Τον Οκτώβριο του 1929 είχε καταρρεύσει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ο κόσμος είχε βυθιστεί σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα τον έντονο προστατευτισμό και τον απομονωτισμό. Στην Ευρώπη είχαν κλονιστεί οι φιλελεύθερες οικονομικοπολιτικές και κοινωνικές δομές, μαζί με ό,τι πρέσβευαν οι φιλελεύθερες ελίτ, και είχαν ισχυροποιηθεί συστήματα που αντιστρατεύονταν τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Αναδυόταν το πολεμικό κράτος.
Ενώ μαινόταν ο Ισπανικός Εμφύλιος και η Κοινωνία των Εθνών μιλούσε για περιορισμό των πολεμικών εξοπλισμών, στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς, με τη μετάβαση στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δήλωνε τον Σεπτέμβριο του 1936 ότι «ένεκα της ανικανότητας της Βουλής και ένεκα του κομμουνιστικού κινδύνου που έφεραν την χώραν εις το χείλος της αβύσσου, δεν θα επανέλθωμεν πλέον εις τον κοινοβουλευτισμόν» (εφημ. «Ακρόπολις», 18 Σεπτεμβρίου 1936).
Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνον 10 από τις 27 χώρες της Ευρώπης διατηρούσαν κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από τη Γερμανία, οι διώξεις και τα πογκρόμ κατά του αναγκαίου «εχθρού» κυκλοφορούσαν ως «Εξέγερσις των Γερμανών κατά των Εβραίων» (αυτός ήταν ο τίτλος του «Ελεύθερου Βήματος» στις 13 Νοεμβρίου 1938).
Πολλοί διανοούμενοι, ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασέτ, ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Μαν... έβλεπαν την Ευρώπη να μαστίζεται από πολιτισμική κρίση. Είχαν κατανοήσει, και είχαν δίκαιο, ότι όλα τα επιφαινόμενα της οικονομικής κρίσης (η εξαθλίωση της παιδείας και η απαξίωση της κοινής λογικής), η αύξηση της βίας και του φόβου για την ελευθερία, η απουσία αναστοχασμού για την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα κ.λπ. ήταν αποτέλεσμα της πολιτισμικής κρίσης αυτής καθεαυτήν. Το κλίμα της Ευρώπης ήταν κλίμα γενικευμένου πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 πολλοί Ελληνες είχαν σπεύσει να αποσύρουν τις καταθέσεις που είχαν στις τράπεζες και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος –διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος– είχε αναγκαστεί να κάνει δηλώσεις εφησυχασμού του κοινού. Τον ίδιο μήνα του 1939, ο υφυπουργός της Δημόσιας Ασφάλειας, Κ. Μανιαδάκης, «διά λόγους προστασίας αυτού τούτου του εθνικού συμφέροντος...», απαγόρευε τις συζητήσεις και τα σχόλια για τον πόλεμο «εις τα καφενεία, τας οδούς, τραμ, λεωφορεία, σιδηροδρόμους και δημοσίους εν γένει χώρους».
Ηθελε η Ελλάδα να εμπλακεί στον πόλεμο; Είναι η μόνη περίπτωση στην οποία ταιριάζει το «Οχι» - η λέξη που ταυτίστηκε με τον Μεταξά, το Επος του '40 και την 28η Οκτωβρίου. Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις πληροφορίες που ελάμβανε η ελληνική κυβέρνηση υπήρχε σαφής σύγκλιση για ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις εφημερίδες της εποχής (με βάση σαφείς εντολές που είχαν δοθεί στους εκδότες και τους αρχισυντάκτες) δεν γινόταν καμία αναφορά για τις ιταλικές κινήσεις και τη συγκέντρωση των στρατευμάτων στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η Ελλάδα δεν ήθελε να εμπλακεί στον πόλεμο και κράτησε στάση ουδετερότητας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτό φάνηκε τον Αύγουστο του 1940 με τον τορπιλισμό της «Ελλης». Η Ελλάδα δεν αποκάλυψε την προέλευση του υποβρυχίου, παρά μόνον μετά τις 30 Οκτωβρίου 1940, όταν πλέον είχε κηρυχθεί ο πόλεμος.
Και το «Οχι» που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Εδώ έχουμε πρωτοτυπία. Γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο, ενώ οι άλλες χώρες γιορτάζουν το τέλος του πολέμου. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ξέροντας ότι η Ιταλία είχε ήδη κάνει την επιλογή της μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, έκλεισε την κουβέντα με τον κομιστή του ιταλικού τελεσιγράφου, πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, λέγοντάς του στα γαλλικά: Alors, c'est la guerre! – Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!
Το «ΟΧΙ!» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940, μαζί με άλλους τίτλους όπως «Ναύται! Εκδικήσατε την "Eλλην"» «Ανασύρομεν το προσωπείον σας, δειλοί! Ευρήκαμε τα κομμάτια των τορπιλλών σας, δολοφόνοι» κ.λπ. Αλλά αν κάποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει προσεκτικά το άρθρο, θα διαπιστώσει ότι εμπεριέχει ολόκληρη τη ρομαντική ελληνοκεντρική εθνικιστική αφήγηση και τους μεγαλοϊδεατικούς μαξιμαλισμούς της μικρής χώρας που ενώπιον του πολέμου... απλώς «εμειδίασεν αταράχως...».
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1941 στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 γιορτάστηκε στην πλατεία Συντάγματος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, με διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις. Κάτι έγινε το 1943 και, για πρώτη φορά, η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα το 1944 με παρέλαση ενώπιον του Γεωργίου Παπανδρέου.
Γιορτάζουμε την 28η γιατί δεν μπορούμε να γιορτάσουμε τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ούτε μπορούμε να γιορτάζουμε κάτι από την Ελλάδα των πολεμοκαπήλων που, εκτός τόπου και χρόνου, υπερασπίστηκε -και συνεχίζει στις μέρες μας- την έκφραση ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής» και μιας «εθνικής ενότητας» που στέλνει την άλλη μισή ψυχή στα αζήτητα και συνεχίζει να δουλεύει «μειδιώσα αταράχως...» πάνω σε ίχνη εκτυφλωτικής ορατότητας για την κατίσχυση της κουλτούρας των άλυτων προβλημάτων και του πολέμου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/10/2018.