Στο πρόσφατο Φόρουμ των Δελφών, το κυβερνητικό στέλεχος και νέος επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής κ. Φ. Κουτεντάκης έθεσε ένα καίριο δίλημμα. Παραθέτω την τοποθέτησή του για να μην την αδικήσω. «Καθαρή έξοδος ή προληπτική πιστοληπτική γραμμή: Η επιλογή είναι αμιγώς πολιτική.
Τα οικονομικά κριτήρια αξιολόγησης της κάθε επιλογής είναι σχετικά. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πολιτικά. Το δίλημμα είναι σαφές: θέλεις φθηνή χρηματοδότηση και να αναλάβεις μια σειρά πολιτικών δεσμεύσεων; Ή θέλεις να απελευθερωθείς από τις πολιτικές δεσμεύσεις τις οποίες είχες εδώ και 8 χρόνια, και οι οποίες έφτασαν στα όρια την έννοια της δημοκρατικής νομιμοποίησης; Να αποκαταστήσεις την ανεξαρτησία της οικονομικής πολιτικής και αυτό ενδεχομένως να κοστίσει περισσότερες αποπληρωμές; Θα επέλεγα το δεύτερο, κυρίως για λόγους αρχής. Δεν δέχομαι μια λογική ότι έχουμε ένα πολιτικό προσωπικό διεφθαρμένο ή ανίκανο που δεν μπορεί να κάνει κάτι αν δεν έχει μπαμπούλα πάνω από το κεφάλι του».
Η λογική είναι σαφής: η ανεξαρτησία της οικονομικής πολιτικής, ως άσκηση εθνικής δημοκρατικής αυτονομίας, είναι προτιμότερη από την υποταγή στον εξωτερικό περιορισμό (των αγορών, της Ε.Ε.) ακόμη κι αν ο δεύτερος εξασφαλίζει μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη.
Ομως η διατύπωση ενός ερωτήματος προκαθορίζει και την απάντηση. Πράγματι, στο δίλημμα «δημοκρατία/λαός ή αγορές/ξένοι», ποια δημοκρατική κυβέρνηση θα τολμούσε να επιλέξει το δεύτερο;
Το δίλημμα δεν είναι «δημοκρατία ή αγορές». Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς η άσκηση της οικονομικής πολιτικής θα προσαρμόσει επιτυχώς την οικονομία στους αντικειμενικούς εξωτερικούς περιορισμούς. Η οικονομική επιτυχία φτιάχνει εύρωστες δημοκρατίες.
Κατ' αρχάς, η «πολιτική επιλογή» στην οποία αναφέρεται ο Φ. Κουτεντάκης είναι εξ ορισμού αυτή με την οποία μια κυβέρνηση προωθεί τις πολιτικές της επιδιώξεις, δηλαδή κυρίως τη σκοπιμότητα παραμονής ή επανεκλογής στην εξουσία. Πράγματι, το πολιτικό κόστος μιας πιστοληπτικής γραμμής για λόγους συμβολισμού θα ήταν βαρύ, ακόμη κι αν εξασφάλιζε φθηνότερο δανεισμό για την οικονομία, μεγαλύτερη αξιοπιστία και εισροή επενδύσεων, περισσότερη ανάπτυξη και δουλειές, μεγαλύτερο περιθώριο δημοσιονομικής χαλάρωσης για μείωση φόρων.
Μια υπεύθυνη κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε οι πολιτικές της αποφάσεις να συγκρούονται με την οικονομική ωφέλεια της χώρας. Αν η πολιτική σου απόφαση έχει οικονομικό κόστος για τη χώρα, τότε αλλάζεις πολιτική απόφαση.
Αλλά τι ακριβώς σημαίνει ανεξάρτητη οικονομική πολιτική για μια χώρα σαν την Ελλάδα σήμερα – ή για οποιαδήποτε οικονομία στον σύγχρονο πραγματικό κόσμο; Δεν αναφέρομαι μόνο στη στενή εποπτεία μέχρι να αποπληρωθεί το 75% του δημόσιου χρέους προς τους θεσμούς, ούτε στις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και 2+% έως το 2060. Πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι η οικονομική πολιτική όταν πρέπει εκ των πραγμάτων να ικανοποιεί τις αξιώσεις των αγορών και των επενδυτών για να μην τραπούν σε φυγή;
Η Ελλάδα, βέβαια, αγόρασε βαθμούς ανεξαρτησίας απέναντι στις αγορές: με 70% του χρέους στα χέρια των θεσμών, προστατεύεται από τις οξείες διακυμάνσεις των αγορών και τον επιτοκιακό κίνδυνο. Το χρέος έχει καθαρή παρούσα αξία πολύ χαμηλότερη και προοπτικές περαιτέρω απομείωσης. Αυτό το πλαίσιο είναι ευνοϊκότερο εκείνου που αντιμετωπίζουν χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ιταλία, που είναι πιο «ανεξάρτητες» αλλά και πιο εκτεθειμένες στα άγρια ένστικτα των αγορών μόλις τα επιτόκια αυξηθούν. Μήπως, τελικά, η πραγματική ανεξαρτησία έγκειται στο μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο που δίνει στη χώρα η στενότερη πρόσδεση στην πειθαρχία και αξιοπιστία του ευρωπαϊκού μηχανισμού;
Πόσο ανεξάρτητη είναι η οικονομική πολιτική όταν υπόκειται στις δυνάμεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού; Πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι η οικονομική πολιτική απέναντι στους ίδιους τους νόμους της οικονομίας, τους οποίους οι κυβερνήσεις (υπό την πλειοδοσία της αντιπολίτευσης) παραβίασαν κατά συρροή μέχρι το 2009, οδηγώντας την Ελλάδα στη μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου; Και πόσο δημοκρατική ήταν μια οικονομική πολιτική που (για τις ψήφους και τα χειροκροτήματα της πλατείας) καταδίκασε τις επόμενες γενιές στην υπερφορολόγηση, την ανέχεια και την ανεργία;
Πρέπει προφανώς ένας λαός στη δημοκρατία, μέσω των κυβερνήσεών του, να κάνει τις επιλογές του και να υφίσταται τις συνέπειες. Πώς συμβιβάζεται, όμως, το αυτονόητο πρόταγμα της δημοκρατικής αυτονομίας με την πραγματικότητα της πολιτικής και κυβερνητικής ανευθυνότητας στην άσκησή της;
Και είναι ή όχι δημοκρατικά μελαγχολική η διαπίστωση ότι οι κυβερνήσεις μας αποφάσισαν να συμμαζέψουν την ελληνική οικονομία (να μειώσουν δραστικά ελλείμματα και πληθωρισμό στη δεκαετία του '90, να υλοποιήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές μετά το 2010) όποτε ακριβώς ο εξωτερικός περιορισμός ήταν ο ισχυρότερος δυνατός;
Η αισιόδοξη απάντηση θα ήταν: «Μάθαμε από τα λάθη μας». Παρατηρώντας όμως τη βιασύνη της κυβέρνησης να διορίσει, να ελέγξει, την απροκάλυπτη ανυπομονησία να αναιρέσει μεταρρυθμίσεις και να μοιράσει λεφτά, η αισιοδοξία έρχεται με βαριές επιφυλάξεις.
Η απάντηση δεν είναι να εισαγάγουμε έναν εξωτερικό «μπαμπούλα» στη χώρα μας. Η απάντηση είναι να εγκαταστήσουμε, αυτονόμως, μια δική μας τεχνολογία θεσμικής αυτοσυγκράτησης, πολιτικής ευθύνης και αυτοπειθαρχίας στη λειτουργία κράτους και κυβερνήσεων. Οσο εκεί η πρόοδος υπολείπεται, οι «Ευρωπαίοι» θα είναι «μια κάποια λύσις».
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 18/3/2018.