Διαβάζουμε ότι στόχος των τουριστικών επιχειρήσεων είναι η αύξηση του αριθμού των τουριστών από τα 26 εκατομμύρια στα 35 εκατομμύρια μέχρι το 2021. Με σταθερά ελλειμματικό το αγροτικό ισοζύγιο (1 δις κάθε χρόνο στοιχίζουν οι εισαγωγές κρέατος...) τί κόστος έχει η αύξηση του αριθμού των τουριστών; Αν προσθέσουμε τις εισαγωγές γάλακτος, γιαουρτιού, κοκ, θα δούμε ότι η αύξηση του αριθμού των τουριστών συνεπιφέρει και αύξηση εισαγωγών των βασικών αγαθών.
Θα πει κανείς ότι η Ελλάδα το εμπορικό μας ισοζύγιο ήταν πάντα ελλειμματικό και ότι αυτό διαχρονικά δεν διορθώνεται. Η αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα μειώνεται και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν μπορείς να απαγορεύσεις τις εισαγωγές. Ναι, αλλά μπορείς να ενισχύσεις την ντόπια αγροτική παραγωγή, μπορείς να αλλάξεις το οικονομικό μοντέλο, να συνδέσεις πχ τον τουρισμό με την εγχώρια παραγωγή (κάποια ξενοδοχεία το επιχειρούν με το «ελληνικό πρωϊνό»).
Σίγουρα έχουμε όφελος από τον τουρισμό και σίγουρα υπάρχουν τρόποι και πολιτικές για μια πολιτική τουρισμού που σέβεται το περιβάλλον, την τοπική γευσιγνωσία και την ντόπια οικονομία. Είναι όμως δυνατή η συνεχής αύξηση των τουριστών χωρίς σεβασμό της φέρουσας ικανότητας των νησιών, των μνημείων, των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των τοπικών κοινωνιών; Στόχος είναι μήπως να γίνουμε νοτιο-ασιατικής φύσεως τουριστική χώρα, με δεκάδες εκατομμύρια τουριστών, με προγράμματα «all inclusive», με νησιά που αλλοιώνονται σταθερά και χάνουν την φυσιογνωμία τους και την φυσική ελκυστικότητά τους; Δεν πρέπει να εκτιμηθεί το αρνητικό κόστος (εισαγωγές, φοροδιαφυγή, περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα νησιά, αλλοίωση της τοπικότητας) του τουρισμού; Μπορεί ένα νησί του Αιγαίου να λειτουργεί ως τουριστική αποθήκη εκατομμυρίων επισκεπτών, όταν η φυσική του ικανότητα είναι περιορισμένη; Εχουμε αναλογισθεί τους πολλαπλούς κινδύνους, πέρα από το θέμα της επιδότησης μεταφοράς του νερού;
Το «τουριστικο-κεντρικό» μοντέλο που επέλεξε εκ των πραγμάτων η χώρα, έχει μέλλον; Είναι βιώσιμη μια ανάπτυξη αυτού του τύπου; Η συζήτηση σχετικά με τα αναπτυξιακά μοντέλα ή σχέδια που χρησιμοποιήθηκαν ή απλά προτάθηκαν, είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Ενα νέο βιβλίο, προϊόν συλλογικής εργασίας με την επιμέλεια του Μ. Ψαλιδόπουλου και με τίτλο «αναπτυξιακά μοντέλα στην Ελλάδα», από τις «Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις» έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή. Κρίσιμη με την έννοια ότι όλοι πλέον συμφωνούν ότι χρειάζεται ένα νέο «μοντέλο», αν και το παλιό που μας έφτασε μέχρις εδώ, δεν αξίζει καν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, μάλλον για «πλίνθους και κέραμους» πρέπει να μιλούμε.
Δεν θα επιχειρήσω επιστημολογικές αναλύσεις και παρότι τα ερεθίσματα είναι πολλά, θα σταθώ σε ένα μόνο κεφάλαιο, αυτό του Αδ. Συρμαλόγλου, που παρουσιάζει το θέμα «Ο Παναγιώτης Χαλικιόπουλος και η ελληνική γεωργία». Βρισκόμαστε βέβαια στον 19ο αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια αγροτική κυρίως χώρα, παρότι τα μηνύματα των αλλαγών έρχονταν καθαρά. Ο Παναγιώτης Χαλικιόπουλος (ΠΧ), πολιτικός και διανοητής της εποχής εκείνης με το συγγραφικό του έργο και τις προτάσεις του πρωτοστατεί στην προώθηση της γεωργίας ως οικονομικής και πολιτικής προτεραιότητας: «περί ουδενός δ΄άλλου πράγματος ενδιαφέρομαι τόσον, όσον περί της γεωργίας της πατρίδος μου» αναφέρει στο κύριο έργο του με τίτλο «Περί βελτιώσεως και εμψυχώσεως της εν Ελλάδει γεωργίας», Αθήνα 1880. Πεπεισμένος για τις «συνέργειες» της γεωργίας με τη βιομηχανία και το εμπόριο, ο ΠΧ αρθρογραφεί, συγγράφει, πολιτεύεται με το βασικό αυτό σχέδιο.
Εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη που δεν γνωρίζει σε βάθος το έργο του ΠΧ, όπως ο υπογράφων, η φρασεολογία, το συνολικό πλαίσιο, οι στόχοι, οι προτάσεις και η φιλοσοφία του έργου. Επεξηγεί τον καθοριστικό ρόλο της γεωργίας στην οικονομία και, αφαιρουμένων κάποιων επιχειρημάτων που σχετίζονται με την εποχή του και τις εμπεδωμένες αντιλήψεις της, προτείνει μέτρα διοίκησης, εκπαίδευσης των αγροτών, δημόσιας πολιτικής, διανομής της γης, κτηματολογίου... και δίκαιης φορολογίας των αγροτών. Ορισμένες φράσεις του είναι διαχρονικές, νομίζεις ότι δεν πέρασαν 13 και πλέον δεκαετίες, για να επιβεβαιωθεί ότι οι διορατικοί άνθρωποι κατορθώνουν να εντοπίζουν τα πραγματικά προβλήματα, να ανοίγουν δρόμους. Και οι επόμενες γενεές και κυβερνήσεις θα κριθούν από το αν και και κατά πόσον αξιοποίησαν εκείνες τις συμβουλές. Λόγω της έλλειψης οδικών αρτηριών ο ΠΧ πρότεινε την αξιοποίηση της ναυτιλίας για τη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Μέσα στο πλαίσιο της εποχής, με ελλειμματικό από τότε το εμπορικό ισοζύγιο, με το πρόβλημα του χρέους οξύ, ναι αυτό μας ακολουθεί από τότε, διαβάζουμε ότι είχε συμφωνήσει με τον Ε. Κεχαγιά ο οποίος είχε προτείνει «τη σύσταση ειδικής επιτροπής (και ταμείου) για το δημόσιο χρέος». Μάλιστα....Αναφέρεται ακόμα στη μελέτη αυτή ότι το 1846 η Ελλάδα είχε αποκλεισθεί από τις αγορές «αδυνατώντας να αποπληρώσει τόκους και χρεολύσια προηγούμενων δανείων». Ναι, από τότε είχαν εντοπισθεί τα προβλήματα και οι παθογένειες στην οικονομία και στην εκπαίδευση με την υπερπληθώρα γιατρών και δικηγόρων και ο ΠΧ τόνιζε «...εδημιουργήσατε καταναλωτάς, αλλά δεν εφροντίσατε να δημιουργήσετε συγχρόνως και παραγωγούς».
Η μελέτη αυτή αποσκοπεί να παρουσιάσει προτάσεις «που υποστήριζαν διαφορετικά αναπτυξιακά μοντέλα από αυτά που τελικά εφαρμόστηκαν και οδήγησαν στην κρίση του 1893». Εξετάζονται επιπλέον τα μοντέλα των Μπάτση, Βαρβαρέσου, Ζολώτα και Α. Παπανδρέου. Καιρός για περίσκεψη, για αναθεώρηση, για αλλαγή πορείας. Πριν πάμε σε νέα κρίση, αφού δεν μαθαίνουμε από το παρελθόν...
Δημοσιεύτηκε στην metarithmisi.gr στις 29/10/2016.
Το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος λέει ότι κάθε δικαστική απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Και ότι νόμος ορίζει τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Το άρθρο 251 του Ποινικού Κώδικα («Παραβίαση δικαστικού απορρήτου») τιμωρεί όποιον αποκαλύπτει μυστικά από δικαστική διάσκεψη και την ψηφοφορία στην οποία πήρε μέρος.
Το επικοινωνιακό και πολιτικό σόου που εκτυλίσσεται εδώ και μέρες αναφορικά με την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών στο Συμβούλιο της Επικρατείας βασίζεται σε μία παρανομία (τη διαρροή της μυστικής διάσκεψης), περισσότερα ψεύδη και ακόμα περισσότερες ανακρίβειες. Ακούμε μονότονα ότι η απόφαση έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο Παππά, ότι ακυρώθηκε ο διαγωνισμός του καλοκαιριού, ότι πρέπει να επιστραφούν άμεσα στους υπερθεματιστές τα ποσά που κατέβαλαν, ότι επιστρέψαμε στην προτέρα κατάσταση και άρα νομίμως λειτουργούν όσοι εκπέμπουν σήμερα.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πρώτον, απόφαση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Είναι λάθος αυτό που λέγεται, ότι την περιμένουμε να «καθαρογραφεί». Η απόφαση δεν έχει καν γραφτεί, διότι η δίκη δεν ολοκληρώθηκε. Σε αντίθεση με τα ποινικά δικαστήρια, όπου πρώτα απαγγέλλεται (πάντα σε δημόσια συνεδρίαση!) η απόφαση (αθώος ή ένοχος ο κατηγορούμενος) και στη συνέχεια γράφεται το σκεπτικό, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου το σκεπτικό είναι αναγκαίο για να ξέρουμε τί, πόσο και για ποιον ακριβώς λόγο ακυρώνεται, δεν υπάρχει απόφαση αν πρώτα δεν γραφεί το σκεπτικό. Και μόνο τότε απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.
Δεύτερον, ο «νόμος Παππά», δηλαδή τα 15 πρώτα άρθρα του ν. 4339/2015, ορίζει πώς θα γίνονται εφεξής οι διαγωνισμοί για τις τηλεοπτικές άδειες. Τίποτε από το νόμο αυτόν δεν τέθηκε στην κρίση του ΣτΕ. Αλλά και να τεθεί, είναι απίθανο να βρεθεί κάποια αντισυνταγματικότητα, αφού οι πάγιες ρυθμίσεις του νόμου αυτού δίνουν στο Ε.Σ.Ρ. τις περισσότερες εξουσίες απ' οποιονδήποτε προηγούμενο νόμο (Ρουσόπουλου, Ρέππα, Βενιζέλου κλπ.). Αυτό που, αν πιστέψουμε τις διαρροές, πρόκειται να κριθεί αντισυνταγματικό είναι αποκλειστικά και μόνο το εμβόλιμο άρθρο 2Α, που προστέθηκε στο νόμο το Φλεβάρη του 2016 για να ρυθμίσει την πρώτη και μόνο εφαρμογή του, εξαιτίας της μη συγκρότησης του Ε.Σ.Ρ. Αλλά και πάλι δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς από το άρθρο αυτό θα κριθεί αντισυνταγματικό. Η ανάθεση της αρμοδιότητας διεξαγωγής του διαγωνισμού στον Υπουργό; Ο καθορισμός τεσσάρων αδειών; Τα κριτήρια του διαγωνισμού; Αν πιστέψουμε τις διαρροές, πιθανώς η αντισυνταγματικότητα να περιορίζεται στο πρώτο σημείο μόνο. Όμως αν είναι έτσι (κάτι, πάντως, που θα το μάθουμε μόνον όταν εκδοθεί η απόφαση), τότε η εναρμόνιση του νόμου είναι απλούστατη: αρκεί, όπου το άρθρο 2Α λέει «Υπουργός Επικρατείας» ή «Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας» να γίνει «Ε.Σ.Ρ.». Από πού προκύπτει λοιπόν ότι ο νόμος Παππά «κατέπεσε» στο Συμβούλιο της Επικρατείας;
Τρίτον, φυσικά και δεν «ακυρώνεται» ο νόμος Παππά ή οποιαδήποτε διάταξή του από την υπό έκδοση απόφαση. Στο σύστημά μας, με την εξαίρεση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κανένα άλλο δικαστήριο, ούτε καν το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν έχει την εξουσία να ακυρώνει νόμους ψηφισμένους από τη βουλή. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κρίνει «παρεμπιπτόντως», όπως λέμε, αντισυνταγματική μια διάταξη νόμου. Ακόμα και μετά από μια τέτοια κρίση, η διάταξη παραμένει τυπικά σε ισχύ και δεν επηρεάζεται η εφαρμογή του. (Ρωτήστε οποιονδήποτε συνταξιούχο αν πήρε τίποτε πίσω μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές του ν. 4093/2012). Απλώς η πολιτική εξουσία έχει μιαν ηθικοπολιτική, αλλά όχι νομική, υποχρέωση να εναρμονίσει τη νομοθεσία και είτε να καταργήσει είτε να τροποποιήσει τη διάταξη που κρίθηκε αντισυνταγματική. (Μετρήστε πόσες φορές το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, μετά θεσπιζόταν καινούργιος νόμος ελαφρά παραλλαγμένος, που κι αυτός κρινόταν αντισυνταγματικός, μέχρις ότου ο τελευταίος νόμος κρίθηκε συνταγματικός).
Τότε λοιπόν, τέταρτον, τί ακριβώς πρόκειται –πάντα, κατά τις διαρροές– να ακυρώσει το ΣτΕ; Μήπως το διαγωνισμό του περασμένου καλοκαιριού; Και πάλι όχι. Στην κρίση του ΣτΕ δεν τέθηκε μέχρι στιγμής ούτε η προκήρυξη ούτε οποιαδήποτε πράξη του διαγωνισμού. Αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο νέας δίκης, που θα συζητηθεί τον ερχόμενο Γενάρη. Αντικείμενο της υπό εξέλιξης δίκης για την οποία γίνεται όλος ο σαματάς είναι απλώς και μόνον οι υπουργικές αποφάσεις που καθορίζουν τις λεπτομέρειες διενέργειας του διαγωνισμού –όχι όμως και καθαυτόν ο διαγωνισμός. Άρα, ο διαγωνισμός για την ώρα δεν θίγεται, ακόμη κι όταν εκδοθεί η περιβόητη απόφαση.
Τί απ' όλα αυτά ακούσατε στον πολιτικο-μιντιακό ορυμαγδό των προηγούμενων ημερών; Πιθανότατα τίποτε. Φτάσαμε στο σημείο, ακόμα και δικαστικές ενώσεις να κάνουν λόγο για «απόφαση» του ΣτΕ (που, όμως, δεν υπάρχει ακόμα). Και, βεβαίως, σωστά οι ίδιες ενώσεις στηλιτεύουν τις ανοίκειες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη. Δεν τους περίσσεψε όμως μια λέξη για το βαρύτατο θεσμικό ατόπημα της παραβίασης της μυστικότητας της διάσκεψης και για τα επικοινωνιακά παιχνίδια που παίζονται πάνω σε μια διαρροή;
Η απόφαση που επιτέλους εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, ύστερα από μία αναβολή και μία ματαίωση, φαίνεται να λύνει, με καθαρό αλλά και αυστηρό τρόπο, το πρόβλημα συνταγματικότητας που είχε ανακύψει.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία ήττα της κυβέρνησης, η οποία ξεκίνησε μια καθόλα αξιέπαινη πρωτοβουλία για την από μακρού εκκρεμούσα ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, αλλά τη διαχειρίστηκε με τόσο προβληματικό τρόπο, ώστε να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, έχοντας απέναντί της όχι μόνον αυτούς που επιθυμούσαν να παραμείνει ως είχε το παλαιό αμαρτωλό καθεστώς αλλά και όσους προσεγγίζουν το θέμα με μοναδικό κριτήριο την τήρηση του Συντάγματος.
Και το Σύνταγμα επιτάσσει, όπως έχω επανειλημμένα επισημάνει, μια διαδικασία υπό την αποκλειστική αρμοδιότητα μιας ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα εγγυάται αφ' ενός μεν την εξωτερική πολλαπλότητα, που επιβάλλει όσο το δυνατόν περισσότερα κανάλια και πάντως όχι λιγότερα από αυτά που λειτουργούσαν με την αναλογική τηλεόραση, αφ' ετέρου δε την εσωτερική πολυφωνία, που δεν συμβιβάζεται με έναν διαγωνισμό που δεν θέτει καμία ειδική σχετική εγγύηση, αναγορεύοντας σε μοναδικό κριτήριο το «πορτοφόλι των επενδυτών».
Το χειρότερο πάντως δεν είναι αυτή καθ' εαυτήν η ήττα της κυβέρνησης, που πλήρωσε την άκρως προβληματική στάση της -έναν συνδυασμό αλαζονείας, κυνισμού και παχυλής άγνοιας ως προς τη λειτουργία των θεσμών-, αλλά η ήττα της ίδιας της δημοκρατίας, για δύο λόγους:
πρώτον, διότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για ένα ζήτημα που δεν αφορά την αγορά αλλά την ποιότητα της δημοκρατίας μας και, δεύτερον, διότι υπήρξαν παράπλευρες απώλειες τόσο σε σχέση με τη συνολικότερη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος -δεδομένου ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι άμοιρη ευθυνών με την άρνησή της να συμπράξει στη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης- όσο και με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, που τραυματίστηκε πολλαπλά από άστοχους χειρισμούς τόσο των πολιτικών δυνάμεων όσο και της ίδιας της ηγεσίας της.
Ελπίζω και εύχομαι ότι έστω και τώρα κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα κινηθούν επιτέλους προς τη σωστή κατεύθυνση, που δεν είναι άλλη από αυτήν που επιτάσσει το Σύνταγμα.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/10/2016.
Στο άρθρο αυτό δίνω την δική μου ερμηνεία για την κατάρρευση της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα δεν ήταν στενά οικονομικό αλλά κυρίως πολιτικό. Η κατάρρευση των θεσμών στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής και οικονομικής ανισότητας που οξύνθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Υποστηρίζω ότι δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, μέσω της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, μια μικρή στην πράξη ολιγαρχία, που κυριάρχησε στην πολιτική και οικονομική ζωή.
Η δράση της διέφθειρε και δηλητηρίασε την πολιττκή ζωή, διέβρωσε τα πολιτικά κόμματα και οδήγησε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική στο σύνολό της.
Η άνοδος της διάχυτης διαφθοράς ήταν ένα από τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής και της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Παράλληλα το υπάρχον καθεστώς ωφέλησε και στηρίχθηκε από καλά οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες, π.χ. δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, και τα συνδικάτα των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, που κατά βάση (ως ομάδα, όχι ο καθένας ατομικά) ωφελήθηκαν από την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος από τα κόμματα, είτε με μεγαλύτερες συντάξεις, είτε με άλλα προνόμια και προστατευτισμό. Φυσικά η αναδιανομή αυτή του εθνικού πλούτου έβλαψε το 90% που παρέμεινε απ' έξω από τις παραπάνω διευθετήσεις. Τα κοινά συμφέρονται ολιγαρχών και ισχυρών επαγγελματικών ομάδων, που ακόμα επηρεάζουν καθοριστικά τα μεγάλα κόμματα, εμπόδιζουν ακόμα τις μεταρρυθμίσεις και εμποδίζουν κυρίως την λήψη μέτρων τόσο της ισότητας ευκαιριών για την επιχειρηματικότητα αλλά και για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, π.χ. την στήριξη των ανέργων και των ιατρικά ανασφάλιστων. Οι ισχυρές αυτές ομάδες προτιμούν να έχουν μεγαλύτερο κομμάτι μια συρρικνούμενης πίτας, παρά να αφήσουν την πίτα να μεγαλώσει. Το συμπέρασμά μου είναι ότι το κυριότερο πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η πολιτική και οικονομική ανισότητα, η οποία είναι ένας από τους κύριους λόγους που συνειδητά εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.
Μόλις πριν λίγα χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε πολύ κοντά στην χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη. Σήμερα, χάρη στη μεγαλύτερη διάσωση κυρίαρχου κράτους στην ιστορία, η ελληνική οικονομία δείνχει νέα σημεία ζωής. Αφού εξασφάλισε δεσμεύσεις ότι η Αθήνα θα εφαρμόσει δραστικά μέτρα λιτότητας, η 'τρόικα' – δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – παρείχε στην Ελλάδα δεκάδες δισεκατομύρια ευρώ σε δάνεια έκτακτης ανάγκης. Σύμφωνα με πολλούς διεθνείς επενδυτές και Ευρωπαίους αξιωματούχους τα δάνεια αυτά πέτυχαν τον σκοπό τους. Αν εξαιρέσουμε το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το έλλειμμα της Ελλάδας βρέθηκε περίπου στο 2 τοις εκατό τον περασμένο χρόνο, ενώ το 2009 ήταν σχεδόν στο 16 τοις εκατό.
Την περασμένο χρόνο επίσης η Ελλάδα βρέθηκε με πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών για πρώτη φορά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Και τον περασμένο Απρίλιο επέστρεψε στις διεθνείς αγορές από τις οποίες είχε αποκλειστεί για τέσσερα χρόνια, εκδίδοντας πενταετή ομόλογα 3 δισεκατομυρίων ευρώ, με σχετικά χαμηλό επιτόκιο – μόνο 4.95 τοις εκατό (η ζήτηση ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ). Τον Αύγουστο, η Moody's Investors Service αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας κατά δύο βαθμίδες.
Παρόλαυτά, η πρόσφατη επαναφορά της Ελλάδας κρύβει βαθιά δομικά προβλήματα. Για να ισοσκελίσει τα βιβλία της η Αθήνα επέβαλε εξοντωτικούς φόρους στις μεσαίες τάξεις και προχώρησε σε βαθειές περικοπές σε μισθούς του δημοσίου, συντάξεις και ιατρικές δαπάνες. Ενώ όμως οι απλοί πολίτες υπέφεραν κάτω από το βάρος της λιτότητας η κυβέρνηση δίστασε να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις: η ελληνική οικονομί παραμένει μια από τις λιγότερο ανοικτές της Ευρώπης και ως αποτέλεσμα μια από τις λιγότερο ανταγωνιστικές. Είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο άνισες.
Η Ελλάδα απέτυχε να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα επειδή ισχυρές προνομιούχες ομάδες έχουν συμφέρον στην διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν. Από την δεκαετία του 1990 μια μικρή ομάδα πλούσιων οικογενειών – μια στην πράξη ολιγαρχία – έχει κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική ζωή. Αυτή η οικονομική ελίτ προστατεύει τα συμφέροντά της μέσα από τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και με τις τεχνικές της παραδοσιακής ευνοιοκρατίας, μοιραζόμενη τα λάφυρα της εξουσίας με τους πολιτικούς της φίλους. Οι έλληνες πολιτικοί, με την σειρά τους, παρέμειναν στην εξουσία επιβραβεύοντας έναν μικρό αριθμό οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων και συνδικάτων του δημόσιου τομέα, που στηρίζουν το σημερινό καθεστώς. Ενώ οι ευρωπαίοι δανειστές έχουν βάλει τα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας στο μικροσκόπιο, αυτός ο διακανονισμός δεν έχει διαταραχθεί.
Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ελλάδας δεν ειναι η οικονομική ανάπτυξη αλλά η πολιτική ανισότητα. Προς όφελος των λίγων, δυσκίνητες νομικές ρυθμίσεις και δυσλειτουργικοί θεσμοί παραμένουν σε λειτουργία, ενώ η υποδομή της χώρας καταρρέει, η φτώχεια αυξάνεται και η διαφθορά επιμένει. Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει τώρα εντελώς νέεες προκλήσεις. Η συνολική νεργία βρίσκεται στο 27 τοις εκατό ενώ στους νέους ξεπερνά το 50 τοις εκατό, παρέχοντας ιδανικό πεδίο στρατολόγησης για ακραίες οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς. Εν τω μεταξύ οι ολιγάρχες συνεχίζουν να κερδίζουν εις βάρος της χώρας – και της υπόλοιπης Ευρώπης.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Από τις πολλές οικονομικές κρίσεις που έχουν ταλαιπωρήσει την Ευρωζώνη, η κρίση της Ελλάδας ξεχωρίζει για το γεγονός ότι δεν συνέβη επειδή οι τράπεζες επεκτάθηκαν υπερβολικά, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, αλλά επειδή η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, του οποίου το κόμμα «Νέα Δημοκρατία» βρέθηκε στην εξουσία από το 2004 εως το 2009, έχασε τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών. Το 2003, λίγο πριν ο Καραμανλής αναλάβει την εξουσία, η σχέση του ελληνικού χρέούς προς το ΑΕΠ βρισκόταν περίπου στο 97 τοις εκατό. Στο τέλος της θητείας του, ο αριθμός αυτός είχε φτάσει σχεδόν στο 130 τοις εκατό. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ο Καραμανλής διεκδίκησε την εξουσία ως μεταρρυθμιστής και υποσχέθηκε να μειώσει το κράτος, να ανοίξει την οικονομία και να καθαρίσει την πολιτική. Και όμως, όταν βρέθηκε στην εξουσία, υποχώρησε μπροστά στα οργανωμένα συμφέροντα. Κατά την διάρκεια των πέντε ετών της διακυβέρνησής του διόρισε σύμφωνα με εκτιμήσεις 150.000 άτομα στο ευρύτερο δημόσιο φέρνοντας τον συνολικό αριθμό πάνω από το ένα εκατομμύριο, ή 21 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού. Κατά την ίδια περίπου περίοδο οι δημόσιες δαπάνες της υγείας έκαναν άλμα από το πέντε τοις εκατό του ΑΕΠ σχεδόν στο επτά τοις εκατό, δημόσιες δαπάνες για συντάξεις πήγαν από το 11.8 τοις εκατό στο 13 τοις εκατό. Η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας βοήθησε τον Καραμανλή να κερδίσει με μικρή διαφορά την επανεκλογή του το 2007. Αλλά στα τελευταία δύο χρόνια της διακυβέρνησής του, αγωνιζόμενος με πλειοψηφία μόλις δύο εδρών, παραποίησε τα στατιστικά στοιχεία σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει τις πρόωρες εθνικές εκλογές που προκάλεσε ο ίδιος. Το κόμμα του συνετρίβη.
Ο Καραμανλής έδρασε όχι τόσο από απερισκεψία, όσο από αδυναμία. Τρεις δομικοί λόγοι, όλοι τους αποτέλεσματα μακροπρόθεσμων αλλαγών στην ελληνική πολιτική ζωή, περιόρισαν το πεδίο δράσης του. Ο πρώτος ήταν η δημόσια διοίκηση, η οποία δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η αποδιοργάνωσή της είχε ξεκινήσει την δεκαετία του 1980 όταν τα πολιτικά κόμματα ανέλαβαν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην στελέχωση της διοίκησης. Στην θεωρία, η αλλαγή αυτή ήταν μια προσπάθεια να αντισταθμιστεί η συντηρητική τάση της ελληνικής γραφειοκρατίας, που ήλθε ως αποτέλεμσα του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-49. Αλλά η πολιτική ανάμειξη γρήγορα έγινε ένα μόνιμο στοιχείο της κεντρικής διοίκησης, ώστε οι υπουργοί έφταζαν διόριζαν τους ευνοούμενούς τους σχεδόν κατά βούληση. Μέσα σε μια δεκαετία η ευρύτερη δημόσια διοίκηση διπλασιάστηκε σε μέγεθος.
Το 1994 ένας μεταρρυθμιστής υπουργός, ο Αναστάσιος Πεπονής, κατάφερε να περάσει έν α νόμο που εισήγαγε ένα σύστημα εισόδου στην διοίκηση με εξετάσεις, αλλά η διαδικασία αυτή αγνοήθηκε ευρέως. Στα επόμενα δέκα χρόνια το κοινοβούλιο άλλαξε τον νόμο αυτό 43 φορές. Τα συνδικάτα του δημοσίου συνέχισαν να κατευθύνουν τις προαγωγές και τις μεταθέσεις και σχεδόν πάντα εμπόδιζαν οποιεσδήποες πειθαρχικές διώξεις ασκούντο για τα μέλη τους, ακόμα και για σοβαρά εγκλήματα.
Υπουργοί οι οποίοι είχαν ελάχιστο κίνητρο να φροντίσουν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του τομέα τους πέραν των επόμενων εκλογών, απέκτησαν υπερεξουσίες. Δημόσιοι υπάλληλοι υψηλής στάθμης σπάνια έφταναν σε θέσεις επιρροής. Το ηθικό της δημόσιας διοίκησης κατέρρευσε.
Και μετά ήταν η βουλή. Πολύ απλά, ο Καραμανλής είχε ελάχιστο έλεγχο πάνω στο κόμμα του. Λόγω της δομής του ελληνικού εκλογικού συστήματος, οι πιο πολλοί πολιτικοί εκλέγονται σε πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες και συχνά αναμερώνται με υποψηφίους από το κόμμα τους. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Καραμανλής ο ανταγωνισμός στις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες εκλογικές περιφέρειες – δηλαδή σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραία οι οποίες από εκλέγουν 96 από τις 300 έδρες του κοινοβουλίου - είχε ήδη γίνει εξαιρετικά έντονος Σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον η προβολή στην τηλεόραση και η ιδιωτική χρηματοδότηση ήταν απόλυτα σημαντικές για την εκλογική επιτυχία.
Και με την πρόσβαση σε πλούσιους χρηματοδότες και τις ελίτ των μέσων ενημέρωσης, οι πολιτικοί των αστικών εκλογικών περιφερειών μπορούσαν να γίνουν πρωταγωνιστές στην εθνική πολιιτκή ζωή χωρίς να χρειάζονται κομματικούς μηχανισμούς. Πολλοί χρωστούσαν την εκλογή τους στους ισχυρούς ολιγάρχες, ενώ άλλοι σε επαγγελματικές ενώσεις ή συνδικάτα. Οι δήθεν σύμμαχοι του Καραμαναλή στη βουλή είχαν λίγα κίνητρα να δράσουν σύμφωνα με το πρόγραμμά του.
Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη αλλά η πολιτική ανισότητα.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις του Καραμανλή ήταν όμως οι αντιδράσεις από τα μέσα ενημέρωσης. Οι περισσότεροι έλληνες λαμβάνουν την ενημέρωσή τους από την τηλεόραση. Οκτώ ιδιωτικά κανάλια, όλα υπό τον έλεγχο γνωστών επιχειρηματιών, μοιράζονται το 90 τοις εκατό της αγοράς. Κάποιοι από τους ιδιοκτήτες, όπως ο Γιάννης Αλαφούζος, ο οποίος ίδρυσε το γκρουπ Σκάι, είναι εφοπλιστές και οι επιχειρήσεις τους δεν έχουν μεγάλη σχέση με κρατικές συμβάσεις ή άδειες. Οι περισσότεροι όμως έχουν επιχειρήσεις που εξαρτώνται περισσότερο ή λιγότερο από το κράτος. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ένας εκ των κύριων επενδυτών στο μεγαλύτερο τηλεοπτικό κανάλι της Ελλάδας, Mega, ελέγχει δύο εταιρείες πετρελαίου, την Motor Oil Hellas και την Vegas Oil & Gas, ενώ έχει σημαντική συμμετοχή και στην μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας, την Τράπεζα Πειραιώς. Άλλοι μέτοχοι του Μega συμπεριλαμβάνουν τον Γιώργο Μπόμπολα του οποίου τα ορυχεία χρυσού εξαρτώνται από κρατικές άδειες, ενώ η κατασκευαστική του εταιρεία έκτισε εγκαταστάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, και τον Σταύρο Ψυχάρη, του οποίου τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα βρίσκονται σε πιεστήρια, ακίνητα και τον τουρισμό.
Το Mega, όπως σχεδόν όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της Ελλάδας λειτουργεί εδώ και καιρό με ζημίες. Αλλά όπως εξηγεί ένα αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα από το 2006 - που διέρρευσε στο wikileaks - οι ιδιοκτήτες δεν ενοχλούνται. Κρατούν τους σταθμούς σε λειτουργία «κυρίως για να ασκούν πολιτική και οικονομική επιρροή» – ώστε να εξασφαλίσουν δηλαδή ότι θα συνεχίσουν να επφωελούνται από την κυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι 11 εκατομύρια κάτοικοι της Ελλάδας έχουν τόσα πολλά τηλεοπτικά κανάλια και τόσες πολλές εφημερίδες – τόσο ο Μπόμπολας όσο και ο Ψυχάρης έχουν στην ιδιοκτησία τους και εφημερίδες – και γιατί η ανεξάρτητη δημοσιογραφία έχει ελάχιστα βήματα έκφρασης για την δουλειά της.
Aυτή η κατάσταση είναι σχετικά πρόσφατη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατικό μονοπώλιο. Αλλά οι ολιγάρχες ποτέ δεν χρειάστηκε να αγοράσουν τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Απλά τις πήραν. Το 1987 η αντιπολίτευση ξεκίνησε να εκπέμπει ραδιοφωνικά προγράμματα με σκοπό να ανταγωνιστεί το κρατικό μονοπώλιο των μέσων. Πλούσιες οικογένειες τότε απάντησαν στήνοντας τα δικά τους τηλεοπτικά κανάλια, ενώ η κυβέρνηση της εποχής κατέληξε να τους δώσει 'προσωρινές' άδεις τηλεόρασης και ραδιοφώνου. Δύο δεκαετίες αργότερα δεν έχει αλλάξει τίποτε. Η Αθήνα ποτέ δεν επέτρεψε σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να διαγωνιστούν για τις συχνότητες, ενώ η ρύθμιση των σημερινών σταθμών είναι υποτυπώδης. Το κοινοβούλιο ανανεώνει τακτικά τις υποτίθεται προσωρινές άδειες, πιο πρόσφατα τον περασμένο Αύγουστο.
Οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν κάποια έσοδα από διαφημίσες, πολλές φορές όμως ως ανταμοιβή για φιλική κάλυψη. Οι ελληνικές τράπεζες, για παράδειγμα, ξοδεύουν γενναία σε διαφημίσεις αλλά και παρέχουν και σημαντικά δάνεια σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης. Σε ανταπόδοση, τα μέσα τις αφήνουν ήσυχες. Όταν το πρακτορείο Reuters δημοσίευσε τον ισχυρισμό το 2012 ότι ο Μιχάλης Σάλλας, επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς (και πρώην σοσιαλιστής πολιτικός), είχε διοχετεύσει δάνεια με ευνοϊκούς όρους σε οικογενειακές εταιρείες του, τα ελληνικά μέσα δημοσίευσαν την απάντηση του κ. Σάλλα χωρίς να επαναλαμβάνουν τις ίδιες τις κατηγορίες. Και τον περασμένο Αύγουστο τα πιο πολλά μέσα υποβάθμισαν τον γεγονός ότι έλληνες εισαγγελείς ερευνούν το πρώην στέλεχος της Τράπεζας Πειραιώς και πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργο Προβόπουλο.
ΕΠΑΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Καθώς οι ολιγάρχες και ο πολιτικοί τους σύμμαχοι χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης για να αποφεύγουν τον δημόσιο έλεγχο, ταυτόχρονα βασίζονται σε κρατικές ρυθμίσεις για να κρατούν τον έλεγχο των πραγμάτων. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δύο καλά οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες έχουν κερδίσει τα μέγιστα από την νομοθεσία: πρώτον, τα διακεκριμένα επαγγέλματα, όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί και, δεύτερον, οι εργαζόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, που ανήκουν ακόμα είτε ολοκληρωτικά, είτε μερικώς στο κράτος, όπως π.χ. η ΔΕΗ ή ο ΟΣΕ. Οι ομάδες αυτές δεν είναι ιδιαίτερα πολυάριθμες. Η Ελλάδα έχει περίπου 40.000 δικηγόρους, 60.000 γιατρούς και 87.000 μηχανικούς. Οι δημόσιες επιχειρήσεις μετρούν επίσης μερικές χιλιάδες εργαζομένων και συνταξιούχων.[*] Παρόλαυτά αυτές οι ομάδες κερδίζουν σε οργάνωση ό,τι χάνουν σε μέγεθος. Επειδή είναι συγκεντρωμένες στις εκλογικές περιφέρειες κλειδιά των αστικών κέντρων και μπορούν να στρέφουν τις ψήφους τους συντονισμένα, τα διακεκριμένα επαγγέλματα και οι τα συνδικάτα των δημοσίων επιχειρήσεων έχουν κερδίσει σπουδαία προνόμια.
Για παράδειγμα κάποιοι επαγγελματικοί σύλλογοι δικαιούνται να θέτουν σταθερές τιμές για τις βασικές υπηρεσίες τους, μια μορφή σύμπραξης που είναι παράνομη σε πολλές οικονομίες αλλά όχι στην Ελλάδα. Τους επιτρέπεται επίσης να αυτο-ρυθμίζονται. Έτσι όταν εγείρονται κατηγορίες αμέλειας ή ανεπάρκειας ο ίδιο ς ο σύλλογος έχει το δικαίωμα να τιμωρήσει τα μέλη του. Τέλος, ειδικοί φόροι χρηματοδοτούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία και ταμεία υγείας τους με «φόρους υπερ τρίτων». Για παράδειγμα από το 1960 το συνταξιοδοτικό ταμείο των δικηγόρων και των δικαστών συγκεντρώνει έναν ειδικό φόρο στις συναλλαγές ακινήτων, που ανέρχεται στο 1.3 τοις εκατό της τιμής πώλησης. Για δεκαετίες, το συνταξιοδοτικό ταμείο των γιατρών εισέπραττε το 6.5 τοις εκατό της τιμής όλων των συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η κράτηση αυτή καταργήθηκε πέρσι υπό την πίεση της τρόικας. Αλλά η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει καταργήσει άλλους «φόρους υπερ τρίτων», που συμβάλουν στην αναδιανομή του εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλούσιους.
Στα επαγγέλματα των γιατρών, δικηγόρων μηχανικών, πολλοί εκ των οποίων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, βρισκονται και οι συνηθέστεροι φοροφυγάδες της χώρας. Μια πραγματικά πρωτοποριακή έρευνα των οικονομολόγων Νικόλαου Αρταβάνη, Adair Morse και Μαργαρίτας Τσούτσουρα, η οποία δημοσιεύτηκε το 2012, χρησιμοποίησε στοιχεία από μια μεγάλη ιδιωτική τράπεζα για να υπολογίσει πόσο φορεδιαφεύγουν οι διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματά τους είναι ότι οι δικηγόροι ξοδεύουν, κατά μέσο όρο, παραπάνω από 100 τοις εκατό του κατα μέσο όρο δηλωθέντος εισοδήματός τους σε πληρωμές στεγαστικών δανείων. Η φοροδιαφυγή πάντως έχει ελάχιστες συνέπειες για τους φοροφυγάδες. Το 2010 προτάθηκε ένας νόμος που θα υποχρέωνε την κυβέρνηση να κάνει φορολογικούς ελέγχους σε όλους τους επαγγελματίες που δήλωναν ετήσιο εισόδημα κάτω από περίπου 30.000 δολάρια. Η πρόταση απέτυχε γιατί δεν συγκέντρωσε επαρκή αριθμό βουλευτών. Σύμφωνα με την μελέτη των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα, πολλά από τα μέλη του κοινοβουλίου θα αντιμετώπιζαν και αυτοί την πιθανότητα ελέγχων. Στην βουλή εκείνης της εποχής βρισκότουσαν 40 γιατροί, 28 δάσκαλοι, 43 μηχανικοί, 40 λογιστές και χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι και 70 δικηγόροι – καταλαμβάνοντας τις 221 από τις 300 έδρες.
Οι υπάλληλοι των δημοσίων επιχειρήσεων έχουν επίσης εξασφαλίσει παράλληλα προνόμια, κυρίως λόγω της πιστής στήριξής τους προς το κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠαΣοΚ). Σε ανταπόδοση, το κόμμα προχώρησε στην κατάργηση των διαγωνισμών για την πρόσληψη προσωπικού στις δημόσιες επιχειρήσεις την δεκαετία του 1980 και βοήθησε να δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε αυτές. Το ΠαΣοΚ επίσης εξασφάλισε πιο γενναιόδωρες συντάξεις για τους συνταξιούχους των Δημοσίων Επιχειρήσεων, από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο υπάλληλο, κάτι που ισχύει ακόμα παρά τις πρόσφατες περικοπές στις κρατικές δαπάνες. Το 1999, για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε εν λευκώ ότι θα καλύψει τα ελλείματα του συνταξιοδοτικού ταμείου της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Το 2012 στην χειρότερη στιγμή της κρίσης, η εγγύηση αυτή κόστιζε πάνω από 800 εκατομύρια δολάρια στον κρατικό προϋπολογισμό.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΚΡΑΤΩΝ
Σε κάθε ανοικτή κοινωνία οι πλούσιοι και οι καλά οργανωμένοι θα έχουν περισσότερη επιρροή. Δεν υπάρχει τίποτε εξ'ορισμού λάθος με το γεγονός ότι μεγάλες επιχειρήσεις θα επηρεάζουν τη δημόσια ζωή, δεδομένου του μεγάλου μεριδίου τους στην οικονομία. Ούτε και είναι λάθος να αμοίβονται με υψηλά εισοδήματα τα ελευθέρια επαγγέλματα ανάλογα με την ζήτηση των υπηρεσιών που προσφέρουν. Οι ελληνικοί θεσμοί όμως είναι υπερβολικά αδύναμοι για να ελέγξουν τα συμφέροντα αυτά, ή ακόμα και να εφαρμόσουν τους βασικούς κανόνες του δικαίου.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981 υποτίθεται θα βελτίωνε τα πράγματα. Παρόλαυτά η ένταξη δεν αδυνάτισε τις παραδοσιακές ελληνικές ιεραρχίες και ανισότητες. Στην πράξη, τις ενίσχυσε.
Ενώ η ελληνική οικονομία έφτανε την υπόλοιπη Ευρώπη, και παράλληλα έδινε νέες ευκαιρίες στους ολιγάρχες για τραπεζική πίστη ή μετρητά – οι θεσμοί της Ελλάδας άρχισαν να καταρρέουν. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σχεδόν στην τελευταία θέση στην Ευρώπη στην κοινωνική κινητικότητα και σχεδόν στην κορυφή στην ανισότητα – ένα πρόβλημα που οι έλληνες πολιτικοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν σχεδόν εντελώς αγνοήσει. Ακόμα και στο ζενίθ της σπατάλης πριν το ξέσπασμα της κρίσης, η Αθήνα πάρείχε ελάχιστα επιδόματα στους φτωχούς. Σήμερα, πάνω από 90 τοις εκατό των ανέργων δεν λαμβάνουν οιαδήποτε στήριξη από το κράτος, ενώ 20 τοις εκατό των παιδιών εκτιμώνται ότι ζουν σε ακραία φτώχεια, ενώ εκατομμύρια στερούνται ιατρικής ασφάλισης. Μετά από επτά χρόνια ύφεσης κανένα από τα μείζονα πολιτικά κόμματα δεν έχει προτείνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος προνοίας ή στο σύστημα υγείας ώστε αυτό να παρέχει πλήρη κάλυψη. Δεν έχουν κάν επεκτείνει ένα πιλοτικό πρόγραμμα για δωρεάν γεύματα στα σχολεία.
Έλληνες πολίτες που βρίσκονται σε αδιέξοδο, τείνουν να βλέπουν με συμπάθεια ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα. Η Χρυσή Αυγή ένα ένα νεοφασιστικό κόμμα με αντι-μεταναστευτική και αντι-Ευρωπαϊκή πλατφόρμα, εκμεταλλεύθηκε την λαική δυσαρέσκεια και κέρδισε 18 έδρες στις εκλογές του 2012. Τον Σεπτέμβριο του 2013 οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν τον ιδρυτή και αρχηγό της Νίκο Μιχαλολιάκο, με την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Εν τω μεταξύ, ο Σύριζα, μια ανερχόμενη συμμαχία της άκρας αριστεράς, θέλει να σκίσει την δανειακή συμφωνία με την Ευρώπη, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες και να διακόψει τις σχέσεις με τον ΝΑΤΟ.
Περίπου 20 τοις εκατό των παιδιών στην Ελλάδα ζούν σε ακραία φτώχεια.
Διασώζοντας την Ελλάδα χωρίς να απαιτούν θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαική Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ισχυροποίησαν το υπάρχον καθεστώς. Ακόμα χειρότερα η τρόικα γέμισε τις τσέπες αυτών των δυνάμεων που προκάλεσαν την οικονομική κατάρρευση. Και η Ελλάδα δεν είναι μια απομονωμένη περίπτωση. Τα χρήματα της διάσωσης είχαν παράλληλα αποτελέσματα και στις άλλες μικρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων της Ιρλανδίας ,Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Τοπικοί ηγέτες και εκεί έχουν σπαταλήσει ευρωπαϊκά κεφάλαια ώστε να κερδίσουν βραχυχρόνια πολιτικά κέρδη. Εν τω μεταξύ οι Βρυξέλλες έχουν αποδειχθεί ανίκανες να αντιμετωπίσουν την ευνοιοκρατία και την παρανομία. Τώρα που η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει φέρει τις οικονομίες της ηπείρου πιο κοντά από ποτέ, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος για το τί συμβαίνει στα άλλα. Αν δεν αντιμετωπίσει τις βαθείες ανισότητες της Ελλάδας, η Ευρώπη δεν θα βγει πλήρως από την κρίση.
Δημοσιεύτηκε στην αμερικανική έκδοση του περιδικού Foreign Affairs, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2014.
«Εμείς έχουμε τώρα την κυβέρνηση. Αργότερα θα πάρουμε και την εξουσία» έλεγε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στον απεσταλμένο του γαλλικού περιοδικού «L'Express», Εντουάρ Μπαλμπί, τον Μάιο του 1971. Μια θεμελιώδης πράγματι πολιτική αλήθεια. Η εξουσία δεν βρίσκεται «κάπου» ώστε να μπορεί κανείς διά μιας να την κατακτήσει (ή να την εκριζώσει), αλλά συνίσταται σε ένα σύνθετο πλέγμα μηχανισμών, σχέσεων, ανθρώπων και ανθρώπινων δράσεων.
Εξ ου και κανένας πολιτικός φορέας, κόμμα ή κίνημα (πολύ περισσότερο αν είναι «αντισυστημικό»), δεν κατακτά αυτομάτως την εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές – αν και στις δημοκρατίες συμφωνούμε ότι αυτό είναι απαράκαμπτη προϋπόθεση.
Ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας, όπως ξέρουμε από τον Γκράμσι, μοιάζει λιγότερο με μια εξ εφόδου κατάκτηση κάποιου οχυρού και περισσότερο με έναν διαρκή πόλεμο, που απαιτεί επιμονή και επινοητικότητα, για την κατάκτηση θέσεων μέσα στο πολυδαίδαλο σύνολο «χαρακωμάτων και οχυρώσεων» μιας οργανωμένης κοινωνίας και της σύστοιχης εξουσίας.
Ποτέ η μάχη αυτή, ακόμη κι αν επιτύχει πλήρως, δεν οδηγεί στην απόλυτη κατοχή της εξουσίας.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες τα θεσμικά οικοδομήματα που γέννησε η πολιτική μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης, κυβέρνηση και εξουσία δεν μπορεί ποτέ να ταυτίζονται εντελώς.
Η εκλεγμένη κυβέρνηση είναι ο primus inter pares σε ένα σύστημα διακριτών εξουσιών και θεσμικών αντίβαρων (checks and balances) που θέτουν τα ακραία όρια της δράσης της, χάριν προστασίας αξιών που υπερβαίνουν τον βίο μίας εκάστης κυβέρνησης και αποτυπώνονται αφηρημένα, καμιά φορά κακότεχνα, στο Σύνταγμα.
Φράσεις σαν αυτή του Αλιέντε ενίοτε εκλαμβάνονται στην κυριολεξία τους, χωρίς τον κόπο να κατανοηθούν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις και συνέπειές τους, που όμως προσδίδουν αληθινό βάθος σε παρόμοιες αφοριστικές διατυπώσεις.
Κάτι τέτοιο συνέβη με την αδέξια (οσοδήποτε ορθή επί της αρχής) προσπάθεια της κυβέρνησης να ρυθμίσει το τηλεοπτικό τοπίο και την τουλάχιστον άκομψη στάση της απέναντι στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η κυβέρνηση νομοθέτησε ριψοκίνδυνα, άτεχνα και βιαστικά, και το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την ιστορική πλέον οριακή απόφαση της περασμένης Πέμπτης, έκρινε αντισυνταγματική την παράκαμψη του ΕΣΡ στη διαδικασία αδειοδότησης.
Κρίση αυστηρή, καθώς το ΣτΕ δεν συνηθίζει να τέμνει με σαφήνεια μείζονα πολιτικά προβλήματα, της οποίας όμως είχαν προηγηθεί ανεπίτρεπτες έμμεσες πιέσεις και την οποία ακολούθησε μια αθέμιτη κυβερνητική επίθεση.
Μόνο ένας αφελής ή ιδεολογικοποιημένος νομικός φορμαλισμός θα υποστήριζε ότι η δικαστική εξουσία είναι ολύμπιος κριτής των ανθρώπινων πραγμάτων, απαλλαγμένη από κάθε προκατάληψη, πολιτική και ιδεολογική θέση, ακόμη και υστεροβουλία.
Από εδώ όμως μέχρι την άποψη ότι «σε τελευταία ανάλυση» η δικαστική εξουσία είναι μια ελίτ με σαφείς και ενιαίες πολιτικές προτιμήσεις ή, ακόμη χειρότερα, τμήμα εκείνης της «εξουσίας» που δεν παραδίδεται σε μια εκλεγμένη (αριστερή) κυβέρνηση, η απόσταση είναι μεγάλη και καλό είναι να μη διανύεται.
Σε κάθε περίπτωση καθένας δικαιούται να ασκεί κριτική στη δικαστική εξουσία, εκτός από την κυβέρνηση· κι αυτό επιβάλλεται όχι από κάποια μεταφυσική πίστη στην απόλυτη ουδετερότητα των εξουσιών, αλλά από τον σεβασμό στους θεμελιώδεις κανόνες της κοινής μας πολιτικής συνύπαρξης.
Ακόμη περισσότερο όμως η απόφαση του ΣτΕ πυροδότησε ένα νέο επεισόδιο του μικρού μας ψευδο-εμφυλίου που μαίνεται στα χρόνια της κρίσης. «Δικαστικό πραξικόπημα» οι μεν, «κυβερνητική χούντα» (που δεν τελείωσε το '73;) οι δε, οι απόψεις για άλλη μια φορά διχάστηκαν χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους.
Δεν είναι κατ' ανάγκη αμάρτημα η διαφωνία και η διαμάχη, ούτε αρετή η «συνεννόηση» όλων των καλών ανθρώπων· αντιθέτως, θα έλεγε η Χάνα Αρεντ, η πολιτική αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η σύγκρουση στην αγορά των ιδεών.
Μέσα όμως στην απόλυτη όξυνση, τη στρατοπεδική στοίχιση στη μία ή την άλλη πλευρά, χάνεται το πραγματικό διακύβευμα, που θα ήταν τελικά και η πολιτική αρετή μιας προοδευτικής διακυβέρνησης: η στοιχειώδης ρύθμιση της τηλεοπτικής μας ζούγκλας, της πειρατικής «ελεύθερης τηλεόρασης» που επί τριάντα χρόνια στήθηκε ως εξουσία χαρισμένη ουσιαστικά σε λίγους.
Η ρύθμιση είναι αναγκαία, με αυστηρή αλλά θεσμικά άμεμπτη διαδικασία αδειοδότησης, με προϋποθέσεις που επιτέλους θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των καναλιών, την ποιότητα και τα θεμελιώδη του πλουραλισμού (που όχι σπάνια απουσιάζει από την υποτιθέμενη «πολυφωνία» της τηλεοπτικής αγοράς) και φυσικά με υψηλό τίμημα και επομένως έσοδα για τα δημόσια ταμεία.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί δεν δικαιώνουν εξ αντανακλάσεως τη στάση μιας αντιπολίτευσης που έχει αλλεργία σε κάθε ιδέα παρέμβασης και ρύθμισης της «ελεύθερης αγοράς» και με τη σειρά της εργαλειοποιεί τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας μας, βάζοντας βέτο στη συγκρότηση του ΕΣΡ με στόχο να μπλοκάρει τη νομοθετική πρωτοβουλία που θεσμικά ανήκει ανεμπόδιστα στην κυβέρνηση.
Μετά την απόφαση του ΣτΕ, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την κυβέρνηση να μη σεβαστεί την κρίση του δικαστηρίου και να μην επιφέρει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον νόμο, ούτε και για την αντιπολίτευση να συνεχίσει να μπλοκάρει τη συγκρότηση του ΕΣΡ (υπό τον όρο στοιχειώδους σοβαρότητας των προτεινόμενων προσώπων).
Οπως δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αρχίσουμε ως πολίτες να ανακαλύπτουμε, παραφράζοντας τον Οσκαρ Ουάιλντ, τη σημασία τού να είναι κανείς μετριοπαθής.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/10/2016
Στο πρόσφατο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ ο Κ. Μητσοτάκης επέκρινε την κυβέρνηση για ρουσφετολογική πολιτική και διακήρυξε ότι θα την ξεριζώσει. Συναίνεσα πάραυτα παρότι θυμήθηκα τι τράβηξα για να διοριστώ όταν εκλέχτηκα λέκτορας, πριν από 20 χρόνια, και κάθε φορά που άλλαζα βαθμίδα.
Κάποιοι περιμέναμε στην ουρά, ενώ τα ΦΕΚ άλλων έβγαιναν τάχιστα. Θυμάμαι ακόμα πως στο ΔΙΚΑΤΣΑ, πρωτόκολλα νέων ανθρώπων που περίμεναν στην ουρά πήγαιναν σε «ημέτερους» και τελείωναν σύντομα.
Προφανώς τα παραπάνω δεν είναι τίποτα μπροστά στην αποικιοποίηση του κράτους τις τελευταίες δεκαετίες με τους χιλιάδες τακτοποιημένους φίλους που καλλιέργησαν την αίσθηση ότι για οτιδήποτε πρέπει να έχεις «μπάρμπα στην Κορώνη». Σήμερα, ευτυχώς, συνομολογούμε ότι με όλα αυτά φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, σε μια κατάσταση περιορισμένης κρατικής κυριαρχίας με την κοινωνία καθημαγμένη, σε απόγνωση. Ουδέν κακόν αμιγές καλού;
Δεν θα το 'λεγα. Οι δηλώσεις τέρμα το ένα, τέρμα το άλλο, μέχρι τώρα έχουν αποδειχτεί περισσότερο ρητορικές και φρούδες. Λειτουργούν περισσότερο ως δηλωτικές της ισχύος του ηγέτη να παίρνει αυτός και μόνο αυτός τις αποφάσεις, ακόμη κι αν υποτίθεται ότι αυτές δεν είναι αρεστές στα μέλη, και λιγότερο ως δηλωτικές της απόφασής του να δράσει ανάλογα. Αναντίρρητα, οι λέξεις έχουν το βάρος τους και, σ' έναν βαθμό, δεσμεύουν.
Μόνο που αυτό δεν ισχύει και πολύ στα καθ' ημάς. Τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που άσκησαν στο παρελθόν την εξουσία, άλλα λένε όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση κι άλλα στην αντιπολίτευση και αντίστροφα. Αυτό συνδέεται με τον γενικόλογο, συχνά ασαφή, άρα μη δεσμευτικό, λόγο τους.
Ο Γ. Μοσχονάς έδειξε ότι η γενικόλογη ρητορική της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε οικονομικά θέματα είχε αποτέλεσμα σε ζητήματα φορολογίας και φοροδιαφυγής να πράξουν τα ακριβώς αντίθετα απ' όσα ευαγγελίζονταν. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι δεν πάει άλλο με το ρουσφέτι, ότι τα κόμματα συνετίστηκαν και θα τηρήσουν αυτά που λένε, ορισμένα ζητήματα όπως το συγκεκριμένο δεν λύνονται με μιας και με τα λόγια.
Το ρουσφέτι είναι η συνισταμένη ενός τριγώνου: της πολιτικής εξουσίας, της διοικητικής μηχανής-γραφειοκρατίας και των διοικουμένων. Η πολιτική εξουσία εξ ορισμού τρέφεται από τη στήριξη των άλλων. Γι' αυτό ποτέ δεν θα κλείσει την πόρτα στις πελατειακές πρακτικές και το ρουσφέτι.
Ωστόσο το εύρος των πρακτικών της ποικίλλει: από τη γενικευμένη χρήση του ρουσφετιού, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος εδώ, ώς πολύ πιο επιλεκτικές και «λεπτές» μορφές ευνοιοκρατίας που απαντούν στις περισσότερες «προηγμένες» δυτικές Δημοκρατίες.
Οι πρακτικές της πολιτικής εξουσίας συναρτώνται με τη διοίκηση και τους διοικουμένους, τρέφονται ή αποδυναμώνονται από αυτές. Ενας από τους λόγους περιορισμού της ευνοιοκρατίας στις «προηγμένες» δυτικές Δημοκρατίες εντοπίζεται στη σχετική αυτονομία της γραφειοκρατίας όσον αφορά τη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων. Αυτό επιτρέπει στη διοικητική μηχανή να ενεργήσει απρόσωπα, με κανόνες που να προάγουν την ισονομία των πολιτών.
Στην Ελλάδα, η διοίκηση, χωρίς να είναι τελείως εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία, ενεργούσε συχνά ως θεματοφύλακάς της, αγνοώντας θεσμούς και κανόνες.
Ηταν πιο πολιτικοποιημένη, πιο εκτεθειμένη σε προσωπικές πιέσεις, πιο ευεπίφορη σε επιλεκτικές πρακτικές. Αυτό ισχύει και σήμερα που η διοίκηση είναι περισσότερο αυτονομημένη από την πολιτική εξουσία και τα μέλη της έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για προσωπικές πρακτικές.
Οι διοικούμενοι, τέλος, έχουν τον λόγο τους, αποδεχόμενοι τις ακολουθούμενες πρακτικές ή αντιδρώντας σε αυτές. Δεκαετίες πελατειακών σχέσεων εξέθρεψαν την αίσθηση του μπάρμπα στην Κορώνη.
Κατά συνέπεια, κινούμαστε με στόχο, αν όχι να ευνοηθούμε, τουλάχιστον να μην αδικηθούμε. Ετσι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας επενδύει χρόνο και ενέργεια σε αποφάσεις που θα έπρεπε να είναι αυτονόητες, με βάση τους ισχύοντες κανόνες. Με τον τρόπο αυτό, κυκλικά, αναδεικνύεται, χωρίς λόγο, η διοίκηση, πολιτική και γραφειοκρατία, σε επίκεντρο της καθημερινότητάς μας.
Αναντίρρητα τελευταία έγιναν βήματα και στο πεδίο αυτό. Με την κρίση τα περιθώρια υιοθέτησης ρουσφετολογικών πρακτικών μειώθηκαν. Σ' αυτό συνέβαλαν και νέοι θεσμοί, όπως το ΑΣΕΠ και η Διαύγεια.
Ομως μένουν πολλά να γίνουν. Πέρα από τον απαραίτητο αέναο έλεγχο, χωρίς κραυγές και υπερβολές, της εξουσίας, είναι αναγκαία τόσο η βαθμιαία αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης όσο και η καλλιέργεια και εμπέδωση στους διοικουμένους της αίσθησης της ισονομίας και της καλοδιοίκησης.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/10/2016.
Μνησιπήμων είναι αυτός που θυμίζει παθήματα∙ ό,τι έρχεται από ανάμνηση τραύματος. Ο Σεφέρης το δανείστηκε από τον Αισχύλο: «Στάζει... προ καρδίας μνησιπήμων πόνος».
Ο Ντίκενς καθώς αποτιμούσε τον αιματηρό 18ο αιώνα, το έλεγε αλλιώς στην «Ιστορία δύο πόλεων» το 1859:
«Ήταν τα καλύτερα χρόνια, μα συνάμα και τα χειρότερα∙ ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απρονοησίας... ήταν η εποχή των Φώτων αλλά και η εποχή του Σκότους∙ ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας...»
Για την αγριότητα του 20ού αιώνα, ο ιστορικός Χιθ Λόου στο «Savage Continent» (ο τίτλος του στα ελληνικά είναι «Όλεθρος», εκδ. Ψυχογιός, 2014), έγραφε για την Ευρώπη, ευθύς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο:
«Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς θεσμούς∙ έναν κόσμο που τα σύνορα δείχνουν να έχουν διαλυθεί αφήνοντας ένα ατελείωτο τοπίο πάνω στο οποίο οι άνθρωποι ταξιδεύουν με τα πόδια ψάχνοντας για κοινότητες που δεν υπάρχουν πια.
»Δεν υπάρχουν πλέον κυβερνήσεις, σε εθνικό ή σε τοπικό επίπεδο... Δεν υπάρχουν τηλέφωνα ή τηλεγραφεία, ταχυδρομεία και καμία επικοινωνία, εκτός απ' όσα περνούν από στόμα σε στόμα...
»Δεν υπάρχουν τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι και μεγάλο δυστύχημα αφού το χρήμα δεν έχει πλέον καμία αξία.
»Δεν υπάρχουν καταστήματα διότι κανείς δεν έχει τίποτα να πουλήσει... Τα αγαθά ανήκουν σ' εκείνους που είναι αρκετά δυνατοί για να τα κρατήσουν και σ' εκείνους που είναι πρόθυμοι να τα κρατήσουν με τη ζωή τους...
»Δεν υπάρχει αίσθηση για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος...»
Αυτά θα πάθουμε στον 21ο αιώνα, στην Ελλάδα, «αν δεν... κανόνες, μεταρρυθμίσεις κ.λπ., κ.λπ.» Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι οικονομικά τα δεινά ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνον. Είναι πολιτικά. Ήταν πολιτικά.
Ο Αϊζάια Μπερλίν χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα ως «τον πλέον φριχτό στη δυτική ιστορία».
Ο Ερικ Χομπσμπάουμ τον ονόμασε «Εποχή των Άκρων», ένα είδος ιστορικού σάντουιτς: «μια "Χρυσή Εποχή" πλάι σε δύο, εξίσου μεγάλες περιόδους καταστροφών, αποσύνθεσης και κρίσης».
Ο Μαρκ Μαζάουερ έδωσε τον περιεκτικό τίτλο «Σκοτεινή ήπειρος» (Dark Continent) για την Ευρώπη: «έφερε νέα επίπεδα βίας στην ευρωπαϊκή ζωή και στρατιωτικοποίησε την κοινωνία... στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο με σύγχρονες μεθόδους και τεχνολογίες».
Τραύματα του χθες...
Αν ο Α΄ Παγκόσμιος άφησε πίσω του οκτώ εκατομμύρια νεκρούς, άφησε, επιπλέον, την εξοικείωση με τη βια, την αισθητικοποίησή της κατά των «κατωτέρων» πληθυσμών. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, τα ανιστορικά περί ανωτερότητας εντάχθηκαν σε ένα γενικότερο φαντασιακό-πολιτισμικό, που ευνόησε και ενίσχυσε την αίσθηση της παντοδυναμίας των Μεγ. Δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο.
Τα φιλοπόλεμα-μιλιταριστικά καθεστώτα, της Ιταλίας του Μουσολίνι, της Γερμανίας του Χίτλερ επέλεξαν την εκτροπή και τη βία πάνω σε έναν πληθυσμό νοούμενων δούλων –Εβραίων, Ρώσων, Σλάβων και λοιπών Βαλκανίων, υπανθρώπων και προγραμμένων...
Διαβάζω στο πρωτοσέλιδο του «Ελεύθερου Βήματος» του Δημητρίου Λαμπράκη της Κυριακής, 13 Νοεμβρίου 1938:
«Συνεχίζεται η εξέγερσις κατά των Εβραίων εις την Γερμανίαν, μετά την δολοφονίαν του Έρνστ φον Ραθ∙ Επεβλήθη πρόστιμον 1.000.000.000 ράιχσμαρκ» (στους Εβραίους).
Από κάτω, φωτό του δρ. Γκαίμπελς, του δολοφονηθέντος φον Ραθ και, στο μέσον, του «Ισραηλίτη δολοφόνου Γκρίνσπαν» με χειροπέδες.
Εξέγερση των Γερμανών, λοιπόν, η «Νύχτα των Κρυστάλλων» και των πογκρόμ του Νοέμβρη του 1938, επειδή ένας βασανισμένος, εκτοπισμένος και απελπισμένος δεκαεπτάχρονος Πολωνοεβραίος, ο Χέρσελ Γκρίνσπαν, σκότωσε στο Παρίσι τον πρώτο Γερμανό που βρέθηκε μπροστά του.
Η προπαγάνδα του Γκέμπελς λειτουργούσε κανονικά, μιας και ο υφυπουργός ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης απαγόρευε «απολύτως δημοσίας συζητήσεις περί των εμπολέμων στην Ευρώπη».
Όμως, η Ευρώπη γνώριζε. Όλοι ήξεραν. Αν μη τι άλλο, μετά τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» -πρόβα στο Ολοκαύτωμα-, η Ευρώπη αντέδρασε με το Kindertransport (1938-40). Εσωσε τουλάχιστον αρκετά παιδάκια.
Σήμερα, η Ευρώπη ξέρει, αλλά αφήνει τα παιδάκια να πνίγονται∙ τα θέλει σε στρατόπεδα∙ τα μετρά, τα ξαναμετρά, υπολογίζει κονδύλια, τα δίνει στις ΜΚΟ και... γυρίζει πλευρό.
Γιατί οι πληγές του σήμερα χαίνουν; Ίσως γιατί η μνήμη έχει σκόνη και πολλά στρώματα μπογιάς∙ άλλα στεγνωμένα κι άλλα όχι.
Και τα μαμούνια ροκανίζουν καρδιές, ένεκα της υπόθεσης ότι ο κόσμος αποκαταστάθηκε ενάρετος μετά την ήττα του φασισμού και ότι σώθηκε μεγαλοπρεπώς όταν ενώθηκαν οι Γερμανίες.
Είναι δύσκολο να το φανταστούμε αλλιώς.
Τα σενάρια του «Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά» του Εντουαρντς, «Από πού πάνε στον πόλεμο» του Τζέρυ Λούις, «Ερχονται οι Ρώσοι», το «Κατς 22», το «Μ.Α.S.H.» του Ολτμαν έδειξαν την κωμική πλευρά του πολέμου. Και μετά, ένα φτου-ξελευτερία πανούργα Ιστορία. Ένα άλμα στον επίπεδο κόσμο.
Ομως, ο κόσμος ξαναγυρίζει στις προηγούμενες μορφές του∙ Έλληνες, Άγγλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Πολωνοί, Ούγγροι κ.ά., άλλος τριάντα, σαράντα, άλλος εξηντάχρονος και βάλε, με βάρδιες σαν σε μεταπολεμική θητεία χαροκόπων, με μικροδουλίτσες και μεγαλομπίζνες, όλοι ροκανίζουμε χρόνο πάνω στη σχεδία «Ένωση», που βοά συλλογική διάλυση, τύφλωση και καχυποψία, μετρά ζημιές και οφέλη, δίχως ψυχή και σωφροσύνη.
«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές /
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη /
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή /
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙ /
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος»
(Τελευταίος σταθμός, Γ. Σεφέρης).
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 20/10/2016.
Οι δημοσκοπήσεις, λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γέννησαν ελπίδες. Αρκετοί τις εξέλαβαν ως μέσο λαϊκής έκφρασης και εργαλείο για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Ως έκφραση της «κοινής γνώμης» οι κυβερνώντες θα τις έπαιρναν υπόψη και θα αναδιαμόρφωναν συνακόλουθα αποφάσεις και πρακτικές.
Η θεώρηση αυτή είχε ασφαλώς τα όριά της. Αυτά μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο σημεία: τη μεθοδολογική προσέγγιση και το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά τη μεθοδολογική προσέγγιση, οι δημοσκοπήσεις εκκινούν, κατά κανόνα, άρρητα από την υιοθέτηση της «ορθολογικής επιλογής». Θεωρούν ότι οι ερωτώμενοι εκφράζουν αυτό που σκέφτονται και αυτό που σκέφτονται είναι παράγωγο της ζυγισμένης επιλογής τους.
Ετσι, τίθενται όλοι οι ερωτώμενοι στην ίδια μοίρα αφήνοντας κατά μέρος κοινωνικές διαφορές και συνθήκες. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν οι ερωτώμενοι διακρίνονται σε υπο-κατηγορίες με βάση χαρακτηριστικά (εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο...).
Οσο για το δεύτερο σημείο, οι δημοσκοπήσεις δεν συνιστούν, όπως λέγεται, «φωτογραφίες της στιγμής» αλλά κατασκευές που κατασκευάζουν πολλαπλά.
Οχι «φωτογραφία της στιγμής» που παραπέμπει σε μια αφελή θετικιστική προσέγγιση της πραγματικότητας της οποίας καταφέρνουμε να απομονώσουμε και να «παγώσουμε μία στιγμή». Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ στην ανάλυση του Μ. Φουκό «Αυτό δεν είναι μία πίπα».
Ακόμη και ένας ερασιτέχνης φωτογράφος θα διασκέδαζε με τη θεώρηση αυτή.
Οι δημοσκοπήσεις κατασκευάζουν μία «κοινή γνώμη», με ενδιαφέροντα και αγωνίες, που είναι αυτές που ορίζει η ίδια. Ετσι μπορούν να αναδείξουν ένα ζήτημα ή να μην το αναδείξουν, να αναδείξουν ένα πρόσωπο ή να μην το αναδείξουν.
Καλούμενοι να απαντήσουν σε ζητήματα που μπορεί να μη θεωρούν σημαίνοντα είτε δεν σκέφτηκαν ακόμη ποτέ, οι ερωτώμενοι βρίσκονται να «αγωνιούν» γι' αυτά, να συμφωνούν ή να διαφωνούν με άλλους οι οποίοι μπορεί να τα θεωρούν σημαίνοντα.
Κατασκευάζοντας έτσι την «κοινή γνώμη», η δημοσκόπηση λειτουργεί επιτελεστικά, φτιάχνει δηλαδή καταστάσεις και πιθανολογεί την έκβασή τους.
Προφανώς όλα αυτά είναι γνωστά στους κοινωνικούς επιστήμονες και φαντάζομαι, εν μέρει τουλάχιστον, στους δημοσκόπους. Συγκαλύπτονταν σ' ένα βαθμό όσο το πολιτικό πεδίο ήταν σχετικά παγιοποιημένο και οι εκλογικές συμπεριφορές λιγότερο ευμετάβλητες.
Βέβαια, και στη συνθήκη αυτή, οι αναλυτές όφειλαν να είναι προσεκτικοί για να διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις όχι σαν «φωτογραφίες» αλλά ως πολυτροπικά κείμενα, επιδεκτικά πολλαπλών αναγνώσεων.
Ενα παράδειγμα. Πρόσφατη δημοσκόπηση σοβαρής, θεωρώ, εταιρείας έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ λίγο παραπάνω από 15% και στη Ν.Δ. λίγο παραπάνω από 21%. Μπορούσε να λεχθεί, όπως ειπώθηκε, ότι στην πρόθεση ψήφου το δεύτερο κόμμα περνάει το πρώτο κατά 6 μονάδες και με την αναγωγή πολύ περισσότερο.
Φτάνει, όμως, αυτό; Στο ερώτημα ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις από τη συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά, το 55% των ερωτωμένων απάντησε κανένας, το 23% ο Α. Τσίπρας και το 18% ο Κ. Μητσοτάκης.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ένας αρχηγός μπορεί να φέρει ψήφους πολύ πέρα από το ποσοστό εκείνων που προτίθενται να ψηφίσουν το κόμμα του, ο άλλος όχι. Ετσι, το 15 και το 21 διαβάζονται αλλιώτικα καθώς, υπό προϋποθέσεις, σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να φτάσει αν όχι να ξεπεράσει τη Ν.Δ.
Πέρα από την ικανότητα ανάλυσης, τα πράγματα έγιναν πολυπλοκότερα τα τελευταία χρόνια εντός και εκτός συνόρων εξαιτίας της κρίσης, των κοινωνικών αναταράξεων αλλά και νέων παραμέτρων όπως η μετανάστευση και η προσφυγιά.
Οι εκλογικές συμπεριφορές είναι λιγότερο προβλέψιμες και αποτυπώνουν στοιχεία της συγκυρίας αλλά και της κοινωνικής κατάστασης των ψηφοφόρων.
Η αβεβαιότητα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως επιχείρημα για τη συχνότατη αστοχία των δημοσκοπήσεων τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται περισσότερο για άλλοθι. Παρά την αβεβαιότητα ξέρουμε μερικά βασικά πράγματα.
Στις ερωτήσεις απαντούν ευκολότερα όσοι είναι κοντά στα κόμματα και δυσκολότερα όσοι είναι μακριά. Στις δημοσκοπήσεις, συνεπώς, καταγράφονται αναλογικά περισσότερο κόμματα οργανωμένα (π.χ. ΚΚΕ) και λιγότερο μη καλά οργανωμένα (π.χ. ΑΝ.ΕΛΛ., Ενωση Κεντρώων).
Απαντούν ευκολότερα τα «μεσαία» και ευπορότερα στρώματα, γεγονός που ευνοεί τα κόμματα προτίμησής τους (π.χ. Ν.Δ. και Ποτάμι).
Τέλος, απαντούν δυσκολότερα τα λαϊκά στρώματα που είναι μακριά από τα κόμματα, γεγονός που επηρεάζει τις πολιτικές ισορροπίες γενικά και ειδικότερα τα κόμματα που ψηφίζουν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/10/2016.
Ενας ενδιαφέρων διάλογος διεξήχθη πριν από λίγες μέρες ανάμεσα σε δύο γνωστούς σοσιαλδημοκράτες διανοούμενους. Πρόκειται για τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Ιωακειμίδη και τον ομότιμο καθηγητή του London School of Economics Νίκο Μουζέλη.
Το αντικείμενο ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η αφορμή πιθανολογώ πως ήταν η απόφαση του κ. Μουζέλη να δεχθεί την πρόταση της κυβέρνησης να συμμετάσχει στην Επιτροπή Διαλόγου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση.
Στο άρθρο του στο «Βήμα» στις 10.10.2016 με τίτλο «Πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ;» ο κ. Ιωακειμίδης αναρωτιέται αν το κόμμα και ο πρωθυπουργός αποδέχονται ότι «το εκλογικό αποτέλεσμα ανά τετραετία ή και συντομότερα προσδιορίζει τη θεσμική θέση του κόμματος στο πολιτικό σύστημα, αν με άλλα λόγια θα είναι στη θέση της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης σε μια θεσμικά οριοθετημένη διαδικασία εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία;».
Ερώτημα δηλητηριώδες γιατί αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Τσίπρας να φλερτάρει με την ιδέα της εκτροπής. Στη συνέχεια ο αρθρογράφος προσπαθεί να απαντήσει.
Απορρίπτει, όχι πάντως με σιγουριά, «ως μάλλον εσφαλμένες» και την προσέγγιση που υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εγκαθιδρύσει ένα ιδιόμορφο καθεστώς εξωευρωπαϊκού ή λατινοαμερικανικού τύπου (Βολιβίας ή κάτι παρεμφερές) και την προσέγγιση που εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει σταθερά αν και επίπονα σε μετεξέλιξή του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ευρωπαϊκού τύπου χωρίς βασικές αντισυστημικές στοχεύσεις ή στοχεύσεις άμεσης ή έμμεσης στρέβλωσης των διαδικασιών κανονικής εναλλαγής των κομματικών δυνάμεων στην εξουσία.
Ούτε Μοράλες λοιπόν ο Τσίπρας (αυτό γιατί θα ήταν κακό, αλλά ας είναι, περί ορέξεως...) ούτε όμως και SPD ο ΣΥΡΙΖΑ (το σημερινό SPD και γενικώς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης δεν έχουν πολλούς λόγους να υπερηφανεύονται).
Τότε, πού ακριβώς το πάνε ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας; Κατά τον συγγραφέα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να εγκαθιδρύσει το «σύστημα του ενός κυριαρχούντος κόμματος».
Επειδή όμως υπάρχουν διάφορες εκδοχές αυτού του μοντέλου -δημοκρατικές, ημιδημοκρατικές, αυταρχικές- ο Π. Ιωακειμίδης ξεκαθαρίζει πως σ' ότι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουμε να κάνουμε με τη δημοκρατική εκδοχή όπου ένα κόμμα παραμένει στην εξουσία για πολλά χρόνια γιατί οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν και επιβραβεύουν την αποτελεσματικότητα του, όπως είναι η περίπτωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Σουηδίας, αλλά με την αυταρχική εκδοχή του συγκεκριμένου συστήματος.
Εδώ, καθώς η αποτελεσματικότητα απουσιάζει το κόμμα καταφεύγει σε θεσμικές παρεμβάσεις, θεσμικές αλλοιώσεις και στρεβλώσεις, όπως στον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας και των μέσων διαμόρφωσης της κουλτούρας, στον περιορισμό της πολυφωνίας, στον έλεγχο της Δικαιοσύνης και άλλων ερεισμάτων εξουσίας που θα του επιτρέψουν να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και για να μη χαθούμε στο ψάξιμο ο συντάκτης δίνει δύο παραδείγματα: Ο Τσίπρας το κάνει ή προσπαθεί να το κάνει στην Ελλάδα όπως ο Πούτιν στη Ρωσία και ο Ερντογάν στην Τουρκία. Σοβαρός αναλυτής ο κ. Ιωακειμίδης δεν βάζει στο πλάνο τη Βόρεια Κορέα, όπως άλλοι ομόδοξοί του, η εξαλλοσύνη των οποίων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ έχει χτυπήσει κόκκινο. Και έτσι όμως ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και μάλιστα προ των πυλών, για να μην πούμε εντός των τειχών.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου απειλείται. Το άρθρο ωστόσο καταλήγει αισιόδοξα: «Και ενώ η ελληνική κοινωνία και φορείς έχουν καταπιεί πολλά τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται ότι τελικά θα καταπιούν και τούτο, όπως κι αν σερβιριστεί». Ανακούφιση.
Προς Θεού όμως όχι εφησυχασμός, γιατί ο εχθρός είναι και ικανός και ύπουλος και δεν θα διστάσει να μετέλθει όλα τα μέσα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Συνεπώς (δικό μου το συμπέρασμα) απαιτείται πανστρατιά όλων των δημοκρατικών δυνάμεων. Υπό την καθοδήγηση ποιου; Μα, του μοναδικού κόμματος που μπορεί στην παρούσα φάση να διεκδικήσει την εξουσία, δηλαδή της Ν.Δ. (κι αυτό δικό μου συμπέρασμα).
Η απάντηση ήρθε μία μέρα μετά από τον Νίκο Μουζέλη. Με επιστολή του στα πρώην μέλη της κίνησης των 58 (το βραχύβιο σχήμα που προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια της Κεντροαριστεράς) επισημαίνει ότι «δεν προσχώρησα στον ΣΥΡΙΖΑ» (θα το θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως οι σύντροφοί του), «αλλά ούτε είμαι φανατικά αντι-ΣΥΡΙΖΑ» (αυτό κι αν είναι έγκλημα καθοσιώσεως για τους περισσότερους στην ΚεντροΑντιαριστερά).
Ο κ. Μουζέλης αναφέρει ότι «η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως η ιδέα πως το κόμμα έχει στόχο την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι λάθος».
Αφού καταθέτει την πρόβλεψή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «ούτε θα καταρρεύσει ούτε θα συρρικνωθεί σε πολύ χαμηλά ποσοστά, όπως πολλοί το ελπίζουν», καλεί όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση «για να μη δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου συνταγματικού τόξου» (σ.σ.: οι νοσηρές ανοησίες περί χούντας και τανκς δίνουν και παίρνουν, ενώ εσχάτως προστέθηκαν και τα περί ψυχοπάθειας!).
Κατά τον επιστολογράφο, «κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε έναν διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Κίνδυνο βλέπει και ο κ. Μουζέλης.
Αλλου τύπου όμως. Ούτε αριστεριστής είναι ούτε εξτρεμιστής ούτε νοσταλγός του σταλινισμού ούτε οπαδός του Μαδούρο. Είναι, κατά δήλωσή του, «εδώ και δεκαετίες σοσιαλδημοκράτης». Αλλου τύπου πάντως.
Οι πληροφορίες, οι οποίες πάντως μέχρι τώρα δεν έχουν επιβεβαιωθεί, λένε ότι αν η Deutsche Bank αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο, το γερμανικό κράτος θα επέμβει, ακόμη και με την αγορά ενός ποσοστού της τράπεζας. Εδώ ισχύει το «είναι πολύ μεγάλη για να την αφήσουμε να πεθάνει», ενώ αλλού, για παράδειγμα με τις τράπεζες στην Κύπρο, ίσχυσε το «είναι πολύ μικρές για να νοιαστούμε για τις καταθέσεις».
Λογικό. Η κατάρρευση της D.B. θα προκαλέσει παγκόσμιο πανικό, η κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών ζημίωσε τους καταθέτες. Κι αυτό που λέει ο Σόιμπλε ότι δεν πρέπει τα κράτη να σώζουν τις τράπεζες; Ε, καλά τώρα. Ισα και όμοια όλοι;
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/10/2016.
Τα πρόσωπα που θα ηγηθούν της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση υποδέχτηκε σήμερα στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Συντονιστής της επιτροπής θα είναι ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Εντός της ημέρας αναμένεται να δημοσιευτεί και το κείμενο που θα αποτελέσει τη βάση διαλόγου της επιτροπής.
Στην Επιτροπή συμμετέχουν:
Από τον ακαδημαϊκό χώρο:
Αθανάσιος Δημόπουλος, Πρύτανης ΕΚΠΑ
Ιωάννης Γκόλιας, Πρύτανης ΕΜΠ
Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής ΕΚΠΑ
Πέτρος Παραράς, Ομότιμος Καθηγητής ΔΠΘ, πρώην Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Ανδρέας Δημητρόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ
Νίκος Μουζέλης, Ομότιμος Καθηγητής LSE
Από τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης:
Κώστας Αγοραστός, Πρόεδρος ΕΝΠΕ, Περιφερειάρχης Θεσσαλίας
Ρένα Δούρου, Περιφερειάρχης Αττικής
Από τον επιχειρηματικό χώρο:
Κωνσταντίνος Μίχαλος, Πρόεδρος Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας
Αναστάσιος Τζήκας, Πρόεδρος Συνδέσμου Εταιρειών Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας
Από τον χώρο του πολιτισμού:
Γιώργος Κιμούλης, ηθοποιός
Η διαδικασία
Αποστολή της Επιτροπής είναι η διοργάνωση θεματικών συζητήσεων και εκδηλώσεων διαβούλευσης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση σε όλους τους δήμους της χώρας, με τη συμμετοχή επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, κινήσεων πολιτών και συλλογικοτήτων, αλλά και μεμονωμένων πολιτών.
Διάλογος θα διεξαχθεί επίσης μέσω ανοιχτής διαδικτυακής πλατφόρμας, όπου κάθε πολίτης θα δύναται να καταθέτει τις προτάσεις του.
Σε δεύτερη φάση, τα συμπεράσματα από τη δημόσια αυτή διαβούλευση θα συγκεντρωθούν με τη διοργάνωση 13 συνελεύσεων σε κάθε Περιφέρεια της Χώρας.
Μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης, την άνοιξη του 2017, η Συντονιστική Επιτροπή Διαλόγου θα συγκεντρώσει τα αποτελέσματα του διαλόγου και θα παραδώσει την έκθεσή της σε ειδική Επιστημονική Επιτροπή προς τελική επεξεργασία.
Το φθινόπωρο του 2017, και αφού το υλικό της διαβούλευσης έχει παραδοθεί σε όλα τα πολιτικά κόμματα, αναμένεται να εκκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία, όπως ακριβώς ορίζεται από το άρθρο 110 του Συντάγματος και τον Κανονισμό της Βουλής.
Συντονιστής της επιτροπής θα είναι ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
Τσίπρας: Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία
«Παίρνουμε μία πρωτοβουλία που δεν θέλουμε να είναι κυβερνητική, γι' αυτό κι εσείς είστε εδώ. Εκπροσωπείτε όχι μόνο διαφορετικούς επαγγελματικούς ή ακαδημαϊκούς χώρους, αλλά και το ευρύτερο φάσμα των απόψεων που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία», ανέφερε ο Πρωθυπουργός υποδεχόμενος στο Μέγαρο Μαξίμου τα μέλη που συγκροτούν την Οργανωτική Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στόχος, όπως τόνισε, ο Αλέξης Τσίπρας, είναι να μη χαθεί μία μεγάλη ευκαιρία, αξιοποιώντας και καταγράφοντας όλες τις απόψεις. «Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει τη διαδικασία, αυτή θα είναι η διαδικασία, η κοινοβουλευτική», υπογράμμισε.
«Θέλουμε, όμως, πριν από την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα, ώστε ο τελευταίος βουλευτής, τα κόμματα, η Βουλή ως συλλογικό υποκείμενο, να έχει καταγεγραμμένες τις απόψεις, τις αντιθέσεις, τις συμπτώσεις και τις πιθανές συνθέσεις, μέσα από μία πλατιά και ουσιαστική διαδικασία διαλόγου», επεσήμανε.
«Γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να απασχολήσει ει δυνατόν τον τελευταίο πολίτη, για το τι πρέπει να αλλάξει και τι όχι, ποια είναι η γνώμη και η άποψη σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο για τη συγκρότηση όλων των διαδικασιών, γιατί το Σύνταγμα διέπει ως θεσμικό πλαίσιο όλες τις διαδικασίες του πολιτεύματος, της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής ζωής», πρόσθεσε.
Ο Αλέξης Τσίπρας ευχαρίστησε τα μέλη της Επιτροπής για την ανταπόκρισή τους στην πρόσκληση, σημειώνοντας ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανταποκριθούν όλοι όσοι προσκλήθηκαν, για λόγους που είχαν να κάνουν με τις προσωπικές υποχρεώσεις τους.
Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 6/10/2016.