Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Σιωπές και χρησμοί Τρόικας

Για τρίτη συνεχή φορά αφιερώνουμε αυτήν την στήλη (μετά τα σημειώματα της 17/1 και 21/1) στο πέρασμα της μεταΜνημονιακής Τρόικας από την Αθήνα. Ο λόγος δεν – ΔΕΝ – είναι ότι πρόκειται για μια παρουσία ιδιαίτερα σημαντική, από την οποία θα κριθούν πολλά (όπως κατ' επανάληψιν είχε συμβεί τα χρόνια των Μνημονίου-2 και -3, με όλο το σασπένς των αξιολογήσεων, από τις οποίες κρίνονταν δόσεις και υπο-δόσεις από τις οποίες εξαρτάτο η μη-ασφυξία, με αυστηρό έλεγχο προαπαιτουμένων και με αμφισβήτηση στόχων πλεονασμάτων και προβολών ανάπτυξης – θυμόσαστε;), ή έστω η οποία θα συσχετίζεται εύλογα με πολιτικές εκτιμήσεις. Το αντίθετο: κανονικά αυτό το ολιγοήμερο πέρασμα της – να την λέμε έτσι; - μεταΤρόικας είναι πολύ περισσότερο ένα γενικό τσεκάρισμα προόδου παρά μια αντιπαραβολή των 14 ή 16 εκκρεμοτήτων»/ «προαπαιτούμενων», που τα είχε καταγράψει η (λησμονημένη, άλλωστε «ρηχή»...)πρώτη μετά-Μνημονιακή αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, με ενδεχόμενο «κόκκινο φως» ή «κίτρινη κάρτα» ή άλλα θεματικά αυτού του τύπου.
Γι αυτό/ μ' αυτήν την λογική, άλλωστε, είχε ψιλο-συμφωνημένα στραφεί η προσοχή των συζητήσεων σε ζητήματα όπως τα εργασιακά/η αύξηση του κατώτατου μισθού (που θα επέτρεπε στην Ευρωπαϊκή πλευρά να δείξει κοινωνικότερο πρόσωπο), ή όπως η πρόοδος στην εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα (σχήματα για επιτάχυνση της μείωσης των NPLs /NPEs, διόρθωση της προστασίας πρώτης κατοικίας). Ειδικά στην δεύτερη κατηγορία ανοιχτών θεμάτων, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι μόνον «βήματα» μπορούν να ζητούνται, να επιδιώκονται και να γίνονται – το να ζητά κανείς «λύσεις» δεν θα ήταν μόνον μάταιο, θα μπορούσε να είναι και αντιπαραγωγικό.
Ενώ λοιπόν κάπως έτσι στρωνόταν το τραπέζι, κι ενώ η προσοχή ήταν να μείνει περισσότερο στα κάποια καλά λόγια της Έκθεσης μετα-Μνημονιακής παρακολούθησης ώστε να διευκολυνθεί και το πείραμα επανόδου της Ελλάδας στις αγορές, ξαναβρέθηκε στην σκηνή το παλιό, δοκιμασμένο σενάριο της αντιπαράθεσης. Κι ενώ στο μέτωπο της αύξησης του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ/μήνα γινόταν πλέον δεκτό ότι κάτι στην ψαλίδα των 5-10% αύξηση θα έδινε 35 ευρώ εκεί που νωρίτερα στην διαδικασία γινόταν λόγος για 20-25 (θυμίζουμε ότι η διαδικασία για τον επαναπροσδιορισμό του κατώτατου μισθού, ακόμη νομοθετικά και όχι με συλλογική διαπραγμάτευση, περιλαμβάνει σειρά βημάτων: διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, υπολογισμούς ΚΕΠΕ, εισήγηση τριμελούς από Πρόεδρο ΟΜΕΔ/ΥΠΟΙΚ/ΥΠ Εργασίας κλπ) αίφνης στοχοποιήθηκε η διάσταση κατάργησης του υποκατώτατου.
Ήταν ήδη γνωστή και δηλωμένη η κυβερνητική πρόθεση, ή μάλλον απόφαση, «να ξαποστείλει αυτό το τερατούργημα» του υποκατώτατου - η διατύπωση ακριβώς έτσι, σε εσωτερικές συζητήσεις... - αλλ' η Τρόικα οψίμως υπολόγισε ότι αυτή η εξίσωση από τα 511 ευρώ σε έναν (αυξημένο ήδη) κατώτατο ας πούμε 610+ ευρώ, θα σημάνει σχεδόν 20% αύξηση διαμιάς. Έτσι όμως, συνεχίζει το Τροϊκανό επιχείρημα, ένα μέτρο που (υποτίθεται ότι) πήγε να «σπάσει» την τρομακτική ανεργία των νέων – η οποία με κόπο προσπέρασε προς τα κάτω το αδιανόητο 45% - θα κινδύνευε τώρα να λειτουργήσει αντίστροφα. Συν, να δημιουργηθούν φαινόμενα νέας υποχώρησης προς την μαύρη εργασία, ακριβώς σ' αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο μέτωπο του πληθυσμού. Ο αντίλογος, βέβαια, ήταν πώς όταν έχεις αποδιαρθρώσει την αγορά εργασίας όπως είδαμε (με την Τροϊκανή πίεση) τα μετά το 2012 χρόνια, παρόμοιες αναφορές θυμίζουν προφάσεις εν αμαρτία. Πάντως το κλίμα πήγε να χαλάσει.
Σοβαρότερα πάντως ήταν - και παραμένουν - τα πράγματα στο μέτωπο των χρηματοπιστωτικών. Όπου, όπως μας προκύπτει, το μήνυμα που επιδιώχθηκε να δοθεί σε επίπεδο Τρόικας ήταν πως είναι μεν σεβαστές οι ανάγκες προσεκτικού σχεδιασμού των μεθόδων αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων (σχέδιο ΤτΕ, σχέδια ΤΧΣ, στήριξη με εγγυήσεις ή δημόσιους πόρους), λεπτορρύθμισης των οροφών υπαγωγής στον «νέο Νόμο Κατσέλη», συνεχών προσαρμογών του εξωδικαστικού κοκ, αλλά «πρέπει να προχωρήσετε πιο γρήγορα, πιο ουσιαστικά, πιο οριστικά». Σε σημείο που σχεδόν η Τρόικα να έδειξε προς την μονοδιάστατη κυριαρχία της Φρανκφούρτης, ΕΚΤ και SSM, όπου πορεύονται και πάλιν οι επικεφαλής των συστημικών τραπεζών με φρέσκιες τις προσλαμβάνουσες από την συνάντηση τους στο Μαξίμου (με απουσία ΤτΕ...). Η μεγάλη διστακτικότητα του νέου επικεφαλής το SSM Αντρέα Ενρία, διαδόχου της Ντανιέλ Νουί που την είχαμε συνηθίσει σε συχνά περάσματα στην Αθήνα και πχ στο Φόρουμ Δελφών, όπως άλλωστε και μέλη Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΣ της ΕΚΤ όπως ο Μπενουά Κερέ διστακτικότητα έστω και χρησμού, προξενεί σκέψεις. Με φόντο την συνεχιζόμενη επισήμανση του ΔΝΤ – που αποκρούεται από Ευρωπαϊκής πλευράς – για ανάγκη πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των συστημικών.
Σιωπές και χρησμοί.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 25/1/2019. 

Τι θα λείψει από το μενού της μεταΜνημονιακής Τρόικας

Για μιαν ακόμη φορά, παρουσία στην Αθήνα του αρμόδιου για τα οικονομικά και τα δημοσιονομικά Αντιπροέδρου της (απερχόμενης, σιγά-σιγά) Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πιερ Μοσκοβισί, του ανθρώπου που τεχνικά «κράτησε» από πλευράς Βρυξελλών τα ηνία των κυλιόμενων διαπραγματεύσεων, πιέσεων, διευκολύνσεων, απειλών, συμβιβασμών, καθησυχασμών της Τροϊκανής εμπειρίας της Ελλάδας – πάντως τα τελευταία 3 χρόνια – λειτουργεί ως προεισαγωγή στην εδώ παρουσία της ίδιας της Τρόικας. H οποία μας καταφθάνει από Δευτέρα, λίγες μέρες μετά την ψήφιση της εμπιστοσύνης στην Βουλή σε εκρηκτικό κλίμα, την επόμενη κυριολεκτικώς του σχεδιαζόμενου συλλαλητηρίου/λαοσύναξης για το Μακεδονικό στο Σύνταγμα: ενδιαφέρον πυρίκαυστο γενικό πλαίσιο.
Ευλόγως θα παρατηρήσει/διορθώσει ο προσεκτικός αναγνώστης ότι Τρόικα δεν υπάρχει πλέον, ότι έχει γίνει Τετραμερής – Quadriga εδώ και πολύ καιρό με την προσθήκη σε ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ και του εκπροσώπου του ESM, «του δανειστή» κατά κύριο λόγο αλλά και άλλαξε φύση/λειτουργία. Αυτό είναι άλλωστε που εγκατέστησε στην δημόσια σκηνή τον συμπαθή εκείνο Κλάους Ρέγκλινγκ, να συναγωνίζεται με τον εαυτό του (και με κάθε άλλον πρόθυμο) σχετικά με το αν το κόστος του τρίτου Μνημονίου είναι 60, 100 ή 200 δις ευρώ και για το ποιες δεσμεύσεις παραμένουν μεταΜνημονιακά – εκείνο δηλαδή που στην εσωτερική μας αντιδικία επιχειρήθηκε να καταχωρηθεί ως «τέταρτο Μνημόνιο». Όμως, ο Πιερ Μοσκοβισί ο οποίος «τραβάει» προς την άλλη άκρια – εκείνην που λέει και διαβεβαιώνει ότι η εποχή των Μνημονίων έκλεισε, έφυγε, πάει ότι η κανονικότητα επανήλθε στην Ελλάδα (και στην ΕΕ ως προς την Ελλάδα...) – με αποτέλεσμα να επιχειρείται υποτίμησή του από ένα ολόκληρο τμήμα του Ελληνικού πολιτικού σκηνικού, δεν παύει να είναι εκφραστής της επίσημης άποψης της «Ευρώπης» για την Ελληνική περίπτωση.
Και – το πιο σημαντικό – εκφραστής του τι θα κάνει με την Ελληνική περίπτωση η διαβόητη μεταΜνημονιακή ομάδα της ενισχυμένης παρακολούθησης/enhanced surveillance για να μην τσακωνόμαστε με την ορολογία. Ενώ λοιπόν θα ασχολούμαστε όλοι με τα διαμειφθέντα κατά την επίσκεψη Μοσκοβισί, θα προτείνουμε σήμερα στον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει κυρίως τι ΔΕΝ θα περιλάβει το μενού της μεταΜνημονιακής Τρόικας ενόψει της (δεύτερης) Έκθεσής της που θα ωριμάσει κάπου Μάρτιο μεριά στο Eurogroup.
Πράγματι, από τις διαρθρωτικού χαρακτήρα δεσμεύσεις/commitments που είχαν περιληφθεί και που πολλοί τις θεωρούν σχεδόν milestones ενώ δεν είναι, όλοι γνώριζαν ότι θέματα όπως π.χ. η βελτίωση των διαδικασιών στον τομέα της Υγείας (πρωτοβάθμια περίθαλψη, προμήθειες) ή πάλιν η στελέχωση της ΑΑΔΕ, και ακόμη περισσότερο το ξύπνημα του Μεγάλου Ασθενούς (της Δικαιοσύνης...) θα κρατήσει 3μηνα και χρόνια, πολλά: απλώς... κινητικότητα αναζητείται. Στην διαχείριση του χρηματοπιστωτικού τομέα/κόκκινα δάνεια κοκ τρέχει η νέα-νέα προθεσμία Φεβρουαρίου, ενώ στις ιδιωτικοποιήσεις (λιγνιτικά ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, Εγνατία, επέκταση σύμβασης Ελ. Βενιζέλου, Ελληνικό) απλώς βήματα μπορεί να επιδειχθούν. Και να θεωρηθεί ότι έγιναν, ή να θεωρηθεί ότι αργούν, πάνε πίσω κοκ. Για δυο-τρία επιλεγμένα μέτωπα – σύμβαση Ελ. Βενιζέλου, ή πάλι νομοθέτηση κατώτατου μισθού – θα μας χρειαστεί και Βουλή εν λειτουργία: σημειώστε το κι αυτό.
Απ' εκεί και πέρα, τα αληθινά σημαντικά και μεγάλα δεν – ΔΕΝ – θα απασχολήσουν την μεταΜνημονιακή Τρόικα. Το αν, δηλαδή το μείγμα πολιτικής/το policy mix που έχει δημιουργηθεί με την τοτεμοποίηση και λατρευτική στάση έναντι του πρωτογενούς πλεονάσματος και του υπερπλενάσματος «βγαίνει πέρα» και αν είναι βιώσιμο – μην ξεχνούμε ότι ο Πιερ Μοσκοβισί είναι αρμόδιος για τα οικονομικά ΚΑΙ τα δημοσιονομικά: το 3,5% επι 5ετία είναι εκείνο που μπαίνει πρώτο στην οθόνη του κομπιούτερ του! – δεν έρχεται άμεσα στην συζήτηση. Ούτε καν το αληθινό δημοσιονομικό παγόβουνο, δηλαδή η μέσω δικαστικών αποφάσεων ανατίναξη του δεύτερου (ήδη!) Μνημονίου, μπορεί να τους απασχολήσει αληθινά – ενώ θα έπρεπε. Η χαμένη ευκαιρία της επίσκεψης Μέρκελ, η άρνηση των κυβερνητικών εδράνων να επωφεληθούν της προσέλευσης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης/του Κυριάκου Μητσοτάκη στην διαπίστωση Στουρνάρα, Χριστοδουλάκη, ακόμη και Σημίτη ότι το άδειασμα της οικονομίας με πρωτογενή πλεονάσματα επείγει να δώσει την θέση του σε δέσμευση μέρους των πλεονασμάτων για επενδυτική χρήση, αδειάζει και την συζήτηση ουσίας για την μεταΜνημονιακή παρακολούθηση της Ελληνικής οικονομίας.
Οπότε, το ακόμη πιο ουσιαστικό, δηλαδή η κάμψη του δείκτη οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα στο πέρασμα από το 2018 στο 2019, μετά από πολλά 3μηνα βελτίωσης, κάμψη που υπονομεύει σιγά-σιγά την αναπτυξιακή προοπτική, επίσης δεν θα είναι στο μενού.
Όπως όμως θα εξηγούσε και ο Πιέρ Μοσκοβισί, αυτό σημαίνει το τέλος των Μνημονίων. Κάνεις την πολιτική σου, κάνεις τις επιλογές σου – θα δούμε το αποτέλεσμα...

*Δημοσιέυτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 18/1/2019. 

Βοήθεια ανάγνωσης

Όταν και η επίσκεψη της Καγκελαρίου Μέρκελ στην Ελλάδα του Ιανουαρίου 2019 - σχεδόν πέντε χρόνια μετά την ανάλογη επίσκεψη του Απριλίου 2014 - θα έχει ολοκληρωθεί, όταν θα έχουμε όλοι (;) διαβάσει και ακούσει τις τοποθετήσεις της για την οικονομική φάση στην οποία βρίσκεται η μεταΜνημονιακή Ελλάδα, ίσως χρειαστεί να κάνομε όλοι (πάλι) ένα βήμα πίσω. Να ξανασκεφθούμε.
Το 2014 από την Καγκελαρία είχε δοθεί «στήριξη στην συνεπή μεταρρυθμιστική πορεία της Κυβέρνησης»,, παράλληλα με μήνυμα ότι «η Γερμανική Κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει τα επιτυχή μέτρα λιτότητας της Ελλάδας» (μάλιστα εν συνεχεία υπήρξε διόρθωση της «λιτότητας» σε «εξυγίανση»). Δυο χρόνια αργότερα, στην επίσκεψη του - Πρωθυπουργού, ήδη - Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο, η Καγκελάριος είχε φροντίσει να σφραγίσει την συνάντηση με την παρατήρηση «Θα συζητήσουμε και θα δούμε πώς εκτιμά (ο Έλληνας Πρωθυπουργός) την κατάσταση. Όμως εδώ (το Βερολίνο) δεν είναι ο τόπος που λαμβάνονται οι αποφάσεις. Οι διαβουλεύσεις γίνονται με τους Θεσμούς». Ήταν τότε η εποχή του «οι συνομιλίες μας δεν ήταν πάντα εύκολες, όμως διακρίνονται για την ειλικρίνεια και την σταθερότητά τους».
Το 2014, πάλι, η επίσκεψη Μέρκελ είχε ακολουθήσει κατά λίγες μέρες την δοκιμαστική έξοδο της Ελλάδας στις αγορές (του Απριλίου 2014, όταν είχαν σηκωθεί 3 δις για 5ετές, με 4,95%). Άλλωστε η Καγκελαρία είχε συνδέσει την επίσκεψη με την αναγνώριση της - τότε - επιτυχίας εξόδου, μάλιστα για 3 δις ενώ αρχικά ζητώντας 2,5 δις. Ακολούθησαν τρία πράγματα, βέβαια: οι Ευρωεκλογές που εισπράχθηκαν ως πλήγμα. ο «φιλολαϊκός» ανασχηματισμός Σαμαρά που έδιωξε τους τότε μεταρρυθμιστές (Χατζηδάκης - Σκορδάς) έναντι λαϊκής δεξιάς (Γιακουμάτος-Βούλτεψη) και η ταλαίπωρη δεύτερη απόπειρα εξόδου στις αγορές, τον Ιούλιο 2014 (ζητήσαμε 3 δις σε 3ετή ομόλογα με 3,5%, δόθηκαν μόλις 1,5 δις). Βέβαια τότε είχε συμπέσει το «τρακάρισμα» της Πορτογαλικής Banco Espirito Santo...
Γιατί το ταλαιπωρούμε, τώρα, το θέμα αφού – όπως ήδη σημειώσαμε – θα είναι σωστό να περιμείνουμε να ακούσουμε τι θα έχει να πει πάλι η Καγκελάριος Μέρκελ η ίδια – αντί για το γνώριμο σπορ, να προεξοφλούν οι δυο πλευρές της Ελληνικής προεκλογικής πολιτικής σκηνής, η καθεμιά αντιθετικά προς την άλλη, τι θα ειπωθεί και τι θα σημαίνει και τι θα συνεπάγεται; (Και παραβλέπουμε, εδώ, το βαρύτερο μενού του Μακεδονικού στην εδώ παρουσία Μέρκελ. Παραβλέπουμε και το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, που ήταν παρόν και το 2014. Παραβλέπουμε και το αγκάθι των πολεμικών επανορθώσεων, που η Καγκελαρία επεδίωξε να προ-εκτονώσει πριν καν ξεκινήσει η επίσκεψη). Πρώτα-πρώτα, διότι ακριβώς παράλληλα με την επίσκεψη Μέρκελ ξαναρχίζουν οι εργασίες της ενισχυμένης μετα-Μνημονιακής εποπτείας (μας): την ερχόμενη εβδομάδα ξαναέρχονται οι άλλοτε Τροϊκανοί – που, με αφοριστική του δήλωση, ο Στέφανος Μάνος τους κατακεραύνωνε προχθές για πλημμελή αν μη στρεβλή παρακολούθηση -, ενώ ήδη το EuroWorking Group ξανακοιτάζει τι έχει προχωρήσει από τα υπεσχημένα διαρθρωτικά. (Τίποτε το ουσιαστικό πάντως). Κυβερνητικοί που «ανακάλυψαν» την Άνγκελα Μέρκελ και κατεδαφιστές της Αντιπολίτευσης ας το ξαναθυμηθούν: ασφαλώς και ο λόγος του Βερολίνου έχει μεγάλο βάρος, η δε Mutti Άνγκελα καίτοι αποδυναμωμένη είναι ό,τι διαθέτει η «Ευρώπη» του 2019 από εξουσία – όμως το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις είναι άλλη ιστορία. Όχι δε μόνο/όχι τόσο για τα διαβόητα 620 εκατ. ευρώ/πρώτη δόση από τις επιστροφές κερδών ANFAs/SMPs , που είναι εν τέλει σταγόνα στον ωκεανό (π.χ.) των υπερπλεονασμάτων. Αλλά και, για το πολυπόθητο «σήμα προς τις αγορές».
Εδώ, κι άλλη αυτοσυγκράτηση! Καλά τα σήματα εμπιστοσύνης, αλλά δεν αρκούν ακόμη κι αν εκπορεύονται από Βερολίνο. Η επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση – τελευταία, από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο – ότι το cash buffer των 25+ δις ευρώ δίνει στην Ελλάδα άνεση να αποφασίσει όποτε το κρίνει σκόπιμο να ξαναδοκιμάσει τις αγορές, δεν είναι βέβαιο ότι λειτουργεί θετικά. Τείνει να δείξει ότι η Ελλάδα του 2019 διαχειρίζεται δια της αναβολής – σας θυμίζει κάτι; Εν τω μεταξύ, η προοπτική 10ετούς φαίνεται να πηγαίνει ακόμη πιο πίσω έτσι όπως οι αποδόσεις έχουν εγκατασταθεί πάνω από το 4%, τα δε CDS/ασφάλιστρα κινδύνου σκαρφαλώνουν και πάλι (βέβαια σε χαμηλούς όγκους). Αναζήτηση ενός μικρού ποσού για 5ετές δεν θα αντιστοιχούσε με την επίσημη επιδίωξη για εξομάλυνση της καμπύλης των επιτοκίων του Ελληνικού χρέους. Ενώ επάνοδος (μνήμη του 2014...) σε «λύση» 3ετούς, το οποίο θα ήταν κάτω από την ομπρέλα της μεσοπρόθεσμης εγγύησης μέτρων χρέους, θα ήταν ανοιχτά προσχηματική. Χώρια που κάθε σύγκριση επιτοκίων θα λειτουργούσε παραπειστικά.
Αυτά, ως βοήθεια ανάγνωσης της επίσκεψης Μέρκελ.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 11/1/2019.

Η υπερβολή δεν βοήθησε κανένα

Η πρώτη πρόγνωση/προβολή της χρονιάς, η πρώτη προσμονή και η πρώτη προσδοκία. Η τελευταία είναι η λιγότερο συζητημένη για την ώρα. η πρώτη έχει ήδη πολυσυζητηθεί, όμως ότι η έμφαση δεν δόθηκε σ' εκείνα τα στοιχεία της που έχουν μεγαλύτερη σημασία. η ενδιάμεση υπόσχεται/απειλεί ενδιαφέροντα πολιτικά πυροτεχνήματα.
Εκείνο που ονοματίσαμε πρόγνωση/προβολή μας ήρθε από το κλείσιμο της χρονιάς η οποία μόλις μας εγκατέλειψε – και είναι η δημόσια κατάθεση Κώστα Σημίτη, με την προ-Πρωτοχρονιάτικη συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ». Που περιέλαβε την δίκην προφητείας πρόγνωση ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί στο μέλλον (δεν διευκρινίστηκε ο χρονικός ορίζοντας, όμως αυτό είναι ίδιον των προφητειών: το φλου του χρονικού στοιχείου) να προσφύγει και πάλι για στήριξη - στον ESM αντί του ΔΝΤ αυτήν την φορά. Εκείνο που «κρατήθηκε» (από κάθε πλευρά με την δική της λογική: από Κυβέρνηση απόρριψη/ξορκισμός, από Αξιωματική Αντιπολίτευση αίσθηση δικαίωσης των δυσμενών διαγνώσεων, από ελάσσονα Αντιπολίτευση/ακραίο Κέντρο «εξ ημών το φως [...] λαμψάτω έμπροσθεν των ανθρώπων») ήταν το δυσοίωνο του σεναρίου. Εκείνο που, για μας, θ' άξιζε περισσότερο να προσεχθεί είναι ότι αυτή την φορά ο μηχανισμός στον οποίο γίνεται αναφορά – ο ESM με την ολοκληρωμένη διαδικασία στήριξης που αυτός διαλαμβάνει, με στοιχεία αυτοματισμού – είναι λιγότερο τραυματικός και συνεπάγεται λιγότερη αναστάτωση και απ' εκείνον του 2010/12 και απ' ό,τι ήταν διαθέσιμο το 2015/16. Α, ναι, και είναι διαθέσιμος όχι μόνο για στήριξη του Κράτους αλλά και για διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν και εφόσον: κρατήστε το, αυτό, καθώς η Ισπανική εμπειρία αλλά και η Ιταλική εμπλοκή δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όμως, ειλικρινά, εκείνο που μας παραξένεψε το πόσο λίγο συζητήθηκε από την τοποθέτηση Σημίτη, είναι η έμφαση που έδωσε ο συλλογισμός του στο ανέφικτο των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, το 3,5+% μέχρι το 2022, το 2,2% μέχρι να μην υπάρχει αύριο.
Η ευθυγράμμιση του επιχειρήματος με εκείνο που έχουμε εδώ και καιρό ακούσει/διαβάσει από Γιάννη Στουρνάρα, από Νίκο Χριστοδουλάκη και τελευταίως από Κυριάκο Μητσοτάκη έχει το ενδιαφέρον της. Ακόμη περισσότερο όμως θα μετρούσε, κατά την άποψή μας, το ότι και η «Κιβωτός του Ευρωπαϊσμού» (έτσι λειτουργεί για την Ελλάδα του 2019 ο Κ. Σημίτης, όχι;) στοιχείται πίσω από την γραμμή του να διατίθεται μέρος του πλεονάσματος – το πάνω από 1-1,5% - σε επενδυτικούς σκοπούς. Αν είναι, δηλαδή, να ξεκολλήσει κάποτε η Ελληνική οικονομία! Αν, μάλιστα, προσέξει κανείς ότι ο Κ. Σημίτης ρητώς αναφέρεται σε επενδύσεις δημόσιες, κι αν περαιτέρω συσχετίσει με το κατατιθέμενο στο ίδιο «ΒΗΜΑ» σχέδιο/πρόταση Αλέκου Παπαδόπουλου για εθνικό πρόγραμμα 2020-2030, νομιμοποιείται κανείς να ανακαθίσει. Να ήταν εδώ η σπορά μιας – απαγορευμένη λέξη; - επαναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους «εταίρους»; Εδώ θα επικεντρώναμε, και έτσι θα διαβάζαμε την άλλη επισήμανση Σημίτη, ότι δηλαδή τυχόν νέα προσφυγή στον ESM θα διελάμβανε νέες δεσμεύσεις οικονομικής πολιτικής για την Κυβέρνηση που θα χρειαστεί να την κουβαλήσει. (Δεν γίνεται να μην έχει σοκαριστεί ο ίδιος – όπως άλλωστε και ο Αλ. Παπαδόπουλος, για να συνεχίσουμε τον παραλληλισμό – με την συγκινητική ομοψυχία Κυβέρνησης-Αξιωματικής Αντιπολίτευσης-ακραίου Κέντρου ως προς την πολιτική παροχών, την ινδαλματοποίηση των συντάξεων κοκ.).
Έτσι περνούμε σ' εκείνο που προαναγγίξαμε ως πρώτη προσμονή της χρονιάς. Αυτή είναι η υπεσχημένη/προεξαγγελλόμενη επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα. Βέβαια ... πρώτα να την δούμε να επισυμβαίνει. Άμα η Ελλάδα του 2019 υποδεχθεί την Καγκελάριο «που κράτησε την χώρα στην Ευρωζώνη», θα ήταν ιδανικές οι συνθήκες για να ξεκινούσε -με την βάση βέβαια, ότι υπήρξε επιτυχής έξοδος της Ελληνικής οικονομίας από τα Μνημόνια – ένας de facto επαναπροσδιορισμός πολιτικής. Στην κατεύθυνση χαλάρωσης, σιγά-σιγά και με δεσμεύσεις, και στροφής προς την ανάπτυξη. Θεμελιωμένα και όχι διακηρυγμένα. Αντ' αυτού...
...Αντί αυτού, μάλλον θα έχουμε την δυσάρεστη αναφορά-με-τσακωμό γύρω από την (επαίσχυντη, κατάπτυστη κοκ) Συμφωνία των Πρεσπών, που αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα για τους Γερμανούς, συν την διαχείριση του προσφυγικού. Με τις άσοφες αιχμές περί συναλλαγής, αν μη «ξεπουλήματος» για τις συντάξεις κοκ. Σπατάλη, σπατάλη δυνάμεων. Τουλάχιστον... πορείες διαμαρτυρίας κατά Μέρκελ δεν αναμένονται.
Και έτσι φθάνουμε στο τρίτο βήμα, την προσδοκία. Την προσδοκία να υπάρξουν συνθήκες, στο πρώτο 3μηνο της χρονιάς, οι οποίες να επιτρέπουν μια μίνι-έξοδο στις αγορές. Με άγγιγμα ενός 4% σε απόδοση έκδοσης, ας πούμε, ενός ρηχού 5ετούς.
Σε όλα αυτά, από την Μήδεια, «Τα δ' υπερβάλλοντ' ουδένα καιρόν δύναται θνητοίς»/Η υπερβολή ουδόλως βοηθάει τους θνητούς.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/1/2019.

Ετοιμάζοντας το άλμα στο 2019

Αναγνώστης της στήλης, τέλος χρονιάς που βρισκόμαστε/μέρες υποδοχής του 2019, μας ρωτούσε πώς και δεν σταθήκαμε τον τελευταίο καιρό στις προοπτικές έκδοσης ομολόγων της Ελλάδας, ως «απόδειξη» της επανόδου στην κανονικότητα. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι όλο και «κάτι» ζουζουνίζει γύρω από την θεματική αυτή: οι αποδόσεις των ομολόγων και η πρόσβαση ή μη στις αγορές κοντεύουν να γίνουν θέμα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Βουλή και του καυγά στα τηλεπαράθυρα. Διστακτικά, ανταποκρινόμαστε:
Είναι πάντα παρακινδυνευμένο, να βγάζει κανείς συμπεράσματα – και μάλιστα να επιχειρεί προβολές σε έστω και κοντινό μέλλον – με βάση την κίνηση στις αγορές ομολόγων. Οι οποίες, ούτως ή άλλως, ενσωματώνουν περισσότερους παράγοντες απ' όσους συνήθως βλέπουμε να «αξιοποιούνται» από τους αναλυτές. (Και μάλιστα όταν πρόκειται για αγορές ρηχές και εύκολα επηρεάσιμες όπως εκείνες των Ελληνικών χαρτιών).
Όμως η – προσώρας – εκτόνωση της Ιταλικής κρίσης/αντιπαράθεσης με τις Βρυξέλλες, και η σχετικά γρήγορη αντανάκλαση στις αποδόσεις των Ιταλικών ομολόγων (τα 10ετή είχαν ξεπεράσει εκεί το 3,55% προ εβδομάδων ενώ ήδη «πέρασαν κάτω» από το 3%, γύρω στο 2,8% - με spread έναντι του γερμανικού Bund σχεδόν στα 250 bps, όταν είχαν βρεθεί και στα 310 bps) στρέφει όντως αναγκαστικά τα μάτια και στα Ελληνικά χαρτιά. Τα οποία, με μια σχετική διστακτικότητα, ακολούθησαν: πέρασαν τα 10ετή μας σε επίπεδα και κάτω από 4,3%, ενώ είχαν φθάσει και το 4,65%, με spread έναντι του Bund κάτω από 410 bps.Το κακότυχο 7ετές μας, που είχε εκδοθεί τον Φεβρουάριο στο 3,5%, αντλώντας 3 δις (εν μέρει από επενδυτές οι οποίοι διακρατούσαν τότε 10ετές που «έγραφε» 3,6% και πούλησαν προκειμένου να δοκιμάσουν το φρέσκο 7ετές...) ξαναγύρισε κάτω από το 4%, ενώ είχε κοντέψει μια στιγμή να πιάσει σε απόδοση ένα επικίνδυνο 4,40% - «τσουρουφλίζοντας» και εγκλωβίζοντας όσους το είχαν αποτολμήσει.
Ξαναλέμε ότι το να ψειρίζει κανείς τις αποδόσεις σε μια αγορά με περιορισμένο βάθος δεν είναι κάτι πολύ υπεύθυνο. Και ασφαλώς η πορεία που θα ακολουθήσει η διστακτική επάνοδος της Ελλάδας «στις αγορές, στις αγορές!» – όπως κοντεύει να γίνει το νέο πολιτικό σύνθημα – περιορισμένα μόνον εξαρτάται απ' αυτήν την όψη των πραγμάτων. Έναντι των κάπου 7 δις ευρώ που αναμένεται να σηκώσει η χώρα μέσα στο – προεκλογικό, σωστά; – 2019, κατά τον ΟΔΔΗΧ και την Rothschild, ανάλογο ποσό θα επιδιωχθεί να προκύψει από το πρωτογενές πλεόνασμα που χτίστηκε και προσδοκαται ότι θα συνεχίσει να χτίζεται. Ενώ, ροκανίζοντας το cash buffer (με πλήρη συναίνεση των δανειστών, σημειωτέον ), θα επισπευσθεί η εξόφληση του «ακριβού» δανεισμού από ΔΝΤ κατά 4 δις ευρώ για λήξεις μέχρι και 2020. Εδώ, θυμόμαστε κάτι: ότι η άντληση/draw-down από το cash buffer για εξόφληση χρέους προς ΔΝΤ (αλλά και προς την ΕΚΤ), έτσι όπως «σβήνει» οφειλές δεν αλλάζει την συνολική εικόνα του χρέους. Όμως μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης και αναπροσαρμόζει λήξεις.
Πάντως η συνολικότερη επιβάρυνση του κλίματος στις αγορές – η Ιταλία, που είχε συγκεντρώσει τους προβολείς, ή και η διατάραξη από το Brexit, αποτελεί μια μόνο πτυχή: η σταδιακή αλλαγή πλεύσης στο μέτωπο της ποσοτικής χαλάρωσης/ΕΚΤ (η περίοδος επανεπένδυσης δεν μας αφορά, αφού ο Μάριο Ντράγκι ούτε στην τελική ευθεία αγόρασε Ελληνικό χαρτί) αλλά και η έστω διστακτική κίνηση της FED στην σκακιέρα των επιτοκίων (παρά την αντίδραση Τραμπ, ο Τζερόμ Πάουελ έφτασε το βασικό επιτόκιο της Fed στο 2,5%. το Αμερικανικό 10ετές έχει εν τω μεταξύ απόδοση κάπου στο 2,5%) – ένα πάντως δείχνει: ότι η πίεση θα είναι βασικό παρακολούθημα στο ορατό μέλλον. Έτσι θα πορευόμαστε όλοι...
Ενώ λοιπόν ο ΟΔΔΗΧ θα οριστικοποιεί τους σχεδιασμούς για το ξεκίνημα του 2019, θα συνεχίζονται οι πιεστικές ερωτήσεις προς ΕΚΤ/SSM για το πότε θα αφεθούν οι Ελληνικές συστημικές τράπεζες να επενδύσουν περισσότερο σε εγχώριο χαρτί, πράγμα που θα διευκόλυνε αισθητά την πρώτη έξοδο στις αγορές. Η οποία, ούτως ή άλλως, μόνο «προ-κανονισμένη» θα επιχειρηθεί άμα όντως γίνει στο πρώτο δίμηνο του χρόνου. Επιπλέον, ενώ παλιότερα οι σχεδιασμοί επικεντρώνονταν στην έκδοση 10ετους, τώρα όλοι θα είναι ευτυχείς με ένα προσεκτικότερο 5ετές ως αρχική κίνηση.
Αν, λοιπόν – καταλήγουμε – θεωρεί κανείς ότι η συζήτηση γύρω από την επάνοδο «στις αγορές, στις αγορές!» είναι πρόσφορο θέμα για πολιτική συζήτηση, μάλλον λάθος κάνει. Αλλού/αλλιώς θα είναι το άλμα στο 2019, αν δεν είναι απλώς σούρσιμο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 27/12/2018. 

Αντί Προϋπολογισμού, μια ματιά σε «μέλλον»

Κανονικά θα 'πρεπε τώρα, ημέρες Προϋπολογισμού (πέρασε με 154 έναντι 143, μετά από θυελλώδη άσχετη συζήτηση), να στεκόμαστε στο πώς θα καταλήξει η νέα αυτή φάση δικαστικού ακτιβισμού που διέλυσε το Δεύτερο Μνημόνιο (με πέντε χρόνια καθυστέρηση!). Κηρύσσοντας αντισυνταγματικές τις περικοπές δώρων Χριστουγέννων (μέρες που είναι..), Πάσχα και αδείας, επειδή έγιναν «μη- τεκμηριωμένα», δηλαδή χωρίς να εξετασθεί, «η ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών» αλλά και το αν οι εν λόγω περικοπές οδηγούν, αθροιζόμενες με προηγούμενες, σε «ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής κάτω του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης». (Ποιων; Μα... των δημοσίων υπαλλήλων! Ποιών άλλων, νομίσατε;).
Αν τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ συμφωνήσει με το Τμήμα του και δεν επιβάλει κάποιου είδους «κόφτη», τότε οποιαδήποτε συζήτηση περί Προϋπολογισμού, περί πρωτογενών πλεονασμάτων κοκ χάνει κάθε νόημα.
Καλούμε λοιπόν τον αναγνώστη να κοιτάξει αλλού. Σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί «φορέας μέλλοντος»• μόνον που θα χρειαστεί αυτήν την φορά να διαβάσει αρκετά νούμερα: ποσοστά συμμετοχής και διαχρονικές μεταβολές και πολλαπλασιαστές και στόχους.
Πάμε λοιπόν: Ιούνιο του 2017, η νεόκοπη τότε «Ελληνική Παραγωγή: Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» – είχε παρουσιάσει, μαζί με το ΙΟΒΕ, στοχευμένη μελέτη για τον ρόλο της μεταποίησης στην εφεξής πορεία της Ελληνικής οικονομίας, έτσι όπως αυτή βρισκόταν (και δεν έπαψε να βρίσκεται) σε αναζήτηση αληθινής επανεκκίνησης (γιατί το χλωμό 2 -2,5% δεν αρκεί). Φέτος λοιπόν το ΙΟΒΕ κατήρτισε πολύ πιο διεξοδική μελέτη «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα της μεταποίησης», σε αναζήτηση για «Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη». Ώστε «να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα».
Να σημειωθεί ότι και η ίδια η ΕΕ στηρίζει εδώ και κάποια χρόνια την λογική μιας επαναβιομηχάνισης, ενώ η έμφαση επί δύο δεκαετίες είχε στραφεί στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες συμπίεζαν κάθε ιδέα στήριξης προς την μεταποίηση. Στην ΕΕ ο στόχος συμμετοχής της μεταποίησης βρίσκεται ήδη στο 20% του ΑΕΠ (με την διαμόρφωση, μάλιστα, και με την δημόσια στήριξη ολοκληρωμένης στρατηγικής, παράλληλα με εκείνην της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή αλλά και στην «κυκλική οικονομία»...).
Σε εμάς, όπου επί χρόνια πολλά η ίδια αναφορά σε «βιομηχανική πολιτική» ήταν σχεδόν απαγορευμένη και είχε υποκατασταθεί - με επίνευση Βρυξελλών - από «οριζόντιες πολιτικές», όταν ξεκινούσε η κρίση, το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ βρισκόταν στο 9% (βέβαια... του τότε ΑΕΠ, που σήμερα έχει χαθεί κατά το 1/4). Στην συνέχεια προέκυψε υποχώρηση γύρω στο 8,5% - το κατώτατο, 8,1% ,παρατηρήθηκε το 2015 - ενώ το 2016/17 βρίσκεται πλέον στο 8,7%. Κατά καιρούς έχει ακουστεί ως στόχος της συμμετοχής της βιομηχανίας ένα 12% του ΑΕΠ έως το 2020, στόχος που μάλλον ήταν εξαρχής υπεραισιόδοξος• ενώ αναφερόταν και 15% σε μακρότερο, απροσδιόριστο για την ώρα ορίζοντα.
Άμα κανείς σταθεί - όπως είχε κάνει, διεξοδικά, η μελέτη του Ιουνίου 2017 - στο οικονομικό αποτύπωμα της συνεισφοράς της μεταποίησης στο σύνολο της οικονομίας, βρίσκει ότι ο πολλαπλασιαστής της σε μια σειρά από επίπεδα είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Έτσι, αν πάει κανείς απευθείας στο ΑΕΠ συναντά πολλαπλασιαστή 2,8 - που οδηγεί σε επίδραση επί του συνολικού ΑΕΠ 31%. Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία, ο πολλαπλασιαστής είναι 2,7 αποδίδοντας 32% της συνολικής Π.Α. Σε επίπεδο απασχόλησης, πάλι, ο αντίστοιχος πολλαπλασιαστής είναι 3,5 – αποδίδοντας 30% του συνόλου της απασχόλησης: σε απόλυτα μεγέθη, αυτά είναι 1,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας – 360 χιλιάδες σε άμεση, 459 χιλιάδες σε έμμεση και 429 χιλιάδες σε προκλητή απασχόληση. Παραδίπλα, στο καταγραφόμενο ως κοινωνικό προϊόν (δηλαδή σε μισθούς, φόρους, εισφορές, σχηματισμό παγίου κεφαλαίου), με πολλαπλασιαστή 3,0 η απόδοση της μεταποίησης είναι 27%. Τέλος, άμα στοχεύσει κανείς τις επενδύσεις, ο πολλαπλασιαστής σε επίπεδο σχηματισμού παγίου κεφαλαίου είναι 3,6 οπότε αποδίδει 26% του συνολικού αντίστοιχου μεγέθους στην Ελλάδα (μεγέθους που παραμένει επικίνδυνα λαβωμένο, ενώ όλοι συμφωνούν ότι «πρέπει» να φύγει μπροστά άμα είναι να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη). Όταν μάλιστα οι εξαγωγές του κλάδου αυξάνουν με ρυθμό 5% τον χρόνο σ' όλο το διάστημα 2009-17 (στα τρόφιμα και τα βασικά μέταλλα, μάλιστα, η τελευταία τριετία έδωσε +26%), τότε ένα «ποντάρισμα» στην μεταποίηση φαίνεται περισσότερο παρά λογικό.
Μόνο που - όπως παρατηρούσε ο Μιχάλης Στασινόπουλος , ως «Ελληνική Παραγωγή» - θα 'πρεπε ο κλάδος «να αποτελέσει έμπρακτα, και όχι απλώς διακηρυκτικά, εθνική προτεραιότητα». Και, το κυριότερο , «να βρίσκει συνομιλητές»...

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 21/12/2018. 

Ξανασυζητώντας Προϋπολογισμό

Με διαφορετικό τρόπο παρουσίασε φέτος το Οικονομικό Επιμελητήριο τις θέσεις του επί του Προϋπολογισμού 2019 - ενός προϋπολογισμού που, ανεξαρτήτως πολιτικών χρωματισμών, μηντιακών προσεγγίσεων κοκ, έχει μιαν μοναδικότητα. Το «απαιτούνται ακόμη πολλά να γίνουν στην χώρα, ώστε να βγει οριστικά από την κρίση», με άμεση προειδοποίηση να μην υπάρξουν «προεκλογικές παροχές, που οδηγήσουν τα μεγέθη του Προϋπολογισμού», του Προέδρου του ΟΕΕ Κώστα Κόλλια μπορεί να ακούγεται προβλεπτό. Όμως η κατάθεση των θέσεων του ΟΕΕ, και μάλιστα το άνοιγμα της συζήτησης από ανθρώπους που έχουν/είχαν άμεση εμπλοκή στην κυλιόμενη διαπραγμάτευση με τους «εταίρους» - Φραγκίσκο Κουτεντάκη, Πάνο Τσακλόγλου - η από πιο ακαδημαϊκής προσέγγισης - Παναγιώτη Πετράκη, Διονύση Χιόνη, Ναπολέοντα Μαραβέγια - αποτελεί χρήσιμη συνεισφορά.
Άμα απομακρύνουμε τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς, έχουμε τον πρώτο Προϋπολογισμό (μετά από 8 ή 9 χρόνια) χωρίς την μνημονιακή δεσμευτικότητα - πλήρη δεσμευτικότητα. Την ίδια στιγμή έχουμε έναν Προϋπολογισμό με μια σημαντική, προεγκατεστημένη δέσμευση/constraint, εκείνην του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος σε ορίζοντα 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι. Τρίτον, ήδη βρίσκεται ο Ελληνικός Προϋπολογισμός «απελευθερωμένος» μεν από τα Μνημόνια και την Τροϊκανή πειθαρχία, πλην όμως υπαγόμενος στην γενική διαδικασία εξέτασης/έγκρισης που ισχύει για όλες τις χώρες ΕΕ (όμως, όταν καλείσαι να κάνεις την ίδια άσκηση με την παραπάνω δέσμευση, δυσκολεύεσαι πρόσθετα). Υπάρχει και η άλλη δέσμευση, εκείνη των μεσοπρόθεσμων πλαισίων - αλλ' ας μείνουμε έως εδώ.
Με όλα αυτά δεδομένα, ο Προϋπολογισμός 2019 προκύπτει ως «Προϋπολογισμός ευθύνης», και όχι - ελπίζει κανείς - ως μια (ακόμη) προσπάθεια «να βγουν τα νούμερα». Και βασικό του ζητούμενο θα είναι η πειστικότητα - πράγμα που, σε χρονιά κατ' ανάγκην προεκλογική, δεν είναι απλή υπόθεση.
Ο μεταβατικός , λοιπόν, αυτός προϋπολογισμός (κατά Παν. Πετράκη) τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «ευλόγησε» , όπως άλλωστε και την μη-περικοπή των συντάξεων που ενσωμάτωσε (μιλώντας μάλιστα για «πολύ θετικό ορίζοντα»), κουβαλάει μαζί του ερωτηματικά. Που ξεκινούν από το μέγεθος του δημοσίου τομέα (που θεωρείται σωστός/on par με των άλλων Κρατών μελών αλλά χωρίς αναφορά στην προβληματική παραγωγικότητά του), ενώ φθάνουν στο πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων ή πάλι στην σκιά που αφήνουν σταθερά πίσω τους οι δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν αναδρομικά ή/και ανατρέπουν μνημονιακές περικοπές.
Για τον Δ. Χιόνη, όλη η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι όπως γίνεται χωρίς να αγγίζεται η ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους (στο οποίο μπορεί να υπάρχουν παρεμβάσεις, όμως μόνο όσον αφορά την παρούσα αξία του, ακόμη και με τα πρόσφατα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης) παραμένει χωρίς αληθινό αντικείμενο. Έτσι, πέρα απο τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς για τις προβλέψεις και προβολές μεγεθών - με καίριες εκείνες που αφορούν την αναπτυξιακή δυναμική - υπάρχει η πραγματικότητα της ψυχρότητας με την οποία οι αγορές δείχνουν να αντιμετωπίζουν το Ελληνικό χαρτί (με το premium που ζητούν) και τούτο παρά τις διαβεβαιώσεις και του πρόσφατου Eurogroup για δέσμευση των «εταίρων» να στηρίξουν/εγγυηθούν μακροπρόθεσμα την βιωσιμότητα του χρέους.
Ο Φρ. Κουτεντάκης - συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή - επεσήμανε ότι ο Προϋπολογισμός είναι σκόπιμο να προσεγγίζεται και να αναλύεται ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής/policy και όχι ως πολιτικό εργαλείο/politics. Επέμεινε στην άποψη ότι, μετά από τις θυσίες των χρόνων που πέρασαν, «πλέουμε σε ασφαλή νερά», προσθέτοντας ότι κατάκτηση είναι και το ότι δεν αμφισβητούνται πλέον τα επίσημα δημοσιονομικά στοιχεία/έπαψε η δυσπιστία προς τα Greek statistics. Ο Φρ. Κουτεντάκης αντιπαρατέθηκε ευθέως στην άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν είναι «ρεαλιστικό και εφικτό», αλλά και με την συνεχή συζήτηση περί υπερφορολόγησης.
Ο Πάνος Τσακλόγλου – με την πείρα του ΣΟΕ – επέμεινε στην διαπίστωση ότι στην Ελληνική περίπτωση (αντίθετα π.χ. απ' εκείνην του Βελγίου) τα πρωτογενή πλεονάσματα «φεύγουν» από την οικονομία και δεν ανακυκλώνονται, καθώς το χρέος δεν διακρατείται στο εσωτερικό της όπως αλλού. Πάντως συμφώνησε ότι δεν είναι η ώρα για να ανοίξει μια η συζήτηση επαναδιαπραγμάτευσης. Διετύπωσε ιδιαίτερα έντονες επιφυλάξεις για τις αναπτυξιακές προοπτικές, με το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων – και μάλιστα με την συμπίεση του ΠΔΕ.
Τέλος, ο Ναπολέων Μαραβέγιας, κατέθεσε την εμπειρία των Ευρωπαϊκών λειτουργιών – και πολιτικών περιορισμών – στην περαιτέρω εξέλιξη της συζήτησης, ενώ επανέφερε το ζήτημα της υπερφορολόγησης υπό το πρίσμα των ανισοτήτων: 90% του φόρου φυσικών προσώπων προκύπτει από 19% των υποχρέων, 83% του φόρου νομικών προσώπων από μόλις 4,5% των επιχειρήσεων...

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 14/12/2018. 

Διστακτικές ωριμάνσεις

Την ευκαιρία μιας διασταυρωμένης τοποθέτησης, που έδειξε τις διαφορές φιλοσοφίας, είχαν στην φετεινή εκδήλωση «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» του ΕλληνοΑμερικανικού Επιμελητηρίου Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης: ο Μητσοτάκης, την πρώτη μέρα, έδωσε την έμφαση στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις-ελαφρύνσεις, ως εργαλείο ανάπτυξης. ο Τσίπρας, την δεύτερη, ενσωμάτωσε την προσέγγιση των τωρινών παροχών στην λογική της συνολικής αναδιανομής.
Ένα βήμα πίσω, όμως: έχει μια ιδιότυπη γραφικότητα, το πώς προσλαμβάνουμε στην μεταΜνημονιακή/προεκλογική Ελλάδα την κρίση των Ευρωπαίων «εταίρων» αλλά και των νεοανακαλυφθεισών στην δημόσια συζήτηση «αγορών» για το πού το πάμε το καράβι της Ελληνικής οικονομίας.
Όταν προ ημερών είχε χτυπήσει την χλωμή-έως-ανύπαρκτη Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ο ιός της απαξίωσης των συστημικών τραπεζών, με κατολίσθηση των μετοχών τους και άφθονο short selling, βουή πολλή ακούστηκε: οι μεν μίλησαν (έως και) για υπονόμευση της πορείας της οικονομίας, συνεπώς της οικονομικής πολιτικής, άρα και των προσπαθειών της Κυβέρνησης. οι δε, αναφέρθηκαν σε ανακάλυψη του πόσο λίγο πείθει το μεταΜνημονιακό αφήγημα ή/και πόσο σκιαγμένοι είναι οι ξένοι επενδυτές. Όταν η ίδια αυτή περιθωριοποιημένη αγορά έκανε ράλλι με +4,5% , κοντά +10% στις τράπεζες, πάνω από 15% η μετοχή της Εθνικής, ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη είχε το κουράγιο να αντιστρέψει το επιχείρημα...
Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, όταν είχαν πυκνώσει οι οιμωγές για την απόδοση του 10ετους ομολόγου που σκαρφάλωσε πάνω από το 4,65% (ενώ κάποια στιγμή είχε βρεθεί κάτω από το 4,25%), οι μεν διεκτραγώδησαν μιαν οικονομία που δεν γίνεται δεκτή στις αγορές, άρα τελειώνει το λαδάκι της άμα αρχίσει να χρησιμοποιεί το διαβόητο cash buffer κλπ., οι δε παρέπεμψαν στην επίπτωση της αναταραχής λόγω Ιταλίας, Τουρκίας κοκ. Τώρα, όταν οι αποδόσεις του δεκαετούς πέρασαν κάτω από το 4,2% (του δε κακότυχου 7ετούς που κινούνταν στο 4,3% ξαναπέρασαν κάτω από τον πήχη του 3,85%), πάλι δεν είχαμε πολλούς προθύμους να προσέλθουν σε ανάλυση, προβολή κλπ.
Αν πάλι μετακινήσουμε λίγο τον δείκτη και μετρήσουμε τις αντιδράσεις/αξιολογήσεις του πρόσφατου Eurogroup - εκείνου όπου τσιμεντώθηκε η διατήρηση των συντάξεων των παλιών συνταξιούχων, αλλά και εγκρίθηκε sans voir /χωρίς επιφυλάξεις ή τοποθετήσεις ο Προϋπολογισμός 2019 για την Ελλάδα - διαπιστώνουμε μιαν άλλη τάση ωρίμανσης της δημόσιας συζήτησης. Εκείνο που χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί είναι ότι η Ελλάδα πλέον έχει δυο λογιών αντιμετωπίσεις από την ΕΕ, τους μηχανισμούς της, τους υπευθύνους της εποπτείας/παρακολούθησης. Η μια, είναι αντιμετώπιση μιας χώρας «όπως οι άλλες»: παρακολουθείται η δημοσιονομική συμβατότητα με το Σύμφωνο Σταθερότητας («και Ανάπτυξης», το τελευταίο όμως πάντα λέγεται με αίσθηση πικρού χιούμορ...), όπως διορθώνεται με την απαίτηση του αυτοτραυματιστικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5%. Όμως κανείς δεν μπαίνει στο αν το συνολικό μείγμα πολιτικής της χώρας είναι βιώσιμο ή όχι, στραβό ή σοφό. Έως εκεί έχει φτάσει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, όχι περισσότερο: όταν λοιπόν οι Ευρωπαίοι «εταίροι» βλέπουν μια χώρα όπως η Ελλάδα (ή η Πορτογαλία προχθές) να πηγαίνει διαφορετικά απ' ό,τι θεωρούν ορθό, απλώς ανησυχούν. Οι «φρουϊζελέδες» όπως αποκαλούνται οι Βρυξελλιώτες απ' όσους στην Ελλάδα θα΄θελαν να ανακαλούν την Αθήνα στην τάξη δίκην «υπερ-Αντιπολίτευσης», απλώς δεν έχουν τέτοιο θεσμικό δικαίωμα!
Η δεύτερη αντιμετώπιση της Ελλάδας, είναι εκείνη της μεταΜνημονιακής εποπτείας , επιτήρησης, ή παρακολούθησης ή όπως αλλιώς ονοματισθεί: αυτή είναι το κατάλοιπο των 3 Προγραμμάτων Προσαρμογής/Μνημονίων που κουβάλησε η χώρα, πολλές φορές - το δέχονται και οι ίδιοι οι Τροϊκανοί πλέον - με περιττές λεπτομέρειες, προαπαιτούμενα, μεταρρυθμίσεις και «μεταρρυθμίσεις». Η πρώτη μεταΜνημονιακή έκθεση κουβάλησε πολλές σχετικές υποδείξεις, ανόμοιες και φορές-φορές γραφικές: ποιος θα διαφωνήσει ότι πρέπει η ΑΑΔΕ να συνεχίσει να στελεχώνεται, η πρωτοβάθμια Υγεία να χτιστεί σοβαρά; Όμως... ποιος θα προχωρήσει τις διαδικασίες, με ΑΣΕΠ κοκ; ποιος θα σπρώξει πόρους; Όσο για την επίσπευση ιδιωτικοποιήσεων/παραχωρήσεων, από την Εγνατία μέχρι το συνεχώς επανερχόμενο Ελληνικό, ακόμη και οι πλέον αισιόδοξοι Τροϊκανοί έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο συνδυασμός Δικαιοσύνης, υπερ-διαδικαστικότητας και αρνητισμού της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, υπόσχονται αργόσυρτη πρόοδο. Εδώ, όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο του μόνου «δαγκώματος»: η μη-ελευθέρωση των πρώτων 600 εκατ. Ευρώ (από τα σχεδόν 5 συνολικά υπεσχημένα) από τα SMPs και ANFAs.
Αυτή η διάσταση δεν θα αγγίξει κάτι το ουσιώδες στην σχέση Ελλάδας-Ευρωζώνης. Απλώς θα βοηθήσει χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία , η Φινλανδία να μην έχουν προβλήματα με την Ελλάδα στα κοινοβούλιά τους. Ωριμάνσεις...

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 8/12/2018. 

Ποιοι θα κρίνουν/ «ψηφίσουν» τις τράπεζες

Μας επισημάνθηκε – με ευγενικά αυστηρή διάθεση – ότι ενώ παλιότερα η στήλη αυτή εξέφραζε αρκετές επιφυλάξεις για την πορεία του τραπεζικού συστήματος, τελευταίως... έμεινε πίσω. Για το τραπεζικό σύστημα, για το οποίο βέβαια όλοι σεμνοπρεπώς καταθέτουν ότι έχει πλήρη ευστάθεια. Ότι είναι πλήρως κεφαλαιοποιημένο. Ότι έχει επιτυχώς ανταποκριθεί σε διαδοχικά stress tests και AQR και όλα τα συναφή - για όλα αυτά είχαμε καταθέσει επιφυλάξεις: πόσο λίγο πειστική είναι η κεφαλαιακή τους βάση όσο στηρίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο/DTA (δηλαδή την προσευχή να υπάρχουν κέρδη). πόσο «τραπεζική» είναι η τωρινή ηγετική ομάδα (ανεξαρτήτως του βαριού χεριού του ΤΧΣ, επί φόντου SSM, ή των selection panels και των ιερεμιάδων περί εταιρικής διακυβέρνησης και track record των εκάστοτε προτεινομένων στελεχών).
Ενώ λοιπόν, παλιότερα είχαμε επεκταθεί σε αυτά/σε τέτοια, τώρα που πέρασε τσουνάμι πάνω από τις μετοχές των τραπεζών, τώρα που σ' αυτό το φόντο μας προέκυψαν οι προτάσεις ΤΧΣ και ΤτΕ/Στουρνάρα για μια ουσιαστική πλέον αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», μένουμε – κατά το κατηγορητήριο... - κάπως αποστασιοποιημένοι. Δηλαδή «δεν παίρνουμε θέση» σχετικά με το τι μπορεί να περπατήσει και τι όχι. Περιοριζόμαστε να επισημαίνουμε ότι, άμα μείνουμε να τσακωνόμαστε για το ποια μέθοδος/προσέγγιση/πατέντα είναι η καλύτερη (ή η πιθανότερη να προχωρήσει) κι αφήσουμε πάλι τον χρόνο να περνάει – προεκλογική περίοδος, γαρ – τότε βαδίζουμε σαν τα συμπαθή λέμμινγκ προς δυσάρεστες εκπλήξεις.
Θα μας επιτραπεί, εδώ, να μην ξεκινήσουμε από το πώς θα κριθούν θεσμικά οι προτάσεις που υπάρχουν στο τραπέζι – στην ουσία η μια αφορά χρήση του cash buffer προκειμένου να δημιουργηθεί όχημα απορρόφησης-και-διαχείρισης των NPEs, η δεύτερη δημιουργία SPV με την εισφορά μεν κοκκινισμένων δανείων με τις όποιες εξασφαλίσεις τους, αλλά και μέρους του αναβαλλόμενου φόρου, εν συνεχεία δε διάθεση αυτού του οχήματος ή/και επιμέρους αξιογράφων στην αγορά ώστε οι τράπεζες να «γράψουν» κάτι στους ισολογισμούς τους μειώνοντας την έκθεσή τους – αλλά να σταθούμε στο πώς θα «ψηφισθούν» στο τέλος της διαδικασίας. Δηλαδή στην αγορά.
Δεν αναφερόμαστε, δε, στην πίεση που δέχθηκαν στο Χρηματιστήριο οι τραπεζικές μετοχές αυτές τις εβδομάδες, πίεση που κι αν ακόμη δεν εξηγείται από άγαρμπο σορτάρισμα και κλείσιμο θέσεων, αντανακλά αβεβαιότητα και τήρηση αποστάσεων (ιδίως μετά την απόσυρση των 3 συστημικών, πλην Alpha, από τον δείκτη MSCI), αλλά στην τελική κρίση της διεθνούς αγοράς όταν θα έχουν δημιουργηθεί και τιμολογηθεί τα προϊόντα που σχεδιάζονται, senior και junior και mezzanine ανάλογα με τις εξασφαλίσεις. Λοιπόν: η αγορά, ο τελικός επενδυτής, θα έχει να σταθμίσει τις διάφορες κατηγορίες αξιογράφων που θα δημιουργηθούν, δηλαδή την απόδοση που θα υπόσχονται μαζί με τις εξασφαλίσεις που θα φέρουν. Και τούτο υπό διαφορετικές εκδοχές προοπτικής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, δηλαδή της ελληνικής οικονομίας. Όμως θα έχει προηγηθεί κάτι άλλο: η αξιολόγηση/βαθμολόγηση αυτών των επενδυτικών προτάσεων από τους οίκους αξιολόγησης (που έδωσαν προ εβδομάδων investment grade σε ομόλογα Εθνικής και Πειραιώς, καλυμμένα βέβαια).
Ενώ λοιπόν, όλοι θα ψειρίζουμε το αν θα ήταν εφικτό να «ελευθερωθεί» μέρος του cash buffer για τέτοια χρήση – πρόταση ΤΧΣ: λίγες οι πιθανότητες, αλλά και πρόβλημα από πλευράς κρατικής ενίσχυσης/DGComp – ή αν θα συντονιστεί η κρίση DGComp με SSM για αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου προκειμένου να χτιστούν προϊόντα στραμμένα προς την αγορά – πρόταση Ττ Ε/Στουρνάρα, που θεωρεί ότι ήδη η χρήση DTA έχει κάτι σαν προέγκριση – το κρίσιμο θα είναι αν η διαφάνεια του χειρισμού θα τις πείσει, εν τέλει, τις αγορές.
Το τι θα μπορούσε/θα «έπρεπε» να είναι μια βάση ριζικότερης εξυγίανσης του ορίζοντα των κόκκινων δανείων, το έδειξε εν τω μεταξύ ο χειρισμός της Fairfax/ του Prem Watsa στην περίπτωση Eurobank. (Η οποία, μάλιστα, πέραν των γενικών NPEs της είχε ως φαίνεται και αρκετήν έκθεση στην ιδιαίτερη περίπτωση των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Όπου επ' εσχάτων οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν περισσότερο χείρα βοηθείας στους δανειολήπτες...). Εκεί, με την απόφαση συγχώνευσης με την θυγατρική/αδελφή Grivalia Properties – στην οποία μέτοχος ήταν και η Τράπεζα και η Fairfax – ουσιαστικά εισφέρει νέα κεφάλαια, διαμορφώνει πλειοψηφία ελέγχου στο νέο σχήμα (στο 33% , ως αληθινός anchor investor) και επιτρέπει να επιταχυνθεί ο περιορισμός των NPEs περισσότερο και από το μισό (από 39% στα 15%, υπολογίζει) εσωτερικά/in-house, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή στα όποια άλλα γενικότερα σχήματα στήριξης τελικά προχωρήσουν. Βέβαια, τέτοιος χειρισμός θέλει κυρίως ένα: διακύβευση κεφαλαίων. Ποιος έχει κεφάλαια; Ποιος ανάληψη Ελληνικού κινδύνου;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 30/11/2018. 

Διαβάζοντας Κουτεντάκη μαζί με Σεντένο - και Βέμπερ

Όσο προχωρούν οι διαδικασίες οριστικοποίησης του δημοσιονομικού σχεδιασμού για την μετά-τα-Μνημόνια πορεία της Ελλάδας, τόσο γίνεται εμφανές πώς η χώρα και άνθρωποί της - εν προκειμένω η πολιτική τάξη της, αλλά και όσοι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν παρακολουθούμε και αναλύουμε - χρειάζεται να ξαναμάθουν σε νέα βάση την λειτουργία των πραγμάτων. Σαν φροντιστήριο για την νέα φάση επιχείρησε τις τελευταίες μέρες να λειτουργήσει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, «διδάσκοντας» τα εν πολλοίς αυτονόητα πλην τόσο δύσκολα να περάσουν στην δημόσια συζήτηση...
Έτσι, με τον στόχο δημοσιονομικού πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ να έχει πιαστεί ήδη μέχρι τον φετινό Οκτώβριο, συνεπώς με το υπερπλεόνασμα του 4,5% που έχει αναφερθεί να μην αποκλείεται για το σύνολο του 2018 (και να δικαιολογεί - δημοσιονομικά, πάντα - τους χειρισμούς στις συντάξεις και τα μέτρα κοινωνικών «παροχών»), ο Φρ. Κουτεντάκης έδειξε προς δυο κατευθύνσεις ταυτόχρονα: Αφενός πήγε να συμμαζέψει τις προσδοκίες, λέγοντας ότι «δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για επιπλέον παροχές». Και αφετέρου, αφού θεώρησε αυτονόητη την συμμόρφωση του Δημοσίου προς τις αποφάσεις του ΣτΕ για τα αναδρομικά από μνημονιακές περικοπές που ακυρώνονται (αλλά και προς την πλημμυρίδα αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων), κατέγραψε το «πολύ μεγάλο δημοσιονομικό ρίσκο» που προκύπτει. Μάλιστα, με το γαλήνιο ύφος που του έχουμε συνηθίσει, ολοκλήρωσε την διαπίστωση λέγοντας ότι πρόκειται «για ένα ρίσκο που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει με τις αβεβαιότητες που παραμένουν», εξηγώντας ότι αυτό «δεν είναι καθόλου καλό σήμα προς τις αγορές».
Στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, τώρα, όπου οι ανησυχίες για την Ιταλία αλλά και οι μεταρρυθμιστικοί σχεδιασμοί για την Ευρωζώνη συνολικά είχαν «εκτοπίσει» εντελώς την Ελλάδα από την ημερήσια διάταξη (πλην όμως όχι και από το παρασκήνιο), οι Ευρωπαίοι έδειξαν για μιαν ακόμη φορά την προσπάθεια να σπρωχτεί η χώρα «που απασχόλησε η κρίση της περισσότερο από κάθε άλλη την Κορυφή της ΕΕ τα τελευταία - δυσάρεστα πολλά - χρόνια» έξω από τα φώτα του προσκηνίου.
Και μπορεί ο (αρμόδιος για τα Οικονομικά) Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί - «συνήθης ύποπτος» φιλελληνικών θέσεων όλα αυτά τα χρόνια - να προέτρεξε προϊδεάζοντας ότι και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (στα πλαίσια της enhanced surveillance/της ενισχυμένης επιτήρησης) «δεν θα έχει κάποια άσχημα έκπληξη», αλλά και ο Πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, αφού σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν είναι μεταξύ των χωρών που έχουν λάβει επιστολή (προειδοποίησης) σχετικά με τον προϋπολογισμό της, κατέθεσε την άποψη ότι η χώρα «έχει την εμπιστοσύνη των θεσμών για την τήρηση των δεσμεύσεών της τα επόμενα χρόνια» (αυτό είναι το εξώκοσμο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ σε ορίζοντα 2022...) «και για την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων» (ενώ ο Σεντένο έκανε αναφορά στο ότι η χώρα θα καταστεί έτσι success story, μη συνειδητοποιώντας πόσο ο όρος δυσλειτουργεί).
Αλλά και πάλιν, η πιο σημαντική τοποθέτηση ανήκε στον Μοσκοβισί ο οποίος αναφέρθηκε στην «εξαιρετικά θετική» συνεργασία με τις Ελληνικές αρχές. Επαναφέροντας στην μνήμη και την πρόσφατη τοποθέτηση του Γερμανού ΥΠΟΙΚ Όλφ Σολτ. Εκείνος, θυμίζουμε, είχε θεωρήσει «λογικό και σοφό» το πώς κινήθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση στο θέμα των συντάξεων, με την επίτευξη πλεονάσματος μεγαλύτερου από το συμφωνημένο, αλλά και με την «συντεταγμένη διαδικασία διαλόγου με την Επιτροπή». (Από τις αναφορές αυτές έλλειψε το μέτωπο της επιστροφής κερδών από ANFAs και SMPs, πάντως).
Βέβαια, η κατακλείδα ανήκει αλλού: ο καθένας μπορεί να διαβάσει με τον τρόπο που επιλέγει τις τοποθετήσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ - του δεξιόστροφου υποψηφίου της Ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας για την καμπάνια των Ευρωεκλογών του Μαΐου 2018 και για την διαδοχή του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ - σχετικά με την Ελλάδα και τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο πυρήνας τους όμως είναι η ακόλουθη ατάκα: «έζησε [ο Αλέξης Τσίπρας, τον οποίο κάποτε είχε θεωρήσει ο Βέμπερ απειλή για την Ευρώπη, «ως κομμουνιστή»] πολλές μεταστροφές στην κυβερνητική του θητεία, αλλά και τέλος κατέληξε ένας αξιόπιστος εταίρος. Και αυτό πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα, ότι στο τέλος εφήρμοσε και υλοποίησε το πρόγραμμα».
Τίποτε το άγνωστο ή καινούργιο σ' όλα αυτά, φίλε αναγνώστη. Όμως το τελικό ερώτημα που μένει είναι ένα: αρκούν/θα αρκέσουν για να επανέλθει – και να εμπεδωθεί – η εμπιστοσύνη στην οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 23/11/2018. 

Υποκατηγορίες

  • Ο δρόμος χαράζεται περπατώντας


    Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/η Κυβέρνηση Τσίπρα/η διαπραγματευτική προσέγγιση Βαρουφάκη έχει αναζητήσει ρίζες στον ιδιαίτερο συμβολιστή ποιητή Αντόνιο Ματσάδο.


     

    Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/η Κυβέρνηση Τσίπρα/η διαπραγματευτική προσέγγιση Βαρουφάκη έχει αναζητήσει ρίζες στον ιδιαίτερο συμβολιστή ποιητή Αντόνιο Ματσάδο. Όμως, έτσι, όπως επενδύθηκαν - με πολύ σώου, με πληθωρικές δηλώσεις, με πενιχρό πολιτικό περιεχόμενο πλην της διάθεσης κόντρας και τα κάποια στοιχεία αναδίπλωσης - οι ημέρες μετά το ξεκίνημα των Ευρωπαϊκών περιπλανήσεων Τσίπρα και (κυρίως!) Βαρουφάκη, αληθινά θυμίζουν το Se hace camino al andar/ Ο δρόμος χαράζεται περπατώντας.
    Έτσι, με αναζήτηση ενός κάποιου περιεχομένου για την πληθωρική φόρμα, φθάσαμε στις Προγραμματικές Δηλώσεις, που κινδυνεύουν να είναι το πιο αστραπιαία μεταφραζόμενο κείμενο στην διεθνή σκηνή! Με το καημένο το "Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης" να επιχειρείται να αποκτήσει αποτύπωση που και τους "έξω" να μην συνταράξει περισσότερο, κι εμάς τους "μέσα" να κρατήσει σε ενθουσιασμό.
    Ενώ όμως φαίνεται ότι τελικά θα καταλήξουμε και με Φόρο Επιδεικτικής Κατανάλωσης (αντί του πεζού Φόρου Πολυτελείας: ο Ανδρέας Παπανδρέου θα δάκρυζε, βλέποντας υλοποίηση Thorstein Verblen) και με Ταμείο Εθνικού Πλούτου (αντί για ΤΑΙΠΕΔ: σοφή η ιδέα να συνδυαστεί η εκποίηση/αξιοποίηση με την υπόσχεση για διάσωση του Ασφαλιστικού), συν μια καμπάνια κατά των ολιγαρχών και της ("μεγάλης") φοροδιαφυγής, τα διαβολεμένα τα νούμερα δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο. Στο EuroWorkingGroup η εξήγηση ήταν... οι Προγραμματικές που δεν είχαν αναγνωσθεί! Στο δίδυμο Eurogroup της 11ης/16ης Φεβρουαρίου, το ζήτημα κινδυνεύει να είναι σαφώς πιο δυσάρεστο (η Κορυφή της 12ης είναι ούτως ή άλλως "πολιτική"). Στην σταθερή πίεση των "εταίρων" για νούμερα, για ποσοτικοποίηση των πολιτικών όχι απλώς συγκεκριμένη αλλά και πειστική, η Ελληνική στάση είναι Βαρουφακική: "Give us time and give us space". Που στην πραγματικότητα έχει την ακόλουθη απόδοση: "Δώστε μας χρόνο να σκεφθούμε τι θέλουμε/Δώστε μας περιθώρια μέχρις ότου εσείς (οι "εταίροι") σκεφθείτε τι θα μπορούσατε να δώσετε/πού και πώς θα μπορούσατε να χαλαρώσετε ένα κακοσχεδιασμένο και εκ του αποτελέσματος αποτυχημένο Πρόγραμμα, στο οποίο εμείς ζούμε και πνιγόμαστε (και το βλέπετε) εδώ και 5 χρόνια".
    Στην πιεστική απαίτηση των "εταίρων" για νούμερα, για στοιχεία , η Ελληνική πλευρά αντιπαρατάσσει ενδιαφέρουσες διαβεβαιώσεις, όπως για δημοσιονομική ισορροπία, ή πάλι για (ήπιο) πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρόβλημα πού είναι; Έρχεται η δική μας διαβεβαίωση, π.χ. του τύπου: "Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα διαρρυθμιστεί χρονικά, αλλά δεν έχει και δημοσιονομική επίπτωση, άσε που θα σημάνει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές, άρα... μείωση των απαιτήσεων του Ασφαλιστικού από τον Προϋπολογισμό". Η άλλη πλευρά σπεύδει να παρατηρήσει: "Ωραία, όμως έχετε υπολογίσει πόσο η αύξηση κατωτάτων θα σημάνει σε αύξηση π.χ. του επιδόματος ανεργίας; Και πόσο στα επιδόματα μητρότητας; Πόσο και πώς θα "περάσει" στον υπολογισμό των συντάξεων; Α, ναι, και με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές, πώς την βλέπετε την εισπραξιμότητα;"
    Αυτού του είδους την προσέγγιση, πάτε την τώρα και απλώστε την σ' όλο το φάσμα των Προγραμματικών όπως θα μεταφράζονται σε Πρόγραμμα - όχι πλέον "Θεσσαλονίκης", αλλά "ηπίως ψαλιδισμένο" ώστε να φαντάζει συμβατό με μια συζήτηση Eurogroup...
    Ή δείτε πάλι, την προσέγγιση να ζητηθεί η συμβολική αντικατάσταση της Τρόικας - η οποία και μισήθηκε, αλλά και απέτυχε ως "ελεγκτής" - με κάτι "άλλο". Σαν στοιχείο αυτού του "άλλου" κάποια στιγμή συζητήθηκε (όχι δε μόνον στην Αθήνα) και ο ΟΟΣΑ. Τον οποίο, βέβαια, γνώρισε πρόσφατα η ελληνική κοινή γνώμη ως εμπνευστή του διαβόητου toolkit/της εργαλειοθήκης: έκανε περισσότερο κακό η συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, έτσι όπως έγινε, παρά ο,τιδήποτε άλλο στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων.
    Ο ΟΟΣΑ, οργανισμός με εγγενώς διακρατική υφή, ενώ έχει και γνώση και λόγο - και δεν διστάζει να εκφραστεί με σαφήνεια και ένταση - δεν έχει συσχετισθεί με την γεύση επιβολής του ΔΝΤ και των Βρυξελλών. Εχει δε πρόσφατα "γνωρίσει" (με αφορμή το toolkit) την Ελληνική πραγματικότητα απο κοντά, έχει παίξει ρόλο υποβοήθησης των συνεννοήσεων ο Γενικός Διευθυντής του Ανχελ Γκουρία, που θάναι (στις 11 Φεβρουαρίου, κι αυτός!) στην Αθήνα.
    Όμως , με εμάς να αναζητούμε τον όποιο δρόμο περπατώντας, χρειάζεται παρόμοιες τομές να τις προωθήσει η "άλλη πλευρά". Καθώς και να παρατείνει (με δική της πρωτοβουλία;) τον χρόνο που τελειώνει.
    Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

     

    Το κείμενο του Α.Δ.ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗ  δημοσιεύτηκε στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 9.2.2015

    Καταμέτρηση Άρθρων:
    0