά, σαν απαράβατο όρο, τις αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.

Τέτοιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να προβλέπονται στην Συμφωνία, ως προς το παραπάνω σημεία, αλλά και να συνοδεύονται από μια ερμηνευτική δήλωση, που θα ενσωματώνει στο Σύνταγμα αντίστοιχη διάταξη της Συμφωνίας και θα εξουδετερώνει κάθε αλυτρωτική ή επεκτατική ερμηνεία του. Άλλο όμως αυτό και άλλο να πετάει κανείς την μπάλα στην εξέδρα με μία γενική επίκληση των αλυτρωτικών στοιχείων στο Σύνταγμά τους (από τα οποία, μάλιστα, κάποια έχουν ήδη εξαλειφθεί με βάση την ενδιάμεση συμφωνία).

Β. Ακόμη πιο λυπηρό, πάντως, είναι ότι η ΝΔ δεν περιορίσθηκε απλώς σε μια ακραία επίδειξη μικροκομματισμού. Δυστυχώς προχώρησε και ένα βήμα παραπάνω, προσχωρώντας ελαφρά τη καρδία και χωρίς κανένα δισταγμό σε αυτό που η ίδια κατήγγελλε, με στεντόρεια φωνή, σαν «εθνολαϊκισμό». Στην πραγματικότητα η ΝΔ προσχώρησε τελικά... στην πολιτική του Καμμένου –που είναι βέβαια σαρξ εκ της σαρκός της– και άρχισε να εγκαταλείπει, ψελλίζοντας στην αρχή, φωναχτά πλέον, την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου. Αυτό ξεκίνησε δειλά, με κάποιες φωνές από τον χώρο της δεξιάς της πτέρυγας, συνεχίσθηκε με την έμμεση πλην σαφή αναδίπλωση του αρχηγού της, ο οποίος άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από την γραμμή αυτή, και ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των βουλευτών της στα συλλαλητήρια, για να ενώσουν τις φωνές τους κατά οποιασδήποτε λύσης (διότι φυσικά δεν νοείται πλέον λύση χωρίς σύνθετη ονομασία...).

Από κοντά, βέβαια, και τα φιλικά ΜΜΕ, τόσο στον Τύπο όσο και στην Ραδιοτηλεόραση, τα οποία πλειοδότησαν χωρίς δισταγμό, ξεχνώντας μάλιστα, πολλά από αυτά, την παλαιότερη στάση τους και μετατρεπόμενα ξαφνικά και κραυγαλέα, εν μια νυκτί, σε αιχμή του δόρατος των κάθε απόχρωσης «μακεδονομάχων». Και όλα αυτά βέβαια με την επίκληση της «βούλησης του λαού», η οποία αναγορεύεται, ερμηνευόμενη αυθαίρετα, σε υπέρτατο κριτήριο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, με την επίκληση ιδίως των δημοσκοπήσεων και των δύο –μαζικών πράγματι– συλλαλητηρίων. Αυτό όμως είναι εν τέλει ο ορισμός του «λαϊκισμού, τον οποίο υποτίθεται ότι αποκήρυτταν έως τώρα μετά βδελυγμίας η ΝΔ και ο αρχηγός της.

Η λαϊκή κυριαρχία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν ασκείται εική και ως έτυχε αλλά συντεταγμένα, δηλαδή, «όπως ορίζει το Σύνταγμα». Κατά το Σύνταγμα, δε, ο ρόλος των κομμάτων –που είναι η καρδιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– δεν είναι μια «χύμα» απεικόνιση και υιοθέτηση των εκάστοτε λαϊκών παρορμήσεων. Είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση τα κόμματα οφείλουν να κινούνται σε ένα ανώτερο επίπεδο, από πλευράς πολιτικής συνείδησης, διαμορφώνοντας, εκφέροντας και στην συνέχεια υπηρετώντας με συνέπεια έναν επεξεργασμένο και συγκροτημένο προγραμματικό λόγο, ο οποίος αίρεται πάνω και πέρα από την εκάστοτε συγκυρία. Οι δε αρχηγοί τους οφείλουν να είναι ταγοί, επιδιώκοντας την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία μέσα από οργανωμένο και νηφάλιο δημόσιο διάλογο, και όχι ουραγοί, που ακολουθούν παθητικά ή –ακόμη χειρότερο– καιροσκοπικά και μικροκομματικά το ρεύμα...

Γ. Το τρίτο που προέκυψε από την όλη εξέλιξη του θέματος είναι ότι όσο και αν ξορκίζεται, από την ΝΔ αλλά και από διάφορες άλλες «ενδιάμεσες» πλευρές, η διάκριση Αριστερά-Δεξιά αυτή επιμένει να υφίσταται και να διαπερνά τόσο την ελληνική όσο και τις άλλες προηγμένες δημοκρατικά ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη, οφθαλμοφανώς, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς όλες σχεδόν οι δυνάμεις της ποικιλόχρωμης δεξιάς ενδύθηκαν ξανά την χλαμύδα και τάχθηκαν αναφανδόν στην πλευρά των «μακεδονομάχων», υποστηρίζοντας την ανιστόρητη θέση ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» (κάτι που ισχύει, φυσικά, μόνο για την αρχαία και όχι για την γεωγραφικά οριζόμενη Μακεδονία...) και όλες οι δυνάμεις της ευρείας Αριστεράς («κεντροαριστεράς») –πλην βεβαίων των ελάχιστων οπαδών ενός αφελούς και ανιστόρητου «αντιεθνικισμού»– τήρησαν μια μετρημένη και νηφάλια πατριωτική στάση, συντασσόμενες με την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και αρνούμενες να προσχωρήσουν στην «αρχαία σκουριά» και να συνταχθούν με τις δυνάμεις του πραγματικού «εθνολαϊκισμού», που περιλαμβάνει πλέον, δυστυχώς, και την Νέα Δημοκρατία (πλην ελαχίστων, φευ, εξαιρέσεων...).

Από αυτό, βέβαια δεν μπορεί να συναχθεί, όπως έσπευσαν επικοινωνιακά να επιχειρήσουν κάποιοι από την κυβερνητική πλευρά, ότι το «Μακεδονικό» από μόνο του μπορεί να διαμορφώσει όρους για μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με την συγκρότηση μιας ευρείας προοδευτικής παράταξη που θα υποκαταστήσει την σημερινή –επονείδιστη– σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με την λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου. Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε παλαιότερα κείμενά μου στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας (με πλέον πρόσφατο «Το Κίνημα Αλλαγής, οι κυβερνητικές συνεργασίες και το εκλογικό σύστημα»), τα τραύματα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την –υπόλοιπη– «κεντροαριστερά» είναι ακόμη νωπά, βαθιά και χαίνοντα, με ευθύνη, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ (με αποκορύφωμα, βέβαια, την ένθερμη και προνομιακή προτίμηση των ΑΝΕΛ, ως κυβερνητικών εταίρων, αντί του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, μετά τις τελευταίες εκλογές).

Είναι εύλογο λοιπόν, από την ανθρώπινη πλευρά, να υπάρχουν και απωθημένα και ψυχώσεις, που εμποδίζουν, αυτήν την στιγμή, οποιαδήποτε συζήτηση για πολιτικές συγκλίσεις των –εξ αντικειμένου– συγγενέστερων πολιτικά χώρων. Παρότι λοιπόν είναι σημαντικό να διαπιστώνονται –αλλά και να αναδεικνύονται– σήμερα σημεία πολιτικής προσέγγισης, ευρύτερη συνεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί προεκλογικά. Το μόνο, θα λέγαμε, που μπορεί να γίνει τώρα –μια και ξεκινήσαμε από το πεδίο του διεθνούς δικαίου– είναι να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης»....

Αλλά και μετεκλογικά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Μόνον αν βιώσουμε και εμείς, ως χώρα, την εμπειρία μιας κυβέρνησης τύπου Μόντι, που θα στηριχθεί –μετά τις εκλογές– και από τα τρία κόμματα που πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής), μπορούν πράγματι τα τραύματα αυτά να κλείσουν και να επιτευχθεί πρώτον μεν η απαραίτητη εθνική συνεννόηση για όλα τα μείζονα ζητήματα και δεύτερον ο αναπροσανατολισμός, στη συνέχεια, της πολιτικής διαμάχης, προκειμένου αυτή να διεξάγεται πλέον με καθαρούς πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, δηλαδή με βάση το δίπολο Αριστερά-Δεξιά. Εκτός βέβαια αν πάρει αυτοδυναμία η ΝΔ, οπότε οι δύο πολιτικές δυνάμεις θα συναντηθούν εκ των πραγμάτων στο κοινό πεδίο της αντιπολίτευσης. Εκεί πλέον θα κληθούν να αποδείξουν αν μπορούν να αποτελέσουν –μετά από ειλικρινή και εκ βαθέων αυτοκριτική– μια σοβαρή και πειστική εναλλακτική λύση, υπερβαίνοντας τις σοβαρές αντιθέσεις τους, αποβάλλοντας, ένθεν κακείθεν, τα βαρίδιά τους και συγκροτώντας μια νέα, σύγχρονη, πλουραλιστική και ολόπλευρα δημοκρατική Αριστερά...

*Δημοσιεύτηκε στο "anoixtoparathyro"  στις 5/2/2018.