Επείγει στην χώρα η ανασυγκρότηση της φιλοευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, για να υπάρξει πλέον ισχυρό ανάχωμα στον φαιοκόκκινο λαϊκισμό και τις φιλοδοξίες του.Οι φιλοευρωπαϊκές και μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις στην χώρα μας, έστω και αν πραγματοποιούν μεταρρυθμίσεις υπό την πίεση της τρόϊκας και των Ευρωπαίων εταίρων μας, στις ευρωεκλογές συγκέντρωσαν ποσοστό 41,5% (ΝΔ, Ελιά, Ποτάμι, Χατζημαρκάκης, ΔΗΜΑΡ, Γέφυρες), έναντι 50,2% (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Δράση) που είχαν αθροίσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012.
Τα ποσοστά αυτά υποδηλώνουν ότι, μέσα σε δύο χρόνια, παρά τα λάθη της ΝΔ, την φορολογική επέλαση, την κρίση ρευστότητας, την άνοδο της ανεργίας και την κρίση στην Ευρώπη, τέσσερις Έλληνες στους δέκα –από αυτούς που πήγαν να ψηφίσουν την Κυριακή 25 Μαΐου– παραμένουν προσκολλημένοι στο ευρωπαϊκό όραμα και στην προσπάθεια Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση να πορευτούν στον δύσκολο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο τού αύριο. Είναι έτσι σαφές ότι από αυτό το 41,5% εξαρτάται το μέλλον της χώρας και μαζί του είναι συνδεδεμένες οι βαθειές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σε όλα τα επίπεδα.
Στην σημερινή Ελλάδα της κρίσης, αυτό το 41,5% έχει ηρωικό χαρακτήρα και γι αυτό πρέπει να διατηρηθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνον μέσω της πολιτικής εξουσίας που ασκεί σήμερα, Με διαφορετικά λόγια, η σημερινή συγκυβέρνηση θα πρέπει να ενισχυθεί κα να επεκταθεί, ώστε να παραμείνει.
Μοναδικός τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η πολυθρύλητη συσπείρωση του κεντροαριστερού χώρου. Το θέμα όμως είναι ότι η ανασύνθεση της κεντροαριστεράς σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει με βάση τα υφιστάμενα σχήματα. Αυτά έχουν φθαρεί και σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την ουσιαστική και πολυεπίπεδη πτώχευση της χώρας. Η ελληνική κεντροαριστερά θα πρέπει να επαναλάβει –υπό διαφορετικές, βέβαια, ιστορικές συνθήκες– είτε το πείραμα των Γάλλων σοσιαλιστών το 1971 (όταν στο συνέδριο του Επιναί εγκατέλειψαν το βεβαρυμένο παρελθόν τους και ίδρυσαν το νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας), είτε την πρωτοβουλία της ιταλικής κεντροαριστεράς και της επανίδρυσής της μετά από πολλές πολιτικές περιπέτειες.
Ένας νέος και ευρύς κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θα μπορούσε να πετύχει εκλογικά ποσοστά της τάξεως του 20% και 25% και άρα να αποτελεί μόνιμο φορέα εξουσίας σε συνεργασία με την κεντροδεξιά –που και αυτή δείχνει να σταθεροποιείται, μεσούσης της κρίσης, σε ποσοστά κυμαινόμενα από 25% έως 30%. Αν δύο τέτοιοι σχηματισμοί μπορούσαν να κυβερνήσουν την χώρα μία οκταετία, η Ελλάδα του 2022 θα ήταν κυριολεκτικά μία «άλλη χώρα».
Σήμερα, απέναντι στο 41,5% υπάρχει ένα συμπαγές 58,5% –που είναι η Ελλάδα του χθες. Είναι, στην ουσία, η δύναμη του λαϊκισμού, της αντίδρασης, της αρπακόλας, της κρατικής κραιπάλης και του θρησκευτικο-εθνικιστικού φονταμενταλισμού. Είναι αυτή η απίστευτα αντιδραστική δύναμη που πριν σαράντα χρόνια δημιουργήθηκε στους κόλπους ενός αχρείου πελατειακού πολιτικού συστήματος, στο οποίο δέσποζαν ο άκριτος εθνικισμός και ο αριστερός μεσσιανισμός με πράσινα και κόκκινα χρώματα. Ως φαίνεται, λοιπόν, αυτό το φαιοκόκκινο τέρας στις σημερινές συνθήκες αντιπροσωπεύει το 50% του πολιτικού φάσματος της χώρας. Έχει δε και ισχυρή πρόσβαση στο Διαδίκτυο, η οποία, ωστόσο, ευτυχώς, για την ώρα δεν αποδίδει πολιτικά –για τον απλό λόγο ότι οι Έλληνες, και κυρίως οι νέοι, δεν διαβάζουν. Σε αντίθεση με την Γαλλία, για παράδειγμα, όπου τα διαδικτυακά βοθρολύματα αποτελούν σημαντικό όπλο της πολυεκατομμυριούχου Μαρίν Λεπέν και της μαφίας της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα δύο κόμματα της σημερινής εξουσίας πρέπει να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χτύπησε ταβάνι. Όταν μετά από δύο χρόνια έξαλλου λαϊκισμού, το κόμμα παίρνει 100.000 ψηφοφόρους λιγότερους από αυτούς που είχε πάρει το 2012, αυτό σημαίνει ότι το κόμμα των συνιστωσών δεν μπορεί να πάει πιο μακρυά. Πιθανόν δε ένα κομμάτι του, το φιλικό προς το ευρώ και την ΕΕ, να αποχωρούσε για να ενταχθεί σε ένα κεντροαριστερό κόμμα εξουσίας. Κατά την γνώμη μας, στελέχη όπως οι κ.κ. Γ. Σταθάκης, Δημ. Παπαδημούλης, Γ. Δραγασάκης και, γιατί όχι, η νέα Περιφερειάρχις Αττικής Ρένα Δούρου, δεν θα έλεγαν όχι σε μία παρόμοια προοπτική, που θα είχε πλέον σαφώς και άρωμα εξουσίας.
Είναι, συνεπώς, άμεση η ανάγκη της επανασύνθεσης του κεντροαριστερού χώρου, σε νέες βάσεις και βέβαια με προοπτικές συμμετοχής στην εξουσία.
Τα πράγματα, αντιθέτως, είναι δυσκολότερα για την κεντροδεξιά και την Νέα Δημοκρατία. Στην σημερινή συγκυρία, κύριο μέλημά της θα πρέπει να είναι η παγίωση του ποσοστού της. Η λαϊκιστική και θρησκόληπτη ακροδεξιά δύσκολα πλέον μπορεί να ενσωματωθεί στον νεοδημοκρατικό χώρο. Θα συνεχίσει να παραδέρνει μεταξύ Χρυσής Αυγής, ΑΝΕΛ και ΛΑΟΣ –τρία κόμματα που είναι πιο κοντά στο ΚΚΕ παρά στην ΝΔ. Έτσι, ο μόνος χώρος με τον οποίο θα μπορούσε να συνεργασθεί η ΝΔ είναι αυτός που σήμερα εκπροσωπείται από την Δράση και άλλα φιλελεύθερα μικρά κόμματα, του οποίου η πολιτική δύναμη αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό 1%-2%. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο αν η ΝΔ θα κάνει ανοίγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η όποια μεταρρυθμιστική συγκυβέρνηση στην χώρα είναι υπόθεση της κεντροαριστεράς, η οποία, επειδή στην ουσία αυτή ήταν παρούσα και στις περισσότερες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, διαθέτει έμπειρο στελεχιακό δυναμικό και, κυρίως, με υψηλή ευρωπαϊκή εμπειρία. Και αυτή θα είναι το μέγα ζητούμενο τα χρόνια που έρχονται.
Δημοσιέυτηκε στο europress στις 28/5