Τετάρτη, 09 Οκτώβριος 2024

Η άνοδος του συντηρητισμού στην Ευρώπη

Κοινή συνισταμένη των περισσότερων αναλύσεων για τις εκλογές των τελευταίων ετών σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Ιταλία και, πιο πρόσφατα, Ουγγαρία) είναι η επισήμανση της ανόδου της Ακρας Δεξιάς. Εξίσου, όμως, σημαντική εξέλιξη είναι η κρίση και η σταδιακή μετάλλαξη της Δεξιάς στην Ευρώπη.

Εάν, μάλιστα, θελήσουμε να υιοθετήσουμε μια ιστορική οπτική, τότε αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η ολοκλήρωση της κρίσης των παραδοσιακών κομμάτων που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή της Ευρώπης στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Η κρίση των κομμάτων ξεκίνησε από τον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Στη δεκαετία του 1980, αρχικά, η άνοδος σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία κ.ά.) και, στη συνέχεια, η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Αν. Ευρώπη το 1989, οδήγησαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε μια αμετάκλητη πορεία συρρίκνωσης της δύναμής τους στη δεκαετία του 1990, πορεία που συμβάδιζε με ευρύτερες σοβαρές κοινωνικές αλλαγές, κυρίως την αποβιομηχάνιση και τη συρρίκνωση της παραδοσιακής εργατικής τάξης.

Ο επόμενος πολιτικός χώρος που μπήκε σε κρίση ήταν η Σοσιαλδημοκρατία. Με πρωτεργάτες τον Τ. Μπλερ στη Βρετανία και τον Γκ. Σρέντερ στη Γερμανία, τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα εγκατέλειψαν το μοντέλο του κοινωνικού κράτους, που μεταπολεμικά είχαν προασπίσει, και κατασκεύασαν μια νέα πολιτική ταυτότητα στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ηταν η εποχή της αναδιάταξης του πολιτικού χάρτη με βάση το Κέντρο και η απόπειρα διαμόρφωσης ενός νέου διπολισμού μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αποδέχτηκε και ανέλαβε να διαχειριστεί τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η μοναδική διαφοροποίηση από τη Δεξιά ήταν η υπόσχεση ενός «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Οι πολιτικές λιτότητας και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας που εφάρμοσαν οι Σοσιαλδημοκράτες, είχαν ως συνέπεια να χάσουν τα παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματά τους και σταδιακά η Σοσιαλδημοκρατία μετατράπηκε σε δεύτερης τάξης πολιτική δύναμη στην Ευρώπη.

Στη δεκαετία που διανύουμε, και στον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης του 2008, ήταν η σειρά της ευρωπαϊκής Δεξιάς να μπει σε κρίση. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες τα εκλογικά ποσοστά των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς μειώνονται διαρκώς, για παράδειγμα στη Γερμανία το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα στις τελευταίες εκλογές έλαβε το μικρότερο ποσοστό στην ιστορία του, ενώ το αποκορύφωμα ήταν ο καταποντισμός των Ρεπουμπλικανών στη Γαλλία.

Σε μεγάλο βαθμό, η Δεξιά έπεσε θύμα της επιτυχίας της, δηλαδή της εδραίωσης του νεοφιλελευθερισμού. Οι κοινωνικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού είναι γνωστές: ο εγκλωβισμός εκατομμυρίων ανθρώπων στη φτώχεια και την εργασιακή επισφάλεια μαζί με την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων, τελικά, αποσύνθεσαν τον κοινωνικό ιστό.

Η κατάρρευση των συλλογικών μορφών οργάνωσης, η κυριαρχία του ατομικισμού και η αποτυχία να αρθρωθεί ένα νέο συλλογικό αφήγημα πέραν του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησαν μεγάλα (και τα πιο ευάλωτα) τμήματα της κοινωνίας στην αναδίπλωση στην εθνική ταυτότητα ως το τελευταίο καταφύγιο στην αναζήτηση ενός συλλογικού εαυτού.

Ολα τα παραπάνω μαζί με τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία και τις πολιτικές ελίτ άνοιξαν τον δρόμο για τη συντηρητικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Πρώτα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες και μετέπειτα στην υπόλοιπη Ευρώπη, η συντηρητικοποίηση εκφράστηκε με την άνοδο του εθνικισμού, την ξενοφοβία, τον αντιευρωπαϊσμό, την ανάκαμψη της θρησκευτικότητας και τη μαζική υποστήριξη προς ακροδεξιά κόμματα.

Αντιμέτωπη με αυτές τις εξελίξεις, η Δεξιά στην Ευρώπη εγκαταλείπει τις φιλελεύθερες καταβολές της, αναδιπλώνεται σε συντηρητικές ιδέες και αξίες και αναλαμβάνει τον ρόλο του θεματοφύλακα της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας, της παράδοσης, της τάξης, της κοινωνικής ιεραρχίας κ.λπ.

Επιπλέον, η συντηρητική ατζέντα με αιχμή το μεταναστευτικό και τη σύνδεσή του με την εγκληματικότητα και την αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας, έχει μετατραπεί στο πεδίο ώσμωσης και συνεργασίας της Δεξιάς με την Ακροδεξιά – η άνοδος της τελευταίας αποτελεί τον καταλύτη για τη μετάλλαξη της Δεξιάς.

Τα παραδείγματα αυτής της ώσμωσης είναι πολλά: το ακροδεξιό Fidesz του Β. Ορμπαν στην Ουγγαρία ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία συνεργάζεται με την παραδοσιακή Δεξιά, η Πολωνία έχει μετατραπεί σε εργαστήριο δεξιού αυταρχισμού, ενώ ίσως η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι η κυβερνητική συνεργασία Δεξιάς και Ακροδεξιάς στην Αυστρία.

Η δυναμική εμφάνιση της Αριστεράς τα τελευταία χρόνια, μια Αριστερά που μικρή σχέση έχει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα του παρελθόντος, πρέπει να θεωρηθεί εξαίρεση, καθώς σημειώθηκε (και περιορίστηκε) στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που επλήγησαν σφοδρά από την οικονομική κρίση. Η γενική τάση είναι η άνοδος του συντηρητισμού στην Ευρώπη, κάτι που προμηνύει ένα δυσοίωνο μέλλον. Η Ευρώπη ξαναγίνεται μια «σκοτεινή ήπειρος».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/4/2018. 

200 χρόνια Μαρξ

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818. Αύριο κλείνουν τα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από τον 19ο αιώνα. Εχουν, όμως, ισχύ οι ιδέες του στον 21ο αιώνα; Εως τα μισά του 19ου είχαν πεθάνει σχεδόν όλοι οι εκφραστές των πρώιμων ριζοσπαστικών ιδεών: ο Σεν-Σιμόν, ο Φουριέ, ο Οουεν, ο Ετιέν Καμπέ κ.ά.

Η ιδέα της εργατικής χειραφέτησης είχε σκιαγραφηθεί ήδη από τον Μπαμπέφ στο τέλος του 18ου αιώνα. Αλλά αν πριν από την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, με την οποία και καταλύθηκε η Ιουλιανή μοναρχία, το οικονομικό σύνθημα του Γκιζό ήταν: «Messieurs, enrichissez-vous!» –Πλουτίστε κύριοι!», η κατάσταση δεν απέχει πολύ από τη σημερινή αρπακτική και χρηματιστικοποιημένη οικονομία ή από τα συμπεράσματα του οικονομολόγου Τομά Πικετί ή του νομπελίστα Τζο Στίγκλιτζ για το κεφάλαιο και την ογκούμενη ανισότητα στον 21ο αιώνα.

Τα κείμενα και οι ιδέες του Μαρξ δημιούργησαν την πιο ριζοσπαστική παράδοση στην Ευρώπη με έναν μαξιμαλιστικό ρόλο: «Οχι απλά να εξηγήσουμε, αλλά να αλλάξουμε τον κόσμο». Οι μετέπειτα «μαρξισμοί» έδειξαν ότι είχε αστοχήσει στην προηγούμενη θέση ότι «η ανθρώπινη ουσία είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» που αν άλλαζαν –αν μεταβαλλόταν η οικονομική βάση της κοινωνίας και κατέρρεαν οι σχέσεις εκμετάλλευσης– οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία θα ήταν πολύ καλύτερα από ό,τι στον καπιταλισμό.

Βέβαια, όταν μιλάμε για «μαρξισμούς» -που πρώτος είχε αποκηρύξει ο Μαρξ- μιλάμε για πράγματα που δεν άλλαξαν τον κόσμο. «Ποιον μαρξισμό;» ρωτούσε ο Καστοριάδης. «Του Χρουστσόφ, του Μάο, του Τολιάτι, του Τορέζ ή για τον μαρξισμό του Κάστρο, των Γιουγκοσλάβων... ή μήπως για τον μαρξισμό των τροτσκιστών... Υπάρχει η τεράστια πολλαπλότητα αλληλοαποκλειόμενων παραλλαγών».

Το ζήτημα, ωστόσο, ήταν ιδρυτικό. Εξαιρουμένου του Ενγκελς, ο κύκλος των ταραξιών του 19ου αιώνα –αναφέρω τον Αύγουστο Μπλανκί, τον Λουί Μπλαν, τον Πιερ–Ζοζέφ Προυντόν, τον Φερντινάν Λασάλ, τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τον Ευγένιο Βαρλέν, τον Αύγουστο Μπέμπελ, τον Πέτρο Κροπότκιν ή τον Πολ Λαφάργκ- παρότι ομοτράπεζοι δημιουργούσαν σύνολο που είχε να κάνει, σχεδόν αποκλειστικά, με την αντίθεση του καθενός με όλους όσους θεωρούσε αντιπάλους του.

Ολοι τους ταραξίες, διωκόμενοι από τις επίσημες αρχές, μετακινούμενοι συνεχώς από χώρα σε χώρα είχαν γίνει πολίτες της Ευρώπης και κήρυκες μιας Νέμεσης κάτω από την οποία έζησε ο αιώνας τους: της κοινωνικής επανάστασης. Ετρεχαν από συνέδριο σε συνέδριο και από διάσκεψη σε διάσκεψη. Αντάλλασσαν μεταξύ τους γνωριμίες, ιδέες, βιβλία, επιστολές και συκοφαντίες. Για παράδειγμα, η ογκώδης αλληλογραφία Μαρξ και Ενγκελς είναι μια καλειδοσκοπική αναπαράσταση ιστορίας, κουτσομπολιού, πολιτικής οικονομίας και ύβρεων, υψηλών στόχων και ταπεινών λεπτομερειών της προσωπικής τους ζωής.

Ολοι τους ήταν ρομαντικοί, δογματικοί και ιδεολόγοι –γεγονός που το αρνούνταν κατηγορηματικά. Παρά τις ομοιότητές τους, τους κοινούς τους σκοπούς, τη συγγένεια στις θεωρητικές τους αναζητήσεις και τους πραγματικούς κοινούς τους αντιπάλους, όλοι τους υπήρξαν διαφορετικοί μεταξύ τους.

Αλλά για να προσγειωθούμε λίγο, το «Κεφάλαιο» του Μαρξ διαβάστηκε περισσότερο στην Αμερική από επιχειρηματίες που έψαχναν στις σελίδες του συνταγές για να πλουτίσουν, ενώ ο ίδιος παραπονιόταν ότι τα πούρα που κάπνισε για να το γράψει κόστισαν περισσότερο από όσα εισέπραξε ως συγγραφικά δικαιώματα. Λ.χ., στην κηδεία του Μαρξ το 1883 παρέστησαν έντεκα άτομα, ενώ στην κηδεία των Πολ Λαφάργκ και Λάουρα Μαρξ (γαμπρού και κόρης του Μαρξ), το 1911, συγκεντρώθηκαν πάνω από 20.000, με τον Β. Ι. Λένιν να εκφωνεί τον επικήδειο ως εκπρόσωπος των Ρώσων Κομμουνιστών.

Παρότι από το μυαλό του Μαρξ δεν έφυγε η ιδέα ότι η επανάσταση εκτός από τη Δυτική Ευρώπη ίσως θα ερχόταν από τον Νέο Κόσμο, η επανάσταση ήρθε από την υπανάπτυκτη Ρωσία το 1917. Και από το 1949, όταν οι κομμουνιστές του Μάο νίκησαν στον εμφύλιο της Κίνας, έως την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, σαράντα χρόνια μετά, η ιστορική επιρροή του Μαρξ ήταν αξεπέραστη.

Σχεδόν τέσσερις στους δέκα ανθρώπους στη Γη ζούσαν κάτω από κυβερνήσεις που ισχυρίστηκαν ότι είναι μαρξιστικές και σε πολλές άλλες χώρες ο μαρξισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία της Αριστεράς, ενώ οι πολιτικές της καπιταλιστικής Δύσης συχνά βασίστηκαν στον τρόπο αντιμετώπισης του μαρξισμού.

Η κοινωνική επανάσταση που είχε ονειρευτεί ο Μαρξ δεν έγινε ούτε με την Α' Διεθνή, ούτε με την Παρισινή Κομμούνα, ούτε με τη Β΄ Διεθνή Ενωση Εργατών, ούτε με τους κρατικούς μαρξισμούς. Στην πράξη ο Μαρξ έπαθε αυτό που φοβόταν: έπεσε «θύμα των κακών κληρονόμων και βορά της τρωκτικής κριτικής». Αλλά οι περισσότερες από τις αναλύσεις του είναι ήδη ενσωματωμένες και ζώσες. «Οποιος προβληματίζεται με το ζήτημα της κοινωνίας θα συναντήσει άμεσα και αναπόφευκτα τον μαρξισμό» έλεγε ο Καστοριάδης. Ποιος είπε ότι πετάμε το μωρό μαζί με τα απόνερα της μπανιέρας; Αν κάτι μένει είναι η αξία της προφανούς σκέψης και οι αλήθειες της. Και είναι πολλά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 4/5/2018. 

How civil society must adapt to survive its greatest challenges

We live in a world of major geopolitical shifts and life-changing technological innovations. It's fair to wonder, then, what our biggest hopes are for society in the coming decades.

It's certain that the world has become a better place, according to nearly every measure of human well-being, and yet there is a need to acknowledge that new and looming challenges are looming. From the rise of nationalism, to increased demands for privacy, following widespread data leaks; from balancing growing human needs with planetary and environmental limits, to the impacts of sophisticated automation on people's lives.

The list is long, and there is undoubtedly space for all stakeholders – policy-makers, civil society, corporations, media, academia – to take responsible action that brings about a stable, sustainable and peaceful world.

In this context, the work of civil society has become of even greater importance.

Problem solving

Civil society is a dedicated and committed problem-solver, but it seems clear that it needs to step up its efforts to adapt to a new reality of rapidly changing interconnected problems. When we look at the numbers, it appears the sector has the size and scale globally to be able to robustly adjust to change.

In the past, civil society organizations have found it difficult to statistically measure the economic impact of their work and the size of their sector; but data and new research has changed that. Recent figures provide evidence of a far larger force than previously predicted, amounting to $2.2 trillion in operating expenditures, and employing the equivalent of an estimated 54 million full-time workers globally, along with over 350 million volunteers.

But adapting is not enough. Innovation, creativity and transformation are imperatives in the sector if it's to tackle the big challenges of our time.

So what's next for civil society? Here are four key considerations:

High ambitions and high expectations

The workload of civil society organizations has increased in the past few years, and with more work comes more responsibility and the need to manage expectations.

For example, civil society groups are being counted on to realize the United Nations Sustainable Development Goals (SDGs), and to work with other societal actors and decision-makers to transform the global development landscape over the next decade.

This is no small challenge. There are 17 goals covering a whole range of thorny societal issues to plan for, deliver and monitor – and new roles for the sector to operate in against a backdrop of blurring boundaries between civil society, governments and businesses.

This context of dramatically increasing demands is completed by larger-scale security, humanitarian, and climate-change-related challenges that are looming over the horizon. All this is forcing the civil society sector to find effective coping mechanisms by rethinking programmes, operations, mobilization strategies and partnership models.

Expectations on the sector to show its relevance and capabilities are high, but these expectations are accompanied by a generalized evaporation of trust in civil society institutions – as well as businesses, governments and media.

This collapse of trust means civil society needs to work harder, more effectively and more transparently, and to communicate better with current and prospective recipients, members and stakeholders.

The recent scandals that have hit some international NGOs, as well as the growth of right-wing, populist ideas, are further contributing to misperceptions and distrust in the sector, and damaging its credibility. This could create a potentially vicious cycle of decreased grassroots engagement and funding, ultimately threatening the whole sector.

Difficult legislative and operational environment

Across the globe, the general trend towards more restrictive regulatory measures, increased controls, and funding restrictions by governments is unquestionably making it more challenging for certain civil society institutions to carry out their activities.

While on the one hand this could be interpreted as an opportunity to introduce more transparency and rigour in the sector, on the other it is also contributing to a restrictive civic space, whereby civil society and citizens are limited in their civic freedoms and activities.

In some specific cases, government-promulgated anti-NGO regulations – mostly targeting non-governmental groups working in the human rights/corruption/governance spaces – create a narrative of repression and criminalization of the sector's work. This can make it impossible for civil society organizations to function independently, and forces them to quit their operations despite a growing need for their services.

The current landscape of legislative frameworks is at best only creating a greater bureaucratic workload; but at worst it is putting at risk the safety of committed individuals in the sector, and raising many questions about the cost-opportunity of operating at all in certain contexts.

Reworking the relationship with the private sector

Meanwhile, businesses have become more visibly engaged with the social and environmental agenda.

Multinational companies, and those operating on a global scale in particular, have been increasingly proactive in the field of sustainability. With 10% of publicly owned companies accounting for 80% of profits, the market dominance of a growing concentration of multinational corporate power – while worrisome in some regards – provides leverage to positively influence public policy and accelerate societal investments.

On an engagement spectrum ranging from bland PR to corporate activism and forceful campaigns addressing sensitive social and political issues, the corporate sector has emerged as a partner for change on social and environmental issues.

From the implementation of the Paris Agreements to the United Nations development goals, the international community is expecting businesses to be as responsible as government and civil society for progressing the sustainable development agenda. It expects business to contribute private-sector competences, such as innovation and efficiency, as well as resources, like assets and financial support, in the process.

In this respect, civil society's relationship with business has become more nuanced and sophisticated, with interesting examples of forward-looking collaborative partnerships and unlikely alliances emerging.

This relationship is helped by the increasingly online nature of political organizing and civic engagement. On the one hand, online tools make it easier for individuals and civil society actors to mobilize and join efforts; on the other hand, corporate ownership of these tools has implications for the ability to safeguard individuals' privacy and internet access rights.

Technology matters

Civil society is facing a dramatic transition as it moves into the Fourth Industrial Revolution. This raises key operational concerns and questions about its ability to stay agile, to understand and respond to the impact of technology on the communities civil society organizations have traditionally served.

Some of these transformations mean an enhanced role for civil society; others challenge the sector to define its responsibilities and contributions in the context of a hyper-connected world. The sector has built at least a decade of knowledge on engaging with information and communication technologies (ICTs); but digitization and the emerging proliferation of artificial intelligence, biotechnologies, 3D printing, blockchain and other technologies warrant a new level of preparedness, investment and adaptation for most of today's civil groups.

It is not simply a matter of integrating innovations and capacities in services, products and programmes. The widespread use of big data across sectors has ushered in new challenges associated with accountability, fairness, trust and transparency that could negatively affect societies by engendering discrimination, injustice and the exclusion of vulnerable populations.

The sector needs to develop a nuanced understanding of the Fourth Industrial Revolution, its implications for society and, consequently, its impact on how civil society champions human rights, delivers services for sustainable development, and fosters dialogue on society's values.

Civil society leaders should develop a vision of their role in influencing the development and deployment of emerging technologies in the market to ensure these are harnessed for social good, and that beneficiaries – and humanity in general – are protected from harm.

Innovation is the new normal

Innovation has become even more critical in the non-profit sector in recent years. This applies in all contexts, whether it is devising new ways to deliver services, adapting to difficult legislation, creating new partnership models with the private sector, setting new benchmarks for workers' rights in the digital revolution, or rethinking the relationship with technologies and their governance.

New responsibilities are falling on the shoulders of civil society leaders, and the sector needs to show its ability to remain agile and adaptive, and to pioneer new approaches and solutions to social development through responsible innovation and inclusive technology. It needs to do this the civil society way.

Working with innovative organizations committed to improving the state of the world is at the heart of the World Economic Forum, as the international institution for public-private cooperation. Over the next few days we will be featuring on our blog platform, Agenda, inspiring stories of how civil society is transforming itself and embracing and influencing a technology-enabled world.

*Δημοσιεύτηκε στο World Economic Forum. 

Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ και τα ατελέσφορα μέτωπα

Ε​​δώ και καιρό ισχυρίζομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε φάση μετασχηματισμού. Από ριζοσπαστικό κόμμα μετατρέπεται σε σοσιαλδημοκρατικό. Δηλαδή μετασχηματίζεται σε φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ιδεολογικά και πολιτικά αποδέχεται (προς στιγμήν ανόρεχτα) τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της μεικτής οικονομίας. Η αλλαγή γίνεται «στα τυφλά», μέσω της τριβής του με τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης, χωρίς προγενέστερη σοβαρή θεωρητική επεξεργασία, υπό την πίεση της επιθυμίας για παραμονή στην εξουσία και της διάθεσης να παίξει κεντρικό ρόλο στη συνέχεια.

Η πορεία αυτή είναι χωρίς επιστροφή. Κατά τη διάρκειά της θα αναπτυχθούν εσωτερικές αντιθέσεις και θα επιχειρηθεί η νεκρανάσταση της ριζοσπαστικότητας του ΣΥΡΙΖΑ από κομμάτια του που φέρουν βαρέως τον «ιστορικό συμβιβασμό». Μακροπρόθεσμα, καμιά από αυτές τις προσπάθειες δεν θα αποδώσει. Οι δυνάμεις του ρεαλισμού θα παραμείνουν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ισχυρότερες.

Απέναντι σε αυτή μου τη θέση, αναπτύσσεται ένας αντίλογος, που συνοψίζεται στα παρακάτω: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Προσποιείται τον ρεαλιστικό συμβιβασμό ενώ συνειδητά διατηρεί ζωντανό τον ακραίο ριζοσπαστισμό του, «που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο». Σύμφωνα με τη θέση αυτή είναι αφελείς και επικίνδυνοι «όσοι νομίζουν ότι θα πάμε ως παιδική εκδρομή στις εκλογές, επειδή είμαστε στο πλαίσιο μιας συμβατικής εναλλαγής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην εξουσία». Πολιτικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι η επιδίωξη δημιουργίας «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, προκειμένου αυτός να απομονωθεί και να ηττηθεί στρατηγικά.

Η παραπάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Πεισματικά προσκολλημένη στο παρελθόν, αναλύει τις εξελίξεις στατικά αδυνατώντας να αντιληφθεί τις συνέπειες του καλοκαιριού του 2015 στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που απώλεσε τότε τη μισή σχεδόν οργανωμένη βάση του. Επιπλέον, κουβαλώντας έναν βαθιά ελληνικοκεντρικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί τη δύναμη που έχουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το διεθνές πλαίσιο στη διαμόρφωση των εσωτερικών ζητημάτων.

Τέλος, η οπτική αυτή είναι ζημιογόνος για τη χώρα, καθώς συνεχίζοντας να παίζει στο (ξένο) γήπεδο του «αυτοί ή εμείς», αναπαράγει ένα είδος ακήρυκτου πολιτικού εμφυλίου και συντελεί στην άγονη πόλωση. Εχουμε ανάγκη από έναν νέο πολιτικό πολιτισμό, όχι από «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» κακέκτυπα του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα βεβαίως. Στην ιστορία του σοσιαλισμού τα παραδείγματα διεθνώς είναι αναρίθμητα. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως αυτό της Γερμανίας, έζησαν δεκαετίες έντονων εσωτερικών τριβών για να απαρνηθούν τον επαναστατικό μαρξισμό και την πάλη των τάξεων στα τέλη του '50. Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες, που μεταπολεμικά θεωρήθηκαν πρωταθλητές της συναινετικής δημοκρατίας, τη δεκαετία του '30 διέθεταν «μπαρουτοκαπνισμένες» ένοπλες πολιτοφυλακές που αντάλλασσαν πυρά στους δρόμους της Βιέννης.

Σταδιακά η φιλελεύθερη δημοκρατία επικράτησε και πιο αριστερά. Στις αρχές του '70 κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό ή το ισπανικό με παρελθόν ισχυρής αφοσίωσης στη Μόσχα και στις αρχές της «προλεταριακής επανάστασης», αποδέχτηκαν πλήρως τον κοινοβουλευτισμό και απομακρύνθηκαν από την επιρροή της ΕΣΣΔ.

Πιο πρόσφατα, το 1990, οι σκληροί κομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια και αλλού μεταμορφώθηκαν σε δημοκράτες και εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια. Ακόμη πιο κοντά μας χρονικά, στην Πορτογαλία το αριστερό Bloco, ένα κόμμα που μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ και εθεωρείτο πριν από λίγα χρόνια αντισυστημικό, σήμερα στηρίζει μαζί με τους κομμουνιστές μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί υπόδειγμα μετριοπαθούς πολιτικής και αφοσίωσης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η ζωή είναι ένα ατελείωτο πεδίο συμβιβασμών. Οπως στους ανθρώπους, έτσι και στα κόμματα πραγματοποιούνται αλλαγές και προσαρμογές, που δεν είχαν σχεδιαστεί προγενέστερα και συνήθως είναι αποτέλεσμα εξωτερικών καταναγκασμών και επιδράσεων. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 να συνθηκολογήσει δεν ήταν απλώς μια στιγμιαία κίνηση τακτικής χωρίς συνέπειες στη φυσιογνωμία του. Η επιλογή της ηγεσίας του να μη διακινδυνεύσει την παραμονή στην εξουσία υποχρέωσε το κόμμα να ακολουθήσει τον δρόμο του ρεαλισμού μέσα στην αγκαλιά των ευρωπαϊκών θεσμών.

Από τη μια, αυτή η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μου προκαλεί κανένα διανοητικό ενδιαφέρον. Η παλιομοδίτικη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του δεν συγκινεί έναν προοδευτικό φιλελεύθερο σαν κι εμένα. Εχω εξάλλου συστηματικά υποστηρίξει πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με τα χαρακτηριστικά που ανέπτυξε στον 20ό αιώνα πεθαίνει. Η δυναμική της έχει από καιρό εξαντληθεί και το εκλογικό σώμα της γεράσει. Το μέλλον της προοδευτικής πολιτικής βρίσκεται πέραν αυτής (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κληρονομιά της δεν αφήνει σημαντική παρακαταθήκη, ιδιαίτερα σε θέματα καταπολέμησης ανισοτήτων).

Από την άλλη όμως, η εξέλιξη αυτή μου γεννά ηθική ικανοποίηση και πολιτική αισιοδοξία. Γενικότερα, κάθε φορά που ένα ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα αφομοιώνεται από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, συνιστά νίκη της ίδιας της Δημοκρατίας. Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, η λογική του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου είναι ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά. Η δαιμονοποίηση του «άλλου» βολεύει ίσως την εκλογική συσπείρωση και όσους στήνουν καριέρες πάνω στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη χώρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 22/4/2018. 

Θεοκρατία ή Δημοκρατία;

Η πρόσφατη απόφαση 660/2018 της «Ολομέλειας» του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) για το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις χειρότερες στιγμές του.
Εν πρώτοις, είναι απορίας άξιον γιατί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, το οποίο έχει απασχολήσει επανειλημμένα και έντονα την κοινή γνώμη, κρίθηκε από την μικρότερη δυνατή σύνθεση της Ολομέλειας (συνολικά 17 σε σύνολο 64 Συμβούλων!!!). Ας όψεται βεβαίως ο πρόεδρος του ΣτΕ, που επιλέχθηκε, ελαφρά τη καρδία, από την παρούσα κυβέρνηση, παρά τις πανταχόθεν προειδοποιήσεις...
Από τους 17 την απόφαση ψήφισαν μόλις 9 Σύμβουλοι (του προέδρου, βεβαίως, συμπεριλαμβανομένου...). Οι 3 κράτησαν επαμφοτερίζουσα –και ασαφή– στάση, ενώ 5 μειοψήφησαν τεκμηριωμένα, σώζοντας την τιμή του ΣτΕ. Όλως τυχαίως, πουθενά η πλειοψηφία δεν μνημονεύει ούτε το Πρακτικό Επεξεργασίας 347/2002 του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ (υπό την προεδρία του μετέπειτα προέδρου του, Κώστα Μενουδάκου), που είχε ήδη τάμει εύστοχα και νηφάλια το ζήτημα, αλλά ούτε και την μνημειώδη απόφαση 2280/2001 της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις ταυτότητες (που λήφθηκε από διπλάσιους -35- Συμβούλους...), παρότι σε πολλά σημεία αποτελούσε νομολογιακό προηγούμενο.
Ως προς την ουσία, η θέση της πλειοψηφίας είναι όχι μόνον ανερμάτιστη αλλά και ανατριχιαστική, διότι αφ'ενός μεν απομακρύνεται εμφανώς από τις αρχές και τις αξίες μιας σύγχρονης –ανοιχτής και δημοκρατικής– ευρωπαϊκής κοινωνίας αφ'ετέρου δε μηρυκάζει τις πλέον ακραίες θεοκρατικές αντιλήψεις (παρεμφερείς με αυτές των φονταμενταλιστών του Ισλάμ), που κυκλοφορούν, δυστυχώς, στους κόλπους της Ιεραρχίας...
Το χειρότερο είναι ότι η πλειοψηφία αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν προέκταση των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας, επανεισάγοντας, εν τέλει, μια εκδοχή απροκάλυπτου θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, η οποία, βέβαια, είναι συμβατή μόνο με τις αντιλήψεις που συνοψίζονταν στο –αλήστου μνήμης– διαβόητο σύνθημα: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» (ενώ κάτι ανάλογο ήταν, θυμίζω, και η υποχρεωτική αθεϊστική προπαγάνδα στα σταλινικά καθεστώτα...).
Είναι εύλογο, στο πλαίσιο ενός τέτοιου άρθρου, να μην υπάρχουν περιθώρια για αναλυτικά συνταγματικά επιχειρήματα (τέτοια, για όποιον ενδιαφέρεται, περιέχονται εκτενώς στην μονογραφία μου: «Θρησκεία και Εκπαίδευση, κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία», 1993/1998, εκδόσεις Σάκκουλας, ενώ, σχεδιάζεται και σχετική επιστημονική εκδήλωση στις 9 Μαΐου στον ΔΣΑ). Ωστόσο, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι θεωρώ αδιανόητο η πλειοψηφία του Δικαστηρίου:
Πρώτον, να αποκόπτει πλήρως την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», που προβλέπει το άρθρο 16.2 του Συντάγματος, από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (του άρθρου 5 παρ. 1) και από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (του άρθρου 13 παρ. 1), επικαλούμενη αυθαίρετα μια θεοκρατική ερμηνεία της «επικρατούσας θρησκείας» (άρθρο 3) και δεύτερον, να επικαλείται εντελώς παραπλανητικά και ψευδεπίγραφα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν είναι γνωστό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που την εφαρμόζει, έχει υπογραμμίσει, σε όλους τους τόνους, ότι η θρησκευτική εκπαίδευση δεν επιτρέπεται επ'ουδενί να αποσκοπεί στην «δογματική επιβολή θρησκευτικών δοξασιών» («indoctrination») και γι αυτό πρέπει να παρέχεται «με κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο»...

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 18/4/2018. 

Η τεχνοκρατική δημαγωγία

«Μπροστά στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και την τεχνητή νοημοσύνη, στις τεχνολογικές αλλαγές που θα σαρώσουν τα πάντα, για ποια δικαιώματα μας μιλάτε;». Συχνά ακούμε παρόμοια επιχειρήματα. Εχουν βάση;

Κάθε καινοτομία παρουσιάζεται συνήθως με ουτοπικό φωτοστέφανο και κάθε επιστήμη έχει το όραμά της για τον κόσμο. Στον 19ο αι. λ.χ., η χημεία θα εξαφάνιζε την πείνα από την ανθρωπότητα γιατί θα εξασφάλιζε θρεπτικά χάπια για όλους, αντί τροφής, και φτηνή χημική ενέργεια για τα σπίτια τους. Τα χωράφια θα μετατρέπονταν σε ανθόκηπους, γεωργοί και κτηνοτρόφοι σε ανθοκαλλιεργητές. Οι άνθρωποι θα γίνονταν πιο ειρηνικοί, χωρίς άγχος και ανταγωνισμό για τον επιούσιο.

Ο ηλεκτρισμός έφτασε ως μια άλλη μεσσιανική δύναμη. Θα προμήθευε καθαρή ενέργεια στις πόλεις που σκιάζονταν από την καπνιά του κάρβουνου, θα δημιουργούσε μια νέα μορφή ευημερίας γιατί θα έβαζε στην υπηρεσία των ανθρώπων μια μεγάλη αφανή δύναμη. «Ηλεκτρισμός + σοβιέτ = εξηλεκτρισμός», έλεγε ο Λένιν. Με την ίδια ασύγγνωστη αθωότητα η κοινή γνώμη υποδέχτηκε τη ραδιενέργεια.

Ο τηλέγραφος άνοιξε μια άλλη ιστορία προσδοκιών. Η ταχύτητα της τηλε-μεταβίβασης πληροφοριών μάγεψε τους ανθρώπους, τους έκανε να σκεφτούν ότι η αμέσως επόμενη εξέλιξη θα ήταν η κατευθείαν, από μυαλό σε μυαλό, μεταβίβαση της σκέψης. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής πυροδότησε τη συζήτηση για την παρακμή του πολιτισμού, αλλά ενίσχυσε και τους ευγονιστές που ζητούσαν επεμβάσεις για την αναστολή του εκφυλισμού και τη βελτίωση των «ευγενών» φυλών.

Η επιστημονική εκπαίδευση υποσχόταν να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει εξυπνότερους, πιο ηθικούς, καλύτερους από κάθε άποψη. Το κακό, η άγνοια και οι προλήψεις θα εξορίζονταν από την επιστημονικά διαμορφωμένη κοινωνία του μέλλοντος. Οι τεχνολογικές καινοτομίες επαγγέλλονταν συνεννόηση, διαφάνεια και συνεργασία πάνω από σύνορα, την κατάργηση των πολέμων ως άχρηστων. Χρυσή εποχή θα ανέτελλε στον πλανήτη χάρη στις προόδους των φυσικών επιστημών. Ολα αυτά θα ήταν εφικτά όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, αλλά στον εικοστό αιώνα! Τον πιο αιματηρό αιώνα, όπως γνωρίζουμε.

Ως προς την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η συζήτηση δεν άρχισε τώρα, αλλά γύρω στο 1948. Τότε εισήχθη και η σχετική περιοδολόγηση. Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση εξαρτιόταν από τον ατμό και τον σίδηρο. Η δεύτερη από τη χημεία και τον σιδηρόδρομο. Η τρίτη από τον ηλεκτρισμό, την αεροπορία, τον αυτοματισμό. Και η τέταρτη, όπως την ονειρεύονταν στα μέσα του 20ού αιώνα, θα βασιζόταν στην ατομική ενέργεια, στην ηλεκτρονική τεχνολογία και στη διαστημική μετακίνηση.

Οι αλλαγές που θα έφερναν η πληροφορική και το διαδίκτυο δεν είχαν έως και τη δεκαετία του 1960 προβλεφθεί. Αλλά κι όταν άρχισαν να κάνουν τον δρόμο τους, το φωτοστέφανο που τις συνόδευε ήταν εκείνο της μετατροπής του κόσμου στο μικρό χωριό του Μακ Λιούαν, στον ειρηνικό διασυνδεμένο κόσμο, στη μεταβιομηχανική εποχή. Καθόλου βέβαια στις βαθιές διαιρέσεις του κόσμου όπως πραγματικά είναι σήμερα. Θα συνοψίσω την επιχειρηματολογία μου σε τρία σημεία:

Πρώτο, πρέπει να σκεπτόμαστε την τεχνολογία από την άποψη της χρήσης της. Αυτό μας δίνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη συνάρθρωση τεχνολογίας και πραγματικότητας, γιατί χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα πολλά στάδια τεχνολογικής ανάπτυξης. Π.χ., σήμερα το βιβλίο έχει ξεπεραστεί από την ψηφιακή τεχνολογία.

Ποτέ όμως δεν παράγονταν τόσα βιβλία όσα σήμερα, και με τη βοήθεια αυτής της τεχνολογίας. Ο αιώνας του κάρβουνου ήταν ο 19ος. Αλλά στον 21ο αιώνα παράγεται και καταναλώνεται πολύ περισσότερο κάρβουνο απ' ό,τι τον 19ο. Ο αιώνας του ηλεκτρισμού πέρασε, αλλά ψηφιακή τεχνολογία χωρίς ηλεκτρικό δεν γίνεται.

Δεύτερο, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τη συνάρθρωση της τεχνολογίας με τις κοινωνικές πραγματικότητες. Τεχνολογία και κοινωνία τροποποιούνται αμοιβαία, καθώς συναρθρώνονται. Πρόκειται για συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές προοπτικές. Π.χ. η πυρηνική ενέργεια που περιορίζεται στη Γερμανία αλλά αναπτύσσεται σε χώρες όπως η Τουρκία, η Βόρεια Κορέα, το Ιράν. Οι προσανατολισμοί της έρευνας σχετίζονται με κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης. Π.χ. η εξάρτηση της ιατρικής έρευνας από τη βιομηχανία φαρμάκων.

Τρίτο, η τεχνοεπιστήμη βελτίωσε και άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων. Δεν γίνεται όμως να αγνοείς τις απρόβλεπτες συνέπειες, την ετερογονία σκοπών και αποτελεσμάτων. Δυο παγκόσμιοι πόλεμοι και πολλές αιματηρές συγκρούσεις του 20ού αιώνα σχετίζονται στενά με τις τεχνοεπιστημονικές αλλαγές και τις μετατοπίσεις ισορροπιών που προκάλεσαν σε ένα πολιτικό περιβάλλον επιθετικό, ασταθές και ανασφαλές.

Οπως και το σημερινό. Και να μην ξεχνάμε ότι ο τεχνολογικός ντετερμινισμός χρησιμοποιήθηκε ως βασικό επιχείρημα στον Μεσοπόλεμο για να δηλώσει ότι η δημοκρατία ήταν ξεπερασμένη. Ο Μουσολίνι έλεγε ότι η ιδεολογία που ταιριάζει στον (τεχνολογικά ανεπτυγμένο) εικοστό αιώνα είναι ο φασισμός. Κάπως έτσι και σήμερα η τεχνοεπιστημονική καινοτομία χρησιμοποιείται ως σημαία ευκαιρίας από νεοφιλελεύθερους «μεταρρυθμιστές».

Η σύνθετη σχέση επιστήμης – κοινωνίας – δημοκρατίας είναι από τα πιο ζόρικα ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν είναι πασαρέλα επίδειξης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/4/2018. 

Πάλι για τις δημοσκοπήσεις που πέφτουν έξω

Στις 19/10/2016 είχα γράψει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» κείμενο με τίτλο «Γιατί οι δημοσκοπήσεις πέφτουν συχνά έξω;». Σήμερα θίγω μία πτυχή που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: την αναγωγή των προτιμήσεων των ερωτηθέντων στο σύνολο του δείγματος. Συχνά, συχνότερα θαρρώ το τελευταίο διάστημα, ΜΜΕ, συμβατικά και ηλεκτρονικά, δημοσιοποιούν λιγότερο τα ποσοστά έκφρασης των ερωτωμένων και περισσότερο αυτά που προκύπτουν μετά την παράβλεψη των ποσοστών όσων δεν απαντούν. Με τον τρόπο αυτό το ποσοστό των τελευταίων κατανέμεται αναλογικά στα ποσοστά των κομμάτων.

Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι πρακτική εταιρειών δημοσκοπήσεων ή μέσων, αν γίνεται από συνήθεια, πεποίθηση ή εμπρόθετα. Τα αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση είναι δύο. Διευρύνεται τεχνητά η απόσταση ανάμεσα στα κόμματα και αυξάνονται οι πιθανότητες η δημοσκόπηση να πέσει έξω. Αφήνω εδώ ασχολίαστο το πρώτο δεδομένο.

Σημειώνω μόνο ότι με τον τρόπο αυτό κατασκευάζεται μια εικόνα που δεν «φωτογραφίζει» την πραγματικότητα, μπορεί όμως, υπό προϋποθέσεις, να τη διαμορφώσει, να την αντικειμενοποιήσει και να δημιουργήσει δυνητικά ρεύμα υπέρ του εμφανιζόμενου ως επικρατέστερου.

Εστιάζω εδώ στο δεύτερο αποτέλεσμα. Παραβλέποντας τις μη προτιμήσεις κάποιου κόμματος, που είναι βέβαια κι αυτό μια προτίμηση, αφήνουμε στην άκρη ορισμένα κρίσιμα δεδομένα για την πολιτική σκηνή. Κατ' αρχήν την εικόνα των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, τον βαθμό αποδοχής του, εν τέλει τη νομιμοποίησή του.

Η μη προτίμηση, επί το θετικότερο η αποστασιοποίηση από τα κόμματα, υποδηλοί μια στάση η οποία ποικίλλει από την άρνηση ώς την κριτική απόρριψη και η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία του πολιτικού πεδίου, τη λήψη των αποφάσεων και την υλοποίησή τους. Αν καταλήξει τελικά σε αποχή από τις εκλογές, τότε τα εκλογικά αποτελέσματα είναι σχετικά κοντά με αυτά της αναγωγής.

Η διαπίστωση ωστόσο δεν είναι απόλυτα ακριβής. Στην προαναφερθείσα περίπτωση το κέρδος δεν είναι για όλους το ίδιο. Ωφελούνται κυρίως τα καλύτερα οργανωμένα κόμματα που διαθέτουν συμπαγέστερη εκλογική βάση. Ωφελούνται περισσότερο γιατί ο αριθμός των ψήφων τους είναι σχετικά σταθερός ανεξάρτητα από τη συμμετοχή. Για διαφορετικούς λόγους ωφελημένα βγαίνουν ακόμη και κόμματα των οποίων, για λόγους ιδεολογικούς ή κοινωνικούς, οι υποστηρικτές δεν εκφράζονται εύκολα στον δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα τα ποσοστά τους να εμφανίζονται δημοσκοπικά χαμηλότερα.

Τα πράγματα αλλάζουν αν οι ερωτώμενοι που δεν εκφράζουν προτίμηση τελικά υποστηρίξουν κάποιο κόμμα. Σε συνθήκες ρουτίνας, πολλοί από την ομάδα των «αναποφάσιστων» στρέφονται στον εκτιμώμενο νικητή. Αυτό συνέβαινε και σε μας ώς τις εκλογές του 2012. Στην περίπτωση αυτή -θα έλεγα ουσιαστικά μόνο σ' αυτήν- η αναγωγή έχει νόημα. Γιατί πολλοί συντάσσονται με τον νικητή;

Οι λόγοι ποικίλλουν: από τον κομφορμισμό και την προσδοκία οφέλους ώς την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Η συγκεκριμένη στάση εξηγεί μερικώς και την κυβερνητική εναλλαγή των κομμάτων στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα.

Η υποστήριξη στο επικρατέστερο κόμμα δεν συνιστά σιδερένιο νόμο. Σε περιόδους κρίσης, έντονης αντιπαράθεσης ή ανατροπών, όπως συμβαίνει σήμερα και σε μας, τα πράγματα περιπλέκονται. Η αποστασιοποίηση από τα κόμματα προτίμησης είναι ευχερέστερη, καθώς η πυκνότητα και η ένταση των συμβάντων οδηγούν στην επαναθεώρηση στάσεων και πρακτικών.

Γι' αυτό η επιστροφή σε προηγούμενες επιλογές είναι δυσκολότερη. Αντίθετα με τη ρητορική των κομμάτων που αποδυναμώθηκαν εκλογικά από την κρίση, οι ψηφοφόροι δεν πιστεύουν εύκολα ότι «εξαπατήθηκαν». Ερευνες δείχνουν ότι ως έλλογα όντα θεωρούν πως έπραξαν ορθά. Δεν βιάζονται να πάρουν αποφάσεις, περιμένουν να δουν τι θα γίνει.

Για τον λόγο αυτό η αναγωγή σε τέτοιες περιπτώσεις οδηγεί σε τελείως σφαλερές εκτιμήσεις. Αυτό ισχύει και για την πολιτική κατάσταση στα καθ' ημάς. Οποιαδήποτε αναγωγή στην παρούσα συνθήκη της προτίμησης των «αναποφάσιστων» είναι λανθασμένη, πόσο μάλλον που αυτοί προσεγγίζουν το 1/3 των ερωτωμένων.

Θα μπορούσαμε ασφαλώς να προχωρήσουμε σε κάποιες εκτιμήσεις της δυνητικής εκλογικής επιλογής τους με βάση την κοινωνική τους σύνθεση και την προηγούμενη κομματική επιλογή τους.

Και αυτό όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Ασφαλέστερο είναι να λεχθεί ότι η στάση τους θα εξαρτηθεί από τις εν γένει εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο και τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του. Μέχρι τότε όλα παραμένουν ανοιχτά, όπως απολύτως ανοικτό παραμένει και το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 20/4/2018. 

Το ιστορικό βάθος του Αιγαίου

Υπάρχει ένα παλιό κινεζικό χαϊκού που ρωτάει πώς είναι το βουνό, και απαντάει πως εξαρτάται από πού το βλέπεις. Αποκτά διαφορετικές όψεις όταν σκαρφαλώνεις, όταν το βλέπεις από την κορυφή ή από το απέναντι βουνό. Ετσι είναι και η σημερινή κατάσταση στην περιοχή που ανοίγεται ανατολικά μας. Εμείς τείνουμε να βλέπουμε μόνο την ελληνοτουρκική ένταση, αποδίδοντάς την στη συσσώρευση των άλυτων ελληνοτουρκικών διαφορών και στην επιθετικότητα του Ερντογάν.

Δεν βλέπουμε τις αναταραχές στο ευρύτερο μαγνητικό πεδίο που τις προκαλεί. Γιατί το σύνορο που περνά στη στενή θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στις μικρασιατικές ακτές, και σ' αυτό που στον χάρτη φαίνεται σαν η γεωγραφική τους συνέχεια, δηλαδή τα ελληνικά νησιά, από τον Ελλήσποντο έως τα Δωδεκάνησα, αποτελεί μια καυτή γραμμή. Εχει ιστορικό βάθος και δυναμική που υπερβαίνει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

Αν το καλοκαίρι του 1914 ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δεν ξεσπούσε στο Σαράγεβο, θα μπορούσε να έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε Οθωμανική Τουρκία και Ελλάδα για την τύχη των νησιών που περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια με τους Βαλκανικούς πολέμους. Και όταν άρχισε ο πόλεμος, η Τουρκία οχύρωσε τις μικρασιατικές της ακτές και εκδίωξε εκατοντάδες χιλιάδες ελληνορθόδοξους των παραλίων, γιατί εκεί φοβόταν επίθεση.

Αλλωστε και οι πόλεμοι του 1912-13 και του 1919-22 δεν μπορούν να νοηθούν σαν ξεχωριστά γεγονότα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν πόλεμοι που αφορούσαν την αναδιοργάνωση μιας πολύ ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής.

Ας πάμε τώρα στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Γιατί παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, που τα είχε καταλάβει η Ιταλία το 1911, χωρίς η Τουρκία να προβάλει αξιώσεις, veto, αλλά και χωρίς να διαπραγματευτεί να πάρει τα μισά από αυτά; Γιατί ο Ισμέτ Ινονού συναίνεσε διά της σιωπής του, πράγμα που θα του το χρέωναν διά βίου, ως στίγμα, οι αντίπαλοί του;

Όχι μόνο λόγω της στάσης ουδετερότητας της Τουρκίας στον πόλεμο, ούτε επειδή οι Βρετανοί επεδίωκαν να ικανοποιήσουν την Ελλάδα με τα Δωδεκάνησα αντί της Κύπρου. Αλλωστε, η σπαρασσόμενη Ελλάδα δεν είχε καμιά διαπραγματευτική δύναμη. Η αιτία βρίσκεται στη σοβιετική πίεση στην Τουρκία για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ για τα Στενά (1936), και στην αξίωσή τους να αποσπάσουν από την Τουρκία περιοχές στη χερσόνησο του Καυκάσου, όμορες των σοβιετικών δημοκρατιών Γεωργίας και Αρμενίας. Ούτε τη δύναμη ούτε το κύρος είχε η Τουρκία να κάνει παζάρι υπό τη σοβιετική πίεση και με το ενδεχόμενο να ζητήσει η ΕΣΣΔ ως ναυτική βάση ένα από τα νησιά.

Ελλάδα και Τουρκία μπήκαν αναγκαστικά και βεβιασμένα στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. Μπήκαν όμως μαζί με έναν άλλο εταίρο: το Ιράν. Και στο Ιράν, οι Σοβιετικοί υποχωρώντας είχαν δημιουργήσει δύο κρατίδια στα βορειοδυτικά σύνορά του, των Κούρδων και των Αζέρων, αποσπώντας εδάφη του.

Στα μάτια των Αμερικανών, η κατάσταση στις δύο περιοχές, τη Βαλκανική και εκείνην του Καυκάσου, ήταν μια γεωπολιτική πραγματικότητα στην οποία οι Σοβιετικοί πίεζαν τρεις χώρες: την Ελλάδα (διά του εμφυλίου), την Τουρκία και το Ιράν. Επομένως, το 1947, μετά την υποχώρηση των Βρετανών, που τότε είχαν άλλα προβλήματα στην Παλαιστίνη και στην Ινδία, τις τρεις αυτές χώρες οι Αμερικανοί τις χειρίστηκαν από κοινού, τις ονόμασαν «βόρειο ζεύγμα» (Τhe NorthernTier) και τις έθεσαν στην αρμοδιότητα ειδικού τμήματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με αρχικά GTI, δηλ. Division of Greek, Turkish and Iranian Affairs.

Ας έλθουμε στο τώρα. Δεν υπάρχει πια αυτό το γεωπολιτικό μαγνητικό πεδίο, όπου από τη μια βρίσκονταν η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της, και από την άλλη μια συμμαχία που περιελάμβανε τις ΗΠΑ, επικεφαλής του δυτικού κόσμου, μαζί με Ελλάδα, Τουρκία και Ιράν. Ανατράπηκε. Στη θέση του έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο που ανατρέπει πλήρως την προηγούμενη κατάσταση συνασπίζοντας πρώην εχθρούς.

Ο νέος πόλος αποτελείται από τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία. Ο αντίπαλος πόλος είναι οι ΗΠΑ και η Ε.Ε., μαζί με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, κύριους εχθρούς του Ιράν. Ελλάδα και Κύπρος περιδινίζονται αναγκαστικά σ' αυτόν τον δεύτερο πόλο. Η γραμμή ανάμεσα στα δυο μαγνητικά πεδία περνά μέσα από τη Συρία και το Βόρειο Ιράκ, αλλά και το Αιγαίο ανάμεσα στα δυο μαγνητικά πεδία βρίσκεται. Δεν είναι πλέον ενδοσυμμαχική διαμάχη.

Έχει συσσωρευτεί πολλή ενέργεια στην ευρύτερη περιοχή που γυρεύει να εκτονωθεί. Αν και δεν έχουν όλοι τα ίδια συμφέροντα και αντιπαλότητες, ο πόλεμος έχει μια εσωτερική δυναμική. Αλλιώς μπαίνεις, διαφορετικός βγαίνεις. Μπορεί η Ελλάδα να μη σχετίζεται με τα μείζονα διακυβεύματα της διαμάχης, όπως αντίστοιχα συνέβη και στους προηγούμενους δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά η περιδίνηση που δημιουργεί ένας πόλεμος τραβά στην άβυσσο. Και πόλεμος δεν σημαίνει μόνο μάχες, βομβαρδισμοί, καταστροφές, αλλά και μεγάλες μετατοπίσεις πληθυσμών, και ευρείες πολιτικές ανακατατάξεις.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/4/2018. 

Κανονικότητα ή ανθεκτικότητα;

Καταλαβαίνει κανείς ότι η κρίση, το να μην ξέρεις τι θα ξημερώσει αύριο, πώς θα είναι η ζωή σου τα επόμενα χρόνια, το άγχος για υπαρκτές και ενδεχόμενες αναστατώσεις, όλα αυτά δημιουργούν τη λαχτάρα της κανονικότητας. Κανονικότητα στην οικονομία, στην πολιτική, στην καθημερινή ζωή. Αλλά όσο την προσεγγίζει κανείς την έννοια της κανονικότητας τόσο φευγαλέα αποδεικνύεται.

Η έννοια της κανονικότητας βέβαια ιδεολογικοποιήθηκε και πολιτικοποιήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευση της ενοχής. Δεν είμαστε «κανονικό» έθνος, ούτε «κανονική» κοινωνία, δεν έχουμε «κανονική» ιστορία – και βεβαίως δεν έχουμε «κανονική» δημοκρατία.

Είναι «κανονικό» να κυβερνά η Αριστερά; Αυτή η έννοια της κανονικότητας τείνει να αντικαταστήσει άλλες, προηγούμενες νομιμοποιητικές έννοιες, όπως πρόοδος και συντήρηση, εκσυγχρονισμός και αναχρονισμός. Οχι ότι σ' εκείνες έλειπε το στοιχείο της συμμόρφωσης σ' έναν ιδεατό κανόνα, αλλά στην έννοια της κανονικότητας λείπει η δυναμική διάσταση της προσδοκίας, η προσομοίωση της πορείας στον χρόνο, η σύνδεση του μελλοντικού και επικείμενου με κάτι καλύτερο από το παρελθοντικό.

Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια «κανονική» χώρα. Τότε ποια είναι; Μήπως η Βρετανία του Brexit; Μήπως η Αμερική του Τραμπ και των σκοτωμών σε σχολεία και πανεπιστήμια; Μήπως η Γαλλία με δεύτερο κόμμα τη Λεπέν; Μήπως η Ισπανία με την Καταλονία; Μήπως η κομμένη στη μέση Ιταλία, ανάμεσα Πέντε Αστέρες και Λέγκα του Βορρά;

Μήπως η Αυστρία με συγκυβέρνηση ακροδεξιών; Μήπως η Γερμανία με τρίτο κόμμα τους νοσταλγούς του ναζισμού; Μας φαίνεται βασίλειο της κανονικότητας η Ευρώπη, με Ουκρανία και Συρία στα σύνορά της, με καραβάνια προσφύγων να συνωστίζονται στις πύλες της, με τον ρατσισμό να ανεβαίνει στο εσωτερικό της, με τον διαρκή φόβο της τρομοκρατίας στις μεγάλες πόλεις της; Δεν χρειάζεται ενδεχομένως να ψάξουμε για κανονικότητα αλλού, γιατί ο κανόνας συλλαμβάνεται πάντα ως ευρωπαϊκός. Ισως σε νησίδες, πράγματι να υπάρχει κανονικότητα. Αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τούτη την εποχή, εποχή κανονικότητας;

Αν κάτι χαρακτήριζε τη μεταπολεμική κανονικότητα, τα χρόνια της ανάπτυξης, ήταν η πρόοδος. Κάθε δεκαετία ζούσαμε ανετότερα και πλουσιότερα από την προηγούμενη, κάθε γενιά βελτίωνε της ζωή της σε σχέση με την προηγούμενη, υπήρχε μια γενικευμένη άνοδος της κατώτερης προς τη μεσαία τάξη.

Αυτό έχει πάψει να συμβαίνει ακόμη και πριν από την κρίση του 2008. Τουλάχιστον στις δυτικές χώρες, τον αναπτυγμένο κόσμο. Ανοδος σημειώθηκε, βέβαια, αλλά ως προς την Κίνα και την Ινδία, όπου πράγματι σχηματίστηκε μια κατώτερη μεσαία τάξη που ενδεχομένως υπερβαίνει αριθμητικά Ευρώπη και Αμερική.

Αλλά και σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο, η ίδια η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τη φράση «κάθε τι σταθερό, εκρήγνυται στον αέρα», εμβληματική φράση με την οποία ο Μαρξ περιέγραφε την καινούργια εποχή, μετά τις δυνάμεις που εξαπέλυσε ο βιομηχανικός καπιταλισμός στον κόσμο και οι οποίες υπονομεύουν κάθε σταθερότητα, κάθε κανονικότητα.

Πόσο μάλλον στον εικοστό αιώνα, όταν εκατομμύρια άνθρωποι, στις πιο απόμακρες γωνιές της Ευρώπης, που πίστευαν πως είναι ασφαλείς, είδαν αναπάντεχα, πολέμους και καταστροφές να αναστατώνουν τη ζωή τους, τα σπίτια και το βιος τους να χάνεται, τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους να αχρηστεύονται. Οτιδήποτε σταθερό είχαν στη ζωή τους τινάχτηκε στον αέρα!

Αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση πρέπει να την έχουμε συνεχώς στον νου μας στην Ελλάδα, καθώς βγαίνουμε από τη φάση της μνημονικής επιτήρησης. Μια ξαφνική άνοδος της τιμής των καυσίμων, μια κρίση σε οποιοσδήποτε σημείο του εύθραυστου οικονομικού οικοδομήματος, μπορεί να εξαντλήσει τα αποθέματα, να σβήσει τις μικρές αναζωπυρώσεις της οικονομίας και να βυθίσει τη χώρα ξανά σε μια κρίση, πριν προλάβει να ανασυνταχθεί από την προηγούμενη. Και αυτά δεν είναι υποθετικά σενάρια.

Παρά τη σταθεροποίηση πολλών χωρών σε σχέση με την κρίση του 2008, οι ρυθμοί ανάπτυξης καρκινοβατούν, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται υπέρμετρα και η οικονομία όσο στενεύει η παραγωγική της βάση σε σχέση με τα χρηματο-οικονομικά παράγωγα, τόσο πιο ασταθής γίνεται. Πάρα πολλοί αναλυτές και έγκυρα οικονομικά έντυπα προβλέπουν νέα οικονομική κρίση, χειρότερη του 2008, τα επόμενα δυο χρόνια. Αν προσθέσουμε τη σταθερά αυξητική τάση των προσφυγικών ροών και τις αυξανόμενες κλιματικές αναστατώσεις, η συζήτηση για την κανονικότητα πρέπει να αντικατασταθεί από τη συζήτηση για την ανθεκτικότητα.

Η ανθεκτικότητα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πλαισίου καταγωγής, πρέπει να ανασημασιοδοτηθεί και να αποτελέσει την κατευθυντήριο γραμμή της πολιτικής, και εδώ να επιτευχθούν ευρύτερες συγκλίσεις. Γιατί ανθεκτικότητα σημαίνει πως η χώρα, το πολίτευμα, ο πιο ευάλωτος πληθυσμός, πρέπει κατά το δυνατόν να θωρακιστεί με θεσμούς, δίκτυα ασφαλείας και εξόδους κινδύνου, απέναντι στις επόμενες, ξαφνικές ή αναμενόμενες, γνωστές ή αναπάντεχες αναταράξεις.

Η ανθεκτικότητα δεν είναι αμυντική πολιτική, αλλά πολιτική στρατηγική πρόβλεψης και πρόληψης σε μια εξ ορισμού θυελλώδη εποχή. Δεν είναι δημοφιλής ιδέα, ούτε επιδεικνύει αισιοδοξία. Είναι όμως ένας αναγκαίος, ρεαλιστικός και ριζικός προσανατολισμός, αν σκέφτεται κανείς μακροπρόθεσμα και σε βάθος.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/4/2018. 

Ποια συνταγματική αναθεώρηση;

Τελικά, τι γίνεται με τη συνταγματική αναθεώρηση; Γιατί τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ - δηλαδή τα μόνα κόμματα που διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό (50) βουλευτών για να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία - έχουν μείνει τόσα χρόνια στα λόγια παρά τις επανειλημμένες και συχνά λαϊκιστικές διακηρύξεις τους;
Απάντηση στα εύλογα αυτά ερωτήματα των πολιτών δεν έχει ακόμη δοθεί. Υποτίθεται ότι αρχικά το εμπόδιο ήταν η πενταετία που έπρεπε να παρέλθει από την προηγούμενη αναθεώρηση, του 2008. Τελικά, όμως, πέρασε άλλη μια πενταετία και η αναθεώρηση καρκινοβατεί, με ορατό τον κίνδυνο να παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες.
Πού βρίσκεται σήμερα η αναθεώρηση; Η μεν κυβέρνηση, η οποία εμφανώς αγνοεί τον θεσμικό ρόλο της αλλά και τους σημερινούς συσχετισμούς, προσπαθεί μάταια να κρύψει την ανυπαρξία επεξεργασμένης συνταγματικής πολιτικής πίσω από μια ψευδαίσθηση «διαλόγου με τον λαό» (περιφέροντας ανά τας πόλεις και τας αγυιάς, μέσω μιας αμφιλεγόμενης Επιτροπής, ορισμένες γενικόλογες και μαξιμαλιστικές εξαγγελίες αλλά και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο σχετικού - αντισυνταγματικού σε κάθε περίπτωση - δημοψηφίσματος). Η δε ΝΔ αποφάσισε ,επιτέλους, έπειτα από χρόνια πολιτικής αοριστολογίας, να οργανώσει μια ευρεία εκδήλωση, προσπαθώντας να διαμορφώσει, επιτέλους, συγκεκριμένες αναθεωρητικές θέσεις και προτάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αξιοπρόσεκτη μια εντελώς μινιμαλιστική πρόταση που διατυπώθηκε από τον συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο: να περιορισθεί η αναθεώρηση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη, μόνο σε 5+1 σημεία, στα οποία έχουν σημειωθεί ευρύτερες συγκλίσεις (ευθύνη υπουργών, βουλευτική ασυλία, επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ενίσχυση ανεξάρτητων Αρχών, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και αλλαγή του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος). Αυτή υιοθετήθηκε ήδη, όπως ανακοινώθηκε, από το Κίνημα Αλλαγής και τη ΝΔ, όχι όμως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να επιμένει - θεμιτά καταρχήν - σε ευρύτερη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Αρα, προς το παρόν δεν φαίνεται να διαμορφώνονται οι όροι της απαιτούμενης από το Σύνταγμα ευρύτερης συναίνεσης (180 ή έστω, εναλλακτικά, 151 ψήφοι).
Ωστόσο, δεδομένου ότι η πολιτική αφετηρία της πρότασης είναι όντως ενδιαφέρουσα, θα μπορούσε ίσως να επιλεγεί ο εξής συγκερασμός:
Πρώτον, να κατατεθούν ως τάχιστα στη Βουλή όλες οι προτάσεις για τις αναθεωρητέες διατάξεις ώστε να φανεί το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα τους (π.χ. θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι θα πουν πλέον τα κόμματα τόσο για τον χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας όσο και για τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου ύστερα από την πρόσφατη «ελληνοχριστιανική» και όζουσα «θεοκρατικού» κατηχητισμού ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μοιάζει να αρνείται πλέον να ερμηνεύει το Σύνταγμα υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής - ανοιχτής και δημοκρατικής - κοινωνίας).
Δεύτερον, να συμφωνηθεί ότι η Επιτροπή που θα συσταθεί στη Βουλή, μετά την υποβολή των προτάσεων, θα φέρει στην Ολομέλεια μόνον εκείνες που συγκεντρώνουν ευρύτερη συναίνεση. Αυτές, βέβαια, μπορεί να αποδειχθούν περισσότερες από τις 5+1, συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, είτε τη συνταγματική καθιέρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, για ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, είτε τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, για να μην επαναληφθούν φαινόμενα που τραυματίζουν το πολίτευμα, είτε την απαλλαγή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον στενό κορσέ που του έχει φορέσει η αναθεώρηση του 1986 ως προς την άσκηση ορισμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων είτε, ακόμη, και κάποιο από τα δύο προαναφερθέντα θέματα (έστω και με 151).

Τα ανωτέρω προϋποθέτουν, βέβαια, ότι θα πρυτανεύσει επιτέλους νηφαλιότητα και μετριοπάθεια ώστε να μην ξαναχαθεί η ευκαιρία να γίνουν ορισμένες από καιρό ώριμες τροποποιήσεις. Οσο δε για τις ευρύτερες, ριζικότερες αλλά και ιδεολογικοπολιτικά επίμαχες, αυτές θα έχουν μεν προταθεί ένθεν κακείθεν, αλλά θα κριθούν σε ευθετότερο χρόνο και με ευχερέστερη πλέον διαδικασία, αποτελώντας ταυτόχρονα κριτήριο για τη μελλοντική πολιτική και προγραμματική αξιολόγηση των κομμάτων.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 23/3/2018.