Σε αυτή την εισαγωγική παρέμβαση, θα διατυπώσω μερικές προανακρουστικές παρατηρήσεις που θα μας επιτρέψουν να εμβαθύνουμε στα συγκεκριμένα προβλήματα των παραγωγικών δομών και της δυναμικής της απασχόλησης στην Ευρώπη του Νότου.
Αρχίζω με τη γενική διαπίστωση ότι οι σύγχρονες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν εισέλθει εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικά φαινόμενα που αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών και τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών, την άμβλυνση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, τις πολιτικές απορρύθμισης και ιδιωτικοποιήσεων, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που τείνει να αναδιατάξει το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, τους μετασχηματισμούς που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας καθώς και τον αυξανόμενο ρόλο της γνώσης και τη πληροφορίας ως παραγόντων παραγωγής – σίγουρα η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική.
Αυτές οι πολλαπλές μεταλλαγές, που επιταχύνθηκαν και ενισχύθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008 έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε τρία επίπεδα :
► Στις μορφές διακυβέρνησης στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής και θεσμικής αλληλεξάρτησης. Εδώ παρατηρούμε πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, κομματικές ανακατατάξεις, καταρρεύσεις και αναοριοθετήσεις, εμφάνιση νέων πολιτικών φορέων που δεν αυτο-αναγνωρίζονται στη διαχωριστική γραμμή αριστεράς δεξιάς. Παράλληλα, υπάρχει μια αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στις πολιτικές ελίτ. Το δημοκρατικό έλλειμμα των στρατηγικών της κοινωνικής απορρύθμισης βαθαίνει τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
► Στους μετασχηματισμούς στην αγορά εργασίας. Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν έχουν ένα αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα αλλά ενέχουν διαστάσεις κοινωνικές, δημογραφικές, γεωγραφικές, γενεαλογικές. Δημιουργούν ρήξεις και ρήγματα στις παραδοσιακές κοινωνικές διαστρωματώσεις όπως το βλέπουμε ιδιαίτερα στις χώρες που χτυπήθηκαν έντονα από την κρίση : αποσταθεροποίηση των μεσαίων τάξεων, εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων, όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών ή και του αγροτικού πληθυσμού, προσωρινή απασχόληση της νέας γενιάς, της γυναικείας απασχόλησης και της μη ειδικευμένης εργασίας, επιτάχυνση της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ευρώπη από τις χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας σε χώρες με χαμηλό βαθμό ανεργίας, γεωγραφικές ανισότητες όχι μόνο ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας (αστικά κέντρα, μεγαλουπόλεις, κλπ).
► Το τρίτο επίπεδο επιπτώσεων αφορά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μεταβολές στην αγορά εργασίας φέρνουν επίσης νέους κοινωνικούς κινδύνους που καλύπτονται ανεπαρκώς από τα υπάρχοντα συστήματα κοινωνικής προστασίας των οποίων οι φορολογικές βάσεις διαβρώνονται από την ύφεση της μεσαίας τάξης. Οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές καθιστούν ακόμα πιο επισφαλείς και ευάλωτους του απασχολούμενους που εκτίθενται στον οικονομικό ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ψηφιακής οικονομίας που ενώ αντιπροσωπεύει νέες ευκαιρίες στην απασχόληση, εγείρει κεντρικά ερωτήματα για τη ρύθμιση και τη δομή της αγοράς εργασίας, αλλά και το δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας που πρέπει να δημιουργηθεί στις νέες συνθήκες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, τι μπορούμε να συνάγουμε για την ευρωπαϊκή πορεία και προοπτική της εργασίας και της απασχόλησης; Παρά το γεγονός ότι οι χώρες του Νότου έχουν πολλές διαφορές, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία που συνοψίζουν τη δυνατότητα άσκησης συλλογικών στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Χαρακτηρίζονται, ανάμεσα στα άλλα, από μεγάλο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, έλλειψη ανταγωνιστικότητας καθώς και χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, υιοθέτηση σχεδίων προσαρμογής, μέτρων λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ύφεση, και επίσης, από ένα τεράστιο μελλοντικό κόστος που συνδέεται με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, που θα απαιτήσει αύξηση των δημόσιων δαπανών.
Παρά τη συγκυριακή οικονομική ανάκαμψη, το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι σε κρίση στη ενοποιητική και αναπτυξιακή του διάσταση. Η Ευρώπη οικοδομείται σε ένα βάθρο οικονομικών ανισοτήτων που ενισχύονται από τις πολιτικές μισθολογικού και φορολογικού ανταγωνισμού οι οποίες τροφοδοτούν έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών μελών και των οποίων οι εργαζόμενοι είναι τα κυριότερα θύματα. Η παρατεταμένη ύφεση που διήρκεσε από το 2008 έως το 2013 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία υπέφεραν ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Επιπλέον, η κρίση του δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας στις χώρες αυτές έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Μολονότι η καθεμία ξεχωριστά έχει τις δικές τις δικές της ιδιαιτερότητες, συντελείται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια τεράστια διαδικασία προσωρινοποίησης της εργασίας και της απασχόλησης που έχει επιπτώσεις σε ολόκληρες τις συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών. Υπό αυτή την έννοια, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν αληθινά «εργαστήρια κρίσεων» στα οποία πειραματίζονται νέα πρότυπα και νέες πραγματικότητες εργασίας αλλά και όπου τείνουν να δημιουργηθούν νέα συστήματα αλληλεγγύης που έχουν όμως ένα αμιγώς αμυντικό χαρακτήρα.
Ας θυμηθούμε λίγο το κοινωνικοπολιτικό αίτημα για την Ευρώπη από το 2008-2009: «Από την κυριαρχία των αγορών στην αναγέννηση της κοινωνίας». Δεν έγινε. Τι έγινε; Βάλτε στη θέση της λέξης «Θεός» τη λέξη «Πολιτική» και ξαναδιαβάστε τον Ουμπέρτο Εκο: «Οταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στην Πολιτική, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν σε τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα». Ο χρόνος, αν δεν καίγεται, παγώνει. Πρακτικά θα χρειαστεί χρόνος, ίσως και άλλες εκλογές, πριν σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ιταλία.
Ομως είναι έτοιμη η Ε.Ε. για πιθανό πρωθυπουργό τον Ματέο Σαλβίνι, που θεωρούσε το ευρώ «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και έχει δεσμευτεί για μαζική απέλαση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων όταν θα βρεθεί στην εξουσία; Η απάντηση είναι ναι∙ αλλά θα είναι επιστροφή σε σκοτεινούς χρόνους και διόλου αναγέννηση. Κοντολογίς στο «πιστεύουν στα πάντα» περιλαμβάνεται και η επιστροφή του φοροφυγά Bunga Bunga και τα παλιά μελανοχίτωνα τοτέμ και ταμπού, αλουστράριστα.
Ας θυμηθούμε επίσης ότι όταν η κουβέντα γινόταν για την Ελλάδα, είχε συστρατευτεί στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. ο γερμανοβαρής συνασπισμός των πειραματιστών-σωτήρων και στο εσωτερικό της χώρας ολόκληρη η πολιτική ανωριμότητα απέναντι στα ογκούμενα προβλήματα. Βλέπετε η σημερινή δυσανεξία έχει και ιδρυτές και δράστες. Αλλά τη διαδρομή της Ελλάδας την παρακολουθούσαν όλοι∙ βρισκόταν στην κοινή θέα των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων, των Αγγλων των Γάλλων κ.λπ., που ρωτούσαν: «Θέλετε να καταντήσουμε Ελλάδα;»
Στην Ελλάδα η μείωση των δημόσιων δαπανών κατά 1 ευρώ προκάλεσε μείωση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2 ευρώ. Η πρόβλεψη για ανεργία στο 14% το 2012-2013 έγινε πραγματοποίηση ανεργίας που έφτασε το 27-28% το 2014, απότομης φτωχοποίησης και εξαφάνισης της μεσαίας τάξης.
Και το σημαντικότερο, δεν έγιναν αισθητές οι θετικές επιδράσεις στο ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ. Και αυτό ερμηνεύεται από τις αρνητικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της απότομης μείωσης των δημόσιων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας –που συνεχίζονται με τα μπράβο του ευρω-ιερατείου. Η ευρωπαϊκή ακηδία μετά την ύφεση έβλαψε ενεργά την Ευρώπη. Επέφερε αλλοιώσεις αντιστρόφως δυσανάλογες σε σχέση με τα προβλεπόμενα οφέλη.
Σίγουρα πλέον το πρόβλημα της Ευρώπης δεν ήταν αποκλειστικά η Ελλάδα. Ηταν από καιρό και η Ιταλία∙ ροζ ελέφαντας με βαρύ φορτίο χρέους. Και αίφνης (;) το πολιτικό πεπρωμένο της Ιταλίας -της μήτρας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, της χώρας που για την παράδοση της Αριστεράς είχε δώσει κάποιον ρυθμό στην Ευρώπη- βρίσκεται τώρα στα χέρια του Κινήματος Πέντε Αστέρων, της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά και του Σίλβιο.
Τα ερωτήματα -αν τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών είναι καταστροφή για την Ευρώπη ή αν η Ιταλία θα διεξαγάγει νέες εκλογές ή αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση- μέλλει να τα δούμε. Ομως αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουμε είναι ότι η κρίση δεν ήταν μόνο μια «βλάβη» του καπιταλισμού, αλλά ότι ιστορικά, όπου και όπως ξέσπασε, αποδυνάμωσε πρώτα την κοινωνία και μετά αποκρυστάλλωσε τα γκρίζα έως φαιόχρωμα της πολιτικής ως μετακοινωνική κατάσταση.
Δηλαδή, να δούμε όχι απλά την κατάντια της κοινωνίας που διέπεται από το χάσμα το οποίο χωρίζει την παγκοσμιοποιημένη χρηματιστική ελίτ από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κυρίως το χάσμα που χωρίζει τον κόσμο από την πολιτική και τις μνήμες της.
Θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουμε ότι στη μεταπολεμική Ιταλία των δεκαετιών του 1940 και του 1950 -όταν το '57 στηνόταν στη Ρώμη πανηγυρικά η Ενωμένη Ευρώπη- οι περισσότεροι Ιταλοί ενήλικοι θεωρούσαν πως ο φασισμός, εκτός από τη Μαφία και τον Παπισμό, ήταν μια κανονική πολιτική κατάσταση, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από τον Χίτλερ.
Αυτό μας λέει επίσης ότι η κουβέντα θα πρέπει να στραφεί, ξανά και ξανά, στην απουσία των mainstream προτάσεων αντιμετώπισης της κρίσης και -στον βαθμό που μας ενδιαφέρει- στην απουσία της Αριστεράς, και όχι μόνο στην Ιταλία.
Πλέον το πόρισμα μιλάει για πλήρη διαχωρισμό των κοινωνικών παραγόντων από το κοινωνικό σύστημα, σαν να έχουν διαρραγεί όλοι οι δεσμοί που ένωναν την οικονομική με την κοινωνική ιστορία, την πραγματική παραγωγή με την κοινωνία και τις κοινωνικές ομάδες με την παραγωγή πολιτισμού.
Το θέμα είναι επιτακτικό στον βαθμό που πικρές αλήθειες εισάγονται με βίαιο τρόπο στις πραγματικές πολιτικές -εξίσου εκρηκτικές για το πολιτικό όσο και το κοινωνικό πεδίο.
Αλλά για μια ειλικρινή αποτίμηση του πολιτικού τοπίου όπως διαμοφώθηκε στην Ιταλία πεντάστερο, τοτεμικό, μεταπολιτικό, ενάντια στην ιδέα της Πολιτικής, θα κλείσω όπως άρχισα, με τον αφορισμό του Εκο -τιμής ένεκεν στον Γκράμσι, τον Τολιάτι, τον Μπερλινγκουέρ, τον Ντάριο Φο, τον Παζολίνι, τον Μπερτολούτσι ή τον Φελίνι: «Φοβού τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και συνήθως αντί για αυτούς».
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 9/3/2018.
Είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο για ένα πολύπλοκο θέμα. Από μια σπουδαία επιστήμονα που προτιμά να παρουσιάζει τον εαυτό της στο εσώφυλλο μόλις με δώδεκα λέξεις. «Διδάσκει ΜΜΕ και Επικοινωνία στο London School of Economics και Political Science». Χωρίς καν φωτογραφία της.
Ωστόσο πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε το βιβλίο της Λίλυς Χουλιαράκη «Ο ειρωνικός θεατής- Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα», εκδόσεις «Νήσος», μετάφραση Γ. Καράμπελα – να διαβαστεί όσο γίνεται περισσότερο. Ιδίως από ανθρώπους των ΜΜΕ της πολιτικής και όσων κινούνται στο δημόσιο χώρο ως διαμορφωτές συμπεριφορών, επιλογών αλλά και αισθητικής και αισθημάτων.
Το βιβλίο καταγράφει το ιστορικό πλαίσιο της αλληλεγγύης,όχι ως εκδήλωση φιλανθρωπίας, αλλά ως προϊόν του περιβάλλοντος ενημέρωσης σε κάθε περίοδο, που κινεί τους ανθρώπους να στηρίξουν τον πάσχοντα «άλλον». Αυτό το περιβάλλον μετασχηματίζει διαχρονικά την αλληλεγγύη ως προς τη μορφή, τη συχνότητα και την εσωτερική αντιμετώπιση από αυτόν που την εκδηλώνει.
Καθώς αλλάζουν οι «κινητήριες» επιρροές για την εκδήλωσή της, η αλληλεγγύη εντάσσεται πλέον στη συνολική καταναλωτική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Έτσι ο φορέας της καταλήγει να είναι , όπως τον αποκαλεί: «ειρωνικός θεατής» : παρακολουθεί πάσχοντες ανθρώπους όχι από γενικότερο – πολιτικό ή θρησκευτικό καθήκον, όπως σε άλλες εποχές, αλλά λόγω ενός ερεθίσματος που έρχεται από άλλες πηγές. Όπως είναι π.χ. η στράτευση μιας διασημότητας σε μια καμπάνια αλληλεγγύης.
Η Χουλιαράκη αξιολογεί δυο πολύ γνωστές περιπτώσεις τέτοιας στράτευσης, όπως η Ωντρέι Χέπμπορν και τη Αντζελίνα Τζολί, ακτινογραφεί μια συναυλία με αστέρες της ροκ και τα συνδέει με τη σκηνοθεσία της ειδησεογραφίας για να καταλήξει σε εντυπωσιακά συμπεράσματα. «Οι εκκλήσεις για αμνηστία, ο ακτιβισμός των διασημοτήτων, οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις και οι ροκ συναυλίες ανήκουν όλα σε ένα θέατρο το οίκτου που επιδιώξει να μας φέρει αντιμέτωπους με ευάλωτους άλλους με στόχο να εμπνεύσει τη δράση μας για τη κατάσταση τους».
Για τη συγγραφέα αυτό εγείρει προβληματισμούς. Η ηθική της αλληλεγγύης συναρτάται με τη μορφή του μνήματος που την παρακινεί. Όσο αλλάζει η επικοινωνία τη αλληλεγγύης, αλλάζει και η «φύση» της. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού και τα μέσα που χρησιμοποιεί μεταλλάσσονται καθώς διαμορφώνεται ένα είδος «μάρκετινγκ της αλληλεγγύης» και αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά του φορέα της.
Το επικοινωνιακό περιβάλλον ενισχύει την αλληλεγγύη, αλλά ταυτόχρονα προδίδει και τα άδηλα κίνητρα όσων την ασκούν, περιστασιακά ή μόνιμα, από «οίκτο» η «ηθική υποχρέωση να κάνουν κάτι» για κάποιους που δεν ξέρουν, αλλά «πρέπει». Είναι η μετατόπιση του παλιού φιλάνθρωπου στον σημερινό «ειρωνικό θεατή», που επηρεάζεται από τα ερεθίσματα που δέχεται και δρα, αλλά ταυτόχρονα κρύβεται πίσω από αυτά.
Για τους ειδικούς η πρωτότυπη έρευνα, της Χουλιαράκη διαμορφώνει ένα νέο πεδίο ανάλυσης και θεωρητικής επεξεργασίας του «φαινομένου» της αλληλεγγύης – και των ΜΜΕ ταυτόχρονα- καθώς το τοποθετεί στο επικοινωνιακό περιβάλλον που το «εκκολάπτει», το θέτει σε νέα ηθική -και πολιτική- βάση. Ταυτόχρονα το καθιστά εργαλείο ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς σ' αυτό το πεδίο που διαφέρει, όσο διαφέρουν οι παραδοσιακές εκκλήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και οι έρανοι με αφίσες και σποτ, που απεικόνιζαν σκελετωμένα παιδιά της Μπιάφρας- αλλά και ο χαρούμενες φατσούλες της Γιούνισεφ -από την σαρωτική παρουσία διάσημων επί σκηνής, που καλούν σε ευαισθητοποίηση. Και όσο διαφέρουν και τα δυο από παλιότερες εκστρατείες ανθρωπισμού που επέβαλαν τα θρησκευτικά καθήκοντα, ή τα πολιτικά δόγματα και οι ιδεολογίες.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πως «αισθάνομαι» ή πως «αντιλαμβάνομαι» το πρόβλημα των «ευάλωτων άλλων» και στο «τι μπορεί να κάνω» για να δηλώσω αλληλέγγυος-ακόμη και αν αυτό είναι μια απλή υπογραφή σ' ένα κείμενο. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού, εστιάζουν σήμερα στις εκκλήσεις επωνύμων, με αυτοπρόσωπη παρουσία στο «πεδίο»- κυριως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου- ή με εκδηλώσεις που διαμορφώνουν νέο περιβάλλον στο οποίο ο αλληλέγγυος καταθέτει την συνεισφορά του ως υποχρέωση όχι προς αυτόν που συνδράμει αλλά προς το περιβάλλον που διαμορφώνεται και τον παρακινεί – και ο ίδιος το εισπράττει ως συνάφεια με τον «αστέρα» που μπαίνει μπροστά.
Με τέτοια ερεθίσματα οι αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες – ευνοημένες συντριπτικά από την ιμπεριαλιστική κατανομή του παγκοσμίου πλούτου- «λυπούνται» τους μακρινούς πάσχοντες, και δρουν για την ανακούφισή τους. Ταυτόχρονα όμως εντάσσουν αυτή τη δράση σε ένα είδος «λάιφ στάιλ». Παλιά θα λέγαμε «είναι ιν» να μετέχεις σ' αυτά τα πράγματα.
Η Χουλιαράκη αναγνωρίζει ως ωφέλιμη, αλλά ταυτόχρονα επικρίνει την αλληλεγγύη του » ειρωνικού θεατή» που κινητοποιείται, αλλά δεν παρεμβαίνει πολιτικά για να αλλάξουν τα πράγματα. Θεωρεί ότι είναι σύμπτωμα της κοινωνίας της αγοράς που αναστέλλει την πολιτική συζήτηση με το πρόσχημα να «μην πολιτικοποιείται ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη». Πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να συμβεί ακριβώς αυτό: να τεθεί ανοιχτά τι φταίει, που βρίσκεται η λύση και εν πάση περιπτώσει ποιοι είναι αυτοί οι » ευάλωτοι άλλοι» και γιατί βρίσκονται σ' αυτή τη κατάσταση.Η βιωματική σχέση της συγγραφέως με την πολιτική και την κουλτούρα της ευρύτερης Αριστεράς διαπερνά έτσι κι αλλιώς τις προσεγγίσεις της και στο συγκεκριμένο βιβλίο και στις αντίστοιχες έρευνες που έκανε ως τώρα.
Ο «Ειρωνικός Θεατής» είναι ένα τολμηρό βιβλίο που βραβεύθηκε ήδη από τη Διεθνή Ένωση Επικοινωνίας ,- στην αγγλική του έκδοση. Αφυπνίζει όχι για να ωθήσει σε μια δράση αλληλεγγύης, αλλά για να την αναλύσει, να αναδείξει την ταυτότητα και την ηθική της και να τη μεταφέρει στο πεδίο της συνειδητοποίησης των λόγων που την προκαλούν.
Η ανακούφιση των προβλημάτων πληθυσμών και ατόμων με εργαλείο το μάρκετινγκ μπορεί να αποδίδει τυπικά – και αυτό δεν ειναι αμελητέο-αλλα διαχειρίζεται όχι το πρόβλημα, αλλά την πράξη ελάφρυνσής του , που διαμόρφωνεται επικοινωνιακά, οχι πολιτικά, ή ουμανιστικά. Είναι πολιτική αλληλεγγύης δεν είναι πολιτική καταπολέμησης της αιτίας που οδηγεί στην ανάγκη της επιβίωσης από την «καλοσύνη των άλλων». Ο ακτιβισμός της αλληλεγγύης δεν είναι επαρκής ,αν δεν οδηγεί σε πολιτική διαχείριση.
Όταν η αλληλεγγύη παρακινείται από προσωπικότητες του θεάματος «πουλάει» στους θεατές το «ανθρωπιστικό προφίλ» της προσωπικότητάς. Όπως π.χ. μπορεί ένα άλλο σύστημα μάρκετινγκ να πουλάει τη δουλειά της. Άλλο όμως η κινητοποίηση για την ανακούφιση των πασχόντων του πλανήτη και άλλο η δίκαιη κατανομή το πλούτου του πλανήτη. Άλλο η συνδρομή των ισχυρών-που είναι αναγκαία και χρήσιμη- και άλλο οι συνθήκες με τις οποίες γίνονται και παραμένουν ισχυροί. Αυτές οι συνθήκες παράγουν ...αυτό που ελαφρύνει η αλληλεγγύη με εργαλείο την επικοινωνία..
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα κατά εξοχήν πολιτικό βιβλίο που βλέπει το θέμα της αλληλεγγύης, από την επικοινωνιακή πλευρά με προοδευτική ματιά, για να καταλήξει στην έμμεση υπόδειξη ότι πρέπει να υπερβούμε τη φιλανθρωπία και να παρέμβουμε στην ιστορική δομή του παγκόσμιου συστήματος που παράγει πληθυσμούς οι οποίοι χρειάζονται αλληλεγγύη. Ότι κινητοποιούνται κάποιες από τις πιο λαμπερές φιγούρες του συστήματος και εντάσσουν στην τρέχουσα αντίληψη του δυτικού ανθρώπου την έννοια της συμπαράστασης σε κάποιους <μακρινούς>, είναι σύμπτωμα της συγκυρίας, που καθιστά τα επικοινωνιακά μέσα σύμμαχο των αδυνάμων- με την προβολή της αδυναμίας τους ανάμεσα στους <δυνατούς>.
Σ' αυτή την ανάλυση η ειδησεογραφία- και συνεπώς άσκησης της δημοσιογραφίας -έχουν κρίσιμο ρόλο, ακόμη και αν αναδεικνύουν απλώς αποσπασματικά τα θύματα, με σκληρές εικόνες και περιγραφές. Αυτό παρακινεί, με τη μεσολάβηση της επικοινωνίας, σε δράσεις αλληλεγγύης, αλλά ποτέ δεν θα απεικονίσει το αληθινό βάθος και εύρος του ανθρώπινου πόνου. Ως συνειδητοποιημένη επιστήμονας η αναλύτρια, αναζητεί κατά πόσο αυτό λειτουργεί τελικά ως περιχαράκωση των ευημερούντων. Ή κατά πόσο καταλήγει να υποβοηθάει την ανάπτυξη ρατσιστικής κουλτούρας,καθώς αυτά τα στερεότυπα της φτώχειας και τις εξαθλίωσης από κάποιους εκλαμβάνονται ως <μεταδοτικά >. Οποτε πρέπει να κρατηθουν μακρυά. Ήτοι αν στο συλλογικό υποσυνείδητο η προβολή της εξαθλίωσης θέτει διαχωρισμούς...
Η επικοινωνία της αλληλεγγύης και η προβολής της διαχρονικά έτσι όπως τα κωδικοποίησε με σύνθετα νοήματα – με εξαιρετική , αλλά δύσκολή γλώσσα -η Λίλυ Χουλιαράκη δεν είναι «αυτόνομο κεφάλαιο» . Εντάσσεται στην εξέλιξη των πραγμάτων και στις δυο πλευρές. Στην εποχή της εξέλιξη της επικοινωνίας και εργαλείων της , η παρακίνηση της αλληλεγγύης, αυξάνει την αρωγή, όπως δείχνουν τα στοιχεία. Αλλά περιορίζει την ερμηνεία του προβλήματος που καλείται να αντιμετωπίσει. Όπως λέει « αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό». Τα <ακροατήρια της αλληλεγγύης> καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη, < ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικό ακτιβισμό>.
Παρά την κριτική διάθεση ωστόσο η διακεκριμένη καθηγήτρια του LSE πιστεύει ότι «μπορούμε να εκπαιδευτούμε σε αισθήματα που χαρακτηρίζουν τη αγωνιστική αλληλεγγύη» και να προκύψει «νέα ηθική θέσπιση της αλληλεγγύης» . Αλλιώς, όπως καταλήγει , » δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε τις συνθήκες της οδύνης». Εμείς οι » ειρωνικοί θεατές» χρειαζόμαστε το θέατρο της επικοινωνίας τώρα περισσότερο από ποτέ. Όχι γιατί « μας μετατρέπει σε καλούς». Αλλά γιατί «μπορεί τουλάχιστον να μας εμποδίσει να φανταζόμαστε ότι είμαστε τέτοιοι».
*Δημοσιεύτηκε στο anoixtoparathyro.gr την 1/3/2018.
Ο τρόπος που διεξάγεται ο διάλογος για το Μακεδονικό είναι ενδεικτικός της παθογένειας που ταλαιπωρεί τη χώρα μας. Είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα είναι πολύ κατώτερο του εφικτού, διότι δεν έχουμε αποδεχθεί πέντε αρχές-προϋποθέσεις. Θα προσπαθήσω να τις παρουσιάσω συνοπτικά:
1. Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα. Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που είπε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει στόχο την προστασία των μακροπρόθεσμων, πολιτικών και οικονομικών, συμφερόντων της χώρας μας. Η οποία, θυμίζω, προσπαθεί να ξεπεράσει μια κρίση που κρατάει σχεδόν μία δεκαετία. Που χρειάζεται καλές φιλικές σχέσεις και νέες αγορές. Που έχασε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και δεν έχει περιθώριο να χάσει κι άλλες. Και που δεν μπορεί πλέον να παραμένει ανοήτως προσκολλημένη σε ό,τι νομίζει ότι δικαιούται και να αγνοεί συστηματικά την πραγματικότητα. Χάνοντας έτσι πολύτιμες ευκαιρίες επίλυσης ζητημάτων όπου η εκκρεμότητα είναι πολιτικά και οικονομικά κοστοβόρα. Είδαμε πού οδήγησε αυτή η πολιτική των χαμένων ευκαιριών στο Κυπριακό, αλλά το μάθημα ακόμα δεν φαίνεται να το έχουμε αφομοιώσει.
2. Μόνο μια αμοιβαίως επωφελής συμφωνία είναι δίκαιη και βιώσιμη. Στη χώρα που η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο και αποτελεί σχεδόν συνώνυμο της λέξης «προδοσία», είναι επίσης δύσκολο να αποδεχθούμε ότι σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλευρές. Αντιμετωπίζουμε έτσι τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όχι ως μέθοδο ανεύρεσης του πεδίου των κοινών συμφερόντων, αλλά μέσον επιβολής της δικής μας ατζέντας. Η διαπραγμάτευση θα καταρρεύσει εκ των πραγμάτων, γιατί θα λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις της: η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι απέναντί σου έχεις έναν εταίρο με τον οποίο η σχέση σου δεν είναι στιγμιαία αλλά μακροπρόθεσμη. Αρα η συνεργασία είναι μονόδρομος.
3. Το εθνικό συμφέρον προηγείται του κομματικού. Ενώ αυτή η αρχή θεωρείται τόσο δεδομένη που ακούγεται τετριμμένη, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Είναι δεδομένο ότι οι βασικοί παίκτες στο πολιτικό μας σύστημα θα κάνουν τις κινήσεις τους λαμβάνοντας σοβαρά (ή κυρίως) υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται να τονίσω την αυτοκαταστροφική μυωπία της καιροσκοπικής συμπεριφοράς στα εθνικά θέματα. Ούτε την ανηθικότητα όσων επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το Μακεδονικό εργαλειακά, για να πλήξουν τον αντίπαλο ή να αποκομίσουν τα μίζερα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη τους. Ή την ανοησία όσων έχουν εξαπατηθεί και θα συνεχίσουν να εξαπατώνται από πατριδοκάπηλους και αριβίστες. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι η αδυναμία των πολιτικών να αντιληφθούν ότι είναι πρωταγωνιστές στην Ιστορία της χώρας. Και όταν αυτή θα γραφεί, όσα έκαναν δεν θα έχουν παραγραφεί, θα τους στοιχειώνουν για πάντα.
4. Δεν έχουμε μόνο εμείς Ιστορία. Στη χώρα που εμείς ονομάζουμε ΠΓΔΜ ή περιφρονητικά Σκόπια και που οι πολίτες της αποκαλούν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ζει ένας λαός που πιστεύει σε μια κατασκευασμένη εθνική ταυτότητα. Αλλά μαντέψτε: και η ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως όλες άλλωστε, είναι μια κατασκευή. Παλαιότερη, πιο στέρεη ίσως, πολύ πιο καλά επεξεργασμένη και με μεγαλύτερη προϊστορία. Αλλά οπωσδήποτε κατασκευή. Η πολιτική και επιλεκτική χρήση της Ιστορίας σε τέτοιου είδους διεθνείς διαφορές είναι κακή και ατελέσφορη πρακτική. Ομως ας υποθέσουμε ότι η Ιστορία δικαίωνε τις θέσεις μας πλήρως. Θα αποτελούσε αυτό καθοριστικό παράγοντα στη σημερινή διαπραγμάτευση; Θα εξαφάνιζε τα εκατομμύρια ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται Μακεδόνες; Θα εξαφάνιζε τη γλώσσα τους; Θα εξαφάνιζε τους σοβαρούς κινδύνους που διατρέχει το κράτος τους εάν στο όνομά του δεν υπάρχει αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μόνο εμείς ιερά και όσια αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς φαντασιώσεις αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς καιροσκόπους αλλά και οι άλλοι;
5. Μια διεθνής διαφορά δεν επιλύεται μόνο με διεθνή διάλογο αλλά και με τίμιο και νηφάλιο εσωτερικό διάλογο. Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα αυτός ο εσωτερικός διάλογος δεν είναι ούτε τίμιος, ούτε νηφάλιος, ούτε καν διάλογος. Δεν είναι τίμιος διάλογος γιατί τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με περιφρόνηση και εχθρότητα. O καθένας απευθύνεται στο δικό του φιλικό κοινό, δεν προσπαθεί να πείσει όσους δεν συμφωνούν μαζί του. Δεν αντικρούονται τα ισχυρά επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αλλά κατασκευάζονται σκιάχτρα για να καταρρίπτονται εύκολα. Δεν είναι νηφάλιος ο διάλογος γιατί τα δύο μέρη δεν συζητούν αλλά συγκρούονται, δεν ακούν γιατί δεν θέλουν, δεν ενδιαφέρονται να πείσουν αλλά μόνο να κραυγάσουν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλευρά όσων θεωρούν τους εαυτούς τους ορθολογικούς ρεαλιστές δεν αντιλαμβάνεται κάτι πολύ απλό: ότι καμία λύση δεν είναι εφικτή αν δεν κατορθώσουν να πείσουν την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Καμία λύση δεν θα νομιμοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας. Ο σεβασμός και η αμοιβαιότητα αποτελούν προϋπόθεση του διαλόγου με τους γείτονες στα Βαλκάνια αλλά και με τους γείτονες στην πόλη σου. Δεν θα υπάρξει λύση ερήμην του ελληνικού λαού. Ή, αν υπάρξει, δεν θα είναι λύση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 21/1/2018.
Ας στοχαστεί κάποιος πάνω στο σχόλιο του Τόμας Χομπς που έλεγε πως «στις κοινωνίες, έως τη δημιουργία των μεγάλων πολιτικών κοινοτήτων, το να είναι κανείς πειρατής ή ληστής δεν εθεωρείτο υποτιμητικό· επρόκειτο μάλλον για νόμιμο αρχαίο επάγγελμα». Σε συνδυασμό με το παραπάνω προπολιτικό, ας αναρωτηθεί –δηλαδή, ας αναρωτηθούμε συλλογικά– για τον άμεσο και επείγοντα χαρακτήρα της δημοκρατίας· για τα οφέλη της έντιμης δημοκρατικής ζωής, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για τη γειτονιά μας, την Ευρώπη, την παγκόσμια σκηνή. Οσο ποτέ άλλοτε, δεν είναι αυτονόητα. Η δημοκρατία είναι επιλογή, μια πολιτική με υλικά διαρκούς εγρήγορσης, μόνιμης στήριξης, θεσμικής λογοδοσίας, διαφάνειας, αυτοελέγχου και ανανέωσης.
Συνεπώς, η διερεύνηση του βάθους και της ποιότητας της πολιτικής ζωής δεν έχει να κάνει απλά με το θέμα «έντιμος δημοκρατικός βίος», επειδή τάχα είναι αυτό που κεντρίζει την πολιτική φιλοσοφία, την κοινωνική θεωρία και την πράξη της σύγχρονης πολιτικής. Ούτε γιατί ακόμα αναζητούνται τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα δημοκρατίας. Το θέμα που καθιστά επιτακτική την όποια «κουβέντα περί δημοκρατίας», είναι το ότι από τη γέννηση της νεωτερικότητας ο «λαός» άκουσε ότι είναι «κυρίαρχος», αλλά δεν το πίστεψε ποτέ, και είχε τους λόγους του.
Τι είδε και τι άκουσε σήμερα ο λαός; Είδε και άκουσε το χειρότερο μάθημα για να βγάλει συμπερασματικές γενικεύσεις του τύπου «όλοι τα παίρνουν» και να θεμελιώσει έναν κανόνα που στρεβλώνει την πραγματικότητα. Κι αυτό, δίχως καν να σκεφτεί ότι αφενός «η κοινωνία πάντα σιχαινόταν εκείνους που την ξεσκεπάζουν» (Εμερσον) και αφετέρου ότι «ούτε ένας στους χίλιους χριστιανούς δεν ελέγχει την ατομική του διαγωγή με βάση τους χριστιανικούς κανόνες» (Μ. Φουκό).
Το ότι τα πολιτικά κόμματα θα τρώγονται μια ζωή, με την ελπίδα πως ποτέ τους δεν θα προχωρήσουν σε εκδηλώσεις κανιβαλισμού, είναι στους κανόνες του παιχνιδιού. Οπως και η πιθανότητα να υπάρξουν μαύρα πρόβατα στο κοπάδι, ακόμα ακόμα και περιπτώσεις λύκων που να φυλάνε το κοπάδι. Αλλά, σε αυτές τις περιπτώσεις, στους κανόνες του παιχνιδιού περιλαμβάνεται και η συνεργασία.
Ομως, τα πολιτικά μέρη έχουν κάθε λόγο να επιλέγουν τακτικές που νομίζουν πως θα γεμίσουν τα κομματικά τους ταμεία και έτσι δεν συνεργάζονται, αγνοούν τις κινήσεις των άλλων μερών και, χωρίς πολλά πολλά, διαιωνίζουν την κατάσταση και ενισχύουν τη στερεοτυπική εικόνα «ο λύκος φυλάει τα πρόβατα» ή «όλοι οι πολιτικοί τα παίρνουν» με ισορροπίες μη συνεργασίας, τόσο στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων (εσωτερικά ξεκαθαρίσματα, τύπου Αντώναρου) όσο και στις διακομματικές σχέσεις (ποιος θα πάρει το γκουβέρνο, τύπου «η χειρότερη κυβέρνηση ever»).
Αυτές οι ισορροπίες της μη συνεργασίας έχουν συνεπαγωγές για το ζητούμενο. Εξασθενούν τον δημοκρατικό βίο. Και, επιπλέον, επιβάλλουν καθεστώς δυσμενών επιλογών (adverse selection). Προφανώς, μερικά άτομα –πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί, στελέχη εταιρειών, μέλη της Δικαιοσύνης κ.ά.– είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν περισσότερα απ' ό,τι γνωρίζουν οι πολίτες για το πώς έχουν τα πράγματα. Και στο σημείο αυτό χάνεται η ουσία. Γιατί με το να υπερασπίζεσαι με περισσό φορμαλισμό και χίλιους νομικίστικους ή «πολιτικούς» τρόπους την αδιαφάνεια και με μεγαλοστομίες να διακηρύττεις «όλα στο φως», εννοώντας «όλα να μείνουν στο σκοτάδι», δημιουργείς προβλήματα στην πολιτική ζωή.
Το χειρότερο: οι πολίτες θα υποπτεύονται πως, πράγματι, «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», πως η ποιότητα του συλλογικού καλού (summum bonum) υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται όλα τα δυνητικά καλά στοιχεία (πρόσωπα, προγράμματα, ιδέες) από την πολιτική ζωή του τόπου και να κυριαρχεί ο «τύπος Αδωνη».
Με άλλα λόγια, λειτουργείς ώστε να επιδρά ο περίφημος νόμος του ελισαβετιανού οικονομολόγου Γκρέσαμ: «το κακό νόμισμα θα διώχνει το καλό»· ό,τι ήταν ήδη γνωστό από την εποχή του Αριστοφάνη, ο οποίος στους «Βάτραχους» έλεγε πως, όπως ακριβώς φυγαδεύουν τα καλά νομίσματα και συναλλάσσονται με τα κάλπικα, οι Αθηναίοι διώχνουν (εξορίζουν) με τον ίδιο τρόπο τους καλούς πολίτες με αποτέλεσμα να μένουν στην εξουσία οι κοινοί κάλπηδες της πολιτικής.
Εύλογα υποστηρίχτηκε ότι η ελληνική κρίση είναι πολιτική και όχι απλά οικονομική. Και θα καμφθεί μόνον με πολιτικούς και όχι με οικονομικούς όρους. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί υπερασπιστές του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου των πολυεθνικών εταιρειών με τις βαλίτσες χρήματος ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία δεν είναι μια συνειδητή επιλογή, αλλά μια κουζίνα της οικονομικής μεγέθυνσης. Και αυτό δείχνει να βρίσκεται στο μυαλό περισσότερο της Δεξιάς και λιγότερο της Αριστεράς.
Μπορούμε να εκλάβουμε τη δημοκρατία ως αυταπόδεικτο αγαθό; Η απάντηση είναι όχι. Αλλά η λατρεία του αγαπημένου μας μίξερ ως μηχανιστικού μέσου πολιτικής «που-μας-βολεύει», παράγει δηλητήριο. Απέχει πολύ από την πολιτική κοινότητα που λειτουργεί έντιμα υπέρ του συλλογικού. Με επιεικείς χαρακτηρισμούς, το λιγότερο είναι καταστροφική για τις μέρες μας, τσέπες μας, τις νοητικές μας κατασκευές.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2018.
«Στην πολιτική», έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται, αλλά δεν λέγονται». Η αφοπλιστική φράση ήταν συνάμα αφοριστική και, σαν τέτοια, απέκρυψε τα «πλούσια» κοιτάσματα του ελληνικού μεταπολεμικού πολιτικού φορτίου.
Το ερώτημα που αιωρήθηκε στο Κοινοβούλιο την περασμένη Τετάρτη, δηλαδή σκάνδαλο ή σκευωρία, δεν ήταν άλλο παρά ο ελληνικός τρόπος: ήτοι ανάπλαση του πρόσφατου και γνώριμου -άρα ενεργού- πλαισίου πολιτικών και ιδεολογικών συμφραζομένων που υπηρέτησαν την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική ατζέντα, επέδρασαν στον δημόσιο στίβο και, κυρίως, έστελναν στις καλένδες όλα τα πιεστικά, τα πολλά και ανοικτά θέματα.
Η όλη κατάσταση θύμιζε λίγο την κατανόηση του Εμμ. Ροΐδη: «Παρ' ημίν τα πάντα είναι ασβεστόχτιστα και χθεσινά. Τοιαύτη περίπου είναι και του σημερινού Ελληνος η διάνοια, η ολιγίστας έχουσα να συνδυάσει ιδίας αναμνήσεις και συγκινήσεις». Το «χθεσινά» είναι ένα διόλου κολακευτικό χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος.
Το σχόλιο για την «ελληνική διάνοια», ενώ ταιριάζει γάντι στην πολιτική φιλοσοφία -αν είναι γνωστή σε όσους κάνουν τη δουλειά του πολιτικού πολλά χρόνια-, σίγουρα δεν έδωσε πολιτική απάντηση στην ιστορική, αλλά και πρόσφατη ραχοκοκαλιά χειροπιαστών αιτιοτήτων για όλα όσα έγιναν, για όλα όσα δεν έγιναν («αναμνήσεις») και για όλα όσα πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να μην ξανανιώσει ποτέ τόσο... ασβεστόκτιστος χώρα!
Από τη «θεωρία του ελέφαντα και του ψύλλου» (όπου ο ψύλλος της υπόθεσης εκφράζει τον συνειδητό νου, τη δύναμη της λογικής και, με δυο λόγια, όλα όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας, ενώ ο ελέφαντας εκφράζει τον ασυνείδητο νου), μέχρι τη «θεωρία της αοράτου χειρός» (όπου υπάρχει μεν σκάνδαλο με τις πολυεθνικές και το πάρτι της φαρμακοβιομηχανίας εις βάρος της χώρας, αλλά υπάρχει σκευωρία κατά των πολιτικών αντιπάλων, εφόσον κάποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει σκάνδαλο), η ιστορική αλαζονεία και η αμηχανία του ελληνικού συστήματος είναι έκδηλη.
Σαν από θαύμα εξαφανίστηκε από την κουβέντα ο ιστορικός μετεμφυλιακός διχασμός και το στήσιμο της κρατικής μηχανής εθνικοφρόνων, οι μύριες δυο ιστορικές κυβερνητικές πολιτικές που κατέληξαν σε εγχώριες καταστροφές: από «κόκκινους συμμορίτες», «ανώμαλες λύσεις» και «εκτροπές», σε προσπάθειες επίλυσης του «ελληνικού προβλήματος» με βήματα «προς την κατεύθυνση της ομαλοποιήσεως».
Λογικό ήταν να απουσιάζουν οι διάφορες εκδοχές για γεγονότα, όπως της Αποστασίας, του «ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού», του Πραξικοπήματος, της Δικτατορίας, της Μεταπολίτευσης κ.ά., γιατί -παρότι απούσες- είναι ενεργές και αποκαλύπτουν παγιωμένες αντιλήψεις και στάσεις από εκείνους που κλήθηκαν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Και τι έκαναν; Ταύτισαν τον εαυτό τους με τη χώρα, με τα συμφέροντά της, με τη δημοκρατική ομαλότητα και, άρα, οποιαδήποτε κουβέντα για το σκάνδαλο και την ελληνική χρεοκοπία, να ερμηνεύεται ως «νέος διχασμός» και ως δημοκρατική ή θεσμική εκτροπή.
Η πόλωση του πολιτικού τοπίου οφείλεται σε προνεωτερικές, νεωτερικές και μετανεωτερικές συνυπάρξεις πολιτικών, σε κόσμο που απειλείται εξίσου από την επιρροή του πολυεθνικού χρήματος και το άγος της ανάπτυξης μέσω ενάρετων δημοσιονομικών συμφώνων.
Τα πάντα κινούνται προς ένα σύστημα αλληλοεπικαλυπτόμενων ρόλων και ευθυνών, όπου κυβερνήσεις, πολιτικοί, θεσμοί και ιδιωτικός τομέας αλληλοεμπλέκονται, χωρίς όμως να έχει κανείς απολύτως τον έλεγχο των ασκούμενων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Σε αυτήν την terra nullius (την επικράτεια του κανενός), η δεδομένη νεωτερική και μετανεωτερική -έμπειρη ως προς τούτο- πολιτική νομπιλιτέ της Ελλάδας βλέπει τον εαυτό της ως σωτήρα και αγαθοεργό παράγοντα, δίχως όμως να τον βλέπει ως μέρος του προβλήματος. Ενώ παραδέχεται την ύπαρξη σκανδάλου, δεν βλέπει ελκυστική τη διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου.
Εχουν ειπωθεί πάρα πολλά και έχει αναπτυχθεί αρκετά η επιχειρηματολογία εναντίον της πολιτικής θεωρίας που απεχθάνεται τα παράδοξα. Ομως, δεν έχει σχολιαστεί όσο θα έπρεπε η μεταπολιτική συναίνεση - η υβριδική κοινωνική θέσμιση του ελληνικού τρόπου στον οποίο η εξουσία και οι επιλογές της είναι ένας «χώρος κενός».
Το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, χαρούμενα και με περισσή αισιοδοξία, είχε σπεύσει να καταδικάσει τις πολώσεις και τη βία. Αυτές οι συναινετικές απωθήσεις του πάθους (οι οποίες εξαιρούσαν τη λατρεία του χρήματος) ήταν αναγκαία προϋπόθεση, λ.χ. από την εποχή της «Εγκυκλοπαίδειας» του 18ου και 19ου αιώνα αλλά και του μύθου ενός κοινωνικού συμβολαίου, για να έχουν λούστρο διαφανούς επικοινωνίας οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των κοινωνών και των πολιτικών δρώντων, χωρίς να το κάνουν. Στην Ελλάδα, ιστορικά αυτός ο σχηματισμός με την εναλλαγή Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κατόρθωσε να δώσει την εντύπωση ότι, χωρίς αντιπαράθεση, τα πράγματα μπορούν να οδηγηθούν σε κατάσταση κατευνασμού και συμφιλίωσης.
Ιδού ο πάγκος με τις ευκαιρίες: η έκπτωση της πολιτικής σε άνευρη διαδικασία επικύρωσης των επιταγών της αγοράς, όπου «προς όφελός τους» και με δικά τους χρήματα τα θύματα πληρώνουν σήμερα τις συνταγές της εθνικής και προσωπικής τους δυστυχίας. Τελικά, «τίς πταίει δια την μοιραίαν αυτών καταστροφήν;».
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/2/2018.
Εδώ και πολύ καιρό το κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας και όλων των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν ήταν ότι μόνον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις μια σοβαρής, υπεύθυνης και μετριοπαθούς πολιτικής δύναμης η οποία, αιρόμενη πάνω από τους «παρωχημένους» διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά», μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στις δυνάμεις του «εθνολαϊκισμού», όπως αυτές εκπροσωπούνται από την σημερινή κυβέρνηση.
Χρειάσθηκαν μόνον δύο μήνες, δηλαδή αφ'ότου ανακινήθηκε και ξανατέθηκε επί τάπητος το «Μακεδονικό», για να καταρρεύσει πλήρως και με πάταγο αυτό το αφήγημα, σε όλες του τις εκφάνσεις.
Α. Εν πρώτοις αποδείχθηκε ότι η Νέα Δημοκρατία πόρρω απέχει από την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Αντίθετα, η στάση της χαρακτηρίζεται ολοένα και εντονότερα από καιροσκοπισμό, μικροκομματισμό και στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από την αντίστοιχη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός πολιορκούσε με κάθε μέσο την κυβερνητική εξουσία.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την διευκολύνει. Από την μια ο πρωθυπουργός, ο οποίος αντί να διαμορφώσει εκ των προτέρων ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης με τους αρχηγούς των κομμάτων προσπάθησε να προκαλέσει προβλήματα στο εσωτερικό τους –και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας– και από την άλλη ο κυβερνητικός συνεταίρος του (και υπουργός εθνικής άμυνας...) ο οποίος ξαναθυμήθηκε τον ρόλο του «μακεδονομάχου» και διαχώρισε τη θέση του από την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου (με την οποία βέβαια δεν είχε τολμήσει να διαφωνήσει όταν ανήκε στην Νέα Δημοκρατία).
Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν δικαιολογεί, εν τέλει, την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι άλλο το να επισημαίνεις κριτικά τις αστοχίες και τα λάθη του αντιπάλου σου και άλλο να αρνείσαι την προοπτική μιας εθνικά επωφελούς λύσης (εφόσον φυσικά προταθεί μια τέτοια), μόνο και μόνο επειδή αυτήν θα την καρπωθεί η σημερινή κυβέρνηση (η οποία, εν πάση περιπτώσει, ανέλαβε –έστω και με λάθη– την σχετική πρωτοβουλία και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος...).
Αντί λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ να κρύβεται προσχηματικά πίσω από την επίκληση μιας ψευδεπίγραφης «δεδηλωμένης» –η οποία δεν έχει καμία σχέση με την περίπτωση– και να ψελλίζει αοριστίες περί «ευθέτου χρόνου», λες και η εθνική πολιτική ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όφειλε να θέσει ως απαράβατο όρο την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και τα κεκτημένα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να τηρήσει μια στάση αναμονής, έως ότου διατυπωθούν οι τελικές προτάσεις που θα προκύψουν από την διαπραγμάτευση. Αν, δε, οι προτάσεις αυτές κινούνται σε σωστή κατεύθυνση, δηλαδή αν επιλύουν, μέσω μιας πολλαπλά εγγυημένης οριστικής Διεθνούς Συμφωνίας, τα κρίσιμα ζητήματα (όνομα, ιθαγένεια, εθνικότητα και γλώσσα), οφείλει να τις ψηφίσει, χωρίς να οχυρώνεται πίσω από τις παραπάνω έωλες υπεκφυγές αλλά και χωρίς να προτάσσει παραπλανητικά, σαν απαράβατο όρο, τις αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.
Τέτοιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να προβλέπονται στην Συμφωνία, ως προς το παραπάνω σημεία, αλλά και να συνοδεύονται από μια ερμηνευτική δήλωση, που θα ενσωματώνει στο Σύνταγμα αντίστοιχη διάταξη της Συμφωνίας και θα εξουδετερώνει κάθε αλυτρωτική ή επεκτατική ερμηνεία του. Άλλο όμως αυτό και άλλο να πετάει κανείς την μπάλα στην εξέδρα με μία γενική επίκληση των αλυτρωτικών στοιχείων στο Σύνταγμά τους (από τα οποία, μάλιστα, κάποια έχουν ήδη εξαλειφθεί με βάση την ενδιάμεση συμφωνία).
Β. Ακόμη πιο λυπηρό, πάντως, είναι ότι η ΝΔ δεν περιορίσθηκε απλώς σε μια ακραία επίδειξη μικροκομματισμού. Δυστυχώς προχώρησε και ένα βήμα παραπάνω, προσχωρώντας ελαφρά τη καρδία και χωρίς κανένα δισταγμό σε αυτό που η ίδια κατήγγελλε, με στεντόρεια φωνή, σαν «εθνολαϊκισμό». Στην πραγματικότητα η ΝΔ προσχώρησε τελικά... στην πολιτική του Καμμένου –που είναι βέβαια σαρξ εκ της σαρκός της– και άρχισε να εγκαταλείπει, ψελλίζοντας στην αρχή, φωναχτά πλέον, την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου. Αυτό ξεκίνησε δειλά, με κάποιες φωνές από τον χώρο της δεξιάς της πτέρυγας, συνεχίσθηκε με την έμμεση πλην σαφή αναδίπλωση του αρχηγού της, ο οποίος άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από την γραμμή αυτή, και ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των βουλευτών της στα συλλαλητήρια, για να ενώσουν τις φωνές τους κατά οποιασδήποτε λύσης (διότι φυσικά δεν νοείται πλέον λύση χωρίς σύνθετη ονομασία...).
Από κοντά, βέβαια, και τα φιλικά ΜΜΕ, τόσο στον Τύπο όσο και στην Ραδιοτηλεόραση, τα οποία πλειοδότησαν χωρίς δισταγμό, ξεχνώντας μάλιστα, πολλά από αυτά, την παλαιότερη στάση τους και μετατρεπόμενα ξαφνικά και κραυγαλέα, εν μια νυκτί, σε αιχμή του δόρατος των κάθε απόχρωσης «μακεδονομάχων». Και όλα αυτά βέβαια με την επίκληση της «βούλησης του λαού», η οποία αναγορεύεται, ερμηνευόμενη αυθαίρετα, σε υπέρτατο κριτήριο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, με την επίκληση ιδίως των δημοσκοπήσεων και των δύο –μαζικών πράγματι– συλλαλητηρίων. Αυτό όμως είναι εν τέλει ο ορισμός του «λαϊκισμού, τον οποίο υποτίθεται ότι αποκήρυτταν έως τώρα μετά βδελυγμίας η ΝΔ και ο αρχηγός της.
Η λαϊκή κυριαρχία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν ασκείται εική και ως έτυχε αλλά συντεταγμένα, δηλαδή, «όπως ορίζει το Σύνταγμα». Κατά το Σύνταγμα, δε, ο ρόλος των κομμάτων –που είναι η καρδιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– δεν είναι μια «χύμα» απεικόνιση και υιοθέτηση των εκάστοτε λαϊκών παρορμήσεων. Είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση τα κόμματα οφείλουν να κινούνται σε ένα ανώτερο επίπεδο, από πλευράς πολιτικής συνείδησης, διαμορφώνοντας, εκφέροντας και στην συνέχεια υπηρετώντας με συνέπεια έναν επεξεργασμένο και συγκροτημένο προγραμματικό λόγο, ο οποίος αίρεται πάνω και πέρα από την εκάστοτε συγκυρία. Οι δε αρχηγοί τους οφείλουν να είναι ταγοί, επιδιώκοντας την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία μέσα από οργανωμένο και νηφάλιο δημόσιο διάλογο, και όχι ουραγοί, που ακολουθούν παθητικά ή –ακόμη χειρότερο– καιροσκοπικά και μικροκομματικά το ρεύμα...
Γ. Το τρίτο που προέκυψε από την όλη εξέλιξη του θέματος είναι ότι όσο και αν ξορκίζεται, από την ΝΔ αλλά και από διάφορες άλλες «ενδιάμεσες» πλευρές, η διάκριση Αριστερά-Δεξιά αυτή επιμένει να υφίσταται και να διαπερνά τόσο την ελληνική όσο και τις άλλες προηγμένες δημοκρατικά ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη, οφθαλμοφανώς, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς όλες σχεδόν οι δυνάμεις της ποικιλόχρωμης δεξιάς ενδύθηκαν ξανά την χλαμύδα και τάχθηκαν αναφανδόν στην πλευρά των «μακεδονομάχων», υποστηρίζοντας την ανιστόρητη θέση ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» (κάτι που ισχύει, φυσικά, μόνο για την αρχαία και όχι για την γεωγραφικά οριζόμενη Μακεδονία...) και όλες οι δυνάμεις της ευρείας Αριστεράς («κεντροαριστεράς») –πλην βεβαίων των ελάχιστων οπαδών ενός αφελούς και ανιστόρητου «αντιεθνικισμού»– τήρησαν μια μετρημένη και νηφάλια πατριωτική στάση, συντασσόμενες με την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και αρνούμενες να προσχωρήσουν στην «αρχαία σκουριά» και να συνταχθούν με τις δυνάμεις του πραγματικού «εθνολαϊκισμού», που περιλαμβάνει πλέον, δυστυχώς, και την Νέα Δημοκρατία (πλην ελαχίστων, φευ, εξαιρέσεων...).
Από αυτό, βέβαια δεν μπορεί να συναχθεί, όπως έσπευσαν επικοινωνιακά να επιχειρήσουν κάποιοι από την κυβερνητική πλευρά, ότι το «Μακεδονικό» από μόνο του μπορεί να διαμορφώσει όρους για μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με την συγκρότηση μιας ευρείας προοδευτικής παράταξη που θα υποκαταστήσει την σημερινή –επονείδιστη– σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με την λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου. Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε παλαιότερα κείμενά μου στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας (με πλέον πρόσφατο «Το Κίνημα Αλλαγής, οι κυβερνητικές συνεργασίες και το εκλογικό σύστημα»), τα τραύματα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την –υπόλοιπη– «κεντροαριστερά» είναι ακόμη νωπά, βαθιά και χαίνοντα, με ευθύνη, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ (με αποκορύφωμα, βέβαια, την ένθερμη και προνομιακή προτίμηση των ΑΝΕΛ, ως κυβερνητικών εταίρων, αντί του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, μετά τις τελευταίες εκλογές).
Είναι εύλογο λοιπόν, από την ανθρώπινη πλευρά, να υπάρχουν και απωθημένα και ψυχώσεις, που εμποδίζουν, αυτήν την στιγμή, οποιαδήποτε συζήτηση για πολιτικές συγκλίσεις των –εξ αντικειμένου– συγγενέστερων πολιτικά χώρων. Παρότι λοιπόν είναι σημαντικό να διαπιστώνονται –αλλά και να αναδεικνύονται– σήμερα σημεία πολιτικής προσέγγισης, ευρύτερη συνεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί προεκλογικά. Το μόνο, θα λέγαμε, που μπορεί να γίνει τώρα –μια και ξεκινήσαμε από το πεδίο του διεθνούς δικαίου– είναι να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης»....
Αλλά και μετεκλογικά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Μόνον αν βιώσουμε και εμείς, ως χώρα, την εμπειρία μιας κυβέρνησης τύπου Μόντι, που θα στηριχθεί –μετά τις εκλογές– και από τα τρία κόμματα που πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής), μπορούν πράγματι τα τραύματα αυτά να κλείσουν και να επιτευχθεί πρώτον μεν η απαραίτητη εθνική συνεννόηση για όλα τα μείζονα ζητήματα και δεύτερον ο αναπροσανατολισμός, στη συνέχεια, της πολιτικής διαμάχης, προκειμένου αυτή να διεξάγεται πλέον με καθαρούς πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, δηλαδή με βάση το δίπολο Αριστερά-Δεξιά. Εκτός βέβαια αν πάρει αυτοδυναμία η ΝΔ, οπότε οι δύο πολιτικές δυνάμεις θα συναντηθούν εκ των πραγμάτων στο κοινό πεδίο της αντιπολίτευσης. Εκεί πλέον θα κληθούν να αποδείξουν αν μπορούν να αποτελέσουν –μετά από ειλικρινή και εκ βαθέων αυτοκριτική– μια σοβαρή και πειστική εναλλακτική λύση, υπερβαίνοντας τις σοβαρές αντιθέσεις τους, αποβάλλοντας, ένθεν κακείθεν, τα βαρίδιά τους και συγκροτώντας μια νέα, σύγχρονη, πλουραλιστική και ολόπλευρα δημοκρατική Αριστερά...
*Δημοσιεύτηκε στο "anoixtoparathyro" στις 5/2/2018.
Η ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη για το Ολοκαύτωμα ήταν θαρραλέα και πραγματικά συγκλονιστική. Ο κ. Μπουτάρης είπε τις άβολες αλήθειες που μέχρι σήμερα κανένας επίσημος φορέας δεν ήθελε να παραδεχθεί. Τις αλήθειες που ακόμα και οι περισσότεροι Ελληνες Εβραίοι φοβούνταν να πουν δημόσια υπό τον φόβο του υφέρποντος αντισημιτισμού. Είπε όμως τις αλήθειες που εμείς, οι Ελληνες Εβραίοι της νέας γενιάς, έχουμε ακούσει από τους γονείς μας και τους ελάχιστους παππούδες μας που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα.
Ισως η ομιλία του να δώσει το έναυσμα για μια αυτοκριτική της ελληνικής πολιτείας η οποία θα αρχίσει να επουλώνει τις πληγές που παραμένουν ανοιχτές εδώ και 73 χρόνια.
Τις πληγές που η περιφρόνηση των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, η καταλήστευση της περιουσίας τους και η προστασία των συνεργατών των ναζί έχουν αφήσει ανοιχτές όλα αυτά τα χρόνια.
Οι παππούδες μας, οι γονείς μας αλλά και εμείς είδαμε τον αναθεωρητισμό της Ιστορίας από την πολιτεία και το ξέπλυμα των δωσιλόγων και των συνεχιστών τους από το πολιτικό σύστημα.
Είδαμε τους ηρωικούς συμπατριώτες μας, στους οποίους οφείλουμε την ύπαρξή μας, να υποφέρουν από τις εξορίες και τους διωγμούς.
Είδαμε τους ιδεολογικούς ηγέτες των νεοναζί να απαλλάσσονται από την ελληνική Δικαιοσύνη και ξεδιάντροπους αντισημίτες να μπαίνουν στη Βουλή εκπροσωπώντας διάφορα κόμματα.
Επιτέλους βλέπουμε τώρα να αρθρώνεται ένας άλλος λόγος από έναν αγαπητό και ανεξάρτητο δήμαρχο που φαίνεται αποφασισμένος να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας, όσο κι αν αυτή πονάει.
Ελπίζω ότι μια κυβέρνηση νέων ανθρώπων, απαλλαγμένη από αντισημιτικά «βαρίδια», θα καλωσορίσει την ιστορική αλήθεια γκρεμίζοντας τους μύθους του παρελθόντος.
Λυπάμαι μόνο που δεν ζουν οι παππούδες μας για να απαλυνθεί λίγο ο πόνος με τον οποίο έφυγαν. Ζούμε όμως εμείς που θα κρατήσουμε τη μνήμη τους ζωντανή και θα αντισταθούμε στον αντισημιτισμό και σε κάθε μορφή ρατσισμού.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/2/2018.
Με μια συγκλονιστική ομιλία έδωσε το "παρών" στα εγκαίνια του μουσείου του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη ο Δήμαρχος της πόλης, Γιάννης Μπουτάρης. Μια ομιλία που πραγματικά αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρη.
"Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων", είπε μεταξύ άλλων με αίσθηση "αυτοκριτικής" για την πολιτεία εκείνης της εποχής και τους συμπατριώτες μας ως προς το πώς στάθηκαν απέναντι στις διώξεις των Εβραίων.
"Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει. Τώρα που οι επιζώντες μάς αφήνουν και η σκυτάλη της μνήμης περνά σε όλους και όλες εμάς, ο Δήμος σκοπεύει να συνεχίσει να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαραλλέο", ανέφερε ακόμη.
"Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της", κατέληξε.
Ολόκληρη η ομιλία Μπουτάρη:
"Κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1945 η Μπουένα Σαρφατή βγήκε από το σπίτι της. Εβραία, τριάντα ετών, Σαλονικιά πάππο προς πάππο, η Μπουένα είχε μόλις γυρίσει στη Θεσσαλονίκη έχοντας διαφύγει στο βουνό, πολεμώντας αρχικά με τον ΕΔΕΣ, μετά με το ΕΑΜ και, τελικά, δραπετεύοντας στην Παλαιστίνη. Ο αδερφός της Ελιάου, η αδερφή της Ρεγγίνα, η εκατοντάχρονη γιαγιά της Μίριαμ και οι θείες της δεν είχαν την ίδια τύχη. Από τα βαγόνι του τρένου που τους μετέφερε στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου είδαν για τελευταία φορά την πόλη που αποκαλούσαν "Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων" μιαν ανοιξιάτικη μέρα του 1943. Λίγες ώρες μετά την άφιξή τους οδηγήθηκαν στα κρεματόρια μαζί με άλλες χιλιάδες ομοθρήσκους τους. Η ζωή τους και μαζί η ζωή της εβραϊκής Θεσσαλονίκης, της Θεσσαλονίκης μας, έγιναν στάχτη που σκορπίστηκε στις αφιλόξενες πεδιάδες της Πολωνίας.
Ηταν οι συγγενείς της Μπουένα "μάρτυρες"; Τους τιμούμε αν τους μνημονεύουμε έτσι; Μας τιμά να τους μνημονεύουμε έτσι; Η σημερινή «Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος» μας προκαλεί να στοχαστούμε γύρω από το ερώτημα αυτό. Οι συγγενείς της Μπουένα όπως και όλοι οι άλλοι Εβραίοι της Ευρώπης δεν επέλεξαν να μαρτυρήσουν. Δεν επέλεξαν δηλαδή να θυσιάσουν συνειδητά τη ζωή τους για ένα υψηλότερο ιδανικό, τη θρησκευτική τους πίστη ή την ιδεολογία τους. Δεν διάλεξαν τον θάνατο, πολύ απλά γιατί δεν είχαν καν το δικαίωμα αυτής της επιλογής. Και για τον λόγο αυτό δεν τους αξίζει να τους αντιμετωπίζουμε σήμερα σαν άγιους, όλοι εμείς, Χριστιανοί και Ευρωπαίοι, που για αιώνες συχνά τους αντιμετωπίζαμε σαν διαβόλους. Άνθρωποι ήταν και αυτό ζητούσαν να είναι.
Κάποιοι ελάχιστοι, όπως η Μπουένα, γλύτωσαν. Μόλις χίλιοι θεσσαλονικείς Εβραίοι από τους 45 –και βάλε– χιλιάδες. Γλύτωσαν την εκτόπιση, το Άουσβιτς, την πορεία θανάτου, τα στρατόπεδα εργασίας. Γλύτωσαν γιατί άντεξαν την ανείπωτη βία, τους εξευτελισμούς, τα ιατρικά πειράματα, τους βιασμούς. Και αφού γλύτωσαν, επέστρεψαν στη γενέθλια πόλη. Ως ήρωες; Κάθε άλλο. Εβραίοι που είχαν διαφύγει στο βουνό, είχαν κρυφτεί στις πόλεις, ή αποδράσει στην Παλαιστίνη, αντιμετώπισαν όσους και όσες επέστρεφαν από τα στρατόπεδα ως προδότες, συνεργάτες των Γερμανών, τις δε γυναίκες ως πόρνες. Οι Χριστιανοί πάλι, είδαν στους επιζήσαντες "ανεκμετάλλευτα κομμάτια σαπουνιού" κατά την αναφορά αμερικανού δημοσιογράφου, μια απειλή από ένα παρελθόν που δεν έλεγε να πεθάνει. Ήρωες ήταν κατά τον Ελληνικό Βορρά μόνον εκείνοι οι πέντε νεαροί Εβραίοι που αφού πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο και επέζησαν στα κρεματόρια, έπεσαν τον Οκτώβριο του 1948 "ηρωϊκώς στις μάχες του Γράμμου και άλλων ορέων, ενώ εμάχοντο κατά των συμμοριτών".
Για την Μπουένα, μαρτύρια και ηρωισμοί είχαν εξίσου μικρή αξία καθώς προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια και να ξαναχτίσει τη ζωή της από την αρχή. Πώς όμως να ένιωθε όταν ακόμη και οι πιο μικρές απολαύσεις άνοιγαν διάπλατα τα τραύματα του παρελθόντος; Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο Αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της;
Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό «άνευ αξίας» κατά τον επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας. Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβρη του 1948. Είναι η ασημένια τσάντα, οικογενειακό κειμήλιο, που το 1946 η Μπουένα Σαρφατή είδε έκπληκτη να κρατά με στυλ μια χριστιανή οικογενειακή φίλη. Είναι το οικογενειακό χαλί που μια άλλη έκπληκτη Εβραία επιζήσασα αντίκρισε σε σπίτι χριστιανών οικογενειακών φίλων. Είναι το βιβλίο που βρέθηκε τυχαία, μόλις μια δεκαετία πριν, στη βιβλιοθήκη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης προτού επιστραφεί στο Εβραϊκό Μουσείο, μια πράξη που τιμά την Αδελφότητα.
Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων. Ο θρήνος άλλωστε ήταν ατομικός. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι περίπου χρόνια, να φτάσουμε στο 1962 για να γίνει ένα μνημείο στη μνήμη των θυμάτων. Πού; Μέσα στο νέο εβραϊκό νεκροταφείο, ωσάν το ζήτημα να αφορούσε μόνο συγγενείς και μέλη της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Και όταν 35 χρόνια μετά έγινε επιτέλους πραγματικότητα ένα μνημείο σε δημόσιο χώρο, αυτό εξορίστηκε στις παρυφές του κέντρου σε σημείο δυσδιάκριτο. Και όταν το μνημείο αυτό επανατοποθετήθηκε επιτέλους στο φυσικό του χώρο, την Πλατεία Ελευθερίας, περισσότερο υπήρξε έκπληξη παρά ικανοποίηση. Επρεπε να φτάσει το 2004 για να καθιερώσει η Βουλή των Ελλήνων με ψήφισμα ομόφωνα την Ημέρα Μνήμης. Έπρεπε να φτάσει το 2011 για να υπάρξει αντίστοιχη μέρα μνήμης για την πόλη μας και το 2014 για να αποκτήσει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μνημείο που αναδεικνύει την καταστροφή του νεκροταφείου. Και ίσως να μην είναι τόσο μακριά η μέρα που θα δούμε μια αντίστοιχη αναθηματική πλάκα στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου, στον "Άγιο Δημήτριο των νεκρών Εβραίων", στο πραγματικό εβραϊκό μαυσωλείο της Θεσσαλονίκης.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει. Τώρα που οι επιζώντες μάς αφήνουν και η σκυτάλη της μνήμης περνά σε όλους και όλες εμάς, ο Δήμος σκοπεύει να συνεχίσει να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαραλλέο. Επιθυμούμε η ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος να αποτελέσουν το νέο μνημονικό άξονα της πόλης, την αφετηρία και την απόληξη της μεγάλης, πολυπολιτισμικής, χριστιανικής, μουσουλμανικής, και εβραϊκής διαδρομής της Θεσσαλονίκης.
Η Πλατεία Ελευθερίας είναι ένας χώρος δημοκρατίας, όπου το 1908 όλοι οι Θεσσαλονικείς, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, πανηγύρισαν μαζί την ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος. Είναι επίσης ένας χώρος ξεριζωμού και προσφυγιάς, το σημείο από όπου αναχωρούσαν το 1922-1923 οι μουσουλμάνοι παλιοί Θεσσαλονικείς και όπου ξεμπάρκαραν οι νέοι, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες. Και είναι τέλος ένας τόπος μαρτυρίου, δημόσιου εξευτελισμού των θεσσαλονικέων Εβραίων, όπου το Μαύρο Σάββατο της 9ης Ιουλίου 1943 οι Γερμανοί διαπόμπευσαν μπροστά στα μάτια και ελλήνων χριστιανών 9.000 άρρενες Εβραίους.
Είναι ένας τόπος δύσκολος αυτή η πλατεία. Μας υπενθυμίζει ότι το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη είναι ο πιο βαρύς κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα βίας και εξανδραποδισμού. Μας υπενθυμίζει ότι οι Εβραίοι της ήταν αδιάσπαστο κομμάτι ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, ότι η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» ήταν ταυτόχρονα και η «Βαβέλ της Μεσογείου». Επιθυμούμε η Πλατεία Ελευθερίας να είναι ένα σημείο όπου οι δύσκολες, τραυματικές μνήμες όλων των κατοίκων αυτής της πόλης δεν θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά αντίθετα θα συνυπάρχουν αρμονικά: θα συνδιαλέγονται ζωηρά και θα προωθούν μια κουλτούρα συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού ώστε η βαριά κληρονομιά του παρελθόντος να μετατραπεί σε εφαλτήριο ενός καλύτερου μέλλοντος. Η νέα Πλατεία Ελευθερίας θα συμβολίζει την περηφάνια όλων των Θεσσαλονικών για την πόλη τους, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Κάποιες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, το Μουσείο του Ολοκαυτώματος θα συμβολίζει την ντροπή μας. Για όσα έγιναν, για όσα κάναμε, και κυρίως για όσα δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να κάνουμε, γηγενείς και πρόσφυγες, δεξιοί και αριστεροί κατά και μετά τον πόλεμο. Το Μουσείο είναι μια οφειλή της πόλης αλλά και ένα προσωπικό στοίχημα για μένα. Είναι μια οφειλή στους Εβραίους της, ως θεσσαλονικείς, Έλληνες και Σεφαραδίτες. Το Μουσείο υπερβαίνει την πόλη και την Ελλάδα και επανεγγράφει τη Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη των Σεφαραδιτών Εβραίων της Μεσογείου. Φιλοδοξεί να πει την άγνωστη ιστορία του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Μεσογείου και των Βαλκανίων, των σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της Κέρκυρας, των Χανίων και της Πάτρας, αλλά και του Βελιγραδίου, των Σκοπίων, του Μοναστηρίου, και του Σαράγεβο, της Τεργέστης και του Λιβόρνο. Ευελπιστεί να μετατρέψει τη σκισμένη σελίδα της Μπουένα Σαρφατή σε ιστορική γνώση. Να αναδείξει μια πτυχή του Ολοκαυτώματος που συχνά παραβλέπεται λόγω της έμφασης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και με τον τρόπο αυτό να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη τόπο μνήμης αλλά και κέντρο έρευνας και μελέτης διεθνούς ακτινοβολίας. Και, τέλος, ευελπιστεί να γίνει ένας χώρος όπου οι πολίτες όλης της γης, ειδικά οι νέοι θα μαθαίνουν τα αποτελέσματα της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Πολλοί μας ρωτούν γιατί. Γιατί αυτή η όψιμη έμφαση στην ιστορία και τη μνήμη των θεσσαλονικιών Εβραίων; Η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος μόλις την προηγούμενη Κυριακή και ο εμπρησμός της ιστορικής κατοικίας μιας εβραίας και μουσουλμάνας θεσσαλονικιάς, θα αρκούσαν θαρρώ ως απάντηση. Αλλά, προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. "Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί", του απάντησε ο Γερμανός φρουρός, μόλις ο Λέβι έφθασε στο Άουσβιτς. "Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί" θα μπορούσα να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται με την επιμονή μου. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της".
*Δημοσιεύτηκε στο news247 στις 31/1/2018.
Ο καθηγητής πολιτικής ιστορίας και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, αν και πιστεύει ότι «ανοίξαμε μια ανόητη ιστορία», κρίνει ότι τώρα είναι η ώρα να λυθεί μια και καλή το ζήτημα.
Και μιλά για ευτυχείς και δυστυχείς συγκυρίες, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο οραματιστής του εφιτκού» (εκδόσεις Μεταίχμιο)
- Κύριε Βερέμη, το καινούργιο σας βιβλίο αφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τις μεγάλες προσωπικότητες, τις γεννά η εποχή τους; ...
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει κριθεί από την ιστορία: Αν είμαστε ό,τι είμαστε σήμερα, σε μεγάλο βαθμό το χρωστάμε σ΄εκείνον. Η εποχή παίζει έναν ρόλο αλλά είναι και μια ευτυχής σύμπτωση, ένας άνθρωπος με τέτοιες ικανότητες να γεννηθεί και να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στη χώρα. Οπως υπάρχουν και ατυχείς συγκυρίες».
- Τώρα ζούμε μια ατυχή συγκυρία;
«Ναι, γιατί δεν έχουμε ηγεσίες ανάλογες με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Μπορεί βέβαια να αλλάξει αυτό. Αυτά τα πράγματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη».
- Πράγματι, πιστεύετε, ότι είναι τώρα η ώρα να λυθεί στο Σκοπιανό;
«Βέβαια και είναι τώρα. Γιατί είναι η στιγμή που η Αμερική ασκεί πίεση στη γειτονική μας χώρα να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία. Αυτό ήταν το δικό μας το ζητούμεμο. Και η Ντόρα Μπακογιάννη το είχε πει πριν από δέκα χρόνια αλλά και όλοι, νομίζω, ότι κινούμαστε σ΄αυτή την κατεύθυνση. Και τώρα ξαφνικά θυμηθήκαμε τα προ 25ετίας κι ότι δεν θέλουμε να υπάρχει το όνομα Μακεδονία. Ελεος πια... Δεν θα βάλουμε μυαλό...».
- Πώς κρίνετε τη στάση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα;
«Ο πρωθυπουργός, πρώτον, δεν αντιβαίνει τις πεποιθήσεις του κόμματός του ως προς το θέμα της σύνθετης ονομασίας, άρα είναι συνεπής με αυτό. Και δεύτερον κάνει και μία ζημιά στη Νέα Δημοκρατία στην εσωτερική της ενότητα. Αρα με ένα σμπάρο, δύο τριγόνια. Εξυπνη κίνηση εκ μέρους του. Εγώ είμαι υπέρ αυτής της ενέργειας και λέω μπράβο του που το έκανε. Ωστόσο φοβάμαι μήπως ο Τσίπρας παρασυρθεί από τα πλήθη που θα κραυγάζουν στο Σύνταγμα και πει "τι θέλουμε και μπλέκουμε τώρα" και κάνει πίσω. Για να μην χάσει ψηφοφόρους. Πράγματι αυτό με φοβίζει. Η άλλη εκδοχή είναι να πανηγυρίσει ότι έλυσε το πρόβλημα».
- Μπορεί δηλαδή να την κάνει την κωλοτούμπα...
«Ναι, όλα είναι πιθανά και το φοβάμαι. Ελπίζω να το ξεπεράσει, βλέποντας το θετικό της ιστορίας. Δεν θα την ξαναβρούμε αυτή την ευκαιρία. Αλλιώς η συνέχεια προοιωνίζεται άσχημη. Γιατί θα πούνε οι Αμερικανοί, αφού οι Ελληνες δεν το θέλουν αλλά το θέλουν οι άλλοι, ας πάμε με τους άλλους, τους καλούς. Και θα πάρουν την ενδιάμεση συμφωνία ως πρόκριμα και θα τους βάλουν ούτως ή άλλως στο ΝΑΤΟ. Ανοίξαμε μια ανόητη ιστορία που και την κυβέρνηση θα βλάψει και την αντιπολίτευση. Ο κόσμος αντέδρασε συσσωρεύοντας την κόντρα. Αν και ήταν μια καλή ενέργεια από πλευράς του Αλέξη Τσίπρα, αν δεν ολοκληρωθεί κινδυνεύει να γίνει μπούμερναγκ για τη χώρα. Είμαστε επί ξηρού ακμής. Ελπίζω να σοβαρευτούμε...».
- Και οι αντιδράσεις του κυρίου Καμμένου;
«Τον κύριο Καμμένο τον ξέρουμε, χρόνια. Δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλά δεν σκοπεύει να φύγει από την κυβέρνηση γι΄αυτόν τον λόγο. Πότε θα ξαναγίνει υπουργός Εθνικής Αμύνης; Συνεπώς, δεν έχει να χάσει τίποτα. Εριξε και μια ρουκέτα περί εθνοπατριωτισμού. Δυστυχώς, ο κίνδυνος είναι, λόγω των οικονομικών, κυρίως, προβλημάτων, να μετατεθεί το μένος ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, σ΄αυτή τη λύση. Είναι κακό να μπλέξουμε τη δυσαρέσκεια για την οικονομική μας κατάντια με το ζήτημα της λύσης της σύνθετης ονομασίας».
- Τα συλλαλητήρια τι δείχνουν;
«Τα συλλαλητήρια είναι δικαίωμα του λαού. Σαφώς είναι αντισυστημική αυτή η εκδήλωση. Ο κόσμος πηγαίνει για να εκφράσει και την αντιθεσή του στην κυβέρνηση. Κι είναι αστείο: Εγώ που δεν είμαι υπέρ της κυβέρνησης, σ΄αυτό το ζήτημα λέω να προχωρήσει και να τελειώνουμε. Μετά από χρόνια ανοησίας φτάσαμε επιτέλους σε μια συναίνεση».-
- Ο κίνδυνος από την πιθανή σαλαμοποίηση του ζητήματος, έτσι όπως εκφράζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση και την αντιπολίτευση γενικώς, δεν σας προβληματίζει;
«Πρέπει να δούμε τι πακέτο θα μας φέρουν. Το θέμα του αλυτρωτισμού που σωστά επισημαίνει η αντιπολίτευση είναι πολύ σοβαρό. Είναι καλό να μην υπάρχουν αλυτρωτικές νύξεις. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, είχαμε βρεθεί με τον Γκλιγκόροφ σε ένα συνέδριο και του είπα γιατί κάνει αυτές τις κίβδηλες αναφορές στην αρχαιότητα. Συμφώνησε λέγοντάς μου ότι είναι Σλάβοι και δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Ελληνες. "Αλλά όλοι αυτοί οι νέοι θέλουν παραμύθια, θέλουν τον Μεγαλέξανδρο", μου είπε».
- Μακεδονικό έθνος υπάρχει;
«Ιστορικά όχι. Τώρα όμως δημιουργήθηκε. Η Αμερική είναι το απόλυτο παράδειγμα έθνους».
- Την στάση της εκκλησίας στο ζήτημα, πως τη σχολιάζετε;
«Η εκκλησία έχει χάσει τον μπούσουλα. Αλλά αυτό συμβαίνει από τότε που εκκλησία και κράτος πάνε μαζί. Κι αυτό είναι το δράμα για την εκκλησία».
- Ηταν, είναι, λάθος η στάση του Ιερώνυμου; Η ταύτισή του με την κυβέρνηση;
«Από τη φύση του είναι ένας μετριοπαθής άνθρωπος ο Ιερώνυμος. Ωστόσο με τη στάση του αυτή μπέρδεψε τον κόσμο. Αυτές οι εμπλοκές μπερδεύουν τον κόσμο. Επρεπε να κρατηθεί μακριά και να μην μπει στην πολιτική. Η εκκλησία ασχολείται με τη σωτηρία της ψυχής μας. Μας παρηγορεί επειδή θα πεθάνουμε. Καλό θα ήταν να μην είχε πάρει θέση υπέρ ή κατά του συλλαλητηρίου».
- Εθνικισμός και φιλοπατρία: Μπερδεύτηκαν οι δύο έννοιες;
«Ο εθνικισμός έπαιξε έναν θετικό ρόλο όταν η χώρα μας επαναστάτησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε ήταν μια νεωτερική ιδεολογία για να πει στους Ελληνες ότι έχετε δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεστε. Και καλώς έγινε. Από εκεί και πέρα αν σε κάθε βήμα βγάζεις τον εθνικισμό σαν ελιξήριο της αιώνιας νεότητάς σου, δεν γίνεται δουλειά».
*Δημοσιεύτηκε στην iefimerida στις 29/1/2018.