Υπάρχει ένα παλιό κινεζικό χαϊκού που ρωτάει πώς είναι το βουνό, και απαντάει πως εξαρτάται από πού το βλέπεις. Αποκτά διαφορετικές όψεις όταν σκαρφαλώνεις, όταν το βλέπεις από την κορυφή ή από το απέναντι βουνό. Ετσι είναι και η σημερινή κατάσταση στην περιοχή που ανοίγεται ανατολικά μας. Εμείς τείνουμε να βλέπουμε μόνο την ελληνοτουρκική ένταση, αποδίδοντάς την στη συσσώρευση των άλυτων ελληνοτουρκικών διαφορών και στην επιθετικότητα του Ερντογάν.
Δεν βλέπουμε τις αναταραχές στο ευρύτερο μαγνητικό πεδίο που τις προκαλεί. Γιατί το σύνορο που περνά στη στενή θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στις μικρασιατικές ακτές, και σ' αυτό που στον χάρτη φαίνεται σαν η γεωγραφική τους συνέχεια, δηλαδή τα ελληνικά νησιά, από τον Ελλήσποντο έως τα Δωδεκάνησα, αποτελεί μια καυτή γραμμή. Εχει ιστορικό βάθος και δυναμική που υπερβαίνει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.
Αν το καλοκαίρι του 1914 ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν ξεσπούσε στο Σαράγεβο, θα μπορούσε να έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε Οθωμανική Τουρκία και Ελλάδα για την τύχη των νησιών που περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια με τους Βαλκανικούς πολέμους. Και όταν άρχισε ο πόλεμος, η Τουρκία οχύρωσε τις μικρασιατικές της ακτές και εκδίωξε εκατοντάδες χιλιάδες ελληνορθόδοξους των παραλίων, γιατί εκεί φοβόταν επίθεση.
Αλλωστε και οι πόλεμοι του 1912-13 και του 1919-22 δεν μπορούν να νοηθούν σαν ξεχωριστά γεγονότα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν πόλεμοι που αφορούσαν την αναδιοργάνωση μιας πολύ ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής.
Ας πάμε τώρα στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Γιατί παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, που τα είχε καταλάβει η Ιταλία το 1911, χωρίς η Τουρκία να προβάλει αξιώσεις, veto, αλλά και χωρίς να διαπραγματευτεί να πάρει τα μισά από αυτά; Γιατί ο Ισμέτ Ινονού συναίνεσε διά της σιωπής του, πράγμα που θα του το χρέωναν διά βίου, ως στίγμα, οι αντίπαλοί του;
Όχι μόνο λόγω της στάσης ουδετερότητας της Τουρκίας στον πόλεμο, ούτε επειδή οι Βρετανοί επεδίωκαν να ικανοποιήσουν την Ελλάδα με τα Δωδεκάνησα αντί της Κύπρου. Αλλωστε, η σπαρασσόμενη Ελλάδα δεν είχε καμιά διαπραγματευτική δύναμη. Η αιτία βρίσκεται στη σοβιετική πίεση στην Τουρκία για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ για τα Στενά (1936), και στην αξίωσή τους να αποσπάσουν από την Τουρκία περιοχές στη χερσόνησο του Καυκάσου, όμορες των σοβιετικών δημοκρατιών Γεωργίας και Αρμενίας. Ούτε τη δύναμη ούτε το κύρος είχε η Τουρκία να κάνει παζάρι υπό τη σοβιετική πίεση και με το ενδεχόμενο να ζητήσει η ΕΣΣΔ ως ναυτική βάση ένα από τα νησιά.
Ελλάδα και Τουρκία μπήκαν αναγκαστικά και βεβιασμένα στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. Μπήκαν όμως μαζί με έναν άλλο εταίρο: το Ιράν. Και στο Ιράν, οι Σοβιετικοί υποχωρώντας είχαν δημιουργήσει δύο κρατίδια στα βορειοδυτικά σύνορά του, των Κούρδων και των Αζέρων, αποσπώντας εδάφη του.
Στα μάτια των Αμερικανών, η κατάσταση στις δύο περιοχές, τη Βαλκανική και εκείνην του Καυκάσου, ήταν μια γεωπολιτική πραγματικότητα στην οποία οι Σοβιετικοί πίεζαν τρεις χώρες: την Ελλάδα (διά του εμφυλίου), την Τουρκία και το Ιράν. Επομένως, το 1947, μετά την υποχώρηση των Βρετανών, που τότε είχαν άλλα προβλήματα στην Παλαιστίνη και στην Ινδία, τις τρεις αυτές χώρες οι Αμερικανοί τις χειρίστηκαν από κοινού, τις ονόμασαν «βόρειο ζεύγμα» (Τhe NorthernTier) και τις έθεσαν στην αρμοδιότητα ειδικού τμήματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με αρχικά GTI, δηλ. Division of Greek, Turkish and Iranian Affairs.
Ας έλθουμε στο τώρα. Δεν υπάρχει πια αυτό το γεωπολιτικό μαγνητικό πεδίο, όπου από τη μια βρίσκονταν η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της, και από την άλλη μια συμμαχία που περιελάμβανε τις ΗΠΑ, επικεφαλής του δυτικού κόσμου, μαζί με Ελλάδα, Τουρκία και Ιράν. Ανατράπηκε. Στη θέση του έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο που ανατρέπει πλήρως την προηγούμενη κατάσταση συνασπίζοντας πρώην εχθρούς.
Ο νέος πόλος αποτελείται από τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία. Ο αντίπαλος πόλος είναι οι ΗΠΑ και η Ε.Ε., μαζί με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, κύριους εχθρούς του Ιράν. Ελλάδα και Κύπρος περιδινίζονται αναγκαστικά σ' αυτόν τον δεύτερο πόλο. Η γραμμή ανάμεσα στα δυο μαγνητικά πεδία περνά μέσα από τη Συρία και το Βόρειο Ιράκ, αλλά και το Αιγαίο ανάμεσα στα δυο μαγνητικά πεδία βρίσκεται. Δεν είναι πλέον ενδοσυμμαχική διαμάχη.
Έχει συσσωρευτεί πολλή ενέργεια στην ευρύτερη περιοχή που γυρεύει να εκτονωθεί. Αν και δεν έχουν όλοι τα ίδια συμφέροντα και αντιπαλότητες, ο πόλεμος έχει μια εσωτερική δυναμική. Αλλιώς μπαίνεις, διαφορετικός βγαίνεις. Μπορεί η Ελλάδα να μη σχετίζεται με τα μείζονα διακυβεύματα της διαμάχης, όπως αντίστοιχα συνέβη και στους προηγούμενους δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά η περιδίνηση που δημιουργεί ένας πόλεμος τραβά στην άβυσσο. Και πόλεμος δεν σημαίνει μόνο μάχες, βομβαρδισμοί, καταστροφές, αλλά και μεγάλες μετατοπίσεις πληθυσμών, και ευρείες πολιτικές ανακατατάξεις.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/4/2018.
Καταλαβαίνει κανείς ότι η κρίση, το να μην ξέρεις τι θα ξημερώσει αύριο, πώς θα είναι η ζωή σου τα επόμενα χρόνια, το άγχος για υπαρκτές και ενδεχόμενες αναστατώσεις, όλα αυτά δημιουργούν τη λαχτάρα της κανονικότητας. Κανονικότητα στην οικονομία, στην πολιτική, στην καθημερινή ζωή. Αλλά όσο την προσεγγίζει κανείς την έννοια της κανονικότητας τόσο φευγαλέα αποδεικνύεται.
Η έννοια της κανονικότητας βέβαια ιδεολογικοποιήθηκε και πολιτικοποιήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευση της ενοχής. Δεν είμαστε «κανονικό» έθνος, ούτε «κανονική» κοινωνία, δεν έχουμε «κανονική» ιστορία – και βεβαίως δεν έχουμε «κανονική» δημοκρατία.
Είναι «κανονικό» να κυβερνά η Αριστερά; Αυτή η έννοια της κανονικότητας τείνει να αντικαταστήσει άλλες, προηγούμενες νομιμοποιητικές έννοιες, όπως πρόοδος και συντήρηση, εκσυγχρονισμός και αναχρονισμός. Οχι ότι σ' εκείνες έλειπε το στοιχείο της συμμόρφωσης σ' έναν ιδεατό κανόνα, αλλά στην έννοια της κανονικότητας λείπει η δυναμική διάσταση της προσδοκίας, η προσομοίωση της πορείας στον χρόνο, η σύνδεση του μελλοντικού και επικείμενου με κάτι καλύτερο από το παρελθοντικό.
Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια «κανονική» χώρα. Τότε ποια είναι; Μήπως η Βρετανία του Brexit; Μήπως η Αμερική του Τραμπ και των σκοτωμών σε σχολεία και πανεπιστήμια; Μήπως η Γαλλία με δεύτερο κόμμα τη Λεπέν; Μήπως η Ισπανία με την Καταλονία; Μήπως η κομμένη στη μέση Ιταλία, ανάμεσα Πέντε Αστέρες και Λέγκα του Βορρά;
Μήπως η Αυστρία με συγκυβέρνηση ακροδεξιών; Μήπως η Γερμανία με τρίτο κόμμα τους νοσταλγούς του ναζισμού; Μας φαίνεται βασίλειο της κανονικότητας η Ευρώπη, με Ουκρανία και Συρία στα σύνορά της, με καραβάνια προσφύγων να συνωστίζονται στις πύλες της, με τον ρατσισμό να ανεβαίνει στο εσωτερικό της, με τον διαρκή φόβο της τρομοκρατίας στις μεγάλες πόλεις της; Δεν χρειάζεται ενδεχομένως να ψάξουμε για κανονικότητα αλλού, γιατί ο κανόνας συλλαμβάνεται πάντα ως ευρωπαϊκός. Ισως σε νησίδες, πράγματι να υπάρχει κανονικότητα. Αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τούτη την εποχή, εποχή κανονικότητας;
Αν κάτι χαρακτήριζε τη μεταπολεμική κανονικότητα, τα χρόνια της ανάπτυξης, ήταν η πρόοδος. Κάθε δεκαετία ζούσαμε ανετότερα και πλουσιότερα από την προηγούμενη, κάθε γενιά βελτίωνε της ζωή της σε σχέση με την προηγούμενη, υπήρχε μια γενικευμένη άνοδος της κατώτερης προς τη μεσαία τάξη.
Αυτό έχει πάψει να συμβαίνει ακόμη και πριν από την κρίση του 2008. Τουλάχιστον στις δυτικές χώρες, τον αναπτυγμένο κόσμο. Ανοδος σημειώθηκε, βέβαια, αλλά ως προς την Κίνα και την Ινδία, όπου πράγματι σχηματίστηκε μια κατώτερη μεσαία τάξη που ενδεχομένως υπερβαίνει αριθμητικά Ευρώπη και Αμερική.
Αλλά και σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο, η ίδια η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τη φράση «κάθε τι σταθερό, εκρήγνυται στον αέρα», εμβληματική φράση με την οποία ο Μαρξ περιέγραφε την καινούργια εποχή, μετά τις δυνάμεις που εξαπέλυσε ο βιομηχανικός καπιταλισμός στον κόσμο και οι οποίες υπονομεύουν κάθε σταθερότητα, κάθε κανονικότητα.
Πόσο μάλλον στον εικοστό αιώνα, όταν εκατομμύρια άνθρωποι, στις πιο απόμακρες γωνιές της Ευρώπης, που πίστευαν πως είναι ασφαλείς, είδαν αναπάντεχα, πολέμους και καταστροφές να αναστατώνουν τη ζωή τους, τα σπίτια και το βιος τους να χάνεται, τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους να αχρηστεύονται. Οτιδήποτε σταθερό είχαν στη ζωή τους τινάχτηκε στον αέρα!
Αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση πρέπει να την έχουμε συνεχώς στον νου μας στην Ελλάδα, καθώς βγαίνουμε από τη φάση της μνημονικής επιτήρησης. Μια ξαφνική άνοδος της τιμής των καυσίμων, μια κρίση σε οποιοσδήποτε σημείο του εύθραυστου οικονομικού οικοδομήματος, μπορεί να εξαντλήσει τα αποθέματα, να σβήσει τις μικρές αναζωπυρώσεις της οικονομίας και να βυθίσει τη χώρα ξανά σε μια κρίση, πριν προλάβει να ανασυνταχθεί από την προηγούμενη. Και αυτά δεν είναι υποθετικά σενάρια.
Παρά τη σταθεροποίηση πολλών χωρών σε σχέση με την κρίση του 2008, οι ρυθμοί ανάπτυξης καρκινοβατούν, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται υπέρμετρα και η οικονομία όσο στενεύει η παραγωγική της βάση σε σχέση με τα χρηματο-οικονομικά παράγωγα, τόσο πιο ασταθής γίνεται. Πάρα πολλοί αναλυτές και έγκυρα οικονομικά έντυπα προβλέπουν νέα οικονομική κρίση, χειρότερη του 2008, τα επόμενα δυο χρόνια. Αν προσθέσουμε τη σταθερά αυξητική τάση των προσφυγικών ροών και τις αυξανόμενες κλιματικές αναστατώσεις, η συζήτηση για την κανονικότητα πρέπει να αντικατασταθεί από τη συζήτηση για την ανθεκτικότητα.
Η ανθεκτικότητα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πλαισίου καταγωγής, πρέπει να ανασημασιοδοτηθεί και να αποτελέσει την κατευθυντήριο γραμμή της πολιτικής, και εδώ να επιτευχθούν ευρύτερες συγκλίσεις. Γιατί ανθεκτικότητα σημαίνει πως η χώρα, το πολίτευμα, ο πιο ευάλωτος πληθυσμός, πρέπει κατά το δυνατόν να θωρακιστεί με θεσμούς, δίκτυα ασφαλείας και εξόδους κινδύνου, απέναντι στις επόμενες, ξαφνικές ή αναμενόμενες, γνωστές ή αναπάντεχες αναταράξεις.
Η ανθεκτικότητα δεν είναι αμυντική πολιτική, αλλά πολιτική στρατηγική πρόβλεψης και πρόληψης σε μια εξ ορισμού θυελλώδη εποχή. Δεν είναι δημοφιλής ιδέα, ούτε επιδεικνύει αισιοδοξία. Είναι όμως ένας αναγκαίος, ρεαλιστικός και ριζικός προσανατολισμός, αν σκέφτεται κανείς μακροπρόθεσμα και σε βάθος.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/4/2018.
Τελικά, τι γίνεται με τη συνταγματική αναθεώρηση; Γιατί τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ - δηλαδή τα μόνα κόμματα που διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό (50) βουλευτών για να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία - έχουν μείνει τόσα χρόνια στα λόγια παρά τις επανειλημμένες και συχνά λαϊκιστικές διακηρύξεις τους;
Απάντηση στα εύλογα αυτά ερωτήματα των πολιτών δεν έχει ακόμη δοθεί. Υποτίθεται ότι αρχικά το εμπόδιο ήταν η πενταετία που έπρεπε να παρέλθει από την προηγούμενη αναθεώρηση, του 2008. Τελικά, όμως, πέρασε άλλη μια πενταετία και η αναθεώρηση καρκινοβατεί, με ορατό τον κίνδυνο να παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες.
Πού βρίσκεται σήμερα η αναθεώρηση; Η μεν κυβέρνηση, η οποία εμφανώς αγνοεί τον θεσμικό ρόλο της αλλά και τους σημερινούς συσχετισμούς, προσπαθεί μάταια να κρύψει την ανυπαρξία επεξεργασμένης συνταγματικής πολιτικής πίσω από μια ψευδαίσθηση «διαλόγου με τον λαό» (περιφέροντας ανά τας πόλεις και τας αγυιάς, μέσω μιας αμφιλεγόμενης Επιτροπής, ορισμένες γενικόλογες και μαξιμαλιστικές εξαγγελίες αλλά και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο σχετικού - αντισυνταγματικού σε κάθε περίπτωση - δημοψηφίσματος). Η δε ΝΔ αποφάσισε ,επιτέλους, έπειτα από χρόνια πολιτικής αοριστολογίας, να οργανώσει μια ευρεία εκδήλωση, προσπαθώντας να διαμορφώσει, επιτέλους, συγκεκριμένες αναθεωρητικές θέσεις και προτάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αξιοπρόσεκτη μια εντελώς μινιμαλιστική πρόταση που διατυπώθηκε από τον συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο: να περιορισθεί η αναθεώρηση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη, μόνο σε 5+1 σημεία, στα οποία έχουν σημειωθεί ευρύτερες συγκλίσεις (ευθύνη υπουργών, βουλευτική ασυλία, επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ενίσχυση ανεξάρτητων Αρχών, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και αλλαγή του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος). Αυτή υιοθετήθηκε ήδη, όπως ανακοινώθηκε, από το Κίνημα Αλλαγής και τη ΝΔ, όχι όμως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να επιμένει - θεμιτά καταρχήν - σε ευρύτερη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Αρα, προς το παρόν δεν φαίνεται να διαμορφώνονται οι όροι της απαιτούμενης από το Σύνταγμα ευρύτερης συναίνεσης (180 ή έστω, εναλλακτικά, 151 ψήφοι).
Ωστόσο, δεδομένου ότι η πολιτική αφετηρία της πρότασης είναι όντως ενδιαφέρουσα, θα μπορούσε ίσως να επιλεγεί ο εξής συγκερασμός:
Πρώτον, να κατατεθούν ως τάχιστα στη Βουλή όλες οι προτάσεις για τις αναθεωρητέες διατάξεις ώστε να φανεί το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα τους (π.χ. θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι θα πουν πλέον τα κόμματα τόσο για τον χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας όσο και για τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου ύστερα από την πρόσφατη «ελληνοχριστιανική» και όζουσα «θεοκρατικού» κατηχητισμού ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μοιάζει να αρνείται πλέον να ερμηνεύει το Σύνταγμα υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής - ανοιχτής και δημοκρατικής - κοινωνίας).
Δεύτερον, να συμφωνηθεί ότι η Επιτροπή που θα συσταθεί στη Βουλή, μετά την υποβολή των προτάσεων, θα φέρει στην Ολομέλεια μόνον εκείνες που συγκεντρώνουν ευρύτερη συναίνεση. Αυτές, βέβαια, μπορεί να αποδειχθούν περισσότερες από τις 5+1, συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, είτε τη συνταγματική καθιέρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, για ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, είτε τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, για να μην επαναληφθούν φαινόμενα που τραυματίζουν το πολίτευμα, είτε την απαλλαγή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον στενό κορσέ που του έχει φορέσει η αναθεώρηση του 1986 ως προς την άσκηση ορισμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων είτε, ακόμη, και κάποιο από τα δύο προαναφερθέντα θέματα (έστω και με 151).
Τα ανωτέρω προϋποθέτουν, βέβαια, ότι θα πρυτανεύσει επιτέλους νηφαλιότητα και μετριοπάθεια ώστε να μην ξαναχαθεί η ευκαιρία να γίνουν ορισμένες από καιρό ώριμες τροποποιήσεις. Οσο δε για τις ευρύτερες, ριζικότερες αλλά και ιδεολογικοπολιτικά επίμαχες, αυτές θα έχουν μεν προταθεί ένθεν κακείθεν, αλλά θα κριθούν σε ευθετότερο χρόνο και με ευχερέστερη πλέον διαδικασία, αποτελώντας ταυτόχρονα κριτήριο για τη μελλοντική πολιτική και προγραμματική αξιολόγηση των κομμάτων.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 23/3/2018.
Ο χειρισμός των υποθέσεων των 8 Τούρκων αξιωματικών και στη συνέχεια των δύο Ελλήνων στρατιωτικών υπενθύμισε τις ελλείψεις και δυσκολίες λειτουργίας του ελληνικού θεσμικού συστήματος εθνικής ασφαλείας. Είναι γνωστές οι λεγόμενες «ελληνικές ιδιαιτερότητες»: έλλειψη κουλτούρας ασφαλείας, αξιοκρατίας και επαγγελματισμού –η ύπαρξη εξαιρετικών στελεχών απλώς επιβεβαιώνει τη γενικότερη διαπίστωση και δίδει μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με περισσότερη οργάνωση και σοβαρότητα–, υποβαθμισμένη εκπαίδευση και επιμόρφωση, καθώς και έλλειψη εμπειρίας και εξοικείωσης του πολιτικού κόσμου.
Ιδιαίτερα ο τελευταίος παράγοντας ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την αρνητική παράδοση σε «γκρίζες» και «μαύρες» επιχειρήσεις, με κορυφαίο παράδειγμα την υπόθεση Οτσαλάν (επιλογή του Ναϊρόμπι όπου δραστηριοποιούνταν εκατοντάδες Αμερικανοί πράκτορες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις του 1998 ως ασφαλούς ενδιάμεσου προορισμού), αλλά και τη διαχείριση πρακτόρων εξωτερικού (Στηβ Λάλας), ειδικών περιπτώσεων όπως οι 5 Αφγανοί μεταφραστές της Ελληνικής Δύναμης στο Αφγανιστάν και σημαντικότερη εξαίρεση την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας».
Στην περίπτωση των οκτώ επισημαίνεται η απουσία αντανακλαστικών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στη γειτονική χώρα και η αδυναμία επίλυσης του προβλήματος την πρώτη ώρα εμφάνισής του. Οσον αφορά τους «δύο», ορθώς προκρίθηκε αρχικά μια στρατηγική διαχείρισης χαμηλών τόνων και σε διμερές επίπεδο αλλά πολύ γρήγορα –και παράλληλα– προχωρήσαμε σε διεθνοποίηση του ζητήματος απέναντι σε έναn ηγέτη που μάλλον αντιδρά πεισματικά σε τέτοιου είδους πιέσεις, εκτός αν συνοδεύονται από αξιόπιστες απειλές υψηλού κόστους. Η δε γενικότερη στάση μας έναντι της γειτονικής χώρας χαρακτηρίζεται από εμπλοκή σε επικοινωνιακούς καβγάδες, σπασμωδικές ενέργειες και «φλύαρες» δηλώσεις αντί για αποστολή μηνυμάτων μέσω μετρημένων κινήσεων.
Η απουσία κεντρικού συντονισμού σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και η προβληματική συνεργασία μεταξύ συναρμόδιων υπηρεσιών για τη διαχείριση των αναφυομένων κρίσεων αποτελούν μακροχρόνιες παθογένειες. Πρόκειται για μια σημαντική αδυναμία σε μια εποχή όπου οι κρίσεις, οι ψυχολογικές επιχειρήσεις, οι κάθε μορφής μαύρες και γκρίζες επιχειρήσεις, αλλά και ο υβριδικός πόλεμος αποτελούν ολοένα και συχνότερο φαινόμενο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 4/4/2018.
Πόσο εφικτοί θεωρείτε ότι είναι οι στόχοι των πλεονασμάτων που συμφώνησε η κυβέρνηση με τους θεσμούς;
«Όπως γνωρίζετε, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2017 διαμορφώνεται σε επίπεδο υψηλότερο του 3% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά τον στόχο του προγράμματος (1,75%). Ακόμα μεγαλύτερη υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου του προγράμματος είχαμε το 2016, με πλεόνασμα 3,8%, έναντι στόχου μόλις 0,5%. Κατά συνέπεια, τα τελευταία έτη παρατηρείται δημοσιονομική υπεραπόδοση, η οποία μάλιστα συγκρατήθηκε από την έκτακτη διανομή κοινωνικού μερίσματος προς το τέλος κάθε έτους, όταν δηλαδή υπήρχαν και αξιόπιστες προβλέψεις για το τελικό αποτέλεσμα.
Η εμπειρία αυτή σε συνδυασμό με την επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η εκτίμηση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί πλέον πεδίο κοινής αποδοχής τόσο για το πολιτικό προσωπικό της χώρας όσο και για τους κοινωνικούς και παραγωγικούς εταίρους, δείχνουν ότι είναι εφικτή η επίτευξη των στόχων για πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης ύψους 3,5% του ΑΕΠ με βάση τα μέτρα που περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ 2018-2021). Χαμηλότεροι στόχοι φυσικά θα ήταν για όλους μας πιο επιθυμητοί.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοούμε το κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της αναγκαίας συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη των συμφωνημένων πλεονασμάτων. Μεσοπρόθεσμα η επίτευξη τόσο υψηλών πλεονασμάτων μειώνει την αναπτυξιακή δυναμική. Αυτό εξάλλου το βιώσαμε τα τελευταία χρόνια όπου, με ευθύνη κυρίως των θεσμών, υποτιμήθηκε η απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων, με αποτέλεσμα τα υπερπλεονάσματα που δημιουργήθηκαν από τις εσφαλμένες αυτές εκτιμήσεις να στερήσουν πολύτιμους πόρους από την ελληνική οικονομία και να δυσχεράνουν την ταχύτερη επιστροφή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Η διευθέτηση του χρέους θα επηρεάσει καθοριστικά τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας. Πού θεωρείτε ότι πρέπει να τοποθετηθεί ο πήχης των διεκδικήσεων από την Ελλάδα;
«Η διευθέτηση του χρέους με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ξεκάθαρα η μακροχρόνια βιωσιμότητά του θα ήταν μία εξαιρετικά θετική εξέλιξη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Κατ' αρχάς θα διευκολύνει την ομαλή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Παράλληλα, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, στηρίζοντας τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα έτη. Δυστυχώς όμως ο πήχης της διευθέτησης του χρέους δεν τίθεται από τη δική μας πλευρά, αλλά από την πλευρά των πιστωτών, των οποίων οι απόψεις μάλιστα δε συγκλίνουν κατ' ανάγκη. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί με συγκεκριμένες αναλύσεις αναφορικά με τα ελάχιστα χαρακτηριστικά της απαιτούμενης διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Σε πρώτη φάση έχουμε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που ενέκρινε το Eurogroup τον Δεκέμβριο του 2016 και έχουν ήδη εφαρμοστεί. Σε αυτά συγκαταλέγονται η εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), η παραίτηση (για το 2017) από το περιθώριο επιτοκίου ύψους 200 μονάδων βάσης που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα και η αξιοποίηση της χρηματοδότησης του EFSF και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για τον περιορισμό των κινδύνων από τα κυμαινόμενα επιτόκια.
Σε δεύτερη φάση, από τις συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους και τη διασύνδεσή τους με την ανάπτυξη φαίνεται πιθανή κάποια χρονική μετάθεση των πληρωμών τόκων ή και των χρεολυσίων από τα δάνεια του EFSF και ενδεχομένως μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ από το 2021, με παράλληλη αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και την προσήλωση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θετική επίσης εξέλιξη θα αποτελέσει, εφόσον τελικά επιτευχθεί, μία συμφωνία για απόδοση των επιλέξιμων κερδών από τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι μπορεί και πρέπει πλέον να διασφαλιστεί κατά τρόπο απολύτως πειστικό η μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, συγκρατώντας τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες μεσοπρόθεσμα εντός του ορίου του 15% του ΑΕΠ. Η διευθέτηση αυτή θα επηρέαζε καθοριστικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας για πάρα πολλά χρόνια».
Πότε θεωρείτε ότι θα πρέπει να αρθούν πλήρως τα capital controls;
«Από τον Ιούνιο του 2015, οπότε και επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, έχει επέλθει σημαντική χαλάρωσή τους, με προσεκτικά βήματα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος, τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ενδεικτικά ως προς τη χαλάρωση των περιορισμών, εκτός της δυνατότητας ανάληψης όλου του ποσού που κατατίθεται σε μετρητά ή μεταφέρεται από το εξωτερικό, παρέχεται πλέον η δυνατότητα ανάληψης μετρητών έως του ποσού των 2.300 ευρώ τον μήνα. Ακόμη, απελευθερώθηκε πλήρως το άνοιγμα νέων λογαριασμών, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά τα όρια των εμπορικών συναλλαγών των επιχειρήσεων με το εξωτερικό, τα οποία εγκρίνονται σε επίπεδο τραπεζών, γεγονός που επιτρέπει την ταχύτερη διεκπεραίωση των συναλλαγών και την ευκολότερη διεξαγωγή του εμπορίου. Επίσης, έχει διευκολυνθεί η μεταφορά κεφαλαίων από τα νοικοκυριά στο εξωτερικό μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων (2.000 ευρώ ανά ημερολογιακό δίμηνο). Είναι φανερό ότι η σταδιακή άρση των περιορισμών συμβαδίζει με την αύξηση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και συντελεί σε αυτήν.
Όπως καταλαβαίνετε, είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς χρονικά την πλήρη εκπλήρωση των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στην άρση όλων των κεφαλαιακών περιορισμών. Οι επόμενες αλλαγές πάντως θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι καλά σχεδιασμένες, ώστε να βελτιωθεί αποτελεσματικά η λειτουργία της οικονομίας, χωρίς να διαταραχθεί η ρευστότητα του συστήματος».
Υπό ποίες προϋποθέσεις το τραπεζικό σύστημα θα αναλάβει ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση του επιχειρείν;
«Το 2017 τόσο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής όσο και οι καθαρές ροές της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν, έστω και οριακά, σε θετικό πρόσημο, αντανακλώντας τη βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών που αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα ώστε να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Κατά τη διάρκεια του 2017 οι τράπεζες μείωσαν στο μισό τη χρηματοδότησή τους από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA, Δεκέμβριος 2017: 21,6 δισ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 43,6 δισ. ευρώ). Επίσης, μείωσαν σημαντικά τον δανεισμό τους από πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2017: 12 δισ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 23 δισ. ευρώ). Παράλληλα, παρατηρήθηκε αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα για δεύτερη συνεχή χρονιά, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής να διαμορφώνεται σε 4,7% (από 3,4% το 2016). Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε και η αποκατάσταση της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών από τις συστημικές τράπεζες, ύψους 2,3 δισ. ευρώ.
Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών θα επιδράσει θετικά τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά δανείων, με την τελευταία να εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί και από την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη βελτίωση της πιστωτικής συμπεριφοράς των δανειοληπτών, εξελίξεις που θα συμβάλουν στην απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και στη μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Φαίνεται λοιπόν ότι έχουμε μία συνεχή βελτίωση όλων εκείνων των παραγόντων που θα επιτρέψουν στο τραπεζικό σύστημα να ανακτήσει σταδιακά τον διαμεσολαβητικό του ρόλο μεταξύ αποταμίευσης και επενδύσεων και να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας».
Μέσα από την αναδιάρθρωση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων οι τράπεζες θα αλλάξουν τον χάρτη του εγχώριου επιχειρείν; Πού πρέπει να στοχεύσουν και πώς να κινηθούν;
«Γίνεται αντιληπτό ότι η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας και τη στροφή της ελληνικής οικονομίας προς καινοτόμους και εξαγωγικούς κλάδους. Ο εντοπισμός των επιχειρήσεων με προοπτικές βιωσιμότητας, για τις οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν από τις τράπεζες μακροπρόθεσμες λύσεις αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, είναι μια δύσκολη διαδικασία. Από τη μία πλευρά πρέπει να επιβραβεύεται η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, η οποία δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία, και από την άλλη πρέπει να επιδεικνύεται αυστηρότητα στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Στην κατεύθυνση αυτή, οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Μέλημα των τραπεζών πρέπει να αποτελεί επίσης η προστασία του παραγωγικού ιστού και η διασφάλιση θέσεων εργασίας, και όχι μόνο η ανάκτηση μέρους των απαιτήσεών τους.
Είναι γεγονός ότι, στο νέο αισιόδοξο περιβάλλον που διαμορφώνεται, μέσα από τη διαχείριση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους το τραπεζικό σύστημα μπορεί και οφείλει να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού, στη στροφή της ελληνικής οικονομίας προς κλάδους αυξημένης προστιθέμενης αξίας, που χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και δυναμική και αφορούν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με έμφαση στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες. Οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις πρέπει επίσης να βρίσκονται σε αρμονία με την ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική για την εδραίωση ενός νέου υποδείγματος βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, η οποία αναμένεται να αποτελέσει σύντομα αντικείμενο διαβούλευσης. Η συνολική διευθέτηση των οφειλών με δίκαιο, αποτελεσματικό και κοινωνικά ευαίσθητο τρόπο μπορεί να αποβεί επωφελής για όλους τους εμπλεκομένους, ενισχύοντας επιπλέον την κοινωνική συνοχή. Η όλη διαδικασία είναι βέβαιο ότι απαιτεί κοινωνικές συγκλίσεις, οι οποίες, μετά τα τόσο πλούσια διδάγματα και το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος της τρέχουσας κρίσης, είναι σήμερα κατά τη γνώμη μου εφικτές».
Πρέπει και μέσα από ποια διαδικασία να προστατευθεί η πρώτη κατοικία έναντι των πλειστηριασμών;
«Η πρώτη κατοικία προστατεύεται. Ο νόμος 3869/2010, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προστατεύει την πρώτη κατοικία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων με βάση μια σειρά από εύλογα κριτήρια, όπως το εισόδημα, η αξία της ακίνητης περιουσίας, η ικανότητα αποπληρωμής και η επίδειξη πνεύματος συνεργασίας. Τα κριτήρια αυτά έχουν θεσπιστεί ώστε η προστασία της πρώτης κατοικίας να παρέχεται μόνο σε όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη γιατί αδυνατούν να πληρώσουν και όχι σε "στρατηγικούς κακοπληρωτές" που κρύβονται πίσω από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, εκ των οποίων περίπου 9 δισ. ευρώ αφορούν στεγαστικά δάνεια και περίπου 3 δισ. ευρώ καταναλωτικά δάνεια. Νομίζω ότι τα μεγέθη αυτά καταδεικνύουν τον βαθμό προστασίας που έχει παράσχει η πολιτεία στα δύσκολα αυτά χρόνια της κρίσης. Ειδικότερα, αίτηση υπαγωγής στο ν. 3869/2010 έχουν σωρευτικά υποβάλει περίπου 165.000 άτομα, εκ των οποίων περίπου 13.000 υποβλήθηκαν το α' εξάμηνο του 2017. Είναι ενθαρρυντικό ότι μετά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί (π.χ. πρόσληψη δικαστών, διάθεση δικαστικών αιθουσών) ο αριθμός των αιτήσεων σε εκκρεμότητα έχει αρχίσει να μειώνεται.
Επιτρέψτε μου να επιμείνω στην αναγκαιότητα της εφαρμογής εύλογων κριτηρίων για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Η προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, και ιδιαίτερα της πρώτης κατοικίας τους, αποτελεί αυτονόητο στόχο της κοινωνικής πολιτικής στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, μπορεί να αποβεί προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων, ακόμα και των τραπεζών. Εξάλλου, ο ν. 3869/2010 ήδη προβλέπει την επιδότηση από το Δημόσιο μέρους της δόσης στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας συμφωνίας ρύθμισης υπό συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις, αποτρέποντας την αναγκαστική ρευστοποίηση της "λαϊκής κατοικίας".
Από την άλλη, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η άσκηση πίεσης προς τους αποκαλούμενους "στρατηγικούς κακοπληρωτές" που εκμεταλλεύονται ευνοϊκές διατάξεις νόμων ή/και δυσλειτουργίες του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, ώστε να μην αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ενώ έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα.
Αν μπορέσουμε να βρούμε την ισορροπία, τότε και ο τραπεζικός τομέας θα διάκειται πιο ευνοϊκά στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων. Η ρευστοποίηση οικιστικών ακινήτων χαμηλής εμπορικής αξίας σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί προτεραιότητα των τραπεζών».
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της αγοράς ακινήτων, μετά τη σημαντική «διόρθωση» που υπέστη από το 2008 και μετά; Εκτιμάτε ότι έχει πιάσει «πάτο» ή θα συνεχιστεί η απομείωση της αξίας των ακινήτων;
«Κατά τη διάρκεια του 2017, τόσο η αγορά κατοικίας όσο και η αγορά επαγγελματικών ακινήτων παρουσίασαν τα πρώτα θετικά δείγματα σε όλους σχεδόν τους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφηκαν σταθεροποιητικές ή ακόμα και θετικές ενδείξεις στις τιμές και στα μισθώματα, στο επενδυτικό ενδιαφέρον, ακόμα και στην κατασκευαστική δραστηριότητα, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών ακινήτων, όπως τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα και τα βιομηχανικά κτήρια. Παράλληλα, οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) προχώρησαν σε επενδύσεις ύψους 200 εκατ. ευρώ, ενώ νέοι ξενοδοχειακοί όμιλοι εισήλθαν στην τουριστική αγορά, όχι μόνο στα νησιά αλλά και στην Αθήνα, η οποία φαίνεται να προσελκύει το επενδυτικό ενδιαφέρον για ακίνητα επαγγελματικής αλλά και οικιστικής χρήσης στο πλαίσιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Με άλλα λόγια, έχουμε από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις βάσιμες ενδείξεις ότι ο καθοδικός κύκλος των τιμών στην ελληνική κτηματαγορά, που ξεκίνησε το 2009, πιθανότατα ολοκληρώνεται. Όσο η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται, τόσο αυξάνεται η κινητικότητα στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών, σε μια αγορά που έχει υποστεί τεράστια υποτίμηση τα τελευταία εννέα έτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτιμώμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος σωρευτική πτώση των τιμών των διαμερισμάτων από το 2008 μέχρι και το τέλος του 2017 ανέρχεται σε 42%. Η αντίστοιχη πτώση των τιμών επαγγελματικών γραφείων και καταστημάτων από το 2010 (έτος από το οποίο ξεκινάει η καταγραφή των σχετικών στοιχείων από την Τράπεζα της Ελλάδος) έως και το τέλος του α' εξαμήνου του 2017 ανέρχεται σε περίπου 30%, και προφανώς θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν προσμετρηθεί και η διόρθωση της αγοράς τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Η σταδιακή σταθεροποίηση των τιμών των ακινήτων που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα, ενώ η αρνητική επίδραση από τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, στο πλαίσιο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες, θα είναι βραχυπρόθεσμη και θα αφορά τα ακίνητα υποδεέστερων χαρακτηριστικών. Οι τράπεζες έχουν χαρτογραφήσει τα χαρτοφυλάκιά τους και, όπως φαίνεται, ξεκινούν τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Επιλέγουν μάλιστα να αποκτούν οι ίδιες σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση μη ικανοποιητικών τιμών στους πλειστηριασμούς. Μεσοπρόθεσμα, η αναθέρμανση της αγοράς αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση ακινήτων υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικών χαρακτηριστικών, συμπαρασύροντας τελικώς ανοδικά τη ζήτηση σε όλο το φάσμα της ελληνικής κτηματαγοράς. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων τα τελευταία έτη έχει εισέλθει σε έντονο ανοδικό κύκλο, γεγονός που αναμένεται να συμπαρασύρει σταδιακά και την ελληνική αγορά, στο πλαίσιο και των αυξημένων τουριστικών ροών προς τη χώρα μας.
Εκτιμώ επομένως ότι η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικά ανταγωνιστικές αποδόσεις σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αλλά και πραγματικές ευκαιρίες, θα αρχίσει σταδιακά να ανακάμπτει και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας».
Δημιουργία bad bank
Πόσο εφικτή είναι η πρόταση περί ίδρυσης bad bank για τα «κόκκινα» δάνεια;
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε πρόσφατα κατευθυντήριες οδηγίες (Blueprint) για τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να έχει ένας φορέας κεντρικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων (Asset Management Company - AMC) στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Η υιοθέτηση της Οδηγίας για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Bank Recovery and Resolution Directive - BRRD) και οι κανόνες για την έγκριση ενδεχόμενης κρατικής βοήθειας από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) δημιουργούν ένα αρκετά περιοριστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οφείλουν να κινηθούν οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία AMC.
Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη ότι το θέμα αυτό επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο με θεσμικό τρόπο και η σχετική συζήτηση έχει ξεκινήσει. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η σχετική αναφορά στην πρόσφατη Έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την οποία θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που χρήζει προσεκτικής μελέτης και σχεδιασμού, καθώς εκτός από τις επιπτώσεις στα χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν και ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πρωτοβουλίας».
Περισσότεροι «παίκτες»
Η τραπεζική αγορά «αντέχει» περισσότερους παίκτες;
«Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με τα τέσσερα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα να αντιπροσωπεύουν το 97% του συνολικού ενεργητικού. Η συγκέντρωση αυτή είναι αποτέλεσμα εξαγορών και συγχωνεύσεων, καθώς και της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης.
Συνοδεύτηκε από μεγάλη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στις τράπεζες, μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και του εξορθολογισμού του δικτύου καταστημάτων.
Δεδομένης όμως της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, παρατηρείται κινητικότητα και ενδιαφέρον επενδυτών για δραστηριοποίηση στην εγχώρια τραπεζική αγορά. Εξάλλου και διεθνώς παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για ανάπτυξη μικρού μεγέθους τραπεζών οι οποίες στοχεύουν σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, όπως για παράδειγμα είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, υπενθυμίζω ότι η χορήγηση νέας τραπεζικής άδειας στην ελληνική αγορά αποτελεί αρμοδιότητα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης και συνεπώς το όποιο ενδιαφέρον των επενδυτών θα επικεντρώνεται σε υφιστάμενες μικρές τράπεζες, που ήδη διαθέτουν τραπεζική άδεια.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Credicom, η οποία πρόσφατα μετονομάστηκε σε Praxia Bank και σύμφωνα με το επιχειρησιακό της σχέδιο σε πρώτη φάση θα επικεντρωθεί στη χρηματοδότηση μεσαίων και μεγάλων εταιρειών. Ανάλογο επενδυτικό ενδιαφέρον φαίνεται να προσελκύει και η Επενδυτική Τράπεζα Ελλάδος, η οποία ανήκει στον εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και ασχολείται κυρίως με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών».
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 28/3/2018.
Η ανεξαρτησία προέκυψε από πλήθος παραγόντων: προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των Ελλήνων (κυρίως από το 1821 έως το 1824), του ρομαντισμού και των φιλελλήνων, του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων κ.ά.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 θεωρήθηκε «έντιμος συμβιβασμός» για τα συμφέροντα των τελευταίων. Ενώ αρχικά οι Άγγλοι επέμεναν στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό να ανακόψουν την επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια, από το 1823 με τον Τζορτζ Κάνινγκ έκαναν στροφή στην εξωτερική πολιτική βλέποντας τις νέες ευκαιρίες μέσω των απελευθερωτικών κινημάτων που θα κατώρθωναν να συγκροτήσουν νέα κράτη- προτεκτοράτα.
Το νεοσύστατο κρατίδιο υπήρξε εξαρχής δέσμιο του διεθνούς συστήματος ασφαλείας και του βρετανικού, τότε, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Και η πρώτη ελληνική πτώχευση του 1826-1827 είχε μια ιδιομορφία: η Ελλάδα δεν ήταν καν κράτος.
Εν μέρει η χρηματοδότηση του Αγώνα έγινε από ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού και κεφάλαια Ελλήνων πλοιοκτητών που είχαν αβγατίσει το εμπόριό τους χάρη στη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Κατά τα άλλα, από το σύνολο των δύο δανείων του 1824 και του 1825, ονομαστικού ύψους 2.800.000 λιρών, μόνον το 20% έφτασε στον σκοπό του.
Το 40% πήγε σε προμήθειες και ασφάλειες των μεσαζόντων, ενώ με το υπόλοιπο αγοράστηκε ένα πλοίο και παραγγέλθηκαν άλλα τέσσερα ‒ για να φτάσουν μόνο δύο πλοία στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση.
Το πιο σκληρό μέτρο για την αποπληρωμή των δανείων ήταν η υποθήκευση των «εθνικών κτημάτων» που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους.
Στο εσωτερικό, ό,τι απέμεινε από το δάνειο, χρησιμοποιήθηκε για εξαγορά βουλευτών, για μισθούς στρατιωτικών (12.000 αξιωματούχοι σε σύνολο δύναμης 20.000 ανδρών) και της διοίκησης.
Κατά κοινή ομολογία, το δάνειο υποκίνησε τον αμοραλισμό, την κοινωνική σήψη και τους δύο εμφυλίους του 1824. Ήδη, η πάνω και η κάτω κλεφτουριά ‒η αριστοκρατία της εθνικής εικονοποιίας και οι ρακένδυτοι του Αγώνα‒ ήταν εμφανής.
Με το «ταμείον κενόν», κατά δήλωση της Επιτροπής Ταμείου της Βουλής, η Ελλάδα είχε ήδη πτωχεύσει το 1825. Οι φατρίες διαγκωνίστηκαν για την απομύζηση του πλούτου: «νόμος και ισχύς, αι λίραι του δανείου».
Όπως σημείωνε ο Κ. Παπαρηγόπουλος για την οικονομική ασφυξία, δεν είχαν μείνει ούτε 20.000 λίρες για να σωθεί το Μεσολόγγι. Τον Απρίλιο του 1826, η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη είχε βρει στο ταμείο μόνον 16 γρόσια∙ ούτε μία λίρα.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1828 το δίκροτο «Γουωρσπάϊτ» έφθασε στην Αίγινα με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 12 Ιανουαρίου τα ελληνικά και ξένα πλοία με «πυροβολικάς αντιχαιρήσεις», όλες οι αρχές του νησιού, όλος ο λαός υποδέχτηκαν τον πρώτο Κυβερνήτη για την επίσημη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην προκυμαία.
Ομως, στις 10 Φεβρουαρίου του 1829 ο Κυβερνήτης έγραφε από την Αίγινα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (ο οποίος αργότερα είχε τύψεις για τη δολοφονία του Καποδίστρια):
«Ήθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλλιρα δια να σας δώσω όσα ζητείτε, αλλά καθώς σας είπα το μεν ιδιαίτερό μου ταμείον είναι κενόν, το δε δημόσιον μόλις δύναται να επαρκέσει εις τας μάλλον κατεπειγούσας χρείας του τρέχοντος Φεβρουαρίου και το πολύ του ημίσεως Μαρτίου. Τούτο είναι γνωστότατον και δύνασθε αυτοπροσώπως να το βεβαιωθήτε, βλέποντες τα κατάστιχα της επί των οικονομικών επιτροπής...Υπομείνατε καθώς υπομένω και υπομένω ίσως επέκεινα της ανθρωπίνης δυνάμεως».
Ωστόσο, η πρώτη πτώχευση έτρεχε να συναντήσει την επόμενη του 1843. Τι είχε πάει στραβά; Κανείς δεν έβλεπε την πάνω και την κάτω κλεφτουριά. Κανείς δεν διαπίστωνε ότι «ο κινητικός πληθυσμός που αναζητούσε δημόσιες σχέσεις κι έτρεχε κατά μάζες» όπως έγραφε ο Εντμόντ Αμπού στο «Η Ελλάδα του Όθωνος» το 1854.
Κι ας φώναζε ο Μακρυγιάννης ότι «...η αλήθεια είναι πικρή και όσοι κάμαμεν το κακόν, μας κακοφαίνεται, ότι και το κακό το θέλομε και το νιτερέσιον να το κάνωμε και καλούς πατριώτες θέλουμε να μας λένε. Και αυτό δεν γίνεται».
Ούτε αργότερα διαπιστώθηκε το φαινόμενο των κρατικοδίαιτων και των άλλων –όχι μόνο του Εικοσιένα– σε σχέση με τα κοινά και τα δημόσια ταμεία. Ούτε καν σήμερα, διακόσια χρόνια μετά.
Τον Καραϊσκάκη, «οι μεν πατέρα κράζοντάς τον, οι δε σωτήρα της Ελλάδος, άλλοι φόβητρον των Τούρκων και άλλοι αιώνιον καύχημα της Ελλάδος... τον έθαψαν... μετά τριών ωρών θρηνολογίας...» (Χρ. Περραιβού, «Απομνημονεύματα πολεμικά», Τόμ. Β΄, Αθήναι, 1836, κι αυτό ήταν όλο.
Βέβαια, υπήρξε ο Σολωμός, υπήρξε ο Κάλβος με τη Λύρα του πριν τις Ωδές: «Εσάς προσμένει η γη μου∙ εκεί τα σφάγια, και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα χίλιους ναούς∙ τους έκτισαν της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια».
Αλλά υπήρξε από κοντά κι η παραδοχή του Κωστή Παλαμά: «Το Εικοσιένα; Έχουμε ως την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι» (βλ. Κ. Παλαμάς «Σημειώματα στο περιθώριο», εκδ. Στιγμή, 2017).
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/3/2018.
Η «Μετά – Κρίση» εποχή θα έχει πατέντα made in Greece. Αυτό το όραμα μοιράζεται ο Σύνδεσμος «Ελληνική Παραγωγή». Να γίνει πράξη: «Η μεταβίβαση από την Ελλάδα που δανείζεται, καταναλώνει και εισάγει, στην Ελλάδα που δημιουργεί, καινοτομεί, παράγει και εξάγει».
Στόχος του Συνδέσμου είναι: «Η συνειδητοποίηση όλων (Πολιτεία, Κοινωνικών Εταίρων), της σημασίας της μεταποιητικής βιομηχανίας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης και τη βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση. Ζωντανές μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις στο χώρο της παραγωγής, της μεταποίησης, δίνουν μαθήματα γραφής με τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ελπιδοφόρα τα μηνύματα με πράξεις και όχι με λόγια. Πρέπει γι' αυτό να γίνει συνείδηση ότι μονάχα η Ελληνική Παραγωγή μπορεί να κάνει ανταγωνιστική την οικονομία μας και ισχυρή τη Δημοκρατία μας.
Στην ίδια κατεύθυνση, μία ομάδα καθηγητών της οικονομίας σε συνεργασία με επιχειρηματίες, ίδρυσαν την «Ακαδημία της Ελληνικής Παραγωγής». Έναν φορέα που δημιουργεί γέφυρες και δεσμούς των ιδρυμάτων επιστημονικής γνώσης, των φορέων νέων τεχνολογιών και καινοτομίας, με το χώρο της πραγματικής οικονομίας και την ελληνική παραγωγή. Ένας φορέας που αναδεικνύει και επιβραβεύει την ελληνική παραγωγικότητα.
Οι πρωτοβουλίες αυτές σηματοδοτούν τη «Μετά – Κρίση» εποχή που θα κερδηθεί με την ελληνική παραγωγή. Το πάντρεμα της γνώσης με την πραγματική οικονομία θα αναδείξει τα πλεονεκτήματα της οικονομίας μας σε όλους τους κλάδους της παραγωγής, αφού θα συνδυάζει τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία με την πραγματική παραγωγή. Αυτές οι πρωτοβουλίες μας προσγειώνουν και από τις αυταπάτες που φαίνεται δεν έχουν τελειωμό. Ακούς από τους κυβερνώντες το αφήγημα του κ. Τσίπρα για «καθαρή» έξοδο το 2018 από τα Μνημόνια και αναρωτιέσαι γιατί ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Δεν γνωρίζουν ότι τα μέτρα του 3ου Μνημονίου θα συνεχίζουν να δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας. Δεν γνωρίζουν ότι η επιτροπεία θα παρακολουθεί την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Αλήθεια ποιον κοροϊδεύουν;
Ακούς από τους κυβερνώντες ότι «η επιστροφή» της Ανάπτυξης φθάνει και αναρωτιέσαι για ποια χώρα γίνεται λόγος; Ακούς ότι χιονοστιβάδα επενδύσεων κατακλύζει την Ελλάδα. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική και τους διαψεύδει. Καρκινοβατούν ακόμη και οι λεγόμενες «μνημονιακές επενδύσεις» των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και περιουσίας.
Είναι καιρός να σταματήσουν οι αυταπάτες για λαϊκή κατανάλωση και εκλογική πελατεία. Η ανάπτυξη και η έξοδος από την κρίση θα γίνει με εμπροσθοφυλακή την ελληνική παραγωγή. Διαφορετικά οι μνημονιακές ρυθμίσεις θα δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας για πολλές δεκαετίες. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Η «Μετά – Κρίση» εποχή προϋποθέτει ένα δύσκολο αγώνα των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με μακρόχρονο στρατηγικό σχεδιασμό, με όραμα, όπως αυτό του Συνδέσμου «Ελληνική Παραγωγή». Η πραγματική έξοδος θα γίνει όταν το made in Greece θα αποτυπώνεται στα προϊόντα μας. Οι επικοινωνιακές περιφερειακές συσκέψεις για πολιτική κατανάλωση δεν προσφέρουν σημαντικά πράγματα στην προσπάθεια για έξοδο από την κρίση. Ούτε βέβαια και τα «εγκεφαλικά» κομματικά προγράμματα συνεισφέρουν ουσιαστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Χρειάζονται τολμηρά βήματα και σχεδιασμό στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων για σοβαρά επιχειρηματικά σχέδια, προϋποθέτουν σταθερό φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον. Η εγχώρια οικονομία μας, αγωνίζεται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, αβέβαιο και απρόβλεπτο με λίγο και ακριβό χρήμα από τα πιστωτικά ιδρύματα και βαριά υπερφορολόγηση. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου (γύρω στις 400 χιλιάδες) είναι βραχυκυκλωμένο στο βάλτο των κόκκινων δανείων. Η διαχείριση αυτών των δανείων από τις τράπεζες, μπορεί να συμβάλει στην εξυγίανση της πραγματικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα θα υπάρξει μια μεγάλη ανακατανομή πλούτου σε όφελος των funds. Είναι μια διαδικασία που θα απαξιώσει επιχειρηματικές επενδύσεις πολλών χρόνων με βασική αιτία την κρίση και τη διαχείρισή της από τις πολιτικές ηγεσίες. Πρέπει να μάθουμε να λέμε τις αλήθειες για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής παραγωγής. Η αγροτική μας οικονομία με σοβαρό προγραμματισμό έχει τεράστιες δυνατότητες στον εξαγωγικό και ανταγωνιστικό τομέα. Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ μπαίνουν σε δύσκολα μονοπάτια. Με τη μεταποίηση βασικών προϊόντων μπορεί να κερδίσουμε μεγάλο μέρος στις αγορές. Χρειάζονται πολιτικές και προγράμματα δεκαετίας για την αγροτική ανασυγκρότηση και το ζωντάνεμα της υπαίθρου. Βράζουμε όμως στις μικρο-πολιτικές μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή για την ανάκαμψη της οικονομίας. Σημαντικοί κλάδοι στο χώρο των ΜΜΕ, αξιοποιώντας την επιστημονική γνώση, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, μπορούν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργώντας νέες θέσεις απασχόλησης στο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας που αναζητάει απασχόληση. Για την έναρξη αυτής της διαδικασίας, το κράτος οφείλει να δημιουργήσει θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Να απενεχοποιήσει το επιχειρείν και κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα από την καχυποψία της «λαμογιάς» και τις «αμαρτίες» του κέρδους.
Παρακολουθώ επαγγελματικά τον επιχειρηματικό κόσμο και ειδικότερα τις ΜΜΕ. Το κράτος με την υπερφορολόγηση και τις εισφορές, καθώς και με το περιορισμένο χρήμα επενδύσεων, βαραίνει και κάνει δύσκολη την επιχειρηματικότητα. Τους λίγους επιχειρηματίες που τα καταφέρνουν αυτή την περίοδο, τους αποκαλούν «ήρωες», ιδιαίτερα στο χώρο της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχει και ένα τεράστιο έλλειμμα υποδομών, όπως οι επαγγελματικές «θερμοκοιτίδες» που δίνουν την ευκαιρία στη νέα γενιά να αξιοποιήσει τις επιστημονικές γνώσεις στο πεδίο της καινοτομίας και των τεχνολογιών για εφαρμογή στην παραγωγή. Το made in Greece – ελληνική παραγωγή μπορεί να μας οδηγήσει σε πραγματική έξοδο από τα Μνημόνια.
Το made in Greece μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 14/12/2017.
Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικότερα ο Τύπος, περνούν τριπλή κρίση, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η κοινωνική λειτουργία της ενημέρωσης, η οποία επιτελεί λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας:
* Κρίση μετασχηματισμού, λόγω της αλλαγής του ειδικού βάρους κάθε μέσου, εξαιτίας των ανατροπών που φέρνουν το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα.
* Κρίση οικονομική, που, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των πωλήσεων, οδηγεί αρκετές φορές σε ποιοτική αλλαγή στην ιδιοκτησία τους.
* Κρίση αξιοπιστίας, καθώς στη χώρα μας έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στη Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που σημαίνει ότι αμφισβητούνται και το εύρος της επιρροής τους, αλλά και η λειτουργία τους ως πυλώνα της δημοκρατικής διαδικασίας.
Κρίση μετασχηματισμού
Κρίση μετασχηματισμού σημαίνει αλλαγή του ρόλου, της απήχησης και της δυνατότητας επιρροής τους. Η μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών και η ανάπτυξη ιντερνετικών μέσων ενημέρωσης, των συνδρομητικών και των υβριδικών μορφών, καθώς και των social media, είναι ενδεικτικές της υποβάθμισης του ρόλου παραδοσιακών μέσων και της ανάδυσης νέων.
Η δυνατότητα επιρροής των μέσων μεταβάλλεται και διαχέεται πολύ πέραν της έντυπης μορφής ενημέρωσης. Ταυτοχρόνως η άμεση και μαζική μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επαρκή διασταύρωση, ενισχύει την κρίση αξιοπιστίας, αφού ο δέκτης πλημμυρίζεται από πληροφορίες, συχνά παραπλανητικές ή και ψευδείς, που δεν μπορεί να αποδελτιώσει και να κατανοήσει, ενώ περιθωριοποιεί παραδοσιακά έντυπα, τα οποία αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις.
Κρίση και αλλαγή ιδιοκτησίας
Κρίση οικονομική με αλλαγή ιδιοκτησίας. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ορισμένες φορές θαλασσοδανείων, και της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις και διαφημίσεις φέρνει στο προσκήνιο νέους εκδότες, που δεν προέρχονται από τον χώρο της ενημέρωσης, αλλά από άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, και έχουν σχεδόν στόχο την άσκηση πολιτικής επιρροής. Τα νέα τζάκια φέρνουν νέα ήθη. Μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, μείωση της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού, συνεπώς και μείωση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης.
Είναι ενδεικτικό ότι οι πωλήσεις των κυριακάτικων εκδόσεων των εφημερίδων φτάνουν σήμερα στα 250.000 φύλλα, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια άγγιζαν το 1.000.000 φύλλα.
Οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων φτάνουν σήμερα μόλις τα 90.000 φύλλα έναντι 350.000 φύλλων το 2008, 1.070.000 φύλλων το 1999, 1.100.000 φύλλων το 1989 και 750.000 φύλλων το 1980. Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί της κατάρρευσης των πωλήσεων των εφημερίδων. Η μεγάλη μείωση είχε αρχίσει πριν από την οικονομική κρίση, καθώς η ενημέρωση αλλάζει μορφή με την έλευση και ταχεία επέκταση του Διαδικτύου και των νέων μέσων.
Κρίση αξιοπιστίας
Κρίση αξιοπιστίας των Μέσων Ενημέρωσης. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του 2016, έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στην Ε.Ε. Περίπου εννιά στους δέκα πολίτες (87%) στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ελεύθερα από οικονομικές και πολιτικές πιέσεις έναντι 57% στην Ε.Ε.
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που παίρνει δραματικές διαστάσεις με το ξέσπασμα της οικονομικής χρεοκοπίας, επεκτείνεται και στα μέσα ενημέρωσης. Αν το φαινόμενο δεν ήταν σύνθετο, θα ίσχυε η ρήση ότι συνήθως ένα καθεστώς πέφτει παρασύροντας και τα σύμβολά του. Ειδικότερα για την τηλεόραση η αξιοπιστία και ο πλουραλισμός σχεδόν εξαϋλώνονται φτάνοντας μόλις το 16% έναντι 55% στην Ε.Ε.
Η αξιοπιστία των εφημερίδων στην Ελλάδα φτάνει στο 33% έναντι 55% στην Ε.Ε. Του ραδιοφώνου στο 40% στη χώρα μας έναντι 60% στην Ε.Ε. και μόνο στο Διαδίκτυο η αξιοπιστία, αν και χαμηλή, στο 38%, είναι υψηλότερη των ευρωπαϊκών διαδικτυακών μέσων, η αξιοπιστία των οποίων φτάνει το 32%. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση αξιοπιστίας στο Διαδίκτυο έρχεται με καθυστέρηση, ίσως επειδή συμπίπτει με τη γενικευμένη κρίση των κυρίαρχων μέσων και κατά βάση της τηλεόρασης. Το πιο πρόσφατο ευρωβαρόμετρο (Φεβρουάριος 2018) για τα λεγόμενα fake news δείχνει ότι σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (55%) έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με μια ψευδή ή παραπλανητική είδηση, ενώ τρεις στους τέσσερις (74%) κάθε εβδομάδα.
Κριτική σχέση ή εξάρτηση;
Παρά την κρίση και τη δραματική μείωση των πωλήσεων, εφημερίδες θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Εκείνο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε είναι αν θέλουμε εφημερίδες που να έχουν μια κριτική σχέση με τους αναγνώστες τους και τους χώρους τους οποίους εκφράζουν ή αν θα είναι εξαρτημένες, ιμάντες μεταβίβασης κομματικής ή επιχειρηματικής γραμμής.
Αν θέλουμε εφημερίδες -και γενικότερα μέσα ενημέρωσης- με κριτική σχέση, θα πρέπει να τις υπηρετήσουμε. Και θα πρέπει να μην μπερδεύουμε την κριτική σχέση, κατ' επέκταση και την κριτική σκέψη, με την ταύτιση και την εξάρτηση, που ευτελίζουν την ενημέρωση. Πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να συγχέονται η κριτική και ο έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τη στρατηγική της έντασης. Δυστυχώς τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν την πεπατημένη του κομματικού ανταγωνισμού, ίσως στη χειρότερη εκδοχή του.
Έχουμε φτάσει στο σημείο ορισμένοι παράγοντες των μίντια -δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες- και πολιτικοί να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον Καρλ Σμιτ και τον Χάμπερμας. Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα παραπέμπει πολλές φορές στον θεωρητικό του πολιτικού ολοκληρωτισμού και της αυταρχικής μετάλλαξης του κράτους και της πολιτικής. Άλλο πράγμα όμως η σχέση εξάρτησης, η πολεμική, η ροπή προς τη στρατηγική της έντασης και τον αυταρχισμό και άλλο πράγμα η κριτική σχέση, ο πολιτικός ανταγωνισμός, η «ορθολογική σύγκλιση των απόψεων».
Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τις φήμες με τις πληροφορίες και τις ειδήσεις. Δεν είναι το ίδιο, έχουν τεράστια διαφορά. Πολλές φορές ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί τις μπερδεύουν ρέποντας προς ένα λάθος που επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας.
Φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε φτάσει σε αυτό που έλεγε ο Χάξλεϊ. Δεχόμαστε δηλαδή ως τηλεθεατές ή αναγνώστες, ως κοινή γνώμη συνολικά, μια πλημμυρίδα πληροφοριών από την οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη, να διακρίνουμε ποιο είναι το σημαντικό και ποιο δευτερεύον. Να καταλάβουμε την ουσία και να μην χανόμαστε στην πλημμυρίδα πληροφοριών που μας κατακλύζει. Ταυτοχρόνως, όμως, λόγω της εξάρτησης των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ισχύει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η διαπίστωση του Όργουελ για τον έλεγχο των πληροφοριών και της ενημέρωσης από την εξουσία: πολιτική, μιντιακή, οικονομική.
Ωστόσο, σύμφωνα με την γκραμσιανή προβληματική, τη οποία εξέφρασε με οξυδέρκεια ο Στιούαρτ Χολ, οι πολίτες δεν έχουν απολέσει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσουν τη δική τους λογική στα «κείμενα» των μέσων. Άλλωστε το γενικευμένο πρόβλημα αξιοπιστίας των μέσων αποτελεί μάλλον ένδειξη αμφισβήτησης της ηγεμονικής τους λειτουργίας.
Για παράδειγμα η σχεδόν εχθρική στάση των μίντια δεν στάθηκε εμπόδιο στην εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η πολεμική των μέσων ενημέρωσης τον πλήττει περισσότερο εξαιτίας της κυβερνητικής του θητείας και της συνακόλουθης απομυθοποίησής του, της αδυναμίας του, ορισμένες φορές, να δώσει πειστικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, καθώς και των αστοχιών της πολιτικής του για τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης.
Τα τρία κοινά της τηλεόρασης
Έχει σημασία να αναδειχθεί η βασική θέση της προβληματικής που εκφράζει ο Στιούαρτ Χολ για τις τρεις κατηγορίες που συγκροτούν το κοινό ενός τηλεοπτικού σταθμού: η κυρίαρχη, που αποδέχεται ό,τι βλέπει, η αντίθετη, που διαφωνεί, και η ενδιάμεση, που αμφισβητεί και διαπραγματεύεται ό,τι βλέπει.
Leader γίνεται όχι όποιος έχει απήχηση μόνο στο πρώτο κοινό, αυτό δηλαδή που κατά βάση συμφωνεί με αυτά που βλέπει, αλλά όποιος έχει ισχυρό το δεύτερο, αυτούς που διαφωνούν με αυτά που βλέπουν, και το τρίτο κοινό, αυτούς που είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν γι' αυτό που βλέπουν. Η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού και αρκετών ανθρώπων των μίντια να κατανοήσουν αυτή τη θεμελιώδη προσέγγιση τους οδηγεί συχνά σε λανθασμένη αξιολόγηση της απήχησης και της επιρροής των μέσων ενημέρωσης. Η αδυναμία της ιστορικής Αριστεράς στον τομέα αυτόν είναι παροιμιώδης.
Τι θα κάνουμε με την GAFA;
Περίπου πριν από ένα μήνα, μια παρέμβαση του μεγαλοεπενδυτή Σόρος έθεσε ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Το ζήτημα του ελέγχου της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συνείδησης από το Facebook και την Google. Ανεξαρτήτως προθέσεων, είναι καίρια η παρέμβασή του και οι ενδοαστικές αντιθέσεις ίσως αποδειχθούν και στην περίπτωση αυτή σημαντικές.
Αυστηρή κριτική στην τηλεόραση έγινε από τον Καρλ Πόπερ, ίσως τον πιο διακεκριμένο φιλελεύθερο διανοούμενο του 20ού αιώνα. Ο Πόπερ υποστήριζε ότι, όπως πηγαίνει, η τηλεόραση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Κάτι ανάλογο λέει και ο Σόρος σήμερα για το Facebook και την Google διαβλέποντας τον κίνδυνο ελέγχου της πληροφορίας. Αν και δεν συγκρίνεται ο Πόπερ με τον Σόρος, έχει την σημασία του το ότι αυτοί που επηρεάζουν τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο θέτουν θέμα ελέγχου της πληροφορίας και συζητούν το πρόβλημα για τον ρόλο της περιβόητης GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple).
Και είναι ευχής έργο το ότι η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε και συνεχίζει τον «πόλεμο» με την Google και το Facebook κατηγορώντας τους δύο κολοσσούς για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ την ίδια ώρα η Γαλλία διαθέτει το πιο προωθημένο σύστημα ενίσχυσης και στήριξης του Τύπου στην Ευρώπη.
Αυτό το μέτωπο είναι σημαντικό και θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας τα επόμενα χρόνια είτε επειδή οι λεγόμενοι GAFA θα διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο στον έλεγχο της πληροφορίας είτε διότι θα απομυζούν ένα μεγάλο τμήμα της διαφημιστικής πίτας -πάνω από το 30% ήδη στην Ελλάδα- στερώντας πολύτιμους για την βιωσιμότητά του πόρους από το συνολικό σύστημα ενημέρωσης.
*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 19/3/2018.
Πολλά μέιλ είναι σαν δώρα. Και το μέιλ ήταν από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (την Τετάρτη 21 Μαρτίου). Η Βουλή, στον εκθεσιακό χώρο του ιδρύματος, συμμετέχει στην Ημέρα Ποίησης με την έκθεση «Το θέμα είναι τώρα τι λες» για τη ζωή και το έργο του ποιητή της μεταπολεμικής περιόδου, Μανόλη Αναγνωστάκη.
Για όσους ξέρουν, αυτή η πτυχή της δράσης της Βουλής, μέσω του Ιδρύματος για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, δεν είναι καινούργια. Με διαρκείς εκθέσεις, εκδόσεις και εκδηλώσεις, η Βουλή ανιχνεύει την Ιστορία, τη δημοκρατία, την ταυτότητα και την αυτογνωσία μας.
Αυτό που είναι άξιο σχολιασμού, είναι η άλλη όψη στον ίδιο χώρο. Ο ποιητικός λόγος, ο λόγος των ιδεών, του νοητικού σκαψίματος, της ευαισθησίας, της φαντασίας και –πολλές φορές– της αλήθειας, απέναντι στον πολιτικό λόγο της έπαρσης, της καταγγελίας, του υπολογισμού ή της ψηφοθηρίας και –πολλές φορές– της πολιτικής ψευδολογίας.
Ηδη από μόνο του, το μότο της συλλογής «Ο στόχος» (1970) του Αναγνωστάκη (που δίνει και τον τίτλο εδώ), «Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες», λέει πολλά. Αλλά όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το ερώτημα είναι συντριπτικό. Βλέπετε, είναι αυτό που μπαίνει από την ποίηση, αλλά δεν βγαίνει ποτέ από την πολιτική.
Ομως, είναι και το άλλο. Οσο αναγκαία είναι η ποίηση για τη γραφή, τα αναγνωστικά και το εργαστήρι, άλλο τόσο απαραίτητη είναι η ανάγνωσή της ως πολιτική πράξη, εφόσον το ενεργούμενό της είναι ο τελευταίος τελείως ελεύθερος χώρος για τη γλώσσα, τις ιδέες και τον πολιτισμό.
Οσο είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με τις παράγκες του ποδοσφαίρου και το όπλο του Ιβάν Σαββίδη, με το εάν ο Κουβέλης είναι υποτακτικός του Καμμένου ή του Τσίπρα, με τα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα, με τη Μέρκελ και τα ευρωπαϊκά, με το χρέος ή με τον νεοσουλτάνο Ερντογάν και τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, άλλο τόσο θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με αυτόν τον ελεύθερο χώρο ως κεντρικό κοινωνικό πράττειν – από τους θεσμούς και τις ιδέες μέχρι τη διαχείριση της καθημερινότητας, των συμπεριφορών και των σχέσεων. Αυτό δεν γίνεται.
Αντίθετα, τελείως επιδερμικά προχωράμε στην ανάγνωση του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη ή του Ελιοτ, εις βάρος της εποικοδομητικής αμφίδρομης σχέσης που ανέκαθεν έχτιζαν ο Λόγος και ο άνθρωπος∙ εις βάρος της δυνατότητάς μας να δούμε άλλους, καλύτερους κόσμους.
«Ισως κάποτε αυτοί οι κόσμοι να επιβληθούν», θα έλεγε ο Μαρξ, με την επιφύλαξη που είχε διατυπώσει ο Ελύτης γύρω από το θέμα της άρρητης σχέσης ποίησης και πολιτικής: «Η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος αλλάζει με την πράξη. Μπορεί όμως να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, επηρεάζοντας έμμεσα την αλλαγή του κόσμου».
Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι αν μιλάμε για περιπλάνηση, τη χρειαζόμαστε την ποίηση γιατί δεν υπάρχουν πλέον σταθερές και βεβαιότητες σε περιόδους δημόσιου τραύματος ή κρίσης όπως η σημερινή.
Τη θέλουμε την ποίηση, όχι απλώς ως πολυτέλεια ή κουλτουριάρικο προνόμιο των ειδικών και των ανθολόγων, αλλά εμπρόθετα για τη φυσιογνωμία της χώρας και του Ελληνισμού που, από την εποχή του Σεφέρη... «θα αποχτήσει φυσιογνωμία όταν αποχτήσει πρώτα μια πνευματική φυσιογνωμία η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Ελληνες». Τη θέλουμε για θεσμούς καρφωμένους σαν πρόκες – για να παραφράσω λίγο τον Αναγνωστάκη.
Τη θέλουμε και σαν κάστρο της γλώσσας αλλά και σαν θεσμικό πεδίο καλλιέργειας και διατήρησης της φαντασίας μας, της οξύνοιάς μας και την αντίστασής μας στην «πίεση του πραγματικού», στο συνεχές σφυροκόπημα των πληροφοριών, των ειδήσεων, των τρομερών γεγονότων και της γκρίζας πραγματικότητας. Και όσο δεν το κάνουμε, χάνουμε το ουσιαστικό: ευαισθησίες, χαρές των μικρών, τη μαγεία της έκπληξης, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας – με μια λέξη, χάνουμε την ανθρωπιά μας.
Τέλος, τη θέλουμε για την παραμυθία μας, με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: «... Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα... που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, τον χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια τον θάνατο... Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ τον χρόνο, έστω και για μια στιγμή».
"Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/3/2018.
Σε αυτή την εισαγωγική παρέμβαση, θα διατυπώσω μερικές προανακρουστικές παρατηρήσεις που θα μας επιτρέψουν να εμβαθύνουμε στα συγκεκριμένα προβλήματα των παραγωγικών δομών και της δυναμικής της απασχόλησης στην Ευρώπη του Νότου.
Αρχίζω με τη γενική διαπίστωση ότι οι σύγχρονες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν εισέλθει εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικά φαινόμενα που αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών και τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών, την άμβλυνση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, τις πολιτικές απορρύθμισης και ιδιωτικοποιήσεων, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που τείνει να αναδιατάξει το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, τους μετασχηματισμούς που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας καθώς και τον αυξανόμενο ρόλο της γνώσης και τη πληροφορίας ως παραγόντων παραγωγής – σίγουρα η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική.
Αυτές οι πολλαπλές μεταλλαγές, που επιταχύνθηκαν και ενισχύθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008 έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε τρία επίπεδα :
► Στις μορφές διακυβέρνησης στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής και θεσμικής αλληλεξάρτησης. Εδώ παρατηρούμε πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, κομματικές ανακατατάξεις, καταρρεύσεις και αναοριοθετήσεις, εμφάνιση νέων πολιτικών φορέων που δεν αυτο-αναγνωρίζονται στη διαχωριστική γραμμή αριστεράς δεξιάς. Παράλληλα, υπάρχει μια αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στις πολιτικές ελίτ. Το δημοκρατικό έλλειμμα των στρατηγικών της κοινωνικής απορρύθμισης βαθαίνει τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
► Στους μετασχηματισμούς στην αγορά εργασίας. Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν έχουν ένα αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα αλλά ενέχουν διαστάσεις κοινωνικές, δημογραφικές, γεωγραφικές, γενεαλογικές. Δημιουργούν ρήξεις και ρήγματα στις παραδοσιακές κοινωνικές διαστρωματώσεις όπως το βλέπουμε ιδιαίτερα στις χώρες που χτυπήθηκαν έντονα από την κρίση : αποσταθεροποίηση των μεσαίων τάξεων, εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων, όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών ή και του αγροτικού πληθυσμού, προσωρινή απασχόληση της νέας γενιάς, της γυναικείας απασχόλησης και της μη ειδικευμένης εργασίας, επιτάχυνση της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ευρώπη από τις χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας σε χώρες με χαμηλό βαθμό ανεργίας, γεωγραφικές ανισότητες όχι μόνο ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας (αστικά κέντρα, μεγαλουπόλεις, κλπ).
► Το τρίτο επίπεδο επιπτώσεων αφορά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μεταβολές στην αγορά εργασίας φέρνουν επίσης νέους κοινωνικούς κινδύνους που καλύπτονται ανεπαρκώς από τα υπάρχοντα συστήματα κοινωνικής προστασίας των οποίων οι φορολογικές βάσεις διαβρώνονται από την ύφεση της μεσαίας τάξης. Οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές καθιστούν ακόμα πιο επισφαλείς και ευάλωτους του απασχολούμενους που εκτίθενται στον οικονομικό ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ψηφιακής οικονομίας που ενώ αντιπροσωπεύει νέες ευκαιρίες στην απασχόληση, εγείρει κεντρικά ερωτήματα για τη ρύθμιση και τη δομή της αγοράς εργασίας, αλλά και το δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας που πρέπει να δημιουργηθεί στις νέες συνθήκες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, τι μπορούμε να συνάγουμε για την ευρωπαϊκή πορεία και προοπτική της εργασίας και της απασχόλησης; Παρά το γεγονός ότι οι χώρες του Νότου έχουν πολλές διαφορές, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία που συνοψίζουν τη δυνατότητα άσκησης συλλογικών στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Χαρακτηρίζονται, ανάμεσα στα άλλα, από μεγάλο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, έλλειψη ανταγωνιστικότητας καθώς και χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, υιοθέτηση σχεδίων προσαρμογής, μέτρων λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ύφεση, και επίσης, από ένα τεράστιο μελλοντικό κόστος που συνδέεται με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, που θα απαιτήσει αύξηση των δημόσιων δαπανών.
Παρά τη συγκυριακή οικονομική ανάκαμψη, το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι σε κρίση στη ενοποιητική και αναπτυξιακή του διάσταση. Η Ευρώπη οικοδομείται σε ένα βάθρο οικονομικών ανισοτήτων που ενισχύονται από τις πολιτικές μισθολογικού και φορολογικού ανταγωνισμού οι οποίες τροφοδοτούν έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών μελών και των οποίων οι εργαζόμενοι είναι τα κυριότερα θύματα. Η παρατεταμένη ύφεση που διήρκεσε από το 2008 έως το 2013 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία υπέφεραν ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Επιπλέον, η κρίση του δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας στις χώρες αυτές έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Μολονότι η καθεμία ξεχωριστά έχει τις δικές τις δικές της ιδιαιτερότητες, συντελείται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια τεράστια διαδικασία προσωρινοποίησης της εργασίας και της απασχόλησης που έχει επιπτώσεις σε ολόκληρες τις συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών. Υπό αυτή την έννοια, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν αληθινά «εργαστήρια κρίσεων» στα οποία πειραματίζονται νέα πρότυπα και νέες πραγματικότητες εργασίας αλλά και όπου τείνουν να δημιουργηθούν νέα συστήματα αλληλεγγύης που έχουν όμως ένα αμιγώς αμυντικό χαρακτήρα.