Τρίτη, 16 Απρίλιος 2024

Το αδιανόητο, παραμορφωμένο στη γιορτή

«Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι», είχε πει ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί - ένας βαθύς στοχαστής της εποχής του. Την ίδια άποψη είχε ο στρατηγός Γιούργκεν Στρόοπ, ο δήμιος που, κατ' εντολή του Χίτλερ, είχε αναλάβει την εκκαθάριση του Γκέτο της Βαρσοβίας, στέλνοντας ψύχραιμα χιλιάδες να βρουν τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Στρόοπ υποστήριζε -πριν από τον απαγχονισμό του- πως «τους βλάκες πρέπει να τους κάνεις ευτυχισμένους όποια κι αν είναι η αρχική τους βούληση... Τους κάνεις ευτυχισμένους με εντολές για βία στο όνομα των "σωστών ιδεών"».

Ο Στρόοπ εφάρμοσε τις «σωστές ιδέες» στην Πολωνία και, μετά, στην Ελλάδα της Κατοχής. Κατά τη διάρκεια της εδώ θητείας του, το 1943, κατάφερε να οργανώσει πολύ πιο σκληρά την Γκεστάπο των Αθηνών και ήταν αυτός που απέσπασε από την ιταλική διοίκηση το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Οι άνθρωποί του έστειλαν στην Πολωνία πάνω από 10.000 Ελληνοεβραίους, οι περισσότεροι από τους οποίους θανατώθηκαν στο στρατόπεδο του Αουσβιτς

Οταν ο Ιταλο-εβραίος χημικός, Πρίμο Λέβι, επιζών του Αουσβιτς, έγραφε το συγκλονιστικό «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» στο μακρινό 1946, τόνιζε τον στόχο της ηθικής αντίστασης στο ανθρώπινο κακό. Μιλώντας για τη μνήμη σε μέλλοντα χρόνο έλεγε:

Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι "κάθε ξένος είναι εχθρός"... Οταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε, στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της. Οσο υπάρχει αυτή η αντίληψη, τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου

Τόσα χρόνια μετά, φαίνεται πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αιφνιδιαστικό. Ο όλεθρος ήταν απότοκο της διδασκαλίας του μίσους∙ της κατασκευής του «εχθρού» που πήρε, μαζί με τον ευρωπαϊκό χάρτη των τρένων του θανάτου, τη μορφή χιονοστιβάδας γεγονότων που συνοψίζονται στη λέξη «Ολοκαύτωμα». Φαινόταν αδιανόητο. Αλλά έγινε.

Η Ευρώπη τα βίωσε. Μάλιστα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, την Ιταλία και την ίδια τη Γερμανία, κατατάχθηκε μεταξύ των χωρών που υπέστησαν τα μεγαλύτερα δεινά του πολέμου. Αλλά γιατί επανεµφανίζονται στην Ευρώπη σήμερα τα χαρακτηριστικά του φασισμού; Πώς αντιμετωπίζουμε την εξάπλωσή τους; Συνήθως στα κείμενα, που μας αρέσει να τα λέμε μανιφέστα, απαντάει ο χρόνος και ακόμα καλύτερα οι αναγνώστες τους, που κι αυτοί μπαίνουν στη διαδικασία να συμφωνούν ή να διαφωνούν.

Ο Γκράμσι, ο Μπένγιαμιν, η Χάνα Αρεντ, ο Καµί, ο Τόµας Μαν, ο Αντόρνο, ο Βαλερί, ο Εκο, όλοι τους στοχαστές της γένεσης του φασισμού στον 20ό αιώνα, συµφωνούν, ο καθένας µε τον τρόπο του, στο εξής: ο φασισµός βασίζεται στην απουσία της ιδεολογίας και στην άρνηση ανθρώπινων, πνευµατικών αξιών· ευδοκιµεί όταν οι άνθρωποι παύουν να σκέφτονται και γίνονται αδιάφοροι. Πρόσφορο έδαφος για τον φασισµό είναι η υλική αβεβαιότητα, η δυσαρέσκεια, η σιωπή και η ακηδία των ελίτ κάθε είδους - φαινόµενα που δεν λείπουν από τη σημερινή Ευρώπη, από τη σημερινή Ελλάδα.

Κάθε χρόνο, την 28η Οκτωβρίου, γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο και όχι το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε παραμορφώσεις. Στον απόηχο του τορπιλισμού της «Ελλης», το πνεύμα της «γιορτής» το είχαν εκφράσει πολύ καλά οι εφημερίδες της εποχής και οι ειδήσεις για το Επος του '40, μαζί με τα προσωπικά ημερολόγια. Ο Γ. Θεοτοκάς έγραφε τον Νοέμβριο του 1940: «Κόσμος πολύς χυμένος στους δρόμους, κίνηση εξαιρετική. Περνούν μονάδες του στρατού που πηγαίνουν στο μέτωπο. Οι φαντάροι τραγουδούν, το πλήθος χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει.

»Αξίζει να είναι κανείς Ελληνας τις μέρες αυτές». Οπως είχε γίνει, πράγματι άξιζε. Το ίδιο πνεύμα είχε εκφράσει ο Σικελιανός στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943. Πάνω από τον ανοιχτό τάφο του Παλαμά, είχε απαγγείλει το φοβερό επικήδειο ποίημά του «Ηχήστε οι σάλπιγγες».

Εχουν περάσει 74 χρόνια από εκείνη την ημέρα του Φλεβάρη, που για μια στιγμή η Αθήνα και ολόκληρη η χώρα τόλμησε να ελπίσει πως θα έβλεπε τις σημαίες να ξεδιπλώνονται στον αέρα και τα βούκινα να προαναγγέλλουν την έλευση της λευτεριάς. Ομως, το κακό δεν σταμάτησε με το τέλος του πολέμου και, για μια φορά ακόμα, φαινόταν σαν να είναι (με τα λόγια του Παλαμά) «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα...»

Στον καιρό της ειρήνης, πολλά πνεύματα γύρεψαν να θάψουν νεκρούς και φαντάσματα, με ποίηση αποχαιρετισμού ή με πραγματείες χαμένων ευκαιριών. Πράγματι, γράφτηκαν πολλά. Ομως, το αδιανόητο είχε συμβεί: το δυναμικό, προηγμένο κράτος του 1900 είχε οδηγήσει την Ευρώπη στον ηθικό, φυσικό και πολιτισμικό όλεθρο. Αυτά τα σκεφτόμαστε στη γιορτή και στην ειρήνη;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/10/2017.

Σε μερικά δεν απαντά η Σοσιαλδημοκρατία

Εάν η ευημερία συνδέεται με επίλυση προβλημάτων, τότε το βασικό ερώτημα είναι τo είδος του οικονομικού συστήματος που –με δημοκρατικές ωθήσεις– θα λύσει τα προβλήματα, για τους περισσότερους, το γρηγορότερο δυνατό.

Η Ελλάδα έχει τέτοια επείγουσα ανάγκη. Υπάρχουν στην ιστορική εμπειρία αποδεικτικά πολιτικών που, όταν δεν είναι αυτοαναφορικές και αυτοθαυμαζόμενες, που όταν –αντίθετα– είναι στραμμένες σε προβλήματα που απασχολούν την πλειονότητα, συμβάλλουν καλύτερα στην επίτευξη υψηλών προτύπων και αποτελεσματικότερων δεικτών ζωής. Λόγου χάρη, αν σήμερα φθίνει η επιρροή της ευρωπαϊκής ιδέας, αυτό οφείλεται ακριβώς στην απουσία τέτοιων πολιτικών.

Επιπλέον, υπάρχει η επίγνωση πως οι πολιτικές δυνάμεις στον πραγματικό κόσμο δεν είναι τα απλά μηχανιστικά συστήματα που πετάγονται από εργαστήρια πολιτικών στοχαστών. Πολύ δε περισσότερο, δεν είναι δυνάμεις που κατασκευάζονται σε γραφεία δημοσκόπων, ευφάνταστων διαφημιστών και ανόητων του πολιτικού μάρκετινγκ. Θα πρέπει να τα φανταστούμε σαν μάλλον πολύπλοκα, προσαρμοστικά κοινωνικά-πολιτικά συστήματα που κάνουν επιλογές, που παίρνουν θέση πάνω στα σημαντικά εγχώρια, περιφερειακά και υπερεθνικά-παγκόσμια ζητήματα.

Στην ευρωπαϊκή εμπειρία, το «ποτέ ξανά» στη φρικωδία του πολέμου και της μεσοπολεμικής Μεγάλης Κρίσης οδήγησε σε συναινέσεις. Σημειώστε, και σε ταξικές συναινέσεις, με τις οποίες ξεπεράστηκαν πολλά στοιχεία της προπολεμικής δυσανεξίας. Και ο ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που –σε πολλές χώρες– βρέθηκαν στην εξουσία ήταν μεγάλος.

Το υπόδειγμα αυτό της συναίνεσης, ήδη από τη δεκαετία του '80, κατηγορήθηκε ως αντιπαραγωγικό και επικίνδυνο. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία στον 21ο αιώνα στράφηκε σε πολιτικές νεοφιλελεύθερης κοπής και νεοσυντηρητισμού.

Κράτησε την εξουσία, αλλά ωσάν να όφειλε να εκπληρώσει συμβόλαια νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού. Το αποτέλεσμα: στα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης, εξαερώθηκε και κατέρρευσε πολιτικά (στη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ισπανία, αλλά και στην Ελλάδα κ.α.), προς όφελος της Ακροδεξιάς και της συντηρητικής Δεξιάς.

Οπως πριν, έτσι και σήμερα, η Σοσιαλδημοκρατία-Κεντροαριστερά στέκεται κάπως αμφίθυμη στον ρόλο του κράτους, δίχως να συζητάει κανένα από τα ιδρυτικά της κοινωνικά ζητήματα, αλλά και το δικαίωμα στην εθνική κυριαρχία. Δεν διερευνά καν το περιθώριο της κοινωνικής δημοκρατίας από την πλευρά της Αριστεράς.

Κι αν πράγματι δεν υπάρχει οικονομία χωρίς πολιτική, τότε ποια είναι η πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας στον καπιταλισμό; Αν δούμε τις μορφές οργάνωσης της εξουσίας, τότε κάτι λείπει από την άποψη ότι η δύναμη του εθνικού κράτους, όπως έχει οικοδομηθεί ιστορικά, μειώνεται από την εμβάθυνση και την ορμή της παγκοσμιοποίησης.

Αλλά, σε τι δεν απαντά η Σοσιαλδημοκρατία; Αν ο στόχος είναι να βαδίσουμε πέρα από τον κατακερματισμό κάθε είδους διαμαρτυρίας και να οικοδομήσουμε, εν κοινωνία και δημοκρατία, μια εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τότε δεν το κάνει. Αν όντως χρειάζεται κάποια ρύθμιση ο καπιταλισμός, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη κυρίως τα κοινωνικά συμφέροντα της εργασίας και των αδύναμων. Δεν έχουμε δει κάτι πάνω σ' αυτό.

Αντίθετα, επέμεινε στη διάχυση των οφελών της αγοράς από πάνω προς τα κάτω, διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις μειώσει. Και αν υποθέσουμε ότι η παγκόσμια στρατιωτικοποίηση συνδέεται στενά με τη νεοφιλελεύθερη, διακρατική στρατηγική, τότε, δεν είναι ορατή κάποια στράτευση ενάντια στον πόλεμο ως μέρος κάποιου προγράμματος ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τις νεοαποικιοκρατίες. Αυτά είναι ορισμένα μόνο ζητήματα στα οποία δεν υπάρχουν απαντήσεις.

Η οικοδόμηση συγκλίσεων με την ποικιλομορφία, με κινήσεις (τοπικές, περιφερειακές και άλλες) που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς τύπους αντίστασης και διαμαρτυρίας, θα μπορούσε να είναι μια ατζέντα πολιτικής και όχι φαντασίας. Το ίδιο και η κριτική στάση στην Ευρώπη, η κριτική του καπιταλισμού, η κριτική στην ιμπεριαλιστική διάστασή του, όπως και η ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας. Αυτά τα τελευταία αφορούν εξίσου την Αριστερά.

Στην ουσία –όπως εξελίσσεται η συζήτηση για την αναθέρμανση της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα– πρόκειται μάλλον για μια λιτανεία κάποιου σοσιαλιστικού πράγματος που δεν καταλήγει σε μια αντίληψη για τον καπιταλισμό και την κυριαρχία της αγοράς. Ούτε καν σε μια θέση για την ελληνική κοινωνία∙ το μέλλον.

Η ελληνική Κεντροαριστερά δυσκολεύεται να βρει την κοινωνική δοσολογία ανάμεσα στην υπεροψία της δικής της ελίτ –των πολλών υποψηφίων– και στην προσήνεια των ισότιμων.

Τι είπε δηλαδή ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης που προκάλεσε μύριες αντιδράσεις; Στην ουσία μίλησε για τις πολιτικές φιλοδοξίες μερικών ως νόσο των χορτάτων, για το κάλπικο πολιτικό φλουρί που διώχνει το καλό∙ προειδοποίησε για τον χειμώνα της Ευρώπης∙ μίλησε για στοιχειώδεις πολιτικές ευαισθησίες.

Είπε ότι «η Κεντροαριστερά, επειδή εξακολουθεί να δαιμονοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιθανό πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με τη Ν.Δ. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα έχει την ίδια τύχη με τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που σήμερα έχουν καθοδική πορεία» και ότι αυτό θα είναι κακό για την Ελλάδα και για την ευρωπαϊκή ιδέα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/10/2017.

Όχι μια νέα ΝΕΡΙΤ

Η κυβέρνηση δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες ανοίγοντας την ΕΡΤ μετά το "μαύρο", αλλά δυστυχώς η συνέχεια είναι απογοητευτική: η δημόσια ραδιοτηλεόραση παραμένει στο ίδιο ή και χειρότερο σημείο από αυτό που ήταν την ημέρα του κλεισίματος. προς μεγάλη ικανοποίηση των εχθρών της.

Κανονικά ο νέος ιδρυτικός νόμος θα έπρεπε να κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της ΕΡΤ από την πολιτική εξουσία, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Ενα τέτοιο νομικό καθεστώς θα έκανε δυσκολότερη την άλωση της από επόμενες κυβερνήσεις που θα ήθελαν να την ελέγξουν ή να την κάνουν να σιωπήσει, όπως έκανε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2013.

Αν και κάτι τέτοιο θα ήταν μια σημαντική συμβολή στην εγκαθίδρυση στη χώρα δημοκρατικών κανόνων, η σημερινή κυβέρνηση επέλεξε τη πεπατημένη των τελευταίων 45 χρόνων. Και αναπόφευκτα πληρώνει το πολιτικό κόστος για την επιλογή της, να διοικήσει δηλαδή ένα χώρο που ούτε γνωρίζει ούτε μπορεί απολύτως να ελέγξει.

Η κυβέρνηση δεν έχει το παραμικρό όραμα για το τι θα έπρεπε να είναι μια δημόσια ραδιοτηλεόραση στη σημερινή εποχή. Και δικαιολογημένα, γιατί δεν είναι δικιά της δουλειά να σχεδιάσει την ραδιοτηλεοπτική στρατηγική. Χωρίς σχέδιο και όραμα, η επιλογή των διοικήσεων γίνεται με άγνωστα κριτήρια και προσωπικά παιχνίδια. Και όταν οι διοικήσεις αποχωρούν, κανείς δεν ξέρει τους λόγους της αποχώρησης.

Γιατί επελέγη ως διευθύνων σύμβουλος και αποχώρησε ο κ. Ταγματάρχης και με ποια κριτήρια βρέθηκε ο αντικαταστάτης του; Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο πρόεδρος της ΕΡΤ κ. Τσακνής αποχώρησε καταγγέλλοντας την συνδιοίκηση της ΕΡΤ με συνδικαλιστές. Υποστηρίζεται επίσης ότι του δόθηκαν υποσχέσεις τόσο από τον αρμόδιο υπουργό όσο και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που δεν τηρήθηκαν. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις, εκτός και αν πιστεύει ότι ένα δημόσιο αγαθό αποτελεί προσωπική της ιδιοκτησία.

Η ΕΡΤ είναι σήμερα μια Α.Ε που λειτουργεί με κανόνες ΔΕΚΟ και κουβαλά τις παθογένειες του παρελθόντος, θυμίζοντας στιγμές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Με αυτούς τους όρους δεν θα γίνουν ποτέ οι ριζοσπαστικές κινήσεις που απαιτούνται για την εξυγίανση της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αγκυλώσεις και τις φοβερές στρεβλώσεις που διέπουν τα προσόντα και τα καθήκοντα του προσωπικού. Που είτε αδιαφορεί, είτε δεν έχει πια το κουράγιο για να ανατρέψει τους συσχετισμούς .

Στα δύο χρόνια που επαναλειτουργεί, η δημόσια ραδιοτηλεόραση έχασε την τρομερή υποστήριξη του κόσμου που είχε μετά το κλείσιμο της, Δίνει το «πάτημα» σε μια επόμενη κυβέρνηση να καταργήσει ή να συρρικνώσει εκ νέου την ΕΡΤ, όπως προαναγγέλλεται με εμμονή, φτιάχνοντας μια νέα ΝΕΡΙΤ για λίγους«κολλητούς» της.

Αλλά τότε, αν η σημερινή κυβέρνηση δεν κινηθεί επιτέλους σοβαρά και θεσμικά, δεν θα υπάρχει κανείς να διαμαρτυρηθεί.

*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 6/10/2017.

Το μέλλον της Ευρώπης περνάει μέσα από τις περιφέρειες της

Από πολλές απόψεις, οι πρόσφατες κρίσεις της ΕΕ αποτελούν µια κρίση στη σχέση µεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειάς της. Η περιφέρεια της ΕΕ εξακολουθεί να αποτελείται από ανοµοιογενή κοµµάτια που δεν έχουν καταφέρει να οµογενοποιηθούν και να αφοµοιωθούν πλήρως, παρότι βασικό όραµα της ΕΕ ήταν - και παραµένει - η µείωση των οικονοµικών και κοινωνικών ανισοτήτων και η επίτευξη σύγκλισης. Οι αναδιανεµητικές και αντισταθµιστικές πολιτικές της ΕΕ, που θα έπρεπε να θωρακίσουν τις περιφέρειες και να δηµιουργήσουν τις προϋποθέσεις για µια πραγµατική σύγκλιση, οικονοµική και κοινωνική, αλλά και µια σύγκλιση ταυτοτήτων, έχουν αποδειχθεί αδύναµες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολλαπλές κρίσεις της ΕΕ γίνονται περισσότερο αισθητές στην περιφέρεια - είτε αυτές έχουν προκληθεί από λάθος εθνικούς ή ευρωπαϊκούς χειρισµούς και πολιτικές είτε οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες και στη δυναµική των παγκόσµιων εξελίξεων. Είτε, τέλος, συχνά σε έναν συνδυασµό και των δύο (π.χ. κρίση της ευρωζώνης, µεταναστευτική κρίση). Αυτό που έχει υποτιµηθεί, όµως, είναι ότι οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη στην περιφέρεια επηρεάζει άµεσα τον πυρήνα, τη συνοχή του, την εικόνα του και εντέλει τη γεωπολιτική σηµασία της ΕΕ. Γι' αυτό άλλωστε και µια λύση που θα βασίζεται µόνο στην επίτευξη συµφωνίας εντός του γαλλο-γερµανικού άξονα και που δεν θα αφουγκράζεται την ανησυχία και την αλλαγή του κλίµατος στην περιφέρεια θα είναι επισφαλής και βραχυχρόνια.
Δύο είναι τα ενδεχόµενα σενάρια για το µέλλον της Ευρώπης στην παρούσα χρονική στιγµή. Το ένα αισιόδοξο και το άλλο απαισιόδοξο, αλλά και τα δύο εξίσου πιθανά. Το πρώτο είναι ότι οι πρόσφατες κρίσεις της ΕΕ θα οδηγήσουν σε περαιτέρω ολοκλήρωση, µέσω µεταρρυθµίσεων των θεσµών της ΕΕ αλλά και µέσω της ταυτόχρονης µείωσης των ανισοτήτων εντός και µεταξύ των κρατών-µελών της. Η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι η οµοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Μια οµόσπονδη Ευρώπη όµως δεν µπορεί να είναι µια συγκεντρωτική και υδροκέφαλη ΕΕ, αλλά µια ΕΕ που θα επιτρέπει τη διαφορετικότητα των µερών της και ταυτόχρονα θα τους δίνει τα απαραίτητα εργαλεία για µια κοινωνικοοικονοµική και πολιτική σύγκλιση. Ενα τέτοιο σενάριο δεν θα πρέπει να θεωρείται εντελώς απίθανο καθώς τα µεγάλα βήµατα ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών κοινοτήτων συχνά προέκυπταν µέσα από κρίσεις. Οι πρόσφατες συζητήσεις για τη νέα αρχιτεκτονική της ευρωζώνης καθώς και το όραµα Γιούνκερ για το µέλλον της Ευρώπης, που παρουσιάστηκε στα µέσα Σεπτεµβρίου, κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Για να έχουν όµως αποτέλεσµα οποιεσδήποτε θεσµικές µεταρρυθµίσεις και να υπάρξει αλλαγή κλίµατος έναντι της ΕΕ, θα πρέπει η περιφέρεια της Ευρώπης να νιώσει ότι η λύση τη συµπεριλαµβάνει και καταλήγει και σε αυτή. Θα πρέπει, δηλαδή, το όραµα που παρουσίασε ο Γιούνκερ να είναι οικουµενικό µε την πλήρη έννοια του όρου και να αντιµετωπίζει τις περιφέρειες όχι µόνο ως πρόβληµα, αλλά και ως συστατικό της λύσης.

Το δεύτερο σενάριο είναι ότι η ΕΕ θα οδηγηθεί σε περαιτέρω αποδυνάµωση και πιθανή αποσύνθεση. Οι συζητήσεις για µια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων και «συµµαχίες προθύµων» σε τοµείς όπως η άµυνα, που συχνά προωθούνται από ισχυρά κράτη-µέλη όπως η Γερµανία και η Γαλλία, µπορεί να προσφέρουν µια πρόσκαιρη «ανακούφιση» σε κάποιους τοµείς. Είναι πιθανό όµως εντέλει να ενισχύσουν τις φυγόκεντρες δυνάµεις στην περιφέρεια της Ευρώπης, καθώς η παραµονή στην ΕΕ θα µοιάζει όλο και περισσότερο ως µια αναγκαστική συµβίωση παρά ως µια περιπόθητη συνύπαρξη στην οποία αξίζει να επενδύσουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Αλλωστε, µια επόµενη κρίση, που και πάλι είναι πιθανό να γίνει πιο αισθητή στην περιφέρεια, δεν θα είναι εύκολο να αποφευχθεί. Μια τέτοια κρίση θα µπορούσε για παράδειγµα να προκληθεί από την περαιτέρω ένταση στις σχέσεις Μαδρίτης - Καταλωνίας. Οι φυγόκεντρες δυνάµεις µπορεί να φτάσουν ακόµα και στον ίδιο τον πυρήνα των ιδρυτικών µελών της ΕΕ, όπου τότε θα µιλάµε πλέον για φαινόµενα απο-ευρωπαϊσµού και για µια πιθανή αποσύνθεση της ΕΕ. Κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα σήµαινε µια νέα τάξη πραγµάτων τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον πλανήτη.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 7/10/2017. 

Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, αισιοδοξία;

Πριν από μερικές ημέρες η «Εφ.Συν.» δημοσίευσε τα δημοσκοπικά ευρήματα της ProRata που κατέγραψαν απογοήτευση, θυμό και φόβο. Οι περισσότεροι (80%) δεν πιστεύουν στην «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια το 2018. Αντίθετα, πιστεύουν ότι θα αργήσει πολύ η ανάκαμψη της οικονομίας. Ενώ οι πολίτες σαφώς ενδιαφέρονται για το πoια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση, το 75% είναι απογοητευμένοι από όλα τα κόμματα. Αμφισβητούνται τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της επιτήρησης.

Η αξιολόγηση της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης στη μεταδημοκρατία συνοψίζεται στη φράση «δυσπιστία στις ελίτ». Παρότι δεν πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία, σε εμάς η κρίση της δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι μία μόνον από τις ζημιές που προκάλεσε η κρίση∙ και στο μέτρο που εκτρέφει απογοητευμένους, θυμωμένους, φοβισμένους τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά, είναι μια ύπουλη κληρονομιά.

Το άλλο σημαντικό που συνδέεται με τη «δυσπιστία στις ελίτ», είναι ο μεγάλος χρονικός ορίζοντας της προβλεπόμενης ανάκαμψης – κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με θεσμικές εκτιμήσεις και προβολές για άμεση βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων. Η διάρρηξη της σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ ελίτ και κοινωνίας (εμείς αποδεχόμαστε τη δύναμή σας, το κύρος και την καλοπέρασή σας, αλλά μόνον αν ευημερούμε και εμείς), εκτός από πίεση στον πολιτικό χρόνο της παρούσας ή της όποιας μελλοντικής ελληνικής κυβέρνησης, αν μη τι άλλο, δείχνει και ένα ακόμη πιο σημαντικό.

Δείχνει ότι η επαγγελλόμενη ανάκαμψη προϋποθέτει κάτι περισσότερο από την κοινοτοπία της αύξησης των εθνικών λογαριασμών και ένα χειροπιαστό success story για την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής. Μετά τα αλλεπάλληλα οκταετή σοκ, προϋποθέτει τα δύσκολα: άρση χρόνιων στρεβλώσεων, αδικιών και μείωση κοινωνικών ρηγματώσεων.

Αλλά, για τι πράγμα μιλάμε; Ποιες ήταν οι αποτυχίες; Η ελίτ (πολιτική, επιχειρηματική, διανοητική, τραπεζική και η μιντιακή ελίτ) σε παγκόσμιο επίπεδο υποτίμησε τις συνέπειες της κρίσης αλλά και της μονόδρομης οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Το στοίχημα που έπαιξαν οι αγορές με τα δημόσια χρέη στην Ευρώπη, το κρέμασαν στις κυβερνήσεις και το κέρδισαν. Η αντίδραση της ευρωπαϊκής πολιτικής, λόγου χάρη, απέτρεψε τον κίνδυνο μιας συστημικής κατάρρευσης, χωρίς όμως να αποτρέψει φυγόκεντρες δυνάμεις, εθνικισμούς, μηδενισμούς που ανατροφοδοτούν την κρίση.

Η διανοητική-πνευματική ελίτ απαξιώθηκε ένεκα της αποτυχίας της να προβλέψει την κρίση ή, έστω, να συμφωνήσει και να αξιώσει τις δράσεις μετά τη βίαιη εκδήλωσή της. Στην Ελλάδα, λόγου χάρη, η αυτοαναφορική πολιτική ελίτ απαξιώθηκε από την απροθυμία της να αναγνωρίσει τις ευθύνες της, από την προθυμία της να διασωθεί με κάθε κόστος, όμως χρεώνοντας τις δικές της ανικανότητες σε αυτούς που έφεραν τη μικρότερη ευθύνη.

Επιπλέον, η Ευρώπη εκτός από τη θεοποιημένη ελεύθερη αγορά αδυνατεί να κατασκευάσει άλλη λατρευτική εικόνα. Με την αγορά να γίνεται βορά μιας παγκοσμιοποιημένης χρηματοοικονομικής ελίτ όλο και πιο ανεξάρτητης, όλο και πιο κυνικής στις αξιώσεις της (βλέπε πολυεθνικές, βλέπε μεγάλες επενδύσεις), τα μετεκλογικά μοντάζ περί νίκης της δημοκρατίας έναντι των ακροδεξιών δύσκολα γεφυρώνουν τη λογική με το συναίσθημα∙ ούτε ενσαρκώνουν κάποια υπόσχεση αλλαγής.

Η Ευρώπη κινείται στο αυταπόδεικτο της δημοκρατίας, την οποία όμως δείχνει σαν να μην την έχει ανάγκη. Στην ευρωζώνη, η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια των κυβερνήσεων των πιστωτριών χωρών, κυρίως της Γερμανίας, και σε μία τριάδα μη εκλεγμένων γραφειοκρατών, ήτοι, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το αργό, ανομικό σύστημα ανταμοιβών απογοητεύει τους λαούς∙ οι πολιτικοί δείχνουν ανίσχυροι και αναξιόπιστοι.

Και η Ευρώπη πορεύεται με διαβαθμίσεις «περισσότερης ένωσης» η οποία ανάγεται σε αυτόνομο «πολιτικό αγαθό» δίχως πολιτεία και κλείνοντας τα μάτια στις σκανδαλώδεις ατέλειές της, αγγίζοντας τα όρια της πολιτικής εξαπάτησης.

Στην ομηρική έκβαση, ο Οδυσσέας είχε διαλέξει τη Σκύλλα. Είχε απώλειες. Αλλά το «χειρότερα δεν γίνεται» έχει μια νότα αισιοδοξίας. «Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αν όμως η ανθρωπότητα έφτασε ώς εδώ, αυτό το χρωστάει στους αισιόδοξους», έλεγε ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ. Οχι με την έννοια ότι υπάρχει κάποιος μαγικός τρόπος εξάλειψης των δεινών, αλλά ως δυνατότητα ταχείας άμβλυνσης των προβλημάτων και βελτίωσης της ευημερίας. Αλλωστε, η Ιστορία ουδέποτε περιέγραψε οριστικές λύσεις παρά μόνο ακμές και παρακμές. Είναι καλό να ξέρουμε τα όρια, τις αδυναμίες και το μη περαιτέρω των μηχανισμών του φαύλου συστήματος.

Στην Ελλάδα απαιτούνται μεγάλες συναινέσεις και όχι στρατηγικές μη συνεργασίας που ευνοούν κόμματα και βλάπτουν το σύνολο. Οι δημοκρατικές δυνάμεις πρέπει να αφήσουν τα πολιτικάντικα παιχνίδια, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και ν' ανταποκριθούν στις ανησυχίες των πολιτών, πριν να είναι αργά. «Πρέπει να συνυπάρχει η απαισιοδοξία της γνώσης με την αισιοδοξία της θέλησης», έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι, δείχνοντας ταυτόχρονα εκείνες τις πολιτικές οντότητες που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη στις κοινωνικές διεργασίες αντιστροφής απογοήτευσης και απαισιοδοξίας των δημοσκοπικών υποδειγμάτων και της καθημερινότητας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/10/2017.