Δευτέρα, 29 Απρίλιος 2024

Οι πόλεμοι της νοημοσύνης

Οι χώρες που υποτιμούν την αριστεία και αδιαφορούν για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα οδηγούνται με γρήγορους ρυθμούς σε ένα καταστροφικό περιθώριο.

Είναι χειρουργός, νευρολόγος, συγγραφέας, επιχειρηματίας και ο άνθρωπος που καθημερινά ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη. Σε τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο Ο Πόλεμος της Νοημοσύνης (La guerre des intelligences, εκδόσεις J.C.Lattes), ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ (Laurent Alexandre) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
«Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ)», μάς λέει, «ανατρέπει τα πάντα στην ζωή του ανθρώπου. Η ισχύς των υπολογιστών δεν θα πάψει, ως φαίνεται, να προοδεύει και, αν δεν ληφθούν μέτρα προσαρμογής σε αυτήν, οι επιπτώσεις του φαινομένου θα είναι δραματικές. Η ήδη παρατηρούμενη έκρηξη της ΤΝ γεννήθηκε από την ικανότητα των υπολογιστών να ενσωματώνουν εκατομμύρια δισεκατομμυρίων δεδομένα της εποχής των Big Data. Έχουμε έτσι το φαινόμενο της "βαθειάς μάθησης" (deep learning), μέσω του οποίου η ΤΝ βιομηχανοποιείται και αποτελεί ήδη κορυφαίο συντελεστή παραγωγής απίστευτου πλούτου».
Και όχι μόνον. Αυτή η βιομηχανοποίηση της ΤΝ, επειδή παράγει απίστευτο πλούτο με μεγάλη ταχύτητα, είναι σήμερα και η κατ' εξοχήν πηγή μεγάλων ανισοτήτων. Κάτι που πεισματικά αρνούνται να καταλάβουν τόσον οι πολιτικοί όσο και οι περισσότεροι επώνυμοι οικονομολόγοι. Έτσι, στην παραγωγή πλούτου, για παράδειγμα, δεν λαμβάνουν υπ' όψιν τους ένα πολύ απλό γεγονός: Πώς γίνεται και 135 ερευνητές-παραγωγοί λογισμικού στην Microsoft παράγουν μέσα σε έναν χρόνο 100 φορές περισσότερο πλούτο απ' ό,τι 200.000 εργαζόμενοι στην βιομηχανία Ρενώ; Παράλληλα, μοιράζονται μέρος του πλούτου αυτού, με αποτέλεσμα η μέσα ετήσια αμοιβή της εργασίας στα ερευνητικά κέντρα της Microsoft, της Google ή της Intel να είναι από δέκα έως και τριάντα φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη ενός εξειδικευμένου εργαζόμενου στην αυτοκινητοβιομηχανία.
«Φανταστείτε», μάς λέει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ, «ότι η What's Up, μία εταιρεία που απασχολεί 55 άτομα συνολικά, εξαγοράστηκε ως γνωστόν προς 23 δισεκατομμύρια δολλάρια από την Facebook ύστερα από δύο χρόνια ύπαρξής της. Με διαφορετικά λόγια, η προστιθέμενη αξία της εταιρείας αυτής ήταν σχεδόν ίση με την αντίστοιχη 200.000 εργαζομένων στην Πεζώ τα 100 τελευταία χρόνια ... Πρέπει επιτέλους να το καταλάβουν οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες ότι μπήκαμε σε μία νέα και ανατρεπτική εποχή, όπου η ΤΝ αλλάζει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Η ΤΝ επηρεάζει δραματικά πλέον και τους ανθρώπινους δείκτες ευφυΐας, είναι έτσι και ένα νευρο-ψυχολογικό φαινόμενο που θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις και στην ιατρική επιστήμη. Κάθε χρόνο που περνάει, η ικανότητα μάθησης της ΤΝ πολλαπλασιάζεται επί 100. Την ώρα λοιπόν που κανονικά χρειάζονται περί τα 30 χρόνια για να εκπαιδευτεί και να μορφωθεί ένας μηχανικός, η ΤΝ μπορεί αυτό να το πετύχει μέσα σε μερικές ώρες. Κατά συνέπεια, έχουμε επίσης δραματικές εξελίξεις τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και σε αυτό της αγοράς εργασίας».
Δυστυχώς, υποστηρίζει ο Γάλλος χειρουργός και συγγραφέας, τα εκπαιδευτικά συστήματα βρίσκονται πάνω από 100 χρόνια μακριά από τις εξελίξεις αυτές. «Οι μόνοι που το έχουν συνειδητοποιήσει είναι ορισμένοι Ασιάτες πολιτικοί και επιχειρηματίες, γι' αυτό και επενδύουν μαζικά στην γνώση, στις δεξιότητες και στα ταλέντα. Στην Σιγκαπούρη, λόγου χάρη, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές όχι μόνον χαίρουν πολύ υψηλού κύρους, αλλά πληρώνονται ίσως και τρεις φορές παραπάνω από ανώτερα και ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, υπουργούς και άλλους κρατικούς λειτουργούς. Η πολιτική εξουσία θεωρεί ότι έχουν τεράστιο έργο να επιτελέσουν, τούς εμπιστεύεται τους νέους και τα μυαλά τους και τα αποτελέσματα είναι ήδη χειροπιαστά. Η μικρή αυτή χώρα είναι ο πρώτος εξαγωγέας γνώσης στον κόσμο, με κόστος το οποίο μετά βίας φθάνει το 10% της συνολικής υπεραξίας που αποκομίζει», μάς τονίζει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, από την άποψη αυτή, ότι η Σιγκαπούρη πρωτοπορεί στο αποκαλούμενο «deep learning», που στην ουσία είναι ένα σύστημα μάθησης το οποίο εδράζεται σε ένα κύκλωμα «τεχνητών νευρώνων», ψηφιακών, οι οποίοι επιτρέπουν σε έναν υπολογιστή να αποκτήσει ορισμένες ιδιότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Όπως τονίζει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ, «το 2030 το σύστημα αυτό θα έχει μπει στην τρίτη φάση του, στο πλαίσιο της οποίας τα μωρά θα μπορούν να προγραμματίζονται γι' αυτά που θα πρέπει να μάθουν».
Στην ελληνική εκπαίδευση έχει ακούσει κανείς κάτι απ' όλα αυτά που προηγούνται;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 2/1/2018. 

Να μιλήσουμε για το κοινωνικό ζήτημα

Κάποια στιγμή είχε γίνει ο εξής διάλογος ανάμεσα στον περίφημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς και τον κ. Λεστρέιντ της Σκότλαντ Γιαρντ, μια νύχτα που ο Λεστρέιντ από αμηχανία μιλούσε για τον καιρό και τις εφημερίδες. Ο Χολμς τον κοιτούσε επίμονα.
-Τίποτα αξιόλογο σ' εκκρεμότητα; είχε ρωτήσει.
-Α, όχι, κύριε Χολμς, τίποτε ιδιαίτερο!
-Τότε μιλήστε μου γι' αυτό.

Ας μιλήσουμε λοιπόν γι' αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σύνολο των ενηλίκων του πλανήτη έχει γεννηθεί τον 20ό αιώνα. Το 2018 είναι σημαντικό γιατί, τυπικά, θα μπει στη χορεία των ενηλίκων η πρώτη φουρνιά όσων γεννήθηκαν τον 21ο αιώνα, με μόνο ένα καθήκον: «γήρανση το συντομότερο δυνατό». Γιατί το λέω αυτό; Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση για την Παγκόσμια Ανισότητα του 2018, απλά, πλουτίζουν οι πλούσιοι και φτωχαίνουν οι περισσότεροι. Ποιοτικά παρόμοιες, αν και λιγότερο έντονες, τάσεις χαρακτηρίζουν το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την Ελλάδα, οι οικονομικοί-κοινωνικοί δείκτες είναι γνωστοί. Δεν χρειάζεται επανάληψη η ανεργία και η φτώχεια.

Αλλά αν μιλήσει ο Λα Ροσφουκό από τον μακρινό 17ο αιώνα, θα μας πει ότι σήμερα «ενοχλούμαστε συχνά μ' αυτούς που διαπραγματεύονται διότι, πάντοτε σχεδόν, θυσιάζουν το συμφέρον των φίλων τους στο συμφέρον της επιτυχίας των διαπραγματεύσεων, οι οποίες μετατρέπονται, τελικά, σε δικό τους συμφέρον, μιας που θα έχουν την τιμή να λένε ότι πέτυχαν σε αυτό που είχαν αναλάβει».

Λοιπόν, «διασώθηκε» η Ελλάδα αλλά όχι οι Ελληνες. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, το πράγμα φάνηκε από τη μήτρα του. Με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, το κράτος και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διέσωσαν τους τραπεζίτες αλλά όχι τους πολίτες. Και, πιο συγκεκριμένα, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο ευρωπαϊκό, μέχρι να φτάσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, βλέπουμε τη μετεξέλιξη του ίδιου μοντέλου: τις αλεπούδες να φυλάνε το κοτέτσι.

Οταν ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ έγραφε πριν από 40 χρόνια το «Η εποχή της αβεβαιότητας», περιέγραφε έναν γνώριμο κόσμο που βασανιζόταν πρόσκαιρα από τις «κρίσεις του πετρελαίου» και του στασιμοπληθωρισμού. Ομως, σε μια εποχή που οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ρόδινες. Η Δανία, η Ιρλανδία και, κυρίως, η Βρετανία είχαν μόλις προσχωρήσει σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ ήταν κεντρομόλος και όχι φυγόκεντρος∙ έλκυε. Η εικόνα της, με τόσα μανιφέστα ομοσπονδιοποίησης των λαών, ήταν η πολιτική εικόνα της Ενωσης στην οποία όλοι επιδίωκαν να ενταχθούν προκειμένου να επιτύχουν δημοκρατία και ταχύτερη ανάπτυξη.

Σήμερα, ο ιστορικός και φιλόσοφος Εντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (Εκδόσεις του 21ου, 2017) διαπιστώνει –δεν είναι ο μόνος– ότι η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί από το αρχικό σχέδιο των αλληλέγγυων λαών και κρατών. Η Ε.Ε. έχει διαβρώσει την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών της και έχει παραδώσει την ήπειρο στην πλανητική ηγεμονία των χρηματιστικών αγορών. Η ελληνική κρίση έδειξε ποια ήταν η αληθινή ηγεσία της Ε.Ε. (η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν ως πολιτικός βραχίονας της Ε.Ε.).

Μιλάμε, δηλαδή, για πολιτικές επιλογές –και όχι για πολιτικά εικονοσχήματα–, οι οποίες για τους πολλούς προκαλούν οπισθοδρομκή αντίδραση στην έλλειψη ορίζοντα προσμονής, και στους λίγους, ήδη πλούσιους (μεγάλες εταιρείες και τράπεζες), παρέχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων εις βάρος των πολλών. Μερικοί (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ και ένα κρίσιμο μέρος της κυβέρνησης) όλο αυτό το κατανοούν ως πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού, την οποία μάλιστα εξυμνούν και καθαγιάζουν ως επωφελή για τους πάντες. Αλλά δεν είναι έτσι.

Το 1914 οι ηγεμόνες στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες θεωρούσαν τη δουλειά τους οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση. Αλλά, αν ήταν η κληρονομιά που έδινε σε κάποιον τα προσόντα για αξιώματα, τότε η σωφροσύνη δεν αποτελούσε προϋπόθεση. Ούτε η έλλειψή της αποτελούσε λόγο για να πάει κάποιος σπίτι του. Αντίθετα η σωφροσύνη ήταν μια απειλή γι' όσους δεν τη διέθεταν και, επομένως, υπήρχε σοβαρός λόγος για να εξαιρούν όσους τη διέθεταν. Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914. Σήμερα έχει αλλάξει ελαφρώς το πράγμα. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους αλλά επικοινωνιολόγους» (Εντσο Τραβέρσο).

Ομως, έτσι εντείνεται το κοινωνικό ζήτημα. Και όσο δεν μιλάμε γι' αυτό, δεν θα υπάρχει πειστικό αφήγημα. Γιατί αν θες να πεις κάτι, το λες στους εταίρους κοιτώντας τους στα μάτια. Αν έχεις κάτι να πεις, το λες καθαρά σε περήφανους ανθρώπους και όχι σε ταπεινωμένους που εδώ και χρόνια έχουν ενσωματώσει αποκλειστικά και μόνον την ταυτότητα του φορολογούμενου και του καματερού. Γι' αυτά θα πρέπει να μιλάμε κάθε μέρα, ανοιχτά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/1/2018.

Μακεδονικό: Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε

Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ στον Τύπο και τις σχετικές συζητήσεις μελαγχολεί κανείς, ύστερα από τόσα που πάθαμε και μάθαμε, να χρησιμοποιούνται κατά κόρον ο όρος «Σκοπιανός», «Σκόπια, «κράτος των Σκοπίων» και να εννοούν την FYROM κ.τ.λ. Συνεχίζεται δηλαδή, το καθεστώς της επιβολής «μιας απαξιωτικής και υποτιμητικής πολιτογράφησης» όπως την ονόμαζε ο Ελεφάντης. Μήπως πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το πώς τίθενται αυτά τα ζητήματα, πως κρίνεται –αρνητικά– η στάση μας ως χώρας διεθνώς; Υπάρχει, εξάλλου, η καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο της Χάγης.

Ποιες είναι οι συντεταγμένες του προβλήματος; Πρώτο, το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής νεωτερικότητας, και πριν 200 χρόνια η ελληνική επανάσταση υπήρξε σταθμός σε αυτή την πορεία. Θεωρείται αδιανόητο, διεθνώς, ότι μια χώρα εγείρει αξιώσεις για το πώς θα ονομάζεται μια άλλη, και μάλιστα όταν ήδη ονομάζεται επί 70 χρόνια (ως ομόσπονδο και στη συνέχεια ως ανεξάρτητο κράτος) της ζητά να αλλάξει το όνομά της. Δεύτερο, 130 χώρες και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, αποκαλούν τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Τρίτο, το θέμα ήλθε τώρα, ως προς το ΝΑΤΟ. Ζητούν από την Ελλάδα να άρει τις αντιρρήσεις που σχετίζονται με το όνομα. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που πρέπει να λήξει.

Δεν υπάρχουν όμως και ευαισθησίες από την πλευρά των Ελλήνων διαμορφωμένες επίσης δεκαετίες;

Ναι, πολλοί φοβούνται ότι το σκέτο Μακεδονία, ενδέχεται να υποθηκεύσει την ελληνική Μακεδονία. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα γειτονικών περιοχών που μοιράζονται με παραλλαγές το ίδιο όνομα, π.χ. Μεξικό – Νέο Μεξικό, Ιρλανδία –Βόρεια Ιρλανδία, Βρετανία-Βρετάνη κλπ. χωρίς η μία να απειλείται από την άλλη. Ούτε είναι οι «σφετερισμοί» ονομάτων που οδηγούν σε «αλυτρωτικές» βλέψεις. Άλλωστε, οι σφετερισμοί ονομάτων είναι συνηθισμένοι στην ιστορία. Και ο όρος Ρωμιοσύνη-Ρωμιοί, Ρουμανία, Ρούμελη, Λατινική Αμερική, σφετερισμοί από τους Ρωμαίους είναι και παράγωγα του ονόματός τους. Το ζήτημα θα μπορούσε να μείνει εκεί αν δεν είχε υπάρξει η κληρονομιά των συλλαλητηρίων και η έκρηξης του εθνικισμού από τις αρχές του 1990, και μην ξεχνάτε ότι σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό πρωτοεμφανίστηκε δημόσια και σε μαζικές συγκεντρώσεις η Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά άφησαν ιδεολογικά καθιζήματα στο μυαλό πολλών. Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε.

Αντιπολιτευτική μικρόνοια

Ήταν αναμενόμενο, νομίζω, το Μακεδονικό ζήτημα, εφόσον επανήλθε στο τραπέζι, να περάσει γρήγορα στην εσωτερική πολιτική. Με τα ως τώρα δεδομένα, πόσο, θεωρείς ότι θα δυσκολέψει αυτό να ωριμάσει και να βρεθεί λύση;

Η σύνδεση των εθνικών προβλημάτων με την εσωτερική πολιτική είναι κανόνας. Να σημειώσουμε όμως δυο πράγματα. Πρώτο, ότι από την Μεταπολίτευση και έπειτα, όλα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αποδέχονται τους βασικούς προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, με μικρές και συγκυριακές διαφορές. Δεν ήταν δηλαδή διαφορές που να εκφράζουν και να προκαλούν την αλληλεξάρτηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι ότι το Μακεδονικό ήταν εξαρχής φορτισμένο ζήτημα και στην εσωτερική πολιτική. Λ.χ. στον Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι από όσους Σλαβομακεδόνες δεν είχαν εκδιωχθεί και επεδίωκαν την ένταξή τους στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στο αντιβενιζελικό-φιλομοναρχικό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή το ΚΚΕ είχε θέσει θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας, πράγμα που είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου, οι αριστεροί καταδιώκονταν ως «εαμοσλάβοι». Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα πολιτικό προσωπικό που διεκδικούσε την κληρονομιά των «μακεδονομάχων» σε όλα τα κόμματα. Στη Βόρεια Ελλάδα αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του αστισμού της. Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε πολύ ψηλά το θέμα και το έκανε θέμα εσωτερικής πολιτικής, ακολουθώντας μια φιλοσερβική πολιτική και παίζοντας το χαρτί του ονόματος με το εμπάργκο της ΠΓΔΜ το 1994. O Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη καιροσκοπώντας στη δημιουργία ενός ούλτρα εθνικιστικού κόμματος, της Πολιτικής Άνοιξης. Σήμερα εκπλήσσει μεν ότι ο υιός Μητσοτάκης αρνείται την κληρονομιά του πατρός, αλλά στόχος της αντιπολίτευσης είναι να ανατραπεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Ακόμη και σε βάρος των μακροπρόθεσμων λύσεων που θα ωφελούσαν την ίδια την αντιπολίτευση όταν θα έρθει η ώρα της να κυβερνήσει, όπως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί αν η ΝΔ δεν συναινέσει τώρα στη λύση του προβλήματος θα το βρει μπροστά της όταν θα έρθει η σειρά της να κυβερνήσει. Και με χειρότερους όρους. Είναι δυνατό να επικρατεί τόση μικρόνοια, ώστε το μείζον και διαρκές να θυσιαστεί στο έλασσον άμεσο;

Η ΝΔ δυσκολεύεται να τοποθετηθεί με σαφήνεια, ή με βάση πιο αυστηρούς όρους. Πόσο κατά την γνώμη σου αυτό έχει μικροπολιτική στόχευση και πόσο έχει ιδεολογική βάση;

Είναι και τα δυο. Η ΝΔ προσπαθεί να ζεύξει δυο τάσεις, αφενός τη συντηρητική παραδοσιακή, ένα ακροατήριο άλλωστε που διεκδικούν και τα άλλα δεξιά ή δεξιότερα κόμματα, και ένα νεοφιλελεύθερο με δυσανεξία ως προς τα παραδοσιακά ερείσματα, πέραν όσων μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλειακά: νόμος και τάξη, νεοδαρβινισμός. Η ηγεσία ξέρει και καταλαβαίνει τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά στοιχηματίζει σε πιθανότητες. Βέβαια, το παιχνίδι αυτό δεν είναι αβλαβές, γιατί χρησιμοποιείται η δημαγωγία. Εύκολα βγαίνει από το μπουκάλι, αλλά δύσκολα μαζεύεται. Η πλειοδοσία στα εθνικά είναι η χειρότερη μορφή της. Ενδημική στην Ελλάδα, αλλά με ιδιαίτερη δυναμική σε μια εποχή που ευνοεί τη ροπή προς τον ακροδεξιό εθνικισμό. Και επειδή τα τελευταία χρόνια εκτοξευόταν προς την Αριστερά η κατηγορία του Εθνολαϊκισμού, τώρα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για free floating signifier (ελεύθερα κυμαινόμενο σημαίνον).

Οι μεταβολές της εποχής

Σημειώνεις στο άρθρο σου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι όλες τις πολιτικές δυνάμεις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Πόσο άλλαξε αυτό σε σχέση με το 1992; Δεν δυσκολεύει αυτό και σήμερα περισσότερο την ΝΔ;

Η διαχωριστική γραμμή γύρω από τα εθνικά θέματα τέμνει οριζοντίως τα κόμματα, αλλά και την ελληνική κοινωνία. Είναι ιστορικά ενδιαφέρον γιατί συμβαίνει αυτή η τομή. Ο Φίλιππος Ηλιού, όταν είχε ξεσπάσει το νέο Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του '90 μιλούσε για τις «αρχαϊκότητες» της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, το εθνικιστικό κύμα της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε έκπληξη σε μια Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη στο προοδευτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης και των αλλαγών που πράγματι είχε προωθήσει το ΠΑΣΟΚ. 'Η που νόμιζε ότι βρισκόταν εκεί. Αλλά στις σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε, είδαμε στην Ευρώπη τον εθνικισμό και την άκρα δεξιά να καλπάζει. Δεν ήταν η αναβίωση των ιδεολογικών αρχαϊκοτήτων, αλλά μια ισχυρή αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που διαλύει τις κανονικότητες του μεταπολεμικού συμβολαίου και τις νοοτροπίες που βασίζονταν σε αυτές. Στο βαθμό που το κράτος πρόνοιας βασιζόταν στο εθνικό κράτος, τα απεικάσματα της εθνικής κυριαρχίας, η αναδίπλωση στην εθνική ιδεολογία λειτούργησε ως μορφή ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης. Θα πρέπει να δούμε τις αρχαϊκότητες όχι ως επιβιώσεις, αλλά ως αντιδράσεις στις μεταβολές της εποχής. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν κόσμο που ανήκει σε όλα τα μαζικά κόμματα. Η εθνικιστική αναδίπλωση εκφράστηκε και τότε σε όλα τα κόμματα, και συνεχίζει να εκφράζεται σήμερα γιατί έχει πλέον εγκατασταθεί στο κέντρο του ιδεολογικού αστερισμού. Η κρίση άλλωστε βιώθηκε κυρίως ως προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Και ήταν προσβολή του αισθήματος αξιοπρέπειας που διεύρυνε το ακροατήριο όσων μιλούσαν για επιβουλή εναντίον της Ελλάδας. Τι είναι π.χ. η λαϊκή δεξιά, ένα μέρος της οποίας ανήκει στη ΝΔ, ένα άλλο στους ΑΝΕΛ; Και στην Αριστερά αναπτύχθηκαν ισχυρές παρόμοιες τάσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει αναπτυχθεί το κίνημα των δικαιωμάτων, η υποστήριξη του αυτοπροσδιορισμού, η κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, η κριτική στην οικογένεια, στις παραδοσιακές ιεραρχημένες κοινωνικότητες. Και αυτή η τάση είναι διάχυτη στα κόμματα. Σε άλλα κόμματα ως έκφραση του νεοφιλελευθερισμού, σε άλλα, όπως στα κόμματα και στους σχηματισμούς της αριστεράς, συνδεδεμένη με την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό. Πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες σε ορισμένα ζητήματα είναι περισσότερο στενές σε ομάδες ανάμεσα στα κόμματα, παρά εντός του ίδιου κόμματος. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα στα οποία οι ιδεολογικές συγγένειες διασπώνται. Το κοινωνικό ζήτημα, η υποστήριξη των φτωχών τάξεων και των μεταναστών αφενός, τα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, ο αντι-εθνικισμός, ο φεμινισμός και τα κινήματα που διεκδικούν τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό αφετέρου, τέμνονται, δημιουργώντας τουλάχιστον τέσσερις βασικές υποκατηγορίες, και πολλές μικρότερες αποχρώσεις, οι οποίες έχουν διασπαρθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις, και στην Αριστερά.

Και η Αριστερά για το Μακεδονικό, τι ευθύνες έχει;

Η Αριστερά στην Ελλάδα έμαθε το μάθημα από τις προηγούμενες θέσεις της στο Μακεδονικό, που την είχαν απομονώσει ως προδοτική, και στα 1990 ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική. Το μεν ΚΚΕ ξέφευγε με γενικότητες, το δε ΚΚΕ εσ. τότε απέφευγε τη διαφοροποίηση από τα άλλα κόμματα. Διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, και νομίζω ότι κομβική στιγμή ήταν η συγκέντρωση που οργάνωσε το περιοδικό Πολίτης στο Πάντειο, 6 Μαίου 1992 (ομιλητές: Φ. Ηλιού, Αγγ. Ελεφάντης, Σπ. Ασδραχάς, Β. Παναγιωτόπουλος, και εγώ) η διακήρυξη των 169 και η αρθρογραφία που ακολούθησε (βλ. και «Ο Ιανός του Εθνικισμού και η ελληνική βαλκανική πολιτική» εκδ. Πολίτης 1993) Στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της.

Ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών

Έχεις υποστηρίξει ότι το ζήτημα της επιδίωξης λύσης στο Μακεδονικό συνδέεται με την στρατηγική που πρέπει να έχει η Ελλάδα στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την κρίση. Το ίδιο ισχύει, όπως εδώ, και για τα Βαλκάνια. Πώς μεταφράζεται αυτό σε πρωτοβουλίες από την πλευρά της Ελλάδας;

Κοιτάξτε τον σημερινό χάρτη της περιοχής: Κατακερματισμός μικρών κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας: Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Κόσσοβο, ΠΓΔΜ με προβληματική οικονομική βιωσιμότητα, αλλά μεγάλες μειονότητες και σχεδόν αγεφύρωτες εθνοτικές διαφορές με προϊστορία εχθροτήτων. Τι πρέπει όμως να κάνει μια χώρα σαν την Ελλάδα; Η ύπαρξη ενός σταθερού γεωγραφικού περιβάλλοντος, η οικονομική αναβάθμιση της περιοχής, η ενίσχυση έργων στην περιοχή που να συνδέουν την Ελλάδα με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συνεπάγονται μια πολιτική φιλική προς τους γείτονες, μια πολιτική σταθεροποίησης και δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας. Μικροπροβλήματα πάντοτε υπάρχουν μεταξύ γειτόνων, το ζήτημα είναι οι μείζονες επιδιώξεις. Γι αυτό μιλάμε για στρατηγική.

Μπορούμε να πούμε, ότι όταν άρχισε το ζήτημα, το 1992, υπήρχε η «εθνική αφύπνιση» στην Ευρώπη, ενώ τώρα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα τα γεωπολιτικά, οικονομικά;

Και τότε και τώρα ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών. Βέβαια τότε το επίδικο ήταν το κενό που άφησε η ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, τα διακυβεύματα έχουν μετατοπιστεί, στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, στη Συρία και στην κοιλάδα του Ευφράτη. Υπάρχουν επίσης καινούργια, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα. Ειδικότερα ως προς τα Βαλκάνια από όπου διέρχεται αυτό το ρεύμα, υπάρχουν δύο επιλογές: Πλησιέστερα προς τις χώρες του Βίσεγκραντ ( Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία , Σλοβακία), ή προς την Ευρώπη του Νότου (Ελλάδα-Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Μάλτα); Εδώ η Ελλάδα έχει να παίξει ένα μείζονα ρόλο.

Υπάρχει το έδαφος σήμερα για μεγάλα συλλαλητήρια ή για συγκρότηση ενός τόξου εθνο-πατριωτικού; Άρχισε να κινείται και η Εκκλησία. Η ΝΔ θα μπορέσει να «παίξει» με ένα τέτοιο ρεύμα χωρίς να χάσει τα πιο μετριοπαθή στρώματα;

Η άκρα δεξιά έπαιξε με τρία κόμματα που εμφανίστηκαν διαδοχικά: την Πολιτική Άνοιξη, το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι μικρό το ποσοστό της τελευταίας. Νέο κόμμα, τύπου «Λίγκα του Βορρά», δεν βλέπω. Φυσικά παραμένει το άγχος της ΝΔ πώς δεν θα χάσει στο ζήτημα αυτό τα στρώματα που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του Μακεδονικού. Όσο για την ελλαδική εκκλησία υιοθετεί τη θέση της σερβικής εκκλησίας. Ενδοεκκλησιατικές έριδες ορίων και δικαιοδοσίας που επενδύονται με εθνική ρητορική. Ξένα προς το γράμμα και το πνεύμα του χριστιανισμού.

Η προϋπόθεση της λύσης

Ο Ελεφάντης σε ένα του άρθρο στον «Πολίτη» (τεύχος 120) ανησυχούσε για το «εθνικό άγχος» που τότε είχε διαμορφωθεί, τον υπορρέοντα ή και δηλωμένο εθνικισμό λόγω του Μακεδονικού με κίνδυνο να οδηγήσει και στην εθνική ταπείνωση. Αυτό πόσο έχει ξεπεραστεί τώρα;

Έχουμε διέλθει από την εθνική ταπείνωση στη διάρκεια της κρίσης, χωρίς να απαλλαγούμε από το «εθνικό άγχος». Η προϋπόθεση της λύσης είναι η διασφάλιση της αμοιβαιότητας και του αισθήματος αξιοπρέπειας. Αλλά προϋπόθεση της προϋπόθεσης είναι να αναγνωρίσουμε πώς έχουν τα πράγματα. Το όνομα Νέα Μακεδονία, αν υποθέσουμε ότι έχει γίνει αποδεκτό και από τις δυο πλευρές, φαίνεται πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την αμοιβαιότητα.

Η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική
Μία ιστορική αναδρομή

Ο Φίλιππος Ηλιού σε μια συνέντευξή του, στον Νίκο Φίλη, στην «Εποχή» (21/2/1993) –όπου, θυμίζω, διατύπωσε τη γνωστή του θέση ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική τον διανυόμενο αιώνα– διατύπωσε την ιδέα ότι η χώρα μας, στην κρίση τότε, «θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρο οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας». Αυτή η ιδέα δεν μας χρειάζεται ως οδηγός και σήμερα; Υπάρχουν διατυπώσεις ανώτατων εκπροσώπων της κυβέρνησης που εκφράζουν αυτό το πνεύμα, αλλά και άλλες που απομακρύνονται από αυτό όπως ότι δημιουργείται «νέα δυναμική για την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή».

Τι σημαίνει «η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική»; Ιστορικά, η Μακεδονία ήταν μια γεωγραφική περιοχή στην καρδιά των Βαλκανίων με ασαφή όρια στην οποία, στη διάρκεια της ιστορίας, συνεμείχθησαν πολλοί λαοί. Οι υπήκοοι του Φίλιππου και του Αλεξάνδρου με τις φυλές που κατέκτησαν, οι έποικοι από άλλες ελληνικές πόλεις και οι Ρωμαίοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Οθωμανοί ,οι Βλάχοι, οι Εβραίοι και πολλοί άλλοι. Στις πόλεις ακούγονταν κυρίως ελληνικά, τούρκικα, λαντίνο. Στα χωριά κυρίως σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα. Υπήρχαν χωριά χριστιανικά, χωριά μουσουλμανικά και μεικτά. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν πυκνότεροι προς το νότο και τα παράλια του Αιγαίου, σπάνιζαν στο Βορρά. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ήταν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Ακόμη λιγότεροι οι σλαβόφωνοι. Καθώς αναπτύχθηκαν εθνικά κράτη γύρω από τη Μακεδονία, τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στους Βαλκανικούς πολέμους, έγινε μια σκληρή και πολύνεκρη διαμάχη για την απόκτηση της Μακεδονίας και για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των κατοίκων της. Η Ελλάδα πήρε την νότια Μακεδονία, η Βουλγαρία την ανατολική, η Σερβία την κεντρική και βόρεια. Οι Έλληνες κατέβαλαν σύντονες προσπάθειες να εξελληνίσουν την νότια Μακεδονία, και το κατάφεραν μεταφέροντας εκεί τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικρασίας, και οι Βούλγαροι κατάφεραν αντίστοιχα να εκβουλγαρίσουν το ανατολικό κομμάτι της. Στην Μακεδονία που περιήλθε στην Γιουγκοσλαβία, δημιουργήθηκε ένα εθνικό κίνημα Μακεδόνων το οποίο είχε ρίζες στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από πολύπλοκες σχέσεις με το βουλγαρικό εθνικό κίνημα. Μέσα από την ομοσπονδιακή διαίρεση του κράτους, στα 1990 προέκυψε η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας με δυο συνιστώσες, την σλαβόφωνη-χριστιανική και την αλβανόφωνη-μουσουλμανική. Επομένως, η ελληνική Μακεδονία δεν ήταν, αλλά έγινε ελληνική, όπως η βουλγαρική Μακεδονία έγινε βουλγαρική. Έτσι, και η δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε μακεδονική. Αλλά το κυριότερο εθνολογικής φύσεως πρόβλημα της είναι η εθνική ενοποίηση των δύο συνιστωσών, της, δηλαδή της σλαβόφωνης-ορθόδοξης πλειονότητας και της αλβανόφωνης-μουσουλμανικής μειονότητας. Η υιοθέτηση εθνικών ονομάτων οφείλει να υπηρετεί τη σταθερότητα και τη συμφιλίωση, τη δημιουργία ενός, κατά το εφικτόν, «εθνικού εμείς» που να χωράει όλους. Για το λόγο αυτό η έμφαση σε γεωγραφικούς και όχι εθνοτικούς προσδιορισμούς (όπως λ.χ. σλαβομακεδόνες κλπ). Μια παρόμοια αντίληψη φαίνεται να καλλιεργεί και η μνημειακή και μουσειακή πολιτική στην ΠΓΔΜ. Θεωρούμε δικό μας ό,τι άνθισε και πέρασε από τον τόπο αυτό, από την προϊστορία έως σήμερα. Αυτή η θέση κυριαρχεί και στο μεγάλο μουσείο στο κέντρο της πόλης, αλλά και στον μνημειακό της διάκοσμο. Σε αντίθεση λ.χ. με το παλιότερης σύλληψης εθνολογικό μουσείο, ή την παλιά γειτονιά όπου κυριαρχούν οι οθωμανικές –μουσουλμανικές κληρονομιές. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αν θα αποκαθηλώσουν τον Αλέξανδρο, άλλωστε πολλές χώρες στην κεντροανατολική Ευρώπη μοιράζονται σύμβολα και προσωπικότητες, αλλά να ενσωματώσουν επίσης οθωμανικές και αλβανικές κληρονομιές. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το ουσιαστικότερο για τη σταθερότητα της χώρας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 14/1/2018. 

Αριστερός εκσυγχρονισμός

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών (μοντέρνων, νεωτερικών ή καπιταλιστικών σύμφωνα με τους όρους του) ήταν για τον Μαξ Βέμπερ η απομάγευση. Με τον όρο εννοούσε δύο πράγματα. Οι σύγχρονες κοινωνίες και τα μέλη τους λειτουργούσαν λιγότερο με γνώμονα την παράδοση και περισσότερο με την έλλογη κρίση. Από την άλλη, οι κοινωνίες οργανώνονται με βάση ορθολογικούς κανόνες.

Γνώριζε, βέβαια, ότι η απομάγευση δεν ήταν δεδομένη ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες της εποχής του. Ετσι, σε αντιδιαστολή με το σύγχρονος, επινοήθηκε ο όρος εκσυγχρονισμός που υποδηλώνει τη δυναμική διαδικασία μετάβασης στη συνθήκη της απομάγευσης.

Ο εκσυγχρονισμός απέκτησε τη δική του μαγεία εφόσον κάθε κοινωνία επιδιώκει να γίνει μοντέρνα. Αλλού (Μεγάλη Βρετανία) ο εκσυγχρονισμός ήταν έργο της αστικής τάξης, αλλού (Γερμανία) συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων με το κράτος, αλλού (Νότια Ευρώπη) έργο πολιτικών δυνάμεων στηριγμένων στο κράτος.

Από τις ιδιαιτερότητες της Νότιας Ευρώπης, ο όποιος εκσυγχρονισμός ήταν λιγότερο έργο συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και περισσότερο προοδευτικών, κυρίως των σοσιαλιστών, γεγονός που εξηγεί και τη σημαντική τους εκλογική απήχηση.

Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς, βασικοί φορείς του εκσυγχρονισμού αποδείχτηκαν «προοδευτικές» δυνάμεις, μετά το 1974 το ΠΑΣΟΚ. Η ατολμία των συντηρητικών δυνάμεων σε συνδυασμό με το πελατειακό κράτος έδωσαν τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως εκσυγχρονιστική δύναμη δύο φορές: μία ως ριζοσπαστική πολιτική παράταξη υπό τον Αν. Παπανδρέου και μία δεύτερη ως «μετριοπαθές» κόμμα των αστικών στρωμάτων των πόλεων υπό τον Κ. Σημίτη.

Την πρώτη φορά, παρά τα ριζοσπαστικά πρώτα μέτρα, η διαδικασία έμεινε μετέωρη, καθώς ο φορέας της δεν κατάφερε να διαχειριστεί οράματα και διακυβέρνηση. Τη δεύτερη, παρά τους όρκους πίστης στον εκσυγχρονισμό, αδυνάτισε να κυβερνήσει και οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επέτρεψε σε οργανωμένες ομάδες, μέσα και έξω από το κράτος, να αυτονομηθούν και να ωθήσουν σε μια κατακερματισμένη συντεχνιακή κοινωνία. Στη συνθήκη αυτή ο όρος εκσυγχρονισμός απαξιώθηκε σε βαθμό εξαφάνισης από τον πολιτικό λόγο.

Μπορεί ο εκσυγχρονισμός να μην περνά στον πολιτικό λόγο, είναι όμως, ιδιαίτερα μετά την κρίση, πανταχού παρών: στην οικονομία, τους θεσμούς, το κράτος, τη διοίκηση, την εκπαίδευση - ιδιαίτερα την τριτοβάθμια. Στο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονιακών της δεσμεύσεων η κυβέρνηση με τη σειρά της εκλογικεύει θεσμούς, ώστε να είναι πιο λειτουργικοί, πιο δίκαιοι, πιο αποτελεσματικοί. Δεν είναι διόλου παράδοξο ότι, παρά τις αστοχίες, τα καταφέρνει καλύτερα από προηγούμενες κυβερνήσεις. Γιατί δεν έχει τα πελατειακά δίκτυα των προηγούμενων, τις δεσμεύσεις τους, είναι πιο δοσμένη στην άσκηση της διακυβέρνησης.

Η εκλογίκευση, αστικός εκσυγχρονισμός λένε κάποιοι, εξηγεί σ' έναν βαθμό και την ανθεκτικότητα του κυβερνητικού συνασπισμού. Σ' αυτό βοηθούν ασφαλώς και η απαξίωση των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1974 ώς το 2015 και η κραυγαλέα αδυναμία τους να αρθρώσουν λόγο για τα τελούμενα και τα μελλούμενα. Αυτά αποτυπώνονται γλαφυρά στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, παρά τη σφοδρότατη κριτική αντιπολίτευσης και φίλα προσκείμενων ΜΜΕ στη συμπολίτευση. Πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποστασιοποιήθηκαν από αυτόν, αλλά λίγοι στράφηκαν σε άλλα κόμματα. Την ίδια στιγμή οι βασικότεροι ανταγωνιστές του ελάχιστα αποκομίζουν εκλογικά.

Πέρα από την προσμονή, στην αναμονή των ψηφοφόρων βαραίνει και το περιεχόμενο του επιχειρούμενου εκσυγχρονισμού. Ο τεχνοκράτης, σημείωνε ο Βέμπερ, ξέρει πώς να κάνει κάτι, αλλά οι επιλογές μιας κοινωνίας είναι δική της δουλειά, μέσω του πολιτικού. Μπορεί το εφικτό ή μη τεχνικά ενός πράγματος να περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής, αλλά αυτή δεν είναι πάντα μία. Αρα το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού και η υλοποίησή του δεν είναι μονοσήμαντα, είναι, αντίθετα, κοινωνικά χρωματισμένα. Με την έννοια αυτή ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός μπορεί να ονομαστεί αριστερός γιατί εστιάζει σε έννοιες συστατικές της ταυτότητας της Αριστεράς, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, τα κοινωνικά δικαιώματα...

Ο επιχειρούμενος αριστερός εκσυγχρονισμός είναι από τους βασικότερους λόγους που κρατά το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα, σε αναμονή. Η στάση αυτή είναι το κλειδί για τις ερχόμενες εκλογές. Αν συνεχίσει στον δρόμο του αριστερού εκσυγχρονισμού, αποφεύγοντας τα αυτογκόλ, είναι πολύ πιθανό ότι θα τις κερδίσει και θα αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα. Και τα δύο εξαρτώνται κυρίως από αυτόν.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/1/2018. 

«Ζούμε στην εποχή της αλληλεγγύης χωρίς πολιτική»

Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή.

Θυμάστε τον τραγουδιστή του πανκ-ροκ Μπομπ Γκέλντοφ, εμπνευστή του Live Aid το 1985; Ηταν η μαραθώνια συναυλία για την ανακούφιση του λιμού στην Αιθιοπία, που γύρισε την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών και συγκέντρωσε 30 εκατ. δολάρια σε δωρεές και 120 εκατ. στερλίνες από πωλήσεις αναμνηστικών.

Ποια είναι η διαφορά εκείνης της ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας από αυτήν της Αντζελίνα Τζολί για τους πρόσφυγες ή του Χαβιέ Μπαρδέμ που συμμετείχε στην καμπάνια «Ούρλιαξε Τώρα» των Γιατρών Χωρίς Σύνορα;

Η Λίλυ Χουλιαράκη, στο συναρπαστικό δοκίμιό της «Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Νήσος), παρακολουθεί τη σχέση ανάμεσα στο «Πώς νιώθω» και στο «Τι μπορώ να κάνω» για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους ευάλωτους «άλλους».

Διερευνά πώς έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού (ειδικότερα οι εκκλήσεις, οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις) και επισημαίνει ότι έχει αναδυθεί μια ατομικιστική ηθική ως κίνητρο του πράττειν.

Σήμερα που η άνιση διανομή των πόρων και οι σχέσεις εξουσίας Δύσης-Νότου αναπαράγουν την ευημερία της πρώτης και διαιωνίζουν τη φτώχεια του δεύτερου, η Δύση, σημειώνει η συγγραφέας, μετατρέπεται σε ειρωνικό θεατή της οδύνης όσων υποφέρουν. Ο αναπτυγμένος κόσμος μας, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε έναν δημόσιο δρώντα που στέκει με σκεπτικισμό (και όχι πια με οίκτο) απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτός σε έναν λαϊφστάιλ αλτρουισμό.

Καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο London School of Economics (LSE), με πολλές έρευνες πεδίου στο ενεργητικό της, η Χουλιαράκη ασκεί δριμύτατη κριτική στις δημόσιες εκφάνσεις της «ειρωνικής αλληλεγγύης» που δεν αποβλέπει σε καμία παρέμβαση στις πολιτικές συνθήκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Παράλληλα, όμως, εκθέτει και την αμφισημία που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην ηθική του ανθρωπισμού. Ζούμε, εξηγεί, στην εποχή μιας νέας φιλανθρωπίας, η όποια έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την αγορά.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ειρωνικός θεατής» («The ironic spectator» - η μελέτη γράφηκε στα αγγλικά) έχει βραβευθεί το 2015 από τη Διεθνή Ενωση Επικοινωνίας ICA. Αυτό το καίριο βιβλίο προχωρά ένα βήμα πέρα από την εμβριθή ανάλυση. Υπερασπίζεται σθεναρά μια επιστροφή στο θέατρο ως καταλληλότερη επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού και θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα: Μήπως τελικά, αντί να συνεχίσουμε να αποφεύγουμε τη σχέση του ανθρωπισμού με την πολιτική, είναι καλύτερο να αναγνωρίσουμε αυτή τη σχέση πλήρως;

Μήπως, λέει η Χουλιαράκη, «αντί να καταφεύγουμε στην αγορά και τις λογικές της, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ανοιχτά τα πολιτικά προβλήματα της αλληλεγγύης –δηλαδή τα δύσκολα προβλήματα της αιτιότητας (τι ή ποιος φταίει;), της δικαιοσύνης (ποιο είναι το δίκαιο;) και της ετερότητας (ποιοι είναι οι "άλλοι";)– ως κοινωνία των πολιτών και όχι ως καταναλωτές ή χρήστες του twitter;».

Σε οικονομικό επίπεδο, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»). Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα»

Ο Μπομπ Ντίλαν όταν τραγουδά το «Hurricane» το 1975 ενάντια στον ρατσισμό της αμερικανικής Δικαιοσύνης δεν είναι «ειρωνικός θεατής», ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ όταν τραγουδά το 1980 το «Biko», ενάντια στο απαρτχάιντ. Τι τους διαφοροποιεί από την Αντζελίνα Τζολί;

Σωστά. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ ήταν τότε «ειρωνικοί θεατές». Δεν είναι ίδιες όλες οι μορφές αλληλεγγύης των διασημοτήτων, και είναι σημαντικό να τις διαφοροποιήσουμε με βάση δύο χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι το ευρύτερο μήνυμα στο οποίο είναι ενταγμένη η αλληλεγγύη των διασημοτήτων και το δεύτερο είναι η σχέση των διασημοτήτων με την κοινωνία των πολιτών. Ο Ντίλαν και ο Γκάμπριελ, λ.χ., υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, ακτιβιστές της εποχής τους. Είχαν, δηλαδή, ένα πολιτικό αφήγημα κοινωνικής κριτικής και μιλούσαν ως καλλιτέχνες σ' ένα επίπεδο κινηματικό.

Η Αντζελίνα Τζολί είναι μέρος μιας μεγάλης καμπάνιας «mutual branding» για τον ΟΗΕ. Προσδίδει, δηλαδή, στον Οργανισμό το «συμβολικό» κεφάλαιο του παγκοσμίως γνωστού ονόματός της και κερδίζει η ίδια «ηθικό» κεφάλαιο από τον ΟΗΕ, φτιάχνοντας ένα ισχυρό ανθρωπιστικό προφίλ.

Το μήνυμά της όμως δεν απευθύνεται σε εμάς ως πολίτες του κόσμου αλλά ως καταναλωτές της εμπορικής κουλτούρας των διασημοτήτων. Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν και ο ίδιος ο Οργανισμός και οι διασημότητες που τον στηρίζουν είναι μέρος του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης...

Ηταν δηλαδή... λιγότερο αλληλέγγυα η Αντζελίνα Τζολί προς το δράμα των προσφύγων, όταν προσγειώθηκε στη Μυτιλήνη;

Η προσφορά της Τζολί είναι σημαντική. Η ίδια (όπως και άλλοι) έχει κάνει τη διαφορά και έχει βελτιώσει τη ζωή πληθυσμών με μεγάλες και επείγουσες ανάγκες. Ομως υπάρχει άλλη μία διάσταση σε αυτή την υπόθεση: η νέα αλληλεγγύη της Τζολί, του Κλούνεϊ και άλλων σύγχρονων διασημοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας, πραγματιστικής «κουλτούρας της αλληλεγγύης», η οποία έχει συμβιβαστεί με την εργαλειακή διαχείριση της παγκόσμιας φτώχειας και προκρίνει τον ακτιβισμό του twitter, χωρίς όραμα δίκαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και κοινωνικής αλλαγής.

Αυτή είναι η αλληλεγγύη που στον «Ειρωνικό θεατή» αποκαλώ «αλληλεγγύη του μετα-ανθρωπισμού».

Η Δύση αμφιταλαντεύεται λοιπόν απέναντι στους ευάλωτους άλλους (είτε είναι εντός είτε εκτός δυτικού κόσμου). Παρ' όλα αυτά, πλήθος διεθνείς οργανισμοί, σταρ, καλλιτεχνικά γεγονότα, δημοσιογραφικές παρεμβάσεις πριμοδοτούν ανθρωπιστικές πρακτικές στο όνομά τους. Ολα αυτά δεν ανοίγουν άραγε τον δρόμο για πολιτικές και θεσμικές αλλαγές;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση του «ναι» ή «όχι». Το ανθρωπιστικό κίνημα, δηλαδή οι οργανώσεις αρωγής και ανάπτυξης (aid and development) και προοδευτικά οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων (human rights), σίγουρα αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κύριο υπερ-εθνικό μηχανισμό διαφύλαξης των βασικών αναγκών και δικαιωμάτων των ευάλωτων πληθυσμών ανά τον κόσμο.

Το υπερ-πολιτικό θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει εν πολλοίς «εξανθρωπίσει» ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που στηριζόταν αποκλειστικά στην ωμή εξουσία των ισχυρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αυτοί του ανθρωπισμού βρίσκονται έξω από το πλέγμα εξουσίας που κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπίζουν. Τουναντίον, βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος αυτού, ενισχύοντας τη σχέση τους μαζί του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις των οργανώσεων αυτών, από την αλληλεγγύη σε σεισμόπληκτους ώς τα δικαιώματα των προσφυγικών πληθυσμών, είναι ζωτικές και απαραίτητες. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε και φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης, αδυναμίας παρέμβασης, έλλειψης πολιτικής βούλησης ή και ακόμη συνεργασίας με διεφθαρμένα καθεστώτα που σήμερα έχουν εν πολλοίς υπονομεύσει τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων ως «υπερ-πολιτικών» δομών που δρουν για το καλό της ανθρωπότητας.

Αυτές οι πρακτικές έχουν αναδείξει την αναπόφευκτη (και συχνά ύποπτη) σχέση του ανθρωπισμού, ως θεσμού και ιδεολογίας, με την πολιτική και αυτό ακριβώς αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα οι οργανώσεις αυτές σήμερα.

Σε οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»).

Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα». Αυτός ο απο-πολιτικοποιημένος πραγματισμός της αλληλεγγύης είναι το αντικείμενο κριτικής του «Ειρωνικού θεατή».

Στην Ελλάδα της κρίσης (...και της παράδοσης των θεσμικά ευνοημένων ευεργετών) πολλοί εξακολουθούν να περιμένουν τη λύση από τον φιλάνθρωπο καπιταλισμό. Πού χωλαίνει αυτή η υπόθεση;

Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Ποια είναι τα όρια και το κόστος αυτής της μορφής φιλανθρωπίας που οι Bishop and Green (2010) αποκαλούν «φιλάνθρωπο καπιταλισμό»; Το βασικό κόστος είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζεται όφελος της φιλανθρωπίας: ότι δηλαδή οι παρεμβάσεις που κάνει είναι διορθωτικές αλλά όχι θεσμικές.

Αρκείται δηλαδή η φιλανθρωπία στην ευεργεσία, που συνήθως πρόκειται για ένα συγκείμενο έργο σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα, και παραβλέπει τα μεγάλα δομικά ζητήματά του γιατί δεν υπάρχουν (και πώς θα μπορέσουν να διαμορφωθούν) οι προϋποθέσεις για μια πιο ισότιμη κατανομή και διαχείριση του πλούτου και για μια πραγματική αναγκο-κεντρική ρύθμιση του πλούτου για όλους τους πολίτες (όπως παρατηρεί ο Πικετί το 2014 στη μελέτη του για τις δυναμικές συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου).

Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, αφού ο εταιρικός και προσωπικός πλούτος της φιλανθρωπίας συσσωρεύεται υπό συνθήκες που κάνουν την ατομική ευημερία των πολλών δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση.

Η φιλανθρωπία, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η καλοκάγαθη όψη του μετα-ανθρωπιστικού καπιταλισμού, ο όποιος κερδίζει έπαινο και προβολή στη δημόσια σφαίρα επειδή στρατεύεται στην υπόθεση της ανθρώπινης τρωτότητας και των αναγκών της, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής ανισοτήτων και τρωτότητας στην κοινωνία. Θέλει μόνο να την ανακουφίσει περιστασιακά.

Ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας;

Η επικοινωνία της τρωτότητας είναι ένα πρόβλημα που παραμένει ανοικτό. Η Λίλυ Χουλιαράκη ήδη από το 2013 κατέδειξε στο «Θέαμα της οδύνης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ότι το πρόβλημα του ευρωκεντρισμού είναι βασικό σε όλες τις εθνικές τηλεοράσεις. Πρόσφατα διηύθυνε μαζί με τη Μύριαμ Γεωργίου μια μελέτη του LSE για τον τρόπο με τον οποίο ο ευρωπαϊκός Τύπος σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. κάλυψε την προσφυγική κρίση του 2015 (http://www.lse.ac.uk/media-and-communications/research/research-projects...). Και το νέο της βιβλίο επικεντρώνεται στις ψηφιακές μορφές μαρτυρίας από τις πολεμικές ζώνες της Μέσης Ανατολής. Σχολιάζει λοιπόν:

«Η θεσμική δημοσιογραφία διέπεται από δύο αντιφατικές "οικονομίες". Την οικονομία της "ενημέρωσης" και την οικονομία της "προστασίας" (της αισθητικής και της αξιοπρέπειας) των θεατών. Οταν πρόκειται για "δικούς μας", δηλαδή Ευρωπαίους ή γενικότερα Δυτικούς, τότε έχουμε πλήρη κάλυψη, ή ακόμη και συνεχή ροή, αποφεύγουμε να δείχνουμε σκληρές εικόνες και φροντίζουμε να μνημονεύσουμε ή ακόμη και να τιμήσουμε τα θύματα.

»Οταν όμως πρόκειται για κρίσεις εκτός της Δύσης, τότε μετά βίας έχουμε είδηση, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε συνεχή ροή, έχουμε ελάχιστη και αποσπασματική πληροφόρηση και ποτέ δεν έχουμε "προσωποποίηση" των νεκρών, δηλαδή ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι γι' αυτούς. Αντιθέτως, η είδηση συχνά επικεντρώνεται σε μια "πορνογραφία" του ανθρώπινου πόνου, όπου σκληρές εικόνες γίνονται μέρος του συγκινησιακού φορτίου των ειδήσεων με σκοπό την τηλεθέαση αλλά όχι τη βαθύτερη κατανόηση ή τη συναίσθηση της οδύνης αυτών των ανθρώπων.

»Ετσι η διακίνηση της είδησης υπόκειται σε διαστρωματώσεις "προστασίας" του θεατή που διαμορφώνουν μια ιεραρχία της ανθρώπινης τρωτότητας και εν τέλει "κλειδώνουν" έξω από τον δικό μας κόσμο όλους όσοι δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτισμικά στην Ευρώπη, στη Δύση. Αυτό το συμβολικό σύνορο είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον όποιο οι δύο ειδησεογραφικές οικονομίες οργανώνουν την αφήγηση της είδησης με βάση εγωκεντρικές, και συχνά ξενοφοβικές, πολιτικές και πολιτισμικές προτεραιότητες που αναπαράγουν στερεότυπα για "εμάς" και τους "άλλους".

»Τα social media απ' την πλευρά τους έχουν βοηθήσει πολύ στην πιο ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων από χώρες εκτός Δύσης. Από την "αραβική άνοιξη" ώς τον πόλεμο της Σύριας, οι ειδήσεις κινημάτων διαμαρτυρίας, κρίσεων και πολεμικών συγκρούσεων γίνονται πιο πολυφωνικές και πολύπλοκες.

»Παρ' όλα αυτά, οι αφηγηματικές οικονομίες (π.χ. τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα) που επιλέγουν ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας, αξιοποιούν τις νέες πηγές πληροφορίας και εικόνας προς το συμφέρον τους, ενώ παράλληλα τις καθυποτάσσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Ετσι οι ειδήσεις συνεχίζουν να διαχωρίζουν τον κόσμο βάσει των γνωστών κατηγοριών ανάμεσα σε "εμάς" και στους "άλλους"».

 *Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/12/2017.