Η εκλογή του αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η συνεχιζόμενη πολιτική της λιτότητας που η Γερμανία έχει επιβάλει στην ευρωζώνη, το Brexit, οι διαμάχες του γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν με διάφορες κοινωνικές ομάδες και εσχάτως με τα «κίτρινα γιλέκα», η αμιγώς λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας και η διαβόητη άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχουν αναδείξει, μεταξύ άλλων, και διάφορες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο δημόσιος πολιτικός λόγος στον δυτικό κόσμο. Πλέον ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του Ευρωπαίου Επιτρόπου Προϋπολογισμού, Γκούντερ Έττινγκερ που, σχολιάζοντας τον Μάιο του 2018 την απόφαση του ιταλού Προέδρου Σέρτζο Ματταρέλλα να απορρίψει ως υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση του Τζουζέππε Κόντε τον ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα, τόνιζε με πρόδηλο κυνισμό ότι οι αγορές θα τιμωρήσουν τους ιταλούς ψηφοφόρους και θα συνετίσουν τους λαϊκιστές ηγέτες του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού Λουίτζι ντι Μάιο και Ματτέο Σαλβίνι. Η εν λόγω τοποθέτηση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα – θύελλα η οποία οδήγησε τον γερμανό πολιτικό να ανακαλέσει και να ζητήσει συγνώμη μέσω Twitter. Με αφορμή την παραπάνω δήλωση και τη συζήτηση που προκάλεσε, θα μπορούσε να διερευνηθεί αν και κατά πόσον αυτού του τύπου ο δημόσιος πολιτικός λόγος αποτελεί μια διακριτή κατηγορία με σαφή χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, να διερευνηθεί αν μπορεί να εννοιολογηθεί ο «πορνογραφικός πολιτικός λόγος» ως ένας συγκεκριμένος και αναγνωρίσιμος τρόπος τοποθετήσεων στον δημόσιο διάλογο γύρω από κοινωνικοπολιτικά θέματα.
Η πορνογραφία ως συμπεριληπτικός όρος
Είναι αλήθεια ότι το ολοένα και αυξανόμενο επιστημονικό και δημόσιο ενδιαφέρον για την πορνογραφία έχει δημιουργήσει μια «μετα-πορνογραφία», ένα λόγο δηλαδή «για όλες τις εποχές» που αφορά σειρά από κοινωνιοπολιτισμικές διαστάσεις και όψεις αυτού του είδους οπτικής αναπαράστασης (Wicke 2004: 176-9). Ενώ δηλαδή η συζήτηση και μελέτη της έννοιας της πορνογραφίας έχει κυρίως διεξαχθεί με βάση την παράθεση μια σειράς «αντιθετικών» ζητημάτων, όπως παραγωγή και κατανάλωση, ελευθερία έκφρασης και λογοκρισία, αναπαράσταση και πραγματικότητα, ακίνδυνη διασκέδαση και επιβλαβής επίδραση στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στο φαινομενικά απλό ερώτημα «τι σκεφτόμαστε για την πορνογραφία» συμπυκνώνονται μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα γύρω από το σεξ, τη σεξουαλικότητα, τη βία, την επιθυμία, αλλά και την εξουσία γενικότερα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η πορνογραφία είναι ένα πλέγμα θεμάτων που εκτείνεται πέρα από τα παραπάνω ζητήματα, υπάρχουν ενδεχομένως περιθώρια να προσεγγιστεί η πορνογραφία, ακόμα και η ίδια η πορνογραφική απεικόνιση και αναπαράσταση, ως μια έννοια που υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει δόκιμη αναλυτική προκείμενη σε υπό μελέτη ευρύτερα φαινόμενα. Είναι σε αυτή τη βάση που τίθεται το ερώτημα, μπορεί πράγματι η πορνογραφία να αποτελέσει ένα επεξεργασμένο εννοιολογικό εργαλείο το οποίο μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία προϋποθέσεων για την περαιτέρω περιγραφική αποτύπωση του κοινωνικού κόσμου; Μπορεί η πορνογραφία, και κυρίως ο επιθετικός προσδιορισμός «πορνογραφικό», να χρησιμοποιηθεί τόσο ως έννοια όσο και ως όρος αυτός καθαυτός στην περιγραφή επιμέρους κοινωνικών φαινομένων και στην ανάδειξη όψεων που όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται εύκολα, αλλά και ενδεχομένως παραμένουν στην αφάνεια; Πρόκειται για ερώτημα που περιλαμβάνει επίσης την ακόμα επίμαχη συζήτηση για την οροθέτηση και εννοιολόγηση του ίδιου του όρου «πορνογραφία», και επεκτείνει τον προβληματισμό γύρω από τις διαστάσεις του. Στην επιστημονική συζήτηση πάντως επικρατεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό η ευρέως χρησιμοποιούμενη έννοια του «σεξουαλικά ρητού υλικού» (sexually explicit material), η οποία αποτελεί έναν μη συγκεκριμένο ορισμό που αναφέρεται στο καταφανώς σεξουαλικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για τη συμπυκνωμένη απόδοση της πορνογραφίας. Εδώ η έννοια του ρητού συνιστά ουσιαστικά μια καταδηλωτικού επιπέδου «εύκολη» αναγνώριση βάσει των κυρίαρχων αξιών και κωδίκων μιας δεδομένης κοινωνίας. Πρόκειται για έναν ορισμό, περιγραφικής κατά βάση κατεύθυνσης, ο οποίος συναντάται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν αντιλαμβάνεται την πορνογραφία εκ των προτέρων με μανιχαϊστικούς όρους και δεν είναι προσανατολισμένος σε μια αξιολογική αποτίμηση. Είναι όμως γνωστό ότι η χρήση του όρου δεν περιορίστηκε στα εν λόγω όρια, αλλά χρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή ετερόκλητων φαινομένων, συχνά με διαφορετικό τρόπο και στόχο.
Όταν, για παράδειγμα, αποκαλύφθηκαν τον Απρίλιο του 2004 οι διαβόητες φωτογραφίες κακοποίησης από τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, πολλοί χρησιμοποίησαν τον όρο «πολεμοπορνό» (warporn) που πρόκρινε αρχικά ο Ζαν Μπωντριγιάρ (Baudrillard, 2005: 205-9) για να υποδηλώσουν τις σεξουαλικά σκοπούμενες αναπαραστάσεις στρατιωτικών βασανιστηρίων και να αναφερθούν στην ιδιόμορφη μίξη πολεμικών μαρτυρίων και μύθων ως πορνογραφικές φαντασιώσεις. Στην προσέγγιση του Μποντριγιάρ ασκήθηκε κριτική από τις Φιόνα Άτγουντ και Κλαρίσα Σμιθ (Attwood, Smith, 2010: 182) στη βάση τού ότι η περιγραφή με τον όρο «πολεμοπορνό» μιας σειράς από γεγονότα ως πορνογραφικές εικόνες πραγματικής βίας συνιστά «κρίση νοήματος» της έννοιας της πορνογραφίας. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μια μετατόπιση από την έμφαση στην ενδεχόμενη σεξουαλική ευχαρίστηση, σε μια «κατοπτρική θέαση του σώματος». Σε κάθε περίπτωση, ορθά η Σμιθ (Smith, 2010: 107) τονίζει ότι η απόδοση των σκηνών του πορνό του βασανισμού και του πολεμοπορνό ως πορνογραφία, συσκοτίζει την πραγματική ζημιά των θυμάτων από στρατιώτες που δρουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μιλιταριστικών πολιτικών επιλογών, ως μια ενέργεια ιδωμένη υπό το πρίσμα της δημιουργίας σεξουαλικά ρητών αναπαραστάσεων. Η κριτική δηλαδή της Σμιθ έχει βάση στο βαθμό που λείπει μια γενικότερη, δόκιμη και αποδεκτή, προσέγγιση που θα απέδιδε ταυτόχρονα και μια σειρά από πολιτικές πράξεις, συμπεριφορές και λόγους ως «πορνογραφικές». Εδώ, η έννοια της πορνογραφίας θα περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την έννοια της αποκάλυψης μιας «κρυμμένης/κρυφής» πραγματικότητας κατά τη λογική της αποκάλυψης του γυναικείου οργασμού στην αμιγώς σεξουαλικά προσανατολισμένη πορνογραφία (Williams 1989). Έτσι, σε ένα δεύτερο συνδηλωτικό επίπεδο, θα μπορούσε ενδεχομένως και να εννοιολογηθεί η «πολιτική του πορνό» (porn politics) ως ένας όρος για να περιγραφούν οι περιπτώσεις αποκάλυψης των κρυφών διαστάσεων της πραγματικότητας κατά την εκφορά ενός πολιτικού λόγου. Είναι όμως αυτό αρκετό ή, από μια άλλη πλευρά, έχουν γίνει στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες εννοιολόγησης προς αυτή την κατεύθυνση; Ο Φερνάντο Μουνιόζ (Munoz, 2009), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει «πολιτική πορνογραφία» την τεχνολογία των επιχειρημάτων που χρησιμοποιείται για να ερμηνευθούν οι ομοιότητες και οι αντιθέσεις μεταξύ πολιτικής θεωρίας, συνταγματικής θεωρίας και αισθητικής της πορνογραφίας. Υπόνοια εφαρμογής της έννοιας της πορνογραφίας με την πολιτική έχουμε και με την χρήση του όρου «πορνογραφική δημόσια σφαίρα» από τον Τεντ Γκουρνέλος (Gournelos, 2009: 278) κατά την περιγραφή της πολιτικής διάστασης στη δημοφιλή σατιρική σειρά κινουμένων σχεδίων South Park. Από την άλλη μεριά, η Μαρία Τζον (John, 2004: 39-40) θεωρεί ότι δεν πρέπει να λογίζονται ως άτυπες μορφές πολιτικής πορνογραφίας λόγοι πρόδηλα σεξουαλικοί, όπως η περίφημη αναφορά του αμερικανού δικαστή Κεν Σταρ για την υπόθεση του πρώην Προέδρου Μπιλ Κλίντον. Σύμφωνα πάντως με τον Μπράιαν ΜακΝέαρ (McNair, 1996: viii), ο όρος «πορνογραφία» είναι γενικότερα και ένας πολιτικός όρος, με την έννοια της σηματοδότησης διαφορετικών πραγμάτων για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να υπάρχει μια γενικότερη τάση να αποδοθεί το πορνό στη βάση των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, ειδικά στο βαθμό που η πορνογραφία προκρίνεται ως ένας «παν-περιεκτικός» (catchall) όρος. Πλέον ενδεικτικό παράδειγμα του συμπεριληπτικού σκεπτικού, αλλά και αποτύπωσης ενός γενικότερου ηθικού σχετικισμού και αισθητικής ρευστότητας, αποτελεί και η έννοια του «πορνό φαγητού» (food porn), ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο στο οποίο η κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων φαγητού και θερμίδων θεωρείται κάτι πολύ «ανδρικό», επαναστατικό, που αξίζει εύφημο μνεία. Βέβαια, η έννοια του food porn έχει εσχάτως παρεισφρήσει στη δημόσια σφαίρα, κυρίως μέσω των νέων μέσων/ κοινωνικών δικτύων και με μια διαφορετική ερμηνεία. Πρόκειται για μια θετική συνδήλωση αισθησιασμού και απόλαυσης που απορρέει από την οπτική απεικόνιση της πρόδηλης αίγλης ενός φαγητού. Έτσι, ως ευφημισμός, ο όρος «πορνογραφία» δίνει τη δυνατότητα να περιγραφούν και να αναδειχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ετερόκλητων φαινόμενων και διαδικασιών, αλλά και να εκτοπιστούν ταυτόχρονα οι ανησυχίες γύρω από ένα σύνολο πολιτιστικών ταμπού, χωρίς όμως τη σαφή άρθρωση του τι πραγματικά διακυβεύεται σε αυτό το νέο πλαίσιο.
Συγκεκριμενοποιώντας το πορνογραφικό
Στη βάση των παραπάνω, πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο ο όρος πορνογραφία μπορεί να αποτελέσει μια έννοια αναφοράς και περιγραφής όχι μόνο επιμέρους λόγων και έλλογων πρακτικών, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και καταστάσεων. Μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπάγεται, παρά θα προϋποθέτει, την εννοιολόγηση κάθε φορά ενός λόγου που χαρακτηρίζεται από διακριτά στοιχεία τα οποία θα τον καθιστούν «πορνογραφικό». Με άλλα λόγια, να προσφερθεί μια όσο πιο δόκιμη εννοιολόγηση του «πορνογραφικού» που δεν θα αποτελεί απλώς μια μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά μια συνδήλωση του τι μπορεί να σημαίνει κάτι να αποτελεί μια «πορνογραφία». Είναι στη βάση αυτή που η συζήτηση περί της τελευταίας μπορεί να ξεφύγει από τον εδώ και πάνω από μισό αιώνα περίφημο αφορισμό του αμερικανού δικαστή Πόττερ Στιούαρτ, ότι μπορεί να μην είναι ικανός να προσδιορίσει επακριβώς τι είναι πορνογραφία, «αλλά το ξέρει όποτε τη δει» (I know it when I see it) – αφορισμός που αντικατοπτρίζει τόσο την αδυναμία συγκρότησης ενός κοινά αποδεκτού όρου/ορισμού, όσο και τη σχετικότητα/αμφιθυμία του γενικότερου φαινομένου (Hagle 1991: 1039). Ουσιαστικά, θα πρόκειται για μια προσπάθεια που θα επεκτείνει τον επίμαχο χαρακτήρα της κοινωνικής κατασκευής της πορνογραφίας ως κάτι «ανάρμοστο». Πιο συγκεκριμένα, η πορνογραφία με τη μορφή και το νόημα που την κατανοούμε σήμερα δεν υπήρχε ως έννοια σε προνεωτερικές περιόδους, αλλά αναδύθηκε από τον 16ο αιώνα και μετά (Hunt 1993: 30). Κατά την περίοδο μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, η πορνογραφία ήταν συνώνυμη με την πολιτική ανυπακοή και τον αγώνα για εκδημοκρατισμό, με διάφορους συγγραφείς και επαναστάτες να αναζητούν τρόπους αμφισβήτησης της εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας (1993: 10-2). Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή, τα σεξουαλικά φυλλάδια ήταν το όχημα για επιθέσεις εναντίον πολιτικών και θρησκευτικών αρχών, γι' αυτό και η πορνογραφία αρχικά συνδέθηκε με την ελεύθερη σκέψη, αλλά και τέθηκε ως πεδίο προς ρύθμιση λόγω της απειλής που αντιπροσώπευε για την τότε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Παράλληλα, μεταβατικό σημείο από έναν «κοινόχρηστο», δημόσιο τρόπο ζωής σε μια ιδιωτικά περιορισμένη και εσωστρεφή «βίωση» θεωρείται ο 17ος αιώνας. Η αυξανόμενη διαθεσιμότητα και η ανάπτυξη μιας αγοράς για την πορνογραφία η οποία συμβαδίζει με την επέκταση μιας «κουλτούρας της εκτύπωσης» θεωρείται μέρος αυτής της αλλαγής, με κατ' εξοχήν παράδειγμα την ιδιωτική κατανάλωση του έντυπου υλικού για προσωπική ψυχαγωγία. Έτσι, τον 18ο αιώνα παρατηρείται μια γενικότερη τάση (επαν)ανακάλυψης της ευχαρίστησης ως πολύτιμο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας (Cook 2009: 453), και στα τέλη του μια έκρηξη λόγων, εικόνων και κειμένων γύρω από τη σεξουαλικότητα και το σεξ (Smith-Rosenberg 1982: 325). Είναι όμως στον 19ο αιώνα που η πορνογραφία αποκτά τη σημασία που έχει σήμερα και συνδέεται με τη ρύθμιση του «άσεμνου» (Hunt 1993: 12). Σε αυτή την περίοδο ξεκινά η «κλινικοποίηση» της κατανάλωσης πορνογραφίας και των επιπτώσεών της με την ισχυροποίηση του ιατρικού κατεστημένου και της γνώσης ως «απόλυτη αρχή». Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιατρικοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας που μετουσιώνει εδώ τις κυρίαρχες τον προηγούμενο αιώνα αντιλήψεις ότι μέσω εκπαίδευσης τα παιδιά μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις «άγριες εσωτερικές διαθέσεις» τους, διότι ο αυνανισμός θεωρείτο τότε κάτι επιζήμιο για το μυαλό, το σώμα και την κοινωνία (Darby 2003). Έτσι, η «ηθικολογική επίθεση» στην πορνογραφία κλιμακώνεται ως συντηρητικός λόγος, αλλά και με τις ρυθμίσεις που ακόμα χαρακτήριζαν τη διακίνηση σεξουαλικών κειμένων (Hunt 1993: 19). Πιο αναλυτικά, ήδη με την εξάπλωση της τυπογραφίας τον 19ο αιώνα, οι άνδρες των ανώτερων τάξεων αντιμετώπιζαν το «πρόβλημα» οι γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνογραφικά κείμενα ο σεξουαλικός χαρακτήρας των οποίων γινόταν όλο και πιο ρητός, εγκαταλείποντας την αρχική πολιτική χροιά (1993: 42). Αυτός ο κίνδυνος τους οδήγησε, σύμφωνα και με την περίφημη ορολογία του Γουώλτερ Κέντρικ (Kendrick, 1987), να περικλείσουν τα εν λόγω κείμενα σε «κλειστά μουσεία», να περιορίσουν δηλαδή την πρόσβασή τους στο κοινό των ανώτερων τάξεων το οποίο είχε ήδη «εκπαιδευθεί» στη χρήση τους. Έτσι, ενώ η πορνογραφία «άκμασε» τον 19ο αιώνα, αποτελούσε παράλληλα και ένα ταμπού, μια «βρώμικη» μορφή λόγου που είχε την ανάγκη ενός πατερναλιστικού κανονισμού από άτομα με «επαρκή ηθική και πνευματική ακεραιότητα» για να παραμείνουν ανεπηρέαστα από αυτή. Συνεπώς, η πορνογραφία με τον τρόπο που σχηματοποιήθηκε από τον πιο προηγούμενο αιώνα και μετά δεν σκόπευε να κατασκευάσει και να αναδείξει την ισότητα και τα «σημεία ισορροπίας», αλλά να αναδείξει και να ταυτιστεί με την ανισότητα. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που η Λυν Χαντ (Hunt) στην εξαιρετικά σημαντική ανάλυσή της επιχειρηματολογεί ότι η πορνογραφία αποτελεί, πάνω απ' όλα, ζήτημα ρύθμισης της πρόσβασης σε «ανάρμοστο» περιεχόμενο και, κατ' επέκταση, ρύθμιση της ίδιας της σεξουαλικότητας. Αν λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, το «πορνογραφικό» εννοιολογηθεί με τρόπο που δεν θα αποτελεί απλή μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά συνδήλωση με συγκεκριμένες διαστάσεις και προεκτάσεις αναφορικά και με τον ανάρμοστο χαρακτήρα του, τότε χρειάζεται όχι τόσο μια κατά το δυνατόν ακριβής οροθέτηση της πορνογραφίας, αλλά ένας σαφής εντοπισμός του τι συνιστά εν τέλει μια «πορνογραφική λογική». Έτσι, θα μπορούσε να προκύψει μια κατά βάση διαφοροποιημένη, με συμπεριληπτικό προσανατολισμό, εννοιολόγηση του πορνογραφικού ως η «ρητή επίδειξη της σκληρής πραγματικότητας». Ο βασικός πυλώνας της εν λόγω προσέγγισης εδράζεται στο σκεπτικό ότι η πορνογραφική λογική συνίσταται, σε τελευταία ανάλυση, στην αποκάλυψη μιας υφιστάμενης τάξης πραγμάτων η οποία κατά μυωπικό τρόπο αποσιωπάται από τον δημόσιο λόγο. Άρα, ως πορνογραφικός πολιτικός λόγος θα μπορούσε να νοηθεί ο πολιτικός λόγος που είναι ουσιωδώς πορνογραφικός, με την έννοια της αποκάλυψης μιας ανάρμοστης και σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας που υφίσταται μεν, αλλά δεν προκρίνεται στο δημόσιο προσκήνιο – όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει με την πορνογραφική καταγραφή σεξουαλικών πράξεων και πρακτικών. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν κατά βάση οι καταφανώς διαφοροποιημένες από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αναφορές με άξονα την σκληρή αποκάλυψη του ανάρμοστου, όπως για παράδειγμα έγινε και με την περίπτωση των δηλώσεων Έττινγκερ. Σημαίνει αυτό ότι κάθε πολιτική τοποθέτηση που αναδεικνύει αρνητικές πτυχές μιας δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας συνιστά και μια πορνογραφικού προσανατολισμού περιγραφή; Προφανώς όχι, αν και σε φιλοσοφικό επίπεδο μια τέτοια συζήτηση ίσως και να είναι ανοιχτή – συζήτηση όμως που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας προσέγγισης. Για να νοείται λοιπόν κάποιος πολιτικός λόγος ως πορνογραφικός πρέπει απαραίτητα να συνυπολογίζεται το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα κάθε φορά. Για παράδειγμα, σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου η αναπαραγωγή παρωχημένων στερεοτύπων έχει περιοριστεί και η σεξουαλικότητα γίνεται αντιληπτή και βιώνεται με όρους αυτονομίας σε όλα τα επίπεδα, η πορνογραφία θα είχε ενδεχομένως τον χαρακτήρα ενός χειραφετητικά προσανατολισμένου εκδημοκρατισμού της επιθυμίας και της απόλαυσης. Έτσι και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι εθνοφυλετικοί, κοινωνικοταξικοί και έμφυλοι διαχωρισμοί έχουν αμβλυνθεί σημαντικά, το αίσθημα γενικής ασφάλειας είναι διάχυτο και το επίπεδο διαβίωσης του συνόλου της κοινωνίας είναι αρκούντως ικανοποιητικό, κάθε οριακή δήλωση θα αποτελούσε ίσως πεδίο κριτικής επεξεργασίας και σχολιασμού. Όμως σε αυτή την καμπή της ύστερης νεωτερικότητας όπου οι προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολλαπλές και οι ανισότητες που βιώνονται όλο και εντείνονται, ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται μπορεί πράγματι να ενέχει έναν πορνογραφικό προσανατολισμό στον βαθμό που, λανθασμένα ή ορθά, αναδεικνύει μια «πορνογραφία της κοινωνικής ζωής». Στον βαθμό δηλαδή που προκρίνει μια, παραφράζοντας και τη διάσημη προσέγγιση της Λίντα Γουίλλιαμς (Williams, 1989) για το σκληρό πορνό, φρενίτιδα της εξουσίας.
*Δημοσιεύτηκε στo "The Books' Journal" (Τεύχος 96).