Είναι δύσκολο να ενθουσιαστεί κανείς με τις εκλογές ανάδειξης αρχηγού στην Κεντροαριστερά. Είναι ευκολότερη η ανία και αδιαφορία. «Μικρομεσαίοι υποψήφιοι», «στερεότυπες τοποθετήσεις», «υπόθεση για περιορισμένο κύκλο οπαδών», είναι ορισμένα από όσα έχουν ειπωθεί.
Ο κυνισμός είναι ένα βολικό καταφύγιο, αλλά η διαρκής προσφυγή στη θαλπωρή του είναι ομολογία πνευματικής οκνηρίας. O κυνισμός συγκατοικεί με την αντιδημοκρατική νοοτροπία όσων βλέπουν τις εκλογές ως ανούσιο θέατρο. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία χρειάζεται το οξυγόνο της μαζικής συμμετοχής. Αλλιώς ανοίγει ο δρόμος για τους δημαγωγούς που επικαλούνται έλλειψη νομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών, και καλούν τον λαό «να βροντοφωνάξει» σε τυχοδιωκτικά δημοψηφίσματα. Τα είδαμε στην Καταλωνία, τη Βρετανία, την Ελλάδα του 2015.
Δεύτερον, η διαδικασία εκλογής αρχηγού της Κεντροαριστεράς αφορά τον χώρο του πολιτικού κέντρου, χώρο συνώνυμο με τον ορθολογισμό και τη μετριοπάθεια. Η γενική εμπειρία διδάσκει ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί που δεν ασκούνται ατροφούν, και όποτε οι μετριοπαθείς πολίτες κάθονται σπίτι, το παιχνίδι κερδίζουν οι ακραίοι και οι λαϊκιστές. Ας το δούμε λοιπόν οι πολίτες του προοδευτικού κέντρου σαν άσκηση εγρήγορσης, που θα ενδυναμώσει τους δημοκρατικούς μυώνες απέναντι στις ταξιαρχίες της επαναστατικής γυμναστικής.
Ενα ισχυρό προοδευτικό κέντρο είναι αναγκαίο για τη χώρα. Είναι μακροπρόθεσμα χρήσιμο και για τα δυο μαζικά κόμματα εξουσίας, τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι από τη σκοπιά του βραχυπρόθεσμου εκλογικού ορίζοντα. Αλλά από κείνη της μετέπειτα κυβερνητικής σταθερότητας. Θα αύξανε και τον θετικό ανταγωνισμό για τη Ν.Δ., βοηθώντας την να γίνεται καλύτερη – ένας φιλελεύθερος δεν θα μπορούσε να πιστεύει διαφορετικά.
Ενα ισχυρό κέντρο σταθεροποιεί τη δημοκρατία. Το βλέπουμε στην Ισπανία, όπου Ciudadanos και PSOE πιέζουν για διάλογο στη διευθέτηση του Καταλανικού. Το είδαμε στην Ελλάδα τον δραματικό Ιούλιο 2015, όταν η καταλυτική παρουσία δύο μικρότερων κομμάτων του κέντρου κράτησε τη χώρα όρθια.
Είναι γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα είναι σήμερα πιο κεντρομόλο παρά ποτέ. Ομως αυτή η εξέλιξη είναι απόρροια δύο συγκεκριμένων παραγόντων. Της απρόθυμης, συγκυριακής μετακίνησης του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά, όταν βρέθηκε αναγκασμένος να εφαρμόζει πολιτικές μνημονίου. Και του γεγονότος ότι η Ν.Δ. υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει την πιο φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική ηγεσία επί δεκαετίες.
Ομως στη Ν.Δ. η φιλελεύθερη πτέρυγα εκ των πραγμάτων συγκατοικεί με τη συντηρητική. Ετσι είναι τα κεντροδεξιά κόμματα εξουσίας. Η Μέρκελ κυβερνώντας από το κέντρο είναι κόκκινο πανί για πολλούς συντηρητικούς του CDU/CSU, που θεωρούν ότι τους πρόδωσε. Ο κεντρώος πραγματισμός της Μέρκελ έχει εδραιώσει την παράταξή της να κυβερνά ανελλιπώς από το 2005, προετοιμάζοντας την τέταρτη κατά σειρά κυβέρνηση. Το κέντρο είναι ο πόλος της κυβερνητικής σταθερότητας.
Ενα ισχυρό προοδευτικό κέντρο προσφέρει τον αναγκαίο ενδιάμεσο φορέα ιδεολογικής μετριοπάθειας και σύγχρονων φιλελεύθερων αξιών. Λειτουργεί ως επισπεύδων για την επέκταση δικαιωμάτων, από το σύμφωνο συμβίωσης και τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών μέχρι τη θεραπευτική χρήση της κάνναβης, το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, την εμπέδωση της ανεξιθρησκίας. Αλλά και ως φυτώριο αμφιλεγόμενων προτάσεων που μπολιάζουν δημιουργικά τη δημόσια συζήτηση (εισαγωγή της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους;).
Στις ακραίες εξάρσεις το προοδευτικό κέντρο προσφέρει φωνή καταλλαγής, και στη μεταρρυθμιστική ατολμία των μαζικών κομμάτων, την καθαρή φωνή μικρότερων κομμάτων με την πολυτέλεια της τόλμης. Στην εξωτερική πολιτική, θα διευκόλυνε αναγκαίους επωφελείς συμβιβασμούς ενάντια σε παρωχημένες αγκυλώσεις, όπως στο θέμα του ονόματος της γειτονικής χώρας. Το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη υπήρξε ένα τέτοιο κόμμα, και η παρουσία του λειτούργησε ανανεωτικά στο κουρασμένο κομματικό σύστημα. Αλλά και ο δήμαρχος Αθηναίων Γ. Καμίνης συνεισέφερε μια παρόμοια δυναμική. Δεν υπάρχει δυτική κοινωνία όπου οι φιλελεύθερες αξίες να μη διαθέτουν πολιτική εκπροσώπηση.
Τον πολιτικό φιλελευθερισμό δεν μπορεί βέβαια να εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αυτάρεσκες διακηρύξεις του. Οχι μόνο διότι ο λαϊκισμός και η αρμονική του συμβίωση με τους ΑΝΕΛ του στερούν το δικαίωμα. Αλλά διότι ο ΣΥΡΙΖΑ στεγάζει έναν αριστερίστικο «δικαιωματισμό» που κλείνει το μάτι στην πολιτική βία, υποθάλπει παραβιάσεις του κράτους δικαίου και χαϊδεύει τους μπαχαλάκηδες που καταστρέφουν περιουσίες και χτυπούν αστυνομικούς.
Η στροφή του εκλογικού συστήματος στο αναλογικότερο θα επιβάλλει διακομματικές συνεργασίες. Ενας ισχυρός κεντρώος πόλος λειαίνει το έδαφος για αναγκαίες συγκλίσεις, εμπεδώνει κουλτούρα διαλόγου, συμβιβασμών, συναινέσεων.
Η έκβαση της ανάδειξης του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς θα καθορίσει εάν η αυριανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα έχει ως δυνητικό εταίρο ένα προοδευτικό κόμμα με μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό ή ένα κόμμα-χυλό που επιδιώκει απλώς να επαναπατρίσει προδομένους Πασόκους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως, θα ψηφίσω την Κυριακή. Χωρίς ενθουσιασμό, αλλά με ισχυρή συναίσθηση ότι η υπόθεση αυτή αφορά ένα φάσμα πολύ ευρύτερο από τη στενή κομματική βάση της Κεντροαριστεράς.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 12/11/2017.