Όσοι προσεγγίζουν τις μεθόδους αστυνόμευσης – σε λίγο ευρύτερα από το δικό μας, επαρχιακό/δεμένο με το παρελθόν περιβάλλον – έχουν να διακρίνουν τις εκδοχές κοντά-στην-κοινωνία (κάποια στιγμή πήγαν να δοκιμασθούν και σ' εμάς, με τον αστυνομικό της γειτονιάς, ή τις πεζές περιπολίες), την αστυνόμευση που στηρίζεται στην αξιοποίηση πληροφοριών και την ανάλυσή τους (κι αυτή κάποια στιγμή πήγε να δοκιμασθεί, όχι με την παλιά μέθοδο του «καρφιού» αλλά λιγάκι πιο εξελιγμένα) . την προσέγγιση της μηδενικής ανοχής (κι αυτή σ' εμάς πολλές φορές συζητήθηκε, με πολιτικό/μηντιακό αίτημα προερχόμενο από την «εποχή Τζουλιάνι»/Νέας Υόρκης) που ωστόσο δεν αντέχεται κοινωνικά στα μέρη μας. ακόμη-ακόμη και την «έξυπνη αστυνόμευση»/smart policing, που μέχρι και τους Κύπριους συγκίνησε...
Τελικώς, αν ξεφύγει κανείς από την επικοινωνιακή προσέγγιση του μεγάλου, του όλου και πιο κεντρικού αιτήματος της ασφάλειας που εντείνεται στην κοινωνία – η οποία επικοινωνιακή διάσταση ξανάρχεται να κατάπιε την ουσία – βλέπει ότι η «δική μας», η Ελληνική μέθοδος (και) αστυνόμευσης είναι η αναμενόμενη: «Βλέποντας και κάνοντας». Σε πλήρη εξέλιξη, αυτό, με τις πιο πρόσφατες αναταράξεις που καταγράφηκαν με το μεγάλο/το οργανωμένο έγκλημα. Εξελίξεις οι οποίες εκτόπισαν και το ζήτημα της αστυνόμευσης στον δημόσιο χώρο, στον δρόμο, με δυσοίωνη αιχμή της αυτοαδρανοποίηση της Αστυνομίας στα κορωνοπάρτι ή/και τις απλούστερες περιπτώσεις συνωστισμού/συγχρωτισμού (η ευθύνη «μετατέθηκε» στην μηντιακή καταγγελτικότητα, ιδίως κατά των νέων) ιδίως μετά το αυτογκόλ αστυνομικής βίας στην Νέα Σμύρνη, όμως και την περιπέτεια των ΟΠΠΙ στα Πανεπιστήμια (όπου τελικά θα πραγματοποιηθούν οι προσλήψεις, με μονιμότητα, 400 Ειδικών Φρουρών χωρίς προαπαιτούμενο – όπως είχε ανακοινωθεί – πτυχίο, αλλά την σοφία του «μη βιαζόμαστε» για ενεργοποίηση του πολυδιαφημισμένου σχήματος.
Οι όλο και πυκνότερες περιπτώσεις εκκαθάρισης λογαριασμών μεταξύ συμμοριών (κατά την ενημέρωση της Αστυνομίας, αυτό), μετά και την προ 2 ήδη μηνών δολοφονία Καραϊβάζ και πιο πρόσφατα την φρικτή/ «άσκοπη» στα πλαίσια ληστείας δολοφονία στα Γλυκά Νερά, εγκατέστησαν νευρικότητα στις αρχές ασφαλείας. Και στον συνήθως οργανωμένο στις δημόσιες κινήσεις του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη. Και τούτο ενώ δεν χρειάζονται πλέον δημοσκοπήσεις για να καταγραφεί η ανησυχία του κόσμου...
Οι πολύκροτες διαβεβαιώσεις για ταχύτατη διαλεύκανση της υπόθεσης Καραϊβαζ, η επικήρυξη 300.000 ευρώ για πληροφορίες στην υπόθεση Γλυκών Νερών, η κωμική (αν δεν αποτελούσε τραγικό δείγμα ελαφρότητας...) διακίνηση από αστυνομικές πηγές ότι «οι δράσεις ήταν απρόσεκτοι», τέλος η συνεχής ανάμειξη του Μεγάρου Μαξίμου «δι επίδειξιν ενδιαφέροντος», όλα αυτά επέτειναν την νευρικότητα.
Πρώτο αποτέλεσμα, η προ βδομάδων πρωτοβουλία Χρυσοχοΐδη να ανακοινώσει ότι παρέδωσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «λίστα με 500 ονόματα και στοιχεία και διευθύνσεις» ανθρώπων του οργανωμένου εγκλήματος, υιοθετώντας έτσι de facto την άποψη των κύκλων της Αστυνομίας και των μονίμων τροφίμων των πρωϊνάδικων συνδικαλιστών της ότι «εμείς τους πιάνουμε, εκείνοι (η Δικαιοσύνη) τους αφήνει ελεύθερους». Δεύτερο αποτέλεσμα, συσκέψεις επί συσκέψεων και αναγγελία νέων οργανωτικών σχημάτων, task forces και όλων των σχετικών. Με τα τούτα και με τα εκείνα, το «Νόμος και Τάξη» που θεωρήθηκε βασικό ατού της σημερινής Κυβέρνησης γυρίζει ανάποδα. Και ο ευνοούμενος των δημοσκοπήσεων Μιχάλης Χρυσοχοϊδης βρίσκεται σε πτώση. Όμως, η συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη έχει μεγάλο βάθος. Δείτε:
Δυο τοποθετήσεις του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη δεν προσέχθηκαν – δεν τους δόθηκε δηλαδή η σημασία που θα δικαιούνταν, πέρα από τον πολιτικό «θόρυβο» - ενώ προδιαγράφουν μέλλον. Είτε με τον ίδιο στο πηδάλιο, είτε με οποιονδήποτε άλλο. «Το οργανωμένο έγκλημα δεν έχει ιδεολογικές αναφορές αλλά έχει πολύ χρήμα που έχει αρχίσει εδώ και καιρό να το νομιμοποιεί με επιχειρηματικές δραστηριότητες». Δεν πρόκειται για κάποια ανακάλυψη, είναι το πρότυπο που λειτούργησε σε όλες τις προηγμένες χώρες (οικονομίες) κοινωνίες (φρίκη το «προσεγμένες» υπό αυτήν την έννοια, αλλά αυτή την λέξη διαθέτουμε, αυτήν χρησιμοποιούμε...), και δεν είναι ακριβώς βέβαιο ότι δεν ίσχυε και σ' εμάς εδώ και κάποιον καιρό όμως ο υπουργός ΠροΠο το τονίζει γιατί προφανώς κάτι βλέπει, κάτι του έχουν καταγράψει. Όχι μόνο για να πει το κλασικό «Δεν φταίω εγώ». Όμως η συνέχεια έχει μεγαλύτερο βάρος: «Εάν εισέλθει (το οργανωμένο έγκλημα) στους θεσμούς, τότε θα έχουμε ζήτημα κανονικής μαφίας». Και πάλι δεν είναι διόλου βέβαιο ότι αυτό που περιγράφεται εδώ και καιρό: θυμηθείτε το καθεστώς λειτουργίας των φυλακών, θυμηθείτε τον προσδιορισμό συνθέσεων σε δίκες με ενδιαφέρον περιεχόμενο (ή, πάλι, τις αυτοεξαιρέσεις από την έδρα όπου «καίει το θέμα».
Ακόμη και η φρουρά Φουρθιώτη, κορυφή του παγόβουνο του φαινομένου να πορεύεται το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ο απόλυτος σαρκασμός!) με αλλότρια κριτήρια χρήση των θεσμών δεν είναι; Εκείνο πάντως που διαβλέπουμε ότι πήγε να πει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, είναι κάτι πολύ βαθύτερο – μιλάει για την προοπτική (φοβούμεθα, δε, ότι μιλάει για διαπίστωση που κατ' αυτόν ήδη ισχύει...) να βρεθεί το οργανωμένο έγκλημα με τους κυρίως θεσμούς της δημόσιας ζωής. Με δεδομένη στην παγία αδυναμία του θεσμικού καμβά στην Ελληνική πραγματικότητα – θυμηθείτε το χρειάστηκε για να ξεπατωθεί η Χρυσή Αυγή... - , στο μέτρο που η τοποθέτηση Χρυσοχοΐδη έχει βάση, βρισκόμαστε συλλογικά στην αρχή (ή σε κάποια πρώιμη φάση) ταξιδιού στο σκοτάδι.
Το να αντιμετωπισθεί ΑΥΤΗ η πραγματικότητα με το κατεξοχήν επικοινωνιακό εργαλείο του ανασχηματισμού, όπως χτίζεται πίεση αυτές τις μέρες, θα ήταν δείγμα υπολογισμένης ανεμελιάς-προς-αδιαφορία-για-την-ουσία.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 4/6/2021.