Αν σε κάτι διέφερε σημαντικά ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα, ήταν στην ποιότητα της εσωκομματικής του δημοκρατίας. Κουβαλώντας στις αποσκευές του τις παραδόσεις εσωκομματικής λειτουργίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς, σοσιαλιστικής και ευρωκομμουνιστικής, ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα με θεσμοθετημένες τάσεις και ουσιαστικό εσωτερικό διάλογο. Από τα χρόνια του Συνασπισμού, ο εκάστοτε ηγέτης του δεν αποτελούσε μια εξουσιαστική «περσόνα», που λάμβανε τις αποφάσεις μόνος του ή έστω με έναν μικρό κύκλο ανθρώπων γύρω του. Ο ηγέτης αντανακλούσε εσωτερικούς συσχετισμούς ή ήταν ο ισορροπιστής μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Μέχρι το 2013-2014, ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο πρώτος ανάμεσα σε αρκετούς. Μετά τη νίκη του στις εκλογές έγινε ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός και σταδιακά απέκτησε μεγάλη ελευθερία επιλογών.
Δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία των κομμάτων. Ηδη το 1980, ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Πορτελί είχε αποκαλέσει την εξέλιξη αυτή «προεδροποίηση» των κομμάτων. Κατά το πρότυπο των κομμάτων στις ΗΠΑ, δηλαδή, πρόκειται για το φαινόμενο της συσπείρωσης γύρω από ένα πρόσωπο που είναι εκλέξιμο και την υπαγωγή σε δεύτερη μοίρα των κομματικών οργάνων και θεσμών. Η εκλογική νίκη καθίσταται το βασικό κριτήριο του αν είναι καλή ή κακή μια ηγεσία. Ως συνέπεια, ηγέτες που θεωρούνται ελκυστικοί στο εκλογικό σώμα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση των προγραμμάτων των κομμάτων πριν και κατά τη διάρκεια άσκησης της εξουσίας.
Αν λοιπόν, οι πρώτοι μήνες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές και την ψυχολογία των ψηφοφόρων και των μελών του, στη συνέχεια, η πορεία απο-ριζοσπαστικοποίησης και σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κόμματος είναι περισσότερο από φανερό πως υπήρξαν επιλογές του ηγέτη και ενός, μάλλον μικρού, ηγετικού κύκλου μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αποτέλεσαν προϊόν συλλογικής κομματικής επεξεργασίας ούτε αίτημα της βάσης. Αυτά ήρθαν αργότερα.
Είτε δει λοιπόν κανείς τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυνική προσαρμογή στην πραγματικότητα είτε την αντιληφθεί ως μια συνειδητή επιλογή αλλαγής στρατηγικής και φυσιογνωμίας, η ουσία δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίζεται, αν δεν το έχει ήδη κάνει, σε ένα κόμμα που γεφυρώνει την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Από μια άποψη, η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον ελληνικό πολιτικό γεγονός των τελευταίων δύο χρόνων, με δυναμικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Επίσης, προαναγγέλλει μεταβολές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο για τη ριζοσπαστική Αριστερά όσο και για τη σοσιαλδημοκρατία.
Γιατί όμως αυτή η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γίνεται ερήμην ή, έστω, με «βουβή» την οργανωμένη βάση του; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου προγραμματικά ωρίμασε βίαια, οργανωτικά γέρασε απότομα. Η διάσπαση του κόμματος το 2015 είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος του οργανωμένου κόσμου του. Μαζί με τους προβεβλημένους βουλευτές και υπουργούς εγκατέλειψαν την οργάνωση αρκετές χιλιάδες δραστήρια μέλη και φίλοι του κόμματος σε όλη την Ελλάδα.
Το αποτέλεσμα της μεγάλης φυγής της οργανωμένης βάσης υπήρξε τραυματικό. Οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχασαν τόσο σε όγκο όσο και σε ζωντάνια. Με δύο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να υφίσταται ως πραγματικό «κόμμα μαζών».
Το παραπάνω γεγονός είχε σημαντικές παρενέργειες: Το εναπομένον μικρό, από άποψη αριθμού μελών, κόμμα «ξοδεύει» μεγάλο μέρος της ενέργειάς του μέσα στο κράτος. Πλέον, πολύ μεγάλο τμήμα των μελών του είναι είτε αιρετοί είτε διορισμένοι σε κρατικές/πολιτικές θέσεις. Ετσι, το κόμμα δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας λειτουργίας σχετικά αυτόνομης έναντι της κυβέρνησης, καθώς η παροχή υποστήριξης σε αυτήν γίνεται ο πρωταρχικός στόχος των κομματικών/κυβερνητικών στελεχών.
Η απώλεια μελών, η εξασθένηση των οργανώσεων και η «κρατικοποίηση» του κόμματος συνοδεύονται κατά συνέπεια από την υποχώρηση της εσωτερικής δημοκρατίας και τη σταδιακή μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα πολυφωνικό και δημοκρατικό σε ένα κόμμα αρχηγικό – για την ακρίβεια, σε ένα κόμμα όπου η ηγεσία και όσοι βρίσκονται γύρω της έχουν δυσανάλογη ισχύ. Υπό το παραπάνω πρίσμα, η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα «σαν όλα τα άλλα» δεν έχει μόνο θετικά. Φέρνει μαζί της παθογένειες της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Αν ζούσε πάντως ο Ρόμπερτ Μίχελς ίσως να αισθανόταν δικαιωμένος. Μελετώντας την εσωκομματική ζωή του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο Γερμανός κοινωνιολόγος κατέληξε το 1911 πως η επαγγελματοποίηση των κομματικών ηγεσιών (υπό την πίεση των εκλογικών και οργανωτικών αναγκών του κόμματος) παγιώνει τις ελίτ στις θέσεις εξουσίας. Έτσι το κόμμα, από οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους, μετασχηματίζεται σε μηχανισμό για τη διατήρηση των «ολίγων». Με αυτό τον τρόπο, η «οργάνωση γεννάει την κυριαρχία των εκλεγομένων πάνω στους εκλέγοντες και των εντολοδόχων πάνω στους εντολείς». Αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 7/4/2019.