Ολοι λατρεύουν τα παραμύθια∙ περισσότερο όσοι ζουν παραμυθένια. Λ.χ., οι πολιτικές ελίτ των Βρυξελλών τα λατρεύουν.
Μερικοί πιστεύουν ότι βρίσκονται στη σπηλιά του Αλί Μπαμπά – πράγμα που χρειάζεται απλώς φαντασία και διόλου εργασία. Αλλά ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση, αφού ο θησαυρός είναι για να μοιραστεί, τότε, το μαγικό που ανοίγει τη σπηλιά γίνεται αντικείμενο λεπτών χειρισμών. Για να γίνω σαφέστερος, ξυπνά το οραματικό πνεύμα της αντι-δημιουργίας.
Μία τέτοια περίπτωση –Αχ! Είμαι-στη-σπηλιά-του-Αλί-Μπαμπά!– είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Το 2014 με την ανάδειξή του στην προεδρία της Ε.Ε. έφερε στην ευρωπαϊκή ατζέντα το θέμα των δημόσιων επενδύσεων με ένα τριετές πρόγραμμα δαπανών, ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Εφόσον η ευρωπαϊκή οικονομία παρέμενε ανησυχητικά ασθενής σε κατάσταση αποπληθωρισμού και ανεργίας, οι παραμυθιστές ηγέτες της Ε.Ε. συμφώνησαν –σωστά–στην ιδέα ότι οι επενδύσεις θα συμβάλουν στην τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, παρά το ότι, μαζί με τη συναίνεση, υπήρχαν αναπάντητα ερωτήματα (πότε, πόσα, για ποιον, γιατί, προϋποθέσεις, προτεραιότητες, προβλεψιμότητες, στόχοι, αναγκαιότητες κ.λπ.).
Τότε, ο ευρωπαϊστής αναλυτής και οικονομολόγος Ζαν Πιζανί-Φερί –καθηγητής στο Hertie School of Governance του Βερολίνου, υπεύθυνος για τον Σχεδιασμό της Πολιτικής στο Παρίσι και πρώην διευθυντής του ευρωπαϊκού think tank Bruegel στις Βρυξέλλες– εκφράζοντας την ακαδημαϊκή συναίνεση επί του θέματος είχε διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς το «πακέτο Γιούνκερ» θυμίζοντας στοιχεία της πρόσφατης ευρωπαϊκής εμπειρίας. «Για όσους δεν γνωρίζουν», έγραφε ο Πιζανί-Φερί, «να υπενθυμίσουμε ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη καλείται να μελετήσει μια τέτοια πρωτοβουλία.
»Το 1993, η Επιτροπή του Ζακ Ντελόρ είχε προτείνει ένα πρόγραμμα δαπανών με τη "Λευκή Βίβλο για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση". Το πρόγραμμα είχε ευρεία αποδοχή, αλλά δεν είχε αναληφθεί καμία δράση. Ομοίως, το 2000, ως μέρος της στρατηγικής της Λισαβόνας, η Ε.Ε. επιδίωξε να αυξήσει τις εθνικές δαπάνες για την έρευνα και ανάπτυξη στο 3% του ΑΕΠ.
»Δεν κατάφερε να επιτύχει ούτε αυτόν τον στόχο. Πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2012, οι ηγέτες της Ε.Ε. ενέκριναν το "Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση", που υποτίθεται ότι θα κινητοποιούσε 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Η επιταγή βρίσκεται ακόμη στο ταχυδρομείο».
Σήμερα ο κ. Γιούνκερ με ένα σύνηθες ιντερλούδιο κάνει διαπιστώσεις παρατηρητή: «Η Ευρώπη δεν είναι πολύ κοινωνική∙ χρειάζεται περισσότερη αλληλεγγύη».
Και προτείνει μια «θετική ατζέντα» για τον επόμενο χρόνο, με «ευρηματική ευελιξία» (!) στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην οποία περιλαμβάνεται ο διπλασιασμός τόσο της διάρκειας (έως το 2022) όσο και του πακέτου (620 δισ. ευρώ) του προγράμματος επενδύσεων της Ε.Ε. «Πρέπει να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις και να αποδείξουμε ότι μπορούμε να δράσουμε από κοινού», υποστήριξε ενώπιον των 751 βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Αποδομώντας την όλη λογική του Ζ.-Κ. Γιούνκερ, καθώς άπλωσε το όραμά του για την Ευρώπη, θα διακινδυνεύσω να πω ότι δεν έχει όραμα. Αποτέλεσμα: Αυτό που χάνει η Ευρώπη, εις βάρος των λαών της Ευρώπης, το κερδίζουν η πολιτική ακηδία, η υποκρισία, οι φυγόκεντρες τάσεις, οι εθνικισμοί και η Ακροδεξιά.
Ο πρόεδρος της Ε.Ε. υπέκυψε στον πειρασμό να κρύψει τις μεγάλες διαφορές της Ευρώπης. Ο κ. Γιούνκερ μίλησε γενικά για τα προβλήματα του χρέους και της ανεργίας στην Ευρώπη.
Ούτε κουβέντα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, για το 25% της ελληνικής ανεργίας, τίποτα για το άνω του 50% ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών).
Υπογράμμισε την παρορμητική λατρεία της Ευρώπης στις εκτιμήσεις και τις ποσοτικοποιήσεις, δηλαδή, της εξαφάνισης του προβλήματος διά της λατρείας του μέσου όρου. Ούτε λέξη για την απουσία μεταναστευτικής πολιτικής, για την αποτυχία διαχείρισης του προσφυγικού, τίποτα για την απροθυμία των μελών της Ε.Ε. να εφαρμόσουν τη συμφωνία με την Τουρκία.
Μόνον προτροπή στη χειμαζόμενη Ελλάδα της κρίσης να προστατεύσει τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που βρίσκονται στο έδαφός της. Κυρίως, έσπευσε να αποκαθάρει τον εαυτό του από το πολιτικό και ηθικό σκάνδαλο που είχε πλήξει τον πυρήνα της Ευρώπης, ενθυμούμενος όψιμα ότι «κάθε εταιρεία στην Ευρώπη οφείλει να πληρώνει τους φόρους της εκεί όπου έχει τα κέρδη της».
Να θυμηθούμε ότι ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πρώην επικεφαλής του Eurogroup ήταν ο εμπνευστής των ειδικών συμφωνιών του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους (μιλάμε για το σκάνδαλο που είχε δει το φως της δημοσιότητας το 2014 υπό την κωδική ονομασία «LuxLeaks»).
Βεβαίως, για να μην αδικώ τον κ. Γιούνκερ, αφού κάτι θα στάξει και για μας από τον θησαυρό, το ελληνικό πολιτικό, τεχνοεπαγγελματικό και μιντιακό-διανοητικό κεφάλαιο δίνει υπαρξιακές μάχες για τους Αλαφούζο, Ψυχάρη, Κοντομηνά, Καλογρίτσα, Σαββίδη κ.λπ., γι' αυτούς τους τιτάνες του πολιτισμού και της ενημεροδιασκέδασής μας και για τις αμαρτίες της κυρίας Κεντρικού Τραπεζίτου... Α, και για το πλασάρισμα του Κυριάκου.
Εχουμε ελπίδα; Ναι, στον καιρό της αντι-δημιουργίας, μια ανόητη: Αν θα έχουμε μελλοντική σούπα, να μην υποχρεωθούμε να τη φάμε τόσο καυτή όπως θα βγει από την κατσαρόλα του τυχόντος μαγείρου.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/9/2016.
Ποιο είναι το έδαφος που ευνοεί τη διάδοση του ψευδογεγονότος και ποιο το λίπασμά του; Κατ' αρχήν –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– την ψευδοείδηση και το ψευδογεγονός τα εκτρέφει η ειλικρινής επιθυμία μας να είμαστε συνεχώς on line, να είμαστε ενήμεροι όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο πιο σφαιρικά γίνεται και, μάλιστα, να γνωρίζουμε περισσότερα δεδομένα απ' όσα πράγματι υπάρχουν.
Κατά δεύτερον, έχει αλλάξει όλο το περιεχόμενο του μηχανισμού που αποκαλούμε «παραγωγή της ενημέρωσης».
Δηλαδή, αυτό που αποκαλείται με μία μόνον λέξη και μάλιστα στον ενικό «δημοσιογραφία», αντί να παραθέτει στα μάτια του κοινού μια σαφή εικόνα του κόσμου, του δημόσιου βίου, της ιεράρχησης των δημόσιων ζητημάτων και να παράγει αποκαλύψεις, κατά μία έννοια, κάνει ακριβώς το αντίθετο.
Αρκετοί κρίνονται ως προς τη δεινότητά τους στους υπαινιγμούς, ως προς τις έγκυρες (υποτιθέμενες) πηγές τους τις οποίες μονίμως συγκαλύπτουν και τη συσκότιση των γεγονότων ώστε να δικαιολογηθεί το άπλετο φως που θα ρίξουν οι δικές τους –αποκλειστικές κατά το δυνατόν– ανταποκρίσεις και ρεπορτάζ.
Τι έχει αλλάξει από την εποχή της νεωτερικότητας; Εχει αλλάξει η σχέση μας με την αλήθεια και η εννόηση του πρωτείου ως προς τις εξουσίες. Για παράδειγμα, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήταν σαφέστερος ο ρόλος και το εύρος της τέταρτης εξουσίας, του Τύπου.
Οι μεγάλες λαϊκές μάζες ορμούσαν στο προσκήνιο, οι άνθρωποι γίνονταν μέτοχοι μιας κοινωνίας που άλλαζε, και άλλαζε και με τη δική τους δράση∙ βαφτίζονταν σε έναν νέο άγνωστο γι' αυτούς χώρο, τον δημόσιο χώρο∙ εισέρχονταν σε άγνωστα νερά και ο δημοσιογράφος ήταν ο αρωγός τους, ο εξερευνητής τους, ο βοηθός τους, ο διαφωτιστής τού καθ' ημέραν βίου, ο αποκωδικοποιητής των γρίφων και ο κατήγορος των αδικιών.
Στην ύστερη νεωτερικότητα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημοσιογραφία έγινε επαγγελματική. Σήμερα, μιλάμε για αυτοκράτορες και αυτοκρατορίες του Τύπου, για αυλικούς και εθελόδουλους.
Στη μετανεωτερικότητα, ο Τύπος θέλει να γίνει, τουλάχιστον, δίδυμη –αν όχι η πρώτη– εξουσία και αρκετοί θεράποντές του είναι τόσο αυτάρεσκοι και νάρκισσοι που θεωρούν τον κόσμο του δικού τους Νιντέντο πιο πραγματικό από τον έξω κόσμο.
Οι Δημάδης και Σουλτογιάννης θέλησαν να κρατήσουν ανοιχτό το κύκλωμα. Εν συνεχεία, θα φώτιζαν το σκότος με τις αποκαλύψεις τους.
Επιχείρησαν ένα σλάλομ σε κρημνώδεις θεωρητικές άκρες της επικοινωνίας και του κόσμου των ειδήσεων: ανάμεσα στον κόσμο των στερεοτύπων του Αμερικανού δημοσιολόγου Ουόλτερ Λίπμαν, ο οποίος υποστήριξε ότι αποκωδικοποιούμε την πραγματικότητα με βάση αυτά που ξέρουμε γι' αυτήν εκ των προτέρων, και του Γάλλου Ζαν Μποντριγιάρ, που υποστήριξε ότι αληθινό είναι ό,τι παίζει η τηλεόραση.
Ομως, τα άτομα αυτά είναι γεννήματα της δικής μας κοινωνίας και θύματα του δικού τους παιχνιδιού – όπως το κατανόησαν. Είναι επιτομές των προταγμάτων και της φαυλότητάς μας με κάθε τίμημα. Είναι παιδιά της κοινωνίας που δεν τιμώρησε την εξαπάτηση, αλλά την επιβράβευσε.
Είναι τέκνα της εθελοδουλείας, της ελαφρότητας και της φενάκης, του κόσμου εκείνης της δημοσιογραφίας που δεν έχει καμία σχέση με αρετές και ηθική, που έχει αναγάγει σε τέχνη την άρνηση της αλήθειας.
Το τρομακτικό είναι ότι προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα ψευδές γεγονός, στηριζόμενοι (όπως οι περισσότεροι) πάνω σε μια αληθή γενικευτική υπόθεση: τις σπατάλες των δημόσιων λειτουργών.
Από κει και πέρα, σε μια κουλτούρα ενημέρωσης όπου η παρακολούθηση των «ειδήσεων» μοιάζει να είναι περισσότερο τελετουργική και λιγότερο ενημερωτική, η ψευδοείδηση κυλάει και πιάνει.
Την τελετουργία ή καλύτερα την «ψευδοείδηση ως τελετουργία» την καθαγιάζουν το στιλ, η αισθητική της παρουσίασης (συμπληρωματικές λεζάντες, «αποκλειστικό», «σε ζωντανή σύνδεση», «συμβαίνει τώρα» με πομπώδες ύφος, με ιεροφάντες παρουσιαστές, με απίστευτα ρεπορτάζ, σχετικά οπτικά εφέ κ.λπ.).
Από την εμπειρία της κατανάλωσης της ενημέρωσης, απουσιάζει κάθε ορθολογικότητα. Η εμπειρία δεν αφορά πλέον ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά την «κατεργασία» αυτού που πιθανώς να συμβαίνει.
Μπορεί και να είναι –ίσως είναι– δικές μου εμμονές. Αλλά γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Η απάντηση δεν έχει να κάνει μόνον με τη λιτότητα, τους δείκτες, το ΑΕΠ και τις επενδύσεις και το χρέος. Ούτε καν με το αν οι τηλεοπτικές άδειες είναι τέσσερις, οκτώ ή δέκα.
Ο Μαρινάκης δεν θα γίνει Μπερλουσκόνι, γιατί είναι ο Μαρινάκης και, κυρίως, γιατί δεν είναι ο Μπερλουσκόνι. Η απάντηση βρίσκεται πιο κοντά σε αυτά που δεν συζητήθηκαν. Η Ευρώπη και η Ελλάδα αξιακά, ηθικά και πολιτισμικά είναι μισοπεθαμένες. Η απάντηση έχει να κάνει με τον πολιτισμό και τις αρετές.
Στην Ευρώπη –δεν τολμάω να μιλήσω για εμάς– ο Ρουσό, ο Βολταίρος, ο Σμιθ, ο Χιουμ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Γκράμσι, ο Βιτγκενστάιν, η Σχολή της Φρανκφούρτης, ακόμα η Χάνα Αρεντ, ο Μπουρντιέ, ο Φουκό, ο Χάμπερμας φαντάζουν εκκεντρικοί, γραφικοί και αχρείαστοι∙ αυτοί που μπόρεσαν να εκφραστούν θαρραλέα και απροκατάληπτα στον κόσμο τους.
Πόσο άδικο είχε, δηλαδή, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όταν, το 1938, έγραφε ότι «η ιστορία της είδησης δύσκολα μπορεί να γραφτεί χωριστά από την ιστορία της διαφθοράς του Τύπου».
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/9/2016.
Θεωρητικά αυτό που χωρίζει σήμερα τη Δεξιά από την Αριστερά είναι, μεταξύ άλλων, η εννόηση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Σχηματικά, η Δεξιά τοποθετείται υπέρ του ατομικιστικού μοντέλου επιτυχίας/αποτυχίας.
Η Αριστερά τάσσεται υπέρ του συλλογικού: στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των εσαεί ανταγωνιζόμενων και των μοναχικών καταναλωτών, αντιπροτείνει την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή (ο οικονομικός και ο δημόσιος/πολιτικός βίος) επηρεάζεται και από συλλογικές και από ατομικές δυνάμεις.
Τα τελευταία χρόνια τα ευρωπαϊκά κόμματα, και τα παλαιά δικά μας, φάνηκαν ανήμπορα να προλάβουν και, στη συνέχεια, να ερμηνεύσουν την κρίση. Πνιγμένα στην ιδεολογική και ταυτοτική τους ασάφεια, συνεχίζουν να προτείνουν μοντέλα που λίγο-πολύ έχουν αποτύχει ή που ευθύνονται για την κρίση.
Η παλαιά κυβερνώσα ελίτ φαίνεται να μην αναγνωρίζει αποτυχία στο σύστημα διακυβέρνησης όπως το μεταβίβασε ύστερα από περίπου σαράντα χρόνια αυτούσιο και μεταπολιτευτικά απαράλλακτο το 2015 σ' έναν παρείσακτο της εξουσίας, στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν αναγνωρίζει προβλήματα στην Ευρώπη. Αντίθετα, από το 2010 και μετά, αφού οι κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ παρέδωσαν τη χώρα στους δανειστές (που προσπάθησαν να διασώσουν πρώτα τα των οίκων τους και όχι την Ελλάδα), ενοχοποίησαν τους Ελληνες παρουσιάζοντας την τραγωδία σαν έναν εσμό ατομικών αμαρτιών και συβαριτισμού.
Ούτε αναστοχάστηκαν ούτε αμφισβήτησαν αυτό που ήδη αμφισβητούσε το κοινωνικό σύνολο, ελληνικό και ευρωπαϊκό: δηλαδή, το σύστημα διακυβέρνησης και τη δυνατότητά του να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Ντοπαρισμένοι με την εξουσία, υπηρέτησαν κανονικά το δυναστικό κομματοκρατικό ελληνικό ancien regime (το παλαιό καθεστώς), εγκλωβίζοντας τη χώρα σε μόνιμη κατάσταση εσωτερικής και εξωτερικής ομηρίας. Επιπλέον, στον βαθμό που οι διανεμητικοί θεσμοί τους (μέσα και τα ρουσφέτια) ήταν αντιαναπτυξιακοί και τρωκτικοί, με καθημερινά μιντιακά ψέματα και υπεκφυγές απέκρυπταν τον κόσμο της διαπλοκής και τον «μηχανισμό» που είχαν δημιουργήσει.
Μέσα από μια διαρκή κατάσταση παραδοσιακής «νομιμοποίησης» της οικογενειακής διαδοχής στην εξουσία, αναπαραγωγής μιας κυβερνώσας ελίτ γαλαζοαίματων και χορτάτων πριγκίπων που θα λέγονται Καραμανλής, Μητσοτάκης ή Παπανδρέου, άντε Σαμαράς, Μπακογιάννης ή Γεννηματάς (μέσω γενεακών δένδρων), σήμερα δημιουργούν προσομοιώσεις καταστροφής, εφόσον δεν τους περιλαμβάνει η εξουσία.
Αναδεικνύουν προβλήματα που έως πρόσφατα δεν έβλεπαν –που προέκυψαν από τις δικές τους επιλογές. Λ.χ., η Ν.Δ. ζητά πρόωρες εκλογές και την ίδια στιγμή κατηγορεί τον Τσίπρα ότι ανέκοψε την πορεία της χώρας ζητώντας το 2014 πρόωρες εκλογές∙ αφού δεν ασκεί την εξουσία, μιλά για ακυβερνησία.
Υποκαθιστούν την «αστική ευγένεια» με ρητορικές και κραυγές όπως «χούντα», «επικίνδυνοι», «ανίκανοι», «συμμορίτες», «Βορειοκορεάτες», «Σοβιετικοί», «γκάου» κ.λπ. Διαχέουν μέσω των μιντιακών ψιττακών ένα φαντασιακό ικανοτήτων του δικού τους εκλεκτού, με μια κουλτούρα που καθηλώνει κάθε άλλη διανοητική εμπειρία στα μοντέλα διακυβέρνησης.
Κάνουν κατάλογο ψεμάτων του Τσίπρα. Εύκολο∙ αλλά ποιον ευνοεί κάτι τέτοιο; Παρακολουθήστε από τον σωρό: Γ. Παπανδρέου: «... δεν υπάρχει περίπτωση να προσφύγουμε στο ΔΝΤ. Δεν το έχουμε ανάγκη» (13.1.2010). Αντ. Σαμαράς: «Προσπάθησαν να πείσουν τους Ελληνες ότι με το Μνημόνιο θα βγει η Ελλάδα από την κρίση...» (17.10.2010).
Ευάγγελος Βενιζέλος: «Δεν είναι οι λογαριασμοί της ΔΕΗ ο μοχλός για να εισπράττεις φόρους...» (23.6.2011). Αλλά και Ευρωπαίοι: Χ. Αλμούνια: «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι ο μέσος όρος της ευρωζώνης...» (18.2.2009) κ.λπ. Ποιον ευνοεί αυτή η πολιτική;
Απλώς, βουλιμικοί με την απόλυτη άσκηση της εξουσίας, ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοδικαίωση, προσχωρούν στην έκπτωση του κοινωνικού κράτους αλλά και της πολιτικής. Οι αντίπαλοι πρέπει να συκοφαντηθούν και να κατηγορηθούν ως αιρετικοί και επικίνδυνοι, με ανταμοιβή νέες περιπέτειες, νίκη, εξουσία, λάφυρα και ρουσφέτια. Ο αρχηγός και η επιτυχία του εξαρτάται μόνον από τη λειτουργία της «μηχανής» και όχι από το δικό του όραμα.
Εχω ξαναμιλήσει για την «πολιτική ως επάγγελμα». Ομως, ο Μαξ Βέμπερ μιλώντας για τη δύναμη μιας πολιτικής «προσωπικότητας» προέτασσε το ήθος της πολιτικής ως «υπόθεση εργασίας»∙ το χρέος της ειλικρίνειας∙ το πάθος, το αίσθημα ευθύνης, το μέτρο – και όχι τον μπλαζεδισμό απέναντι στους καθημαγμένους.
«Η πολιτική είναι ένα δυνατό και αργό τρύπημα σε σκληρές σανίδες, με πάθος και συγχρόνως με προοπτική. Είναι απόλυτα σωστό –και όλη η ιστορική πείρα το επικυρώνει– ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε το εφικτό, εάν δεν πάσχιζε να πραγματοποιήσει το ανέφικτο.
»Αλλά για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, πρέπει να είναι ηγέτης, και όχι μόνον ηγέτης, αλλά ήρωας – με την ακριβή έννοια της λέξης. Και ακόμη, εκείνοι που δεν είναι ούτε ηγέτες ούτε ήρωες πρέπει να οπλιστούν με τέτοια ψυχική στερεότητα που ν' αψηφούν και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους. Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δεν θα μπορέσουν να πετύχουν ούτε καν αυτό που σήμερα είναι εφικτό...».
Αυτά δεν τα βλέπουμε πουθενά. Βλέπουμε έπαρση και «μηχανή» που αδικεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και αλήθεια, πώς ο ελληνικός εραλδισμός –η οικογενειοκρατία, τα πολιτικά οικόσημα, το τζάκι– υπερασπίζεται π.χ. την αξιοκρατία και την αριστεία; Τι άλλαξε για να πετύχει το νέο πείραμα; Είναι απλώς το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης», ο εγωισμός «φύγε εσύ, να έρθω εγώ» με αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/9/2016.
Στη νότια Ευρώπη για δεκαετίες κυριάρχησαν συντηρητικά κόμματα τα οποία στηρίχτηκαν στα συντηρητικότερα κομμάτια των κοινωνιών τους. Οι βασικές αξίες τους ήταν συναφείς με το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυτές πέρασαν στο σχολείο, την εργασία, στους κρατικούς μηχανισμούς.
Αποτέλεσμα; Ο αποκλεισμός των «αντιπάλων», η αναγόρευσή τους σε εχθρούς. Συνέπειες της λογικής αυτής ήταν η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η εξώθηση των αντιπάλων στον ριζοσπαστισμό.
Η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η προσφυγή σε παραδοσιακές πελατειακές πρακτικές κατέστησε τις κυβερνήσεις αυτές άκρως ανελαστικές και ευάλωτες. Ετσι αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας ή εξεγέρσεις, με εξαίρεση τη Γαλλία, οδηγούσαν συχνά στην εγκαθίδρυση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.
Στη συνθήκη αυτή και με έντονα τα σημάδια από την πολιτική και οικονομική κρίση, στη δεκαετία του 1980 ήρθαν στην εξουσία θριαμβευτικά παντού, με μερική εξαίρεση την Ιταλία, τα σοσιαλιστικά κόμματα.
Οραματικά και χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην εξουσία, διεκδικούσαν να αλλάξουν ριζικά τις κοινωνίες τους. Σύντομα κύλησαν στον πραγματισμό. Οι διεθνείς πιέσεις και ο οικονομικός ανταγωνισμός τούς οδήγησαν να αφήσουν τα οράματα και να υιοθετήσουν τις κυρίαρχες διεθνώς πολιτικές.
Το παρωχημένο θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στους σοσιαλιστές να το βελτιώσουν, να ενεργήσουν ως μεταρρυθμιστές. Μέτρα προνοιακά για τους αδύναμους, για την ισονομία. Ετσι και το παράδοξο: οι σοσιαλιστές έγιναν η κατεξοχήν δύναμη αστικού εκσυγχρονισμού. Με τον χρόνο τα οράματα ξέφτισαν, ο πραγματισμός έγινε η πυξίδα της πολιτικής τους.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα της νότιας Ευρώπης βάδισαν στα χνάρια των σοσιαλδημοκρατών αδελφών τους της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, περιορίστηκαν στη διαχείριση του καθημερινού. Ελλείψει οραμάτων, στη συνθήκη κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, έχασαν την ψυχή τους, απομιμήθηκαν τους νεοφιλελεύθερους ανταγωνιστές τους.
Για τους σοσιαλιστές της νότιας Ευρώπης η μεταστροφή ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Καθώς η απόσταση ανάμεσα σε λόγους και πολιτικές, σε οράματα και πρακτικές ήταν μεγαλύτερη, η μεταστροφή φάνηκε, συντάραξε τους ψηφοφόρους τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά που ήταν κόμματα μαζών, αυτά, με εξαιρέσεις, ήταν κόμματα στελεχών.
Ελλείψει αντίβαρου, η απουσία ισχυρών δεσμών με τα λαϊκά στρώματα κατέστησε τη μεταστροφή ευκολότερη. Η απαξίωση, τέλος, των οραμάτων μετέτρεψε τη στροφή στον πραγματισμό σε άσκηση πολιτικής χωρίς πυξίδα.
Ετσι τα μέχρι πρότινος κυρίαρχα κόμματα και οι ασκούμενες πολιτικές στη νότια Ευρώπη απαξιώθηκαν. Γεννήθηκαν νέα πολιτικά μορφώματα, τα περισσότερα αντισυστημικά, ή μεγάλωσαν τα υφιστάμενα. Οσα από αυτά βρέθηκαν στη διακυβέρνηση έχουν μπροστά τους πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στο παρελθόν τα σοσιαλιστικά κόμματα.
Αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ στα καθ' ημάς. Η τάση δεν είναι να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διαχρονικά ίδιο. Αυτό του Ανδ. Παπανδρέου ήταν μαζικό, λαϊκό και λαϊκίστικο, μετασχηματίστηκε στη συνέχεια σε κόμμα στελεχών των αστικών κυρίως στρωμάτων των μεγάλων πόλεων.
Η σημερινή κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, βρίσκεται σε αρκετά πράγματα σε παρόμοια θέση με το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα του βήματα, σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ πιο περίπλοκο και δύσκολο και σε μια συνθήκη όπου βασικές αποφάσεις διαμορφώνονται εκτός συνόρων.
Και τώρα υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε λόγο και πρακτικές, και τώρα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού είναι νέοι και τώρα τίθενται προς επίλυση θεμελιώδη θεσμικά ζητήματα. Και κυρίως το κεντρικό διακύβευμα είναι συναφές: η σχέση πραγματιστικού και οραματικού λόγου. Αλλιώς, πώς ο πραγματιστικός λόγος, η καλή διαχείριση της καθημερινότητας, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει χωρίς να ακυρώσει τον οραματικό.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ η ανάληψη της διακυβέρνησης σήμανε έφοδο στο κράτος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι είναι κόμμα στελεχών με ευρεία λαϊκή βάση.
Εύκολα μπορεί να αποκοπεί από το λαϊκό του έρεισμα, να μην έχει ερεθίσματα, να χάσει το κοινωνικό του στίγμα, να ξεμείνει από οράματα, αρχές και ιδέες. Το πρόβλημα δεν φαίνεται ακόμη σε όλες του τις διαστάσεις για δύο λόγους. Καταρχήν υπάρχουν πολλά θεσμικά ζητήματα ανοιχτά, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά.
Από την άλλη, το παρελθόν των βασικών του ανταγωνιστών για την εξουσία και η αντιπολιτευτική τους στάση είναι τόσο ατελέσφορα που απαλύνουν δραστικά την κυβερνητική φθορά. Ομως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμη.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/9/2016.
Εδραία στην Ελλάδα είναι η άποψη ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης ώστε να λειτουργήσουν σε όφελος των αρχών και των συμφερόντων που πρεσβεύει. Η αντίληψη απορρέει από δύο πηγές: μία ιδεολογική και μία πολιτισμική.
Με μερική εξαίρεση τη φιλελεύθερη, οι άλλες ιδεολογίες θεωρούν ότι μέσω της πολιτικής μπορούν να ορίσουν τα πράγματα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των κυβερνώντων.
Αυτό ισχύει για τη συντηρητική και ακόμη περισσότερο τη ριζοσπαστική ιδεολογία, ιδιαίτερα στις εκδοχές της που θεωρούν ότι όλα είναι πολιτική.
Η πολιτισμική αντίληψη έχει να κάνει με την ιστορία μιας χώρας και τη διάρθρωση των δομών της. Είναι ισχυρή σε χώρες με ιστορικά αδύναμη αστική τάξη, με αποτέλεσμα οι κυβερνώντες να προσφύγουν στο κράτος, να το χρησιμοποιήσουν για την προώθηση των πολιτικών τους.
Στην Ελλάδα, η απουσία ισχυρής αστικής τάξης, η σταδιακή συγκρότηση του εθνικού κράτους και ο τρόπος συγκρότησής του κατέστησαν το κράτος στον κατεξοχήν θεσμό οργάνωσης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.
Ετσι συναντήθηκαν η ιδεολογική με την πολιτισμική θεώρηση. Τα κατά καιρούς πραξικοπήματα και κυρίως ο Εμφύλιος ενίσχυσαν την κρατική παρουσία και συγκρότησαν δύο κόσμους: τον κρατικό-δημόσιο, που έλεγχε τα πάντα, και τον ιδιωτικό, στο πλαίσιο του οποίου συνυπήρχαν δύο ομάδες, οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες και οι κυνηγημένοι αντιφρονούντες.
Η Μεταπολίτευση του 1974 άλλαξε τα δεδομένα. Μειώθηκε η ισχύς εξωπολιτικών δυνάμεων και του κράτους ως γραφειοκρατικού μηχανισμού υπέρ των πολιτικών.
Το κράτος που παραδοσιακά βρισκόταν σε σχέση ασταθούς ισορροπίας με τις ποικίλες δυνάμεις ισχύος, λειτουργώντας περισσότερο ως μηχανισμός διεκπεραίωσης συμφερόντων παρά ως απρόσωπος θεσμός δυτικού τύπου, αποικιοποιήθηκε. Στη συνθήκη αυτή ο Α. Παπανδρέου επιχείρησε να συγκροτήσει νέα τζάκια.
Ολα άλλαξαν τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχές του 1990. Κόμματα και πολιτικοί αποδυναμώθηκαν, οι κρατικοί μηχανισμοί αυτονομούνται, η οικονομική εξουσία δυνάμωσε, αναδύθηκαν νέοι ανταγωνιστές, κυρίως τα ΜΜΕ.
Σ' έναν δημόσιο χώρο χωρίς κανόνες και με μία δημόσια διοίκηση στραμμένη στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και όχι του «κοινού καλού», οι διαρκώς αποδυναμωνόμενες, παρά τα εκλογικά τους ποσοστά, κυβερνήσεις κοίταξαν περισσότερο να τα βολέψουν ενάντια στα πολιτικά σχέδιά τους, τον «εκσυγχρονισμό» και την «επανίδρυση του κράτους».
Ετσι συγκροτήθηκε ένας δημόσιος χώρος από τα παλιά, αλλά σε νέο περιβάλλον, οργανωμένος γύρω από το λεγόμενο τρίγωνο της διαπλοκής ανάμεσα σε τμήματα πολιτικής εξουσίας, ΜΜΕ και οικονομικών παραγόντων.
Θα ήταν ίσως ορθότερο να μιλήσουμε για τετράγωνο, εφόσον με την αυξανόμενη αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών έχουμε ομάδες στο εσωτερικό του που ποικιλότροπα συντελούν στη συντήρηση της κατάστασης.
Αυτονόητα, η συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να είναι ανεκτή σε μία φιλελεύθερη Δημοκρατία εφόσον αντιστρατεύεται το ίδιο της το πνεύμα, επιτρέπει τη χειραγώγηση των πολιτών, δημιουργεί ολιγοπώλια στην οικονομία.
Εύλογα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, όπως αποτυπώνεται σε μετρήσεις και σε ποικίλες εκδηλώσεις, επιθυμεί να μπει τέλος στην υφιστάμενη κατάσταση, να μπουν αρχές και κανόνες.
Μπορεί να μπει τέλος; Παρά τις ιδιαιτερότητές της, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στο κέρδος, οικονομικό και μη. Κάθε δραστηριότητα ακόμη και στους τομείς του πολιτισμού και της πληροφόρησης πολύ δύσκολα ξεφεύγει από τη λογική αυτή.
Μπορεί, συνεπώς, μία εξουσία να φτιάξει δικά της τζάκια αλλά αυτό κρατάει συνήθως όσο το τζάκι κερδίζει, άμεσα ή έμμεσα, από τη συγκεκριμένη εξουσία. Κάποια στιγμή τα τζάκια τα βρίσκουν μεταξύ τους ή με άλλους.
Τι μένει; Τρία πράγματα. Κατά πρώτον, η αγορά, το κοινό, η κοινωνία πολιτών του Διαφωτισμού, που μπορεί να βαρύνει στις επιλογές των κατόχων κάθε λογής δύναμης και εξουσίας. Το δεύτερο και το τρίτο είναι αρχές και πρακτικές που δεν έλυσαν το πρόβλημα και δεν θα το λύσουν, αλλά το απάλυναν και μπορούν να το απαλύνουν.
Πρόκειται για τη φιλελεύθερη αρχή της διάκρισης των εξουσιών που μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα στη συγκέντρωση εξουσίας. Το τρίτο, απότοκο του δεύτερου, που δοκίμασαν με επιτυχία στο παρελθόν οι σοσιαλδημοκράτες συνίσταται στη συγκρότηση αντίρροπων ομάδων δύναμης οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν αν όχι σε συμβολαιακές μορφές λήψης των αποφάσεων τουλάχιστον σε διαλογικές.
Το τραγικό στην ελληνική περίπτωση είναι ότι στην αλλαγή του υφιστάμενου τοπίου αντιδρούν, μεταξύ άλλων και κυρίως, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/9/2016
Από τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι., από τότε που όλοι οι νεωτερικοί είχαν πεισθεί ότι η παιδεία είναι βασικός παράγοντας συνοχής, επιβίωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας, έχουν αλλάξει πολλά.
Απ' όταν, λ.χ., ο θεμελιωτής της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, ο Γάλλος Εμίλ Ντιρκάιμ, διατύπωνε τον περίφημο ορισμό του περιγράφοντας τις λειτουργίες της εκπαίδευσης ως «δράσης που κατευθύνεται από τις γενιές των ενηλίκων στις γενιές εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για την κοινωνική ζωή» και τους σκοπούς «να ενθαρρύνει και να αναπτύξει στα παιδιά μια σειρά από φυσικές, πνευματικές και ηθικές καταστάσεις, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες από αυτήν, από την πολιτική κοινωνία στο σύνολό της αλλά και από το ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο προορίζονται να ζήσουν τα παιδιά», έχει χυθεί πολύ μελάνι.
Πολλοί γονιμοποίησαν τη σκέψη γύρω από το σχολείο: οι συγκρουσιακές προσεγγίσεις π.χ., εκείνες του Βέμπερ, του Πιερ Μπουρντιέ περί πολιτιστικού κεφαλαίου, ή αυτές περί πολιτιστικής στέρησης, γλωσσικών κωδίκων των πλούσιων και των φτωχών κ.ά., συνοψίζονται με μεγάλη ευκρίνεια στην «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» της Αννας Φραγκουδάκη - βιβλίο που διαβάστηκε από λίγους (κυρίως από φοιτητές, απλώς για να περάσουν το έτος).
Και να 'μαστε σήμερα σε έναν μετανεωτερικό δημόσιο διάλογο, ο οποίος στρέφεται μάλλον επί προσωπικού, παρά επί της ουσίας.
Δίχως να έχουμε αποφασίσει μεταξύ δημοκρατικής ισότητας, κοινωνικής αποτελεσματικότητας (με όρους αγοράς;) και μιας έωλης κοινωνικής κινητικότητας (πες μου τίνος είσαι, για να σου πω τι θα είσαι) και, κυρίως, δίχως να έχουμε κατανοήσει ότι μεταξύ τους αυτοί οι στόχοι είναι αλληλοσυγκρουόμενοι, ότι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται και να αναδιαμορφώνονται.
Κεχηνότες, λοιπόν, ενώπιον της οικονομικής δυσανεξίας που περιορίζει δυνατότητες, θα ακούσουμε το πρώτο κουδούνι. Αλήθεια, ποιος είναι ο σκοπός της υπερδιαπίστευσης; Των πολλών πτυχίων; Για τη χώρα, για άλλες χώρες; Πόσο αξίζει αυτή η ορμή της νιότης, η ιδιόγλωσσα που πολεμά την πάσα μονοτονία; Αλίμονο! Δεν προσμετράται στο ΑΕΠ.
Δεν αξίζει τίποτα. Δεν δίνει ψήφους τώρα. Μια πραγματική συζήτηση δεν ευνοεί τους ξέσαρκους∙ ενοχλεί αυτούς που θέλουν το σχολείο ως κομματική ή συντεχνιακή και όχι ως συλλογική υπόθεση...
Θα ζήσουμε κι εφέτος αυτές τις μικρές διαβατήριες τελετουργίες εισόδου για τα πρωτάκια και τις αποφοιτήσεις: ήγουν, θα δούμε την ελπίδα με πατημασιά που δεν τσιμεντάρεται εύκολα, τη δροσερή τρυφερότητα του άψητου πηλού. Θα δούμε να συγκεντρώνεται στο σχολείο το αμιγές υλικό του μέλλοντός μας, το συστατικό της κοινότητας που τρελαίνεται για τις δικές του πίστες, τις δικές του μουσικές, τις δικές του ουτοπίες.
Θα τα δούμε να χαρίζουν ορμή με τα κουμπώματα και τις αβεβαιότητες της εφηβείας∙ να διαβάζουν τις εργασίες τους, τα projects τους με γελάκια, δισταγμούς και κομπιάσματα, για το στρες, τη διατροφή και τις βιταμίνες, για την προσφυγιά και τη διασπορά – την παλιότερη ελληνική και την τωρινή, αλλά και των ξένων, των άλλων.
Τα παιδάκια μας που έχασαν λίγο από την παιδική ηλικία, που είδαν εμάς, τους γονείς τους, στα όρια της θραύσης, γυρίζουν στο σχολείο λοιπόν... Στον δημόσιο χώρο...
Τα βασικά συμπεράσματα, χιλιοειπωμένα. Ο Τομά Πικετί στα προοιμιακά κεφάλαια του έργου του «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» (Πόλις, 2014) τα είχε προαναγγείλει. Το πρώτο για τις ανισότητες έχει να κάνει με τη βαθιά πολιτική επιρροή στην κατανομή του πλούτου. Το δεύτερο, αυτό που θα μειώσει τις ανισότητες, «έχει να κάνει με τη διαδικασία διάχυσης της γνώσης και επένδυσης στην εκπαίδευση και κατάρτιση».
Και εμείς τι προτείναμε; Δισεκατομμύρια χρέους, λογιστική των γενεών, αλλά και σκάνδαλα, διαφθορές, διαπλοκές, φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, αθέμιτους ανταγωνισμούς, ηθική του χρέους... Κοιτάξτε τα πρωτοσέλιδα.
Πού θα βρεθούν πολίτες να αντισταθούν σε όλα αυτά; Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη απάντηση από αυτήν του Νούτσιο Ορντινε στη «Χρησιμότητα των άχρηστων γνώσεων» (Αγρα, 2015):
Επενδύω στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό σημαίνει διαπαιδαγωγώ τους νέους να σέβονται τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ανοχή, τη δημοκρατία, να εναντιώνονται στη διαφθορά με προφανή σκοπό τη βελτίωση όχι μόνον της πολιτισμικής ανάπτυξης της χώρας αλλά και της οικονομικής. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται μερικώς μόνο με τους καλούς νόμους. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται πρωταρχικά με το καλό σχολείο και το καλό πανεπιστήμιο
Δεν ξέρω αν συζητούνται αυτά, αλλά ξέρω ότι ποτέ άλλοτε η χώρα δεν βίωσε έναν τόσο άδειο δημόσιο διάλογο για την εκπαίδευση με τόση ένταση που δεν είναι άμοιρη της τρέχουσας μεταιχμιακής φάσης. Αλλά και ποτέ άλλοτε όσοι θα μπορούσαν να καλύψουν αυτόν τον διάλογο δεν ήταν τόσο απόλυτοι και τόσο εχθρικοί μεταξύ τους.
Μπορεί εντός περιχαρακωμένων ή ημιδιαπερατών ιδεών να καλυφθεί το μείζον; Οχι. Και για όσο θα έχουμε στήσει τραπέζι τρώγοντας τις ελπίδες μας, γυρίζοντας την πλάτη στα παιδιά μας, θα ματαιώνουμε τις ειλικρινέστερες προσδοκίες και τις ευχές μας «να 'ναι πάντα καλά, να προκόψουν».
Για ακόμα μία φορά, η πρότασή μας για το μέλλον, θα είναι η "Ασάλευτη Ζωή":
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι
δε θα σου στέρξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις
Κ. Παλαμάς
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/9/2016.
Yπάρχει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα: κυκλοφορούν πολλά ψέματα, αποκρύψεις της αλήθειας, παραπλανήσεις∙ τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στη διεθνή σκηνή. Εντείνεται η έκταση της κατάστασης που, από το 1733, ο Τζόναθαν Σουίφτ είχε ονομάσει «εκδημοκρατισμός του ψεύδους».
Αυτόν τον πολιτικό –τους προηγούμενους μήνες έλεγε ψέματα στους Βρετανούς που ούτε ο ίδιος τα πίστευε– επέλεξε η Τερέζα Μέι ως υπουργό Εξωτερικών για να διαπραγματευτεί το Brexit με τους Ευρωπαίους εταίρους του. Τα ψέματα του Τόνι Μπλερ έγιναν γνωστά με τον πιο επίσημο τρόπο.
Μαζί με τον Μπους, είχε πει ψέματα για τα όπλα μαζικής καταστροφής που κατείχε ο Σαντάμ Χουσεΐν προκειμένου να συσπειρώσει γύρω του έναν αριθμό πολεμόχαρων φωνών που θα έπειθαν τους πρόθυμους Δυτικούς ότι ο πόλεμος στο Ιράκ, το 2003, ήταν αναγκαίος και όχι πόλεμος επιλογής.
Τις συνέπειες αυτών των ψεμάτων υφίστανται σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ομως, αν αυτά κατάγονται από τη Μεγάλη Βρετανία, τότε δικαιώνεται η ειρωνεία του Σουίφτ που έλεγε πως «η αφθονία της πολιτικής ψευδολογίας είναι μια σίγουρη απόδειξη της αγγλικής ελευθερίας»! Σοβαρά τώρα.
Ο Σουίφτ ήταν ζηλωτής της αγγλικής ελευθερίας, αλλά στην πραγματεία «Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» (εκδ. Αγρα) ποτέ δεν είδε με καλό μάτι το αποκλειστικό δικαίωμα της κυβέρνησης να χαλκεύει πολιτικά ψεύδη.
Ούτε μπορούμε να κατατάξουμε εύκολα αυτούς τους τύπους ηγετών στην κατηγορία του πλατωνικού «σοφού και γενναίου ψεύδους» πάνω στην οποία στοχάστηκε η νεωτερικότητα γύρω από το δίπολο αλήθεια-ψέμα.
Στον αινιγματικό πλατωνικό διάλογο «Ιππίας ελάττων» ο Σωκράτης υποστήριξε ότι «ουδέν αμείνων ο αληθής του ψευδούς» (δεν είναι καλύτερος ο αληθής από τον ψεύτη) και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο άριστος είναι περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να πει την αλήθεια αλλά και το ψέμα και ότι, τέλος, αυτός που εκούσια διαπράττει κάποιο σφάλμα είναι καλύτερος από αυτόν που λαθεύει άθελά του εξαιτίας των λειψών γνώσεών του.
Αλλά ο στοχασμός αυτός στρώθηκε πάνω σε στιβαρές προϋποθέσεις ηθικής ακεραιότητας και του κοινού καλού. Πάνω σε αυτό συμφωνούσε ο Βολτέρος αλλά και ο Νίτσε: Το «να ψεύδεσαι ενσυνείδητα και σκόπιμα αξίζει περισσότερο από το να λες την αλήθεια –σε αυτό ο Πλάτων είχε δίκιο– παρόλο που συνήθως αυτά αξιολογούνται αντίστροφα:
θεωρείται δηλαδή εύκολο να λες την αλήθεια. Ομως, μόνον για τους χοντροκομμένους και τους επιπόλαιους τούτο το ζήτημα είναι τόσο απλό» (βλέπε Πλάτωνος, «Ιππίας ελάττων», εκδ. Στιγμή).
Για να έρθουμε στη σύγχρονη κατάσταση, ο Τζον Μερσχάιμερ –καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, από τους εγκυρότερους νεορεαλιστές Αμερικανούς θεωρητικούς των Διεθνών Σχέσεων– αντιδρώντας στο θέμα της διεθνούς ψευδολογίας, κατασκεύασε έναν οδικό χάρτη της στα συγκείμενα της πολιτικής και της θεωρίας των διεθνών σχέσεων.
Με μια νωπή απογραφή των διεθνών ψευδών, κατηγοριοποίησε τις ποικίλες μορφές της πολιτικής ψευδολογίας: διακρατικά ψεύδη, κινδυνολογίες, συνωμοσίες, στρατηγικές συγκαλύψεις, αχρείες συγκαλύψεις, παραγωγή εθνικιστικών μύθων είναι μερικά μόνον από την ποικιλία των εργαλείων στο σύμπαν της διεθνούς ψευδολογίας.
Στη μελέτη του ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα φιλελεύθερα ψεύδη, αυτά που επιτρέπουν σε χώρες ή συνασπισμούς να δρουν με βαναυσότητα εις βάρος άλλων χωρών, και τα ψεύδη του κοινωνικού ιμπεριαλισμού για την προώθηση ειδικών συμφερόντων.
Δίχως να είναι θιασώτης της ψευδολογίας, ο Μερσχάιμερ στο «Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα» (εκδ. Πατάκης) ξεκαθαρίζει πως, ναι, οι πολιτικοί λένε ψέματα σε διεθνές επίπεδο.
Τα μεν στρατηγικά ψέματα (strategic lies), στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος, χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιβιώσει η χώρα τους στο πανδαιμόνιο των διακρατικών σχέσεων. Τα δε εγωιστικά ψεύδη (selfish lies) –ουδεμία σχέση έχουν με το εθνικό συμφέρον (το raison d' etat)– στοχεύουν στην προστασία των ιδιοτελών συμφερόντων των πολιτικών.
Και εδώ σκαλώνει το θέμα. Σε ένα δημόσιο ζήτημα που είναι τόσο κοινότοπο χωρίς να είναι καθόλου απλό. Δίχως να εμπίπτουν στη λεπτή λογική του Πλάτωνα, ούτε στον πραγματισμό του Μερσχάιμερ, ούτε καν στη χλιαρή ηθικολογία του «Κατά συνθήκην ψεύδη του πολιτισμού μας» του Μαξ Νορντάου, οι άνθρωποι ψεύδονται ακριβώς επειδή κολακεύονται όταν γίνονται πιστευτοί.
Και αρκετοί υπο-κόλακες κάνουν ότι τους πιστεύουν, με αποτέλεσμα η ευπιστία να υποθάλπει την ψευδολογία. Υπονοώ ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν σε μετανεωτερικές μαγείες∙ σε αδύνατα και κουφά.
Και δεν είναι λίγοι της κατηγορίας των εγωιστών ψευδολόγων που ζουν σε ιδιαίτερους κόσμους –οι Ελληνες ξέρουν πολλά σε τούτο– και που διαμορφώνουν μια κουλτούρα στην οποία είναι καθιερωμένο να πιστεύουν ή, έστω, να μισοπιστεύουν τα ψέματα που λένε.
Και κατασκευάζουν ακλόνητα άλλοθι: λένε ψέματα εν γνώσει τους προκειμένου να σώσουν την πολιτική τους καριέρα, ώστε κάποια στιγμή... να μπορέσουν να πουν την αλήθεια. Αυτό είναι το πρόβλημα. Η γκρίζα ζώνη για τις σύγχρονες δημοκρατίες: ο δημόσιος βίος δηλητηριασμένος με μια τοξική κουλτούρα ανεντιμότητας, πάνω και κάτω.
Η διάχυτη ψευδολογία, παρά τα προσδοκώμενα οφέλη, προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά στην πολιτεία∙ επισπεύδει την απίσχνανση της πολιτικής και της δημοκρατίας. Μιλάμε για «εργαλεία πολιτικής». Κοινοτοπία, θα πείτε... Επικίνδυνη, όμως, υψηλού ρίσκου και κόστους.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/8/2016.
Η ουρά της εταιρείας Ζίμενς είναι μεγάλη και –για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους– προφανώς, δεν είναι υπόθεση της Μεταπολίτευσης.
Σε όσα μας αφορούν, μολονότι αρκετά ερωτήματα μένουν (ίσως μείνουν διά παντός) αναπάντητα γύρω από την εμπλοκή προσώπων της κεντρικής πολιτικής σκηνής στην «υπόθεση Χριστοφοράκου-Ζίμενς», καλό θα ήταν να είχαμε μια νωπή αναδρομή.
Αυτή λοιπόν η αναδρομή στην Ιστορία, για γεγονότα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, για πολιτικούς της εποχής, τις πολιτικές επιλογές τους και για τις οικονομικοκοινωνικές συνέπειες των επιλογών και των δράσεών τους, επανατοποθετεί το όλο πλαίσιο σε ιδρυτική ελληνογερμανική βάση και φωτίζει, συνάμα, το περίγραμμα μιας ριζωμένης παλιάς σχέσης που, απλώς, «εκσυγχρονίστηκε».
Πριν από τρία χρόνια η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, στο ενδιαφέρον βιβλίο της «Αγγελος ή δαίμονας: ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου...» (Λιβάνης, 2013), έδωσε τη μυθιστορηματική βιογραφία του πατέρα της, του Ιωάννη Βουλπιώτη, που, αν μη τι άλλο, υπήρξε εξόχως αποκαλυπτική για την προπολεμική παρουσία της Ζίμενς στην Ελλάδα... αλλά και για το πολιτικό παρασκήνιο της ίδρυσης των Ταγμάτων Ασφαλείας –χωρίς βέβαια αυτά τα δύο να συνδέονται άμεσα.
Το αφήγημα, που σταματάει με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, «κλείνει» με την υποθετική συνομιλία Βουλπιώτη-Γκρέβενιτς για το κατοχικό δάνειο και «τα βεβαιωμένα ποσά ώστε να μπορεί το ελληνικό κράτος εν καιρώ να διεκδικήσει και να λάβει το οφειλόμενο ποσό»– αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Ο Ιωάννης Βουλπιώτης (1902-1999), εγγονός του Δημητρίου Βουλπιώτη, υπουργού του Δεληγιώργη αλλά και του Χαριλάου Τρικούπη και γιος του στρατηγού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στη Γερμανία. Ικανός, ευφυής και διακεκριμένος στην ελληνική παροικία, παντρεύτηκε την κόρη του Καρλ Φρίντριχ φον Ζίμενς, αναλαμβάνοντας –και λόγω των προσόντων του– επιτελική και διευθυντική θέση στο βιομηχανικό σύμπλεγμα AEG-Siemens-Telefunken.
Με όχημα τη γερμανική εταιρεία και μέσω των πληρεξουσίων του γερμανικού βιομηχανικού συγκροτήματος, ο γαμπρός του Ζίμενς, ο Βουλπιώτης, στην ουσία έφτασε στην Ελλάδα με συγκεκριμένους στόχους: να ελέγξει για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης τις τηλεπικοινωνίες και τη ραδιοφωνία.
«Τα πληρεξούσια του επέτρεπαν να υπεισέλθει στη μετοχική σύνθεση του κρατικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών, της ΑΕΤΕ (Ανώνυμη Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία) και της ΑΕΡΕ (Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία)... Ως μοναδικός κυρίαρχος των δύο αυτών τομέων, θα είχε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές εσόδων:
α) τα ποσοστιαία κέρδη από τις προμήθειες υλικού, μέσω του γερμανικού συγκροτήματος Ζίμενς, β) την κερδοφορία των μετοχών, σύμφωνα με τους επίσημους ισολογισμούς, καθώς ο ίδιος θα όριζε τις υποχρεωτικές συνδρομές των καταναλωτών και, γ) τα άδηλα κέρδη από την προβολή συγκεκριμένων προσώπων ή ορισμένης πολιτικής».
Δηλαδή, και τότε υπήρχαν μίζες –«έξτρα προμήθειες» λέγονταν–, επαφές και επισκέψεις παραγόντων στη Γερμανία για προώθηση «των εθνικών συμφερόντων» και μαύρο χρήμα σε ελβετικούς λογαριασμούς. «Οι πολιτικοί προϊστάμενοι είναι πολύ πιο απαιτητικοί (φέρεται να παραδέχεται ο γαμπρός του Ζίμενς).
Εχουν αξιώσεις περίπλοκες που ξεκινούν από μεγάλα χρηματικά ποσά και φτάνουν μέχρι συνδυασμένα αιτήματα για παροχές ακινήτων, πακέτα μετοχών, αφανείς χρηματοδοτήσεις δράσεων, προσλήψεις στελεχών και ό,τι άλλο σκεφτούν, ακόμη και την επαγγελματική προώθηση των παιδιών τους».
Συνομιλητής του Μεταξά πριν από τον πόλεμο και πάντα eminence grise, ο Βουλπιώτης ήταν στην Κατοχή σε μόνιμη επαφή με τους Γερμανούς (ιδιαιτέρως με τον ναύαρχο φον Κανάρη), αλλά και στενός συνομιλητής του Πάγκαλου, του Πλαστήρα, του Γονατά, του Σοφούλη, του Ιωάννη Ράλλη, του Λογοθετόπουλου, του Ταβουλάρη, του Ζέρβα (ΕΔΕΣ) και του Δημήτρη Γληνού από το ΕΑΜ. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, μεταξύ άλλων, με τον Βασίλειο Ντερτιλή.
Ισως, προετοιμάζοντας ένα μεταπολεμικό τείχος στοιχειώδους αυτοπροστασίας, φοβούμενος –όχι άδικα– μια μεταπολεμική επικράτηση της ΕΑΜογενών αντιστασιακών αριστερών δυνάμεων.
Σίγουρα, η υπόθεση του Ιωάννη Βουλπιώτη και της Ζίμενς συνιστά μια περίπτωση που έχει να πει πολλά για τη θεμελίωση ενός χαρακτηριστικού «κορπορατισμού των ελίτ» του ελληνικού κόσμου του 20ού αιώνα, αλλά και την κινητικότητα του στρατιωτικού, οικονομικού, πολιτικού, διπλωματικού, δημοσιογραφικού, διανοητικού και καλλιτεχνικού προσωπικού της, στο φόντο του ελληνικού Μεσοπολέμου και της Κατοχής.
Ολοι τους βρέθηκαν στην πλευρά των συνεργών με κοινό παρονομαστή την εξαθλίωση της κατοχικής Ελλάδας. Εξέφρασαν τη βούλησή τους για αποτροπή, με κάθε τρόπο, της πιθανής επικράτησης των ΕΑΜογενών στην ελληνική μεταπολεμική ζωή. Οι πρωτομάστορες των εθνικοφρόνων...
Για τη γενεαλογία του πράγματος (αν αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία σήμερα), μετά τον πόλεμο, ο Βουλπιώτης υπήρξε συγκατηγορούμενος με τον πατέρα του Χριστοφοράκου, τον Νικόλαο Χριστοφοράκο, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων του 1946 – όπου και αθωώθηκαν.
Και ο υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής που μαζί με Ράλλη και Βουλπιώτη έστησαν τα Ευζωνικά Τάγματα το 1943, υπήρξε πατέρας του πρόσφατα αποβιώσαντος τελευταίου ισοβίτη, εκ των πρωταιτίων της Απριλιανής δικτατορίας, Νικολάου Ντερτιλή.
Ερωτήματα αφελούς: Πώς μπορεί να δραστηριοποιείται στο «ίδιο πνεύμα» κατά τον 21ο αιώνα η εταιρεία που γιγαντώθηκε στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, που χρησιμοποίησε αιχμαλώτους δούλους-εργάτες, που οι επικεφαλής της συνδέθηκαν με την κατασκευή του Αουσβιτς και του Μπούχενβαλτ κ.ά.;
Και, βέβαια το αμέσως επόμενο ερώτημα: Μπορεί η πολιτική ελίτ να υποθέτει απλώς μεταπολιτευτικές λαθροχειρίες και τα μέλη της να απολαμβάνουν ξέγνοιαστα ένα τέτοιο μέρος της ιστορίας τους;
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/7/2016.
Οι λαοί αποφασίζουν όταν τους φανταστούμε ως άτομα και ομάδες ίσων να συμμετέχουν με την ίδια ποιότητα στην ίδια κουβέντα, μέσω ουδέτερων διαύλων επικοινωνίας. Τέτοια πολιτικά συγκείμενα δεν υφίσταται και τέτοια κουβέντα ουδέποτε έγινε – ας πούμε, από την εποχή της άμεσης δημοκρατίας.
Οι λαοί μιλούν. Αλλά όταν αποφασίζουν σε καταστάσεις ιδεολογικής μεροληψίας και υπό καθεστώς διπλού βρόχου (αν πεις «ναι» αυτοκτονείς, αν πεις «όχι» αυτοκτονείς) και παιγνίου lose-lose (όπου χάνουν και οι δύο πλευρές), τότε αναλαμβάνουν δράση οι αναλύσεις∙ τα δε πορίσματα των αναλύσεων έχουν κάτι από την επισημότητα εκθέσεων νεκροψίας-νεκροτομής.
Η πειθαρχία των γερμανικών συμφερόντων έχει συμμαχήσει με ένα σκεπτικό που, μεταμφιεσμένο σε πραγματισμό, προκαλεί ακαμψία.
Η Ευρώπη, ανάμεσα σε κράτος και αγορά, δίνει την εντύπωση μετανεωτερικής ακυβερνησίας∙ σκάφους επιπλέοντος πολιτικά, ηθικά και οικονομικά, αδειάζοντας τα νερά με κουβαδάκια∙ δίχως αίσθηση ανέμων και ρευμάτων, χωρίς καμία αίσθηση σκοπού. Απλούστατα, γιατί δεν υπήρξε –όπως για την Ελλάδα, όπως και για το Ηνωμένο Βασίλειο– καμία σοβαρή εναλλακτική.
Και παρότι η Ε.Ε., ηττημένη και στην περίπτωση του Brexit, δεν έχει κανέναν λόγο να υποθέτει ότι όλα βαίνουν καλώς, κάνει ακριβώς το αντίθετο. «Κινδυνεύει η Ευρώπη μετά το Brexit;» ρωτήθηκε ο καμποτίνος Ζαν Κλοντ∙ η απάντησή του ήταν ένα χολωμένο «Οχι».
Aυτό όφειλε να πει! Ο Γιούνκερ σιτίζεται –ταξιδεύει, πίνει και γκουρμεδιάζει αφορολόγητος– από τα ταμεία της Ε.Ε. Κατά το διάσημο σχόλιο του περασμένου αιώνα, «είναι δύσκολο κάποιος να καταλάβει κάτι, όταν ο μισθός του εξαρτάται από το να μην καταλαβαίνει».
Οι λαοί μιλούν. Αλλά τι είναι «ο λαός»; Ιστορικά, αναδύεται από μια σύνθετη διαδικασία αφύπνισης, αντίδρασης σε μια ορατή απειλή∙ ως στάση αντίθεσης σε μια άδικη κατάσταση. Ομως, στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες; Είναι «ο λαός» κατηγορία κρατικού δικαίου;
Δίνει το μύθευμα νομιμοποίησης στους εκλεγμένους; Ή μήπως είναι η οιονεί κυριαρχία μιας αδρανούς πολτοποιημένης και ατομοποιημένης ποικιλίας γνωμών που δεν συγκροτεί πολιτικό υποκείμενο; Η απάντηση είναι: Ολα και τίποτα.
Ως πολιτική αναφορά σημαίνει χειραφετητική εμπειρία και ηρωική αντίδραση, δηλαδή «Οχι», σε μια προσδιορισμένη απειλή συμφερόντων ή στόχων που εμποδίζονται να εκφραστούν με θετική διέξοδο.
Ως αναφορά δικαίου σημαίνει «Θα δούμε». Δηλαδή, ότι μόνον η κυβέρνηση ή οι κρατικοί θεσμοί –που μπορεί να είναι και αντίθετοι με το «πνεύμα του λαού»– μπορούν να εκφράσουν τη λαϊκή θέληση. Και αυτό όχι με το να ευθυγραμμίζεται η κυβέρνηση με τη λαϊκή ψήφο, αλλά ισορροπώντας σε άνισες καταστάσεις και διαφορετικές ευθυγραμμίσεις που σχετίζονται με το πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε.
Το 2015 με τους Ελληνες στο όριο της θραύσης και τους πολιτικούς στα ομφαλοσκοπικά νέφη, η «δημοκρατική Ευρώπη» έστειλε τα πιο αντιφατικά μηνύματα. Ο Γιούνκερ έλεγε τότε «Μην αυτοκτονείτε! Πείτε "Ναι"» και ο διεθνής Τύπος μιλούσε για «πραξικόπημα» των ευρωπαϊκών θεσμών εις βάρος της λαϊκής ελληνικής βούλησης, όταν το «Οχι» έγινε «Ναι».
Οταν οι Ελληνες είπαν «Οχι» στη διαρκή λιτότητα, στην «Εκθεση των πέντε προέδρων», επικεφαλής των πέντε ευρωπαϊκών θεσμών, ήτοι, του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Μάριο Ντράγκι, του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ντόναλντ Τουσκ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Γερούν Ντάισελμπλουμ, του προέδρου του Eurogroup, και του Μάρτιν Σουλτς, του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, το συμπέρασμα ήταν «περισσότερη Ευρώπη», ότι «το ευρώ δεν έχει προβλήματα στην αρχιτεκτονική του», ότι η ευρωπαϊκή ανεργία και η ελληνική ανεργία του 25% είναι κάτι σαν πρόβλημα οδοντοφυΐας που θα θεραπευτεί με «περαιτέρω ενοποίηση» και «την εφαρμογή των κανόνων».
Υπό τα όμματα της Μέρκελ και του Σόιμπλε η Ελλάδα γύρισε στο «Ναι». Παράλληλα, σε όλους τους λαούς εστάλη ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε, να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, αλλά θα ακολουθήσετε την πολιτική που εμείς θα υπαγορεύουμε».
Η Ευρώπη, αντικρίζοντας το Brexit, πληρώνει το πείραμα της Ελλάδας. Αλλά ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα decision taker (μια μικρή χώρα που δεν μπορεί να πάρει δικές της αποφάσεις), η Μεγάλη Βρετανία είναι χώρα decision maker (παίρνει αποφάσεις). Βέβαια, όπως και στην Ελλάδα, σχέδιο για την επόμενη μέρα δεν υπήρξε από καμία πλευρά.
Οι Βρετανοί τώρα –αλληθωρίζοντας στο Bremain– ξεθάβουν το φάντασμα του Τσόρτσιλ με ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματά του: «Το πρόβλημα με τη διάπραξη μιας πολιτικής αυτοκτονίας είναι ότι ζεις για να μπορείς να το μετανιώσεις». Μεταφέρουν τη λογιστική των γενεών στην πολιτική ψήφο, υπονοώντας ότι οι γέροι Brexiteers δεν θα ζήσουν πολύ για να το μετανιώσουν, ενώ οι νέοι Βρετανοί που τάχθηκαν με το «Μένουμε Ευρώπη» θα ζουν για να φτύνουν στους τάφους των γερόντων. Τρικυμία...
Η παραδοχή ότι δεν αποφασίζουν οι λαοί συνεπάγεται ληξιαρχικό τέλος για τη δημοκρατία. Αλλά και η παραδοχή ότι αποφασίζουν οι λαοί συνεπάγεται επιλογή στην αυτοκαταστροφή τους. Προσώρας, η μεγάλη εικόνα στην Ευρώπη έχει κάτι από τον αποφθεγματικό λόγο του Φερνάντο Πεσόα: «Κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν. Ολα είναι διάκενο και τυχαίο, αλλά όλα είναι στη θέση τους».
Βέβαια, υπάρχουν εναλλακτικές ανάμεσα στο κράτος και την αγορά. Αλλά δεν τις θέλουν ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι αγορές. Ομως, για πόσο; Ο πόλεμος μετράει θύματα.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/7/2016.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«ΠΟΛΙΤΕΣ»
Οι πολίτες παίρνουν το λόγο
Ημερομηνία μετάδοσης: Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα
Στην τέταρτη εκπομπή «Πολίτες», που θα μεταδοθεί την Παρασκευή 24 Ιουνίου, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, από την ΕΡΤ1 με θέμα «Έξι μήνες Συμβούλια Κοινωνικού Ελέγχου - Ένας χρόνος επαναλειτουργίας της ΕΡΤ. Απολογισμός. Προοπτικές», δέκα (10) μέλη του Προεδρείου και της Επιτροπής Προγράμματος και Δημοσίου Διαλόγου του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου (ΣΚΕ) Αττικής της ΕΡΤ και εννιά (9) φοιτητές, συζητούν με τους δημοσιογράφους: Αγγέλα Νταρζάνου (Αυγή), Σωτήρη Μανιάτη (Εφημερίδα των Συντακτών) και τον Γιώργο Πλειό, καθηγητή στο τμήμα ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Συμμετέχουν ο Σταύρος Καπάκος, Γεν. Διευθυντής Ενημέρωσης της ΕΡΤ και ο Νίκος Τσιμπίδας, Προιστ. Ραδιοφώνου και μέλος την Επιτροπής Κοινωνικής Ευθύνης της ΕΡΤ.
Η εκπομπή «Πολίτες» είναι ένα εγχείρημα ανοιχτού συμμετοχικού διαλόγου που επιχειρείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η ΕΡΤ ανοίγεται στην κοινωνία και καλεί τους πολίτες να συμμετέχουν στις διαδικασίες αλλαγής και εξέλιξής της προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
Η εκπομπή είναι μηνιαία και το συντονισμό και την παρουσίαση έχει ο Περικλής Βασιλόπουλος, δημοσιογράφος και υπεύθυνος του ΚΕΕΠ της ΕΡΤ.
ΕΡΤ Σας ακούμε
Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.ert.gr, όπου μπορείτε να συμμετάσχετε σε ένα ερωτηματολόγιο, σχετικά με το τι είδους ΕΡΤ θέλετε. Απαντώντας μόλις σε 10 ερωτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο και τις αλλαγές που εσείς προτείνετε, παίρνετε μέρος στην προσπάθεια βελτίωσης της δημόσιας τηλεόρασης.
Τα αποτελέσματα θα κοινοποιηθούν στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΡΤ, στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Αττικής και στη συνέχεια θα δημοσιοποιηθούν.
Η γνώμη σας μετράει!
Το ΣΚΕ Αττικής της ΕΡΤ αποτελείται συνολικά από 110 μέλη με ίσο αριθμό εκπροσώπων 55 κοινωνικών φορέων και 55 πολιτών που κληρώθηκαν ανάμεσα σε 2.260 πολίτες, οι οποίοι δήλωσαν συμμετοχή. Το ΣΚΕ Αττικής, μαζί με το ΣΚΕ Κεντρικής Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, είναι τα δύο (2) πρώτα από τα δεκατρία (13) ΣΚΕ που θα συγκροτηθούν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Τα ΣΚΕ αποτελούν μια καινοτομική πρωτοβουλία που προβλέπεται από το νόμο 4324/15 για τη νέα ΕΡΤ, είναι ανεξάρτητα όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα και έχουν σκοπό τη βελτίωση της ΕΡΤ, υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Αρμόδια υπηρεσία για τη συγκρότηση και τη λειτουργία τους είναι το Κέντρο Επικοινωνίας και Ενημέρωσης Πολιτών (ΚΕΕΠ), υπό την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ.
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Site: polites.ert.gr
Facebook: www.facebook.com/politesert
Twitter: https://twitter.com/polites_ert
Τηλέφωνο: 210 6092323