Είχε ανακοινωθεί με την κατάθεση της Έκθεσης Πισσαρίδη στην ολοκληρωμένη μορφή της, επανελήφθη και με αφορμή την συζήτηση του Προϋπολογισμού 2021 στην Βουλή: τόσο η ίδια η Έκθεση όσο και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που κατετέθη ήδη στις Βρυξέλλες ενόψει χρηματοδότησης επενδύσεων, ενεργειών και δράσεων από πόρους Next Generation EU, ανακοινώθηκε ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης, δημόσιας συζήτησης κλπ. Λιγάκι πρωθύστερο, βέβαια, αυτό καθώς η αντιπαράθεση απόψεων, η ανάδειξη (και ενδεχόμενη απόκρουση, αυτό είναι η συζήτηση, όχι;) αντιρρήσεων, η σύνθεση και επαναδιατύπωση χρησιμότητα έχει – για κοινωνικούς εταίρους, για την ακαδημαϊκή κοινότητα, για την κοινωνία των πολιτών, για τα κόμματα και την ίδια την Κυβέρνηση – εφόσον γίνεται σε πρώιμα στάδια. Αλλιώς, αναπτύσσεται το αντανακλαστικό: «αφού έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν, τι μας γυρεύουν απόψεις!». Όσο κι αν επισημαίνεται ότι η έγκριση των Εθνικών Σχεδίων, σε τελική μορφή θα γίνει από τις Βρυξέλλες προς τα τέλη της άνοιξης. ..
Πάντως, το γεγονός και μόνο ότι ήδη και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει πόση προσοχή – έγκαιρα, δε – οφείλει να δοθεί στην υλοποίηση αυτών των επενδυτικών προθέσεων και μεταρρυθμιστικών αλλαγών, ώστε να μην ξαναμιλήσουμε μετά το NGEU για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, δείχνει ότι η συζήτηση αυτή δεν αρκεί να προαναγγελθεί αλλά χρειάζεται και να γίνει. Ουσιαστικά. Ένας δε βαθμός συναίνεσης όχι απλώς να αναζητηθεί, αλλά να επιτευχθεί.
Αργά-αργά, κάτι αρχίζει να κινείται στην κατεύθυνση αυτή. Είχε υπάρξει ήδη πρωτοβουλία του e-Kyklos, του Βαγγέλη Βενιζέλου. σε πρώιμο στάδιο είχαμε και κάποια τηλεοπτικά πάνελ να επιχειρούν κάλυψη του θέματος. χθες παρακολουθήσαμε μια διαδικτυακή συζήτηση του ΕΝΑ/Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών για το αν «είναι η Έκθεση Πισσαρίδη πρόταση για το μέλλον». Στην τελευταία αυτή συζήτηση, η συμμετοχή Αντώνη Λιάκου και Νίκου Μουζέλη έδωσε μιαν ιστορική προσέγγιση στην ανάλυση: σαφώς επικριτικός ο Λιάκος με αναφορές σε ανιστορικότητα και σε απόσταση από τις σύγχρονες προοδευτικές τάσεις για ξεπέρασμα της κρίσης. αναζητώντας πατήματα στάθμισης δυνατότητων για υπέρβαση των αποκλεισμών και αντιμετώπιση των ανισοτήτων ο Μουζέλης. Η Βάλια Αρανίτου, παρεμβαίνοντας ως Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ερευνών της ΕΣΕΕ πήγε πλησιέστερα προς την πράξη, επισημαίνοντας πώς η πρόσδεση της Έκθεσης Πισσαρίδη στην λογική της αύξησης του μεγέθους των επιχειρήσεων, μαζί και με το βάρος των ετών κυρίως των Μνημονίων αλλά και τώρα της υγειονομικής κρίσης, των lock-down κοκ ωθεί προς εξαφάνιση κλάδων ολόκληρων, όπου κυριαρχούν οι μικρομεσαίες μονάδες (εστίαση, ένδυση/υπόδηση) . ενώ οι προσδοκίες για ψηφιακή μετάβαση θα χρειάζονταν εντελώς ιδιαίτερη προετοιμασία αν ήταν να ενδυναμωθούν αυτού του είδους οι μονάδες. Τέλος, ο Γιώργος Σταθάκης – που έχει αναλάβει από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ τον συντονισμό για την ετοιμασία μιας «αντι-Έκθεσης Πισσαρίδη» – στάθηκε κυρίως στην επιλογή της Έκθεσης (και του Εθνικού Σχεδίου) υπέρ στροφής σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, την στιγμή που η ίδια η εμπειρία της πανδημίας και της οικονομικής απερήμωσης που φέρνει καταδεικνύει και τις αδυναμίες και τις ανάγκες και τις δυνατότητες του δημοσίου. Ενώ ανέβασε στην προσοχή το πώς η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας (για την εξωστρέφεια) και της αύξησης της παραγωγικότητας (για την βελτίωση της ισορροπίας των επιχειρήσεων) κινδυνεύει να υπονομεύσει την σχετική θέση της εργασίας – μια προσέγγιση που θα μπορούσε να αναδειχθεί όχι απλώς κοινωνικά εκρηκτική, αλλά και οικονομικά αντιπαραγωγική.
Προστίθεται όμως εδώ η τοποθέτηση του Ινστιτούτου Εργασίας/ΓΣΕΕ, που κατατίθεται στην δημόσια συζήτηση ως «Μετάβαση της Ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης».
Η δουλειά αυτή, της ομάδας που λειτουργεί περί τον Επιστημονικό Διευθυντή του ΙΝΕ Γιώργο Αργείτη, έχει το ενδιαφέρον ότι επισκέπτεται σειρά ζητημάτων που συζητούνται ή/και θάπρεπε να συζητηθούν, με πρόδηλη την αγκύρωση στην προσέγγιση του κόσμου της εργασίας: βιομηχανική πολιτική/παραγωγικοί μετασχηματισμοί, αγορά εργασίας/ απασχόληση/κοινωνική ασφάλιση, δεξιότητες εργατικού δυναμικού, επαγγελματική κατάρτιση/εκπαίδευση. Και σε όλους αυτούς τους τομείς, παίρνει την πρωτοβουλία να κάνει προτάσεις, πάντως κάτι σαν προτάσεις.
Έτσι, σε επίπεδο της πολυπόθητης μετάβασης σε νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα/αναβάθμισης του εγχώριου παραγωγικού προτύπου, προτείνεται ο συνδυασμός top-down βιομηχανικής πολιτικής (με αναφορά σε προεπιλεγμένους τομείς και κλάδους, τομεακό προγραμματισμό, περιβαλλοντική και ψηφιακή αναφορά), με την δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει συνεργασία ιδιωτικού/δημοσίου τομέα με επενδυτική στόχευση. Ομοίως, βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική συμβατή με την επιθυμητή αναβάθμιση του παραγωγικού προτύπου. κατάλληλες τραπεζικές πρακτικές. εμβάθυνση της οικονομικής δημοκρατίας ώστε να στηρίζεται η διατηρησιμότητα του αναπτυξιακού μετασχηματισμού. (Συν, προτάσεις για ένταξη του αγροδιατροφικού κυκλώματος στο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο της οικονομίας).
Στο πεδίο της αγοράς εργασίας βρίσκει κανείς διεξοδική προσέγγιση του ρόλου του κατώτατου μισθού (στο 60% του διαμέσου μισθού), ώστε μέσα από ένα χρονοδιάγραμμα συμφωνημένο μεταξύ κοινωνικών εταίρων να αποδώσει ένα κατώτατο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, δεν αποφεύγεται η συζήτηση περί ασφαλιστικής μεταρρύθμισης – και μάλιστα με αναφορά στην αναγκαία αναπτυξιακή διάσταση του Ασφαλιστικού. Όμως, δίπλα στην ενδογενεακή και την διαγενεακή κατανομή κόστους και παροχών, επισημαίνεται και η διαταξική διάσταση. Επισημαίνεται επίσης η διάσταση του δημογραφικού, μαζί και η ανάγκη αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής – σε μη-διακηρυκτικό όμως, επίπεδο.
Στο πεδίο των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης επισημαίνεται ότι δεν είναι τόσο νέα κύματα ανεργίας που θα μπορούσαν να αναμένονται από τις τεχνολογικές αλλαγές (έχουν φροντίσει γι αυτό τα Μνημόνια ήδη), όσο ο τεχνικός και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η διασφάλιση επιπέδου διαβίωσης. Εδώ θα κριθεί το πώς η 4η βιομηχανική επανάσταση θα μετατραπεί σε ευκαιρίες και όχι σε παγίδες. Ομοίως, πως ο μετασχηματισμός των επαγγελμάτων θα αποκτήσει ασφαλιστικές δικλείδες, πώς οι δεξιότητες θα προσαρμοσθούν στις ανάγκες αλλά και θα φέρουν ανάπτυξη.
Όλα αυτά, αποτελούν συμβολή στην συζήτηση γύρω από την Έκθεση Πισσαρίδη. όπως άλλωστε και οι παραδοχές για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που υπάρχουν και, συνεπώς, οι προτάσεις για κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας. Αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (βρίσκονται χαμηλά στην Ελλάδα και υποχώρησαν τόσο στην περίοδο 2009-13, όσο και σε εκείνην 2014-18 έστω και ηπιότερα), βελτίωση των δομών κοινωνικής προστασίας (όπου μας άνοιξε τα μάτια – ελπίζει κανείς – η ίδια η πανδημία, στην Υγεία αλλά και την ανεργία ή και την φτώχεια), περιβαλλοντική προστασία με τον δημόσιο τομέα ως επιταχυντή του οικο-τεχνολογικού μετασχηματισμού.
Μια τελευταία παρατήρηση: όποιος επενδύσει λίγον χρόνο στην μελέτη της δουλειάς αυτής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, θα κερδίσει αν σταθεί στις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Που αφορούν το πώς πορεύθηκαν, διαχρονικά, δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις (οι δεύτερες: επιχειρήσεων και νοικοκυριών), δηλαδή πώς εξαχνώθηκαν με την κρίση οι τελευταίες, αλλά και πώς πήγαν πίσω μετά το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις. το πώς διαλύθηκαν κυριολεκτικά οι επενδύσεις σε κατασκευές κατοικιών, καθώς και σε μηχανολογικό συν μεταφορικό εξοπλισμό (οι δεύτερες ισορρόπησαν κάπου στο τέλος). Συν, το πώς η κατανάλωση «προσπέρασε» μετά το 2012 το διαθέσιμο εισόδημα και πώς αυτό συσχετίζεται με το χρηματοδοτικό κενό της τελευταίας περιόδου.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 19/12/2020.