Είναι καιρός μερικοί να δούνε ότι, έπειτα από διακόσια τόσα χρόνια νεωτερικότητας ζυμωμένης με επανάσταση, δεν είναι βέβαιο ότι έχουν καταλυθεί οι σχέσεις δουλείας και οι νησίδες ή οι ζώνες φεουδαρχικού τύπου στον κόσμο. Αντίθετα, έχει αυξηθεί η σύγχρονη δουλεία. Η παγκοσμιοποίηση –ένα παλαιό κατά τα άλλα φαινόμενο– έχει εντείνει την παγκόσμια πόλωση. Ταυτόχρονα, όμως, έχει ενταθεί η παγκόσμια αντίδραση στη ρητορική της οικονομικής διάχυσης.
Η ιδέα της διάχυσης, –ότι δηλαδή οι προσδοκώμενοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι επωφελείς για όλους, για τους λαούς, οδήγησε σε ορισμένα μακροκοινωνικά επιφαινόμενα που ροκανίζουν και ανατρέπουν την ίδια την ιδέα που τα γέννησε: α) σε απορρυθμίσεις αγορών και στην κατίσχυση των χρηματιστικών λογικών πάνω στις «φυσικές»-παραγωγικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, β) στην καταστροφή του πλανήτη από την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στην κλιματική αλλαγή, γ) στην ένταση της πόλωσης μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων και στην αύξηση της μετανάστευσης του παγκόσμιου πληθυσμού προς τις νοούμενες πλουσιότερες κοινωνίες και, τέλος, δ) στην αύξηση των πολεμικών εντάσεων «δίχως πόλεμο» και των ολοκληρωτικών λογικών που ευνοούν βραχυπρόθεσμα εταιρικά και γεωπολιτικά κέρδη, αλλά έχουν μετατρέψει τη Γη σε χώρα «σύγχρονων μετακινούμενων Βεδουίνων» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Γιατί, λόγου χάρη, η είσοδος της Ελλάδας στον «σκληρό πυρήνα» της Ε.Ε. δεν ικανοποίησε κοινωνικές και οικονομικές προσδοκίες; Ή μήπως ικανοποίησε ορισμένες πλευρές, αλλά με μεγάλο κόστος για τις υπόλοιπες; Πώς αποκωδικοποιούμε, λ.χ., την επιτυχία της χώρας, η οποία, ωστόσο, μας οδήγησε στην πλήρη χρεοκοπία;
Την τελευταία δεκαετία, οι στόχοι καταπολέμησης της φτώχειας, της μείωσης των ανισοτήτων και της ενίσχυσης της συνοχής κάθε άλλο παρά ορατοί είναι. Μάλλον απομακρύνονται. Και η ελληνική πολιτική παραμένει παθητικά προσηλωμένη στους κανόνες των Βρυξελλών και στην πειθαρχία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στόχος (από το καταστατικό της) της οποίας είναι ο πληθωρισμός και όχι η απασχόληση, η ανάπτυξη και η ανακατανομή. Γιατί επιβραβεύεται ο κύριος Ντράγκι από την ελληνική συντηρητική πλευρά;
Μα γιατί η «νομισματική σταθερότητα» στη χώρα έσωσε τις άλλες χώρες, αλλά μας οδήγησε σε πρωτοφανείς νομισματικές στρεβλώσεις, τις οποίες ουδέποτε αναγνώρισε το πολιτικό σύστημα. Οι επιπτώσεις της απόκλισης της αξίας του κοινού νομίσματος από χώρα σε χώρα ήδη έχουν καταγραφεί στο εξωτερικό εμπόριο με την πριμοδότηση των ξένων προϊόντων (κυρίως των γερμανικών) σε βάρος των εγχώριων. Η αυταπάτη της νομισματικής σταθερότητας, εφόσον παραμένει ονομαστική και όχι πραγματική, αντιβαίνει όλες τις αρχές της πολιτικής οικονομίας και δεν συγκινεί παρά μόνον πιθήκους. Αντί σταθερότητας της οικονομίας, των τιμών και της αγοραστικής δύναμης, το κοινό νόμισμα ενδέχεται να αποβαίνει αιτία της αύξουσας αστάθειας.
Στην Ελλάδα, η εντεινόμενη άνοδος των τιμών και άρα η πτώση της πραγματικής νομισματικής ισοτιμίας επιβραδύνει μοιραία τις συναλλαγές, διώχνει και συρρικνώνει τις άμεσες ξένες επενδύσεις και διογκώνει το ειδικό βάρος των χρεών ως προς το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα.
Η «ισχυρή οικονομία» –όρος που παίχτηκε σαν ύμνος «της ελληνικής εκσυγχρονιστικής νέας ορθοδοξίας»– ενώ συνεισφέρει ένα αμελητέο ποσοστό του ευρωπαϊκού προϊόντος, καταγράφει ήδη το μεγαλύτερο ποσοστό των Ευρωπαίων ανέργων, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τα πρωτεία στο επίπεδο της ανεργίας των νέων μέχρι 25 ετών. Παρ' όλο που το 92% των Ελλήνων μισθωτών καθηλώνονται σε αμοιβές κάτω των 1.000-1.200 ευρώ μηνιαίως, οι ξένες αλλά και οι ελληνικές επενδύσεις τραβιούνται από τη χώρα. Το Ελληνικό είναι καμπανάτο παράδειγμα στα χέρια της Ν.Δ.
Το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, από καιρό τώρα, όφειλε να εκφραστεί είτε θεσμικά-πολιτικά είτε κοινωνικά. Οπωσδήποτε όχι σαρωτικά όπως εισηγήθηκαν μερικοί θεωρητικοί της επανάστασης: μέσω ενός εργαλειακού λόγου, ο οποίος διακήρυξε ελευθερίες, προνόμια και δικαιώματα χωρίς να μπορεί να τα προασπιστεί και να τα πραγματώσει. Η εργατική αριστοκρατία που κατεβαίνει στους δρόμους οφείλει να εννοήσει πως οι ονειρικοί κόσμοι προηγούμενων αιώνων έχουν θρυμματιστεί. Οφείλει να δει τη μορφή του κοινωνικού κυνισμού που επιβάλλει –αποτέλεσμα της κατίσχυσης υποκριτών, άσχετων και ιδιοτελών– και, αντίθετα, να εργαστεί για ένα είδος κοινωνικής αποκατάστασης.
Αν, πράγματι, βρισκόμαστε στην αρχή της μεταβατικής/τυφλής περιόδου, τότε το ερώτημα είναι: Πώς μπορούμε να επανασυνδεθούμε με τις πολιτικές παραδόσεις που ονειρεύονταν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο – και όχι για τους λίγους; Η παγκόσμια οικονομία, στον βαθμό που πορεύθηκε με τους κακούς της δαίμονες, έχει φτάσει στα όριά της και η ελληνική κοινωνία/οικονομία στον πάτο της.
Αλλά αυτό είναι το δύσκολο της υπόθεσης. Και η Αριστερά σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια στοχασμού και δράσης, δεν βρίσκεται στα καλύτερά της ως προς τη διατύπωση μιας καθολικά αποδεκτής απάντησης σε αυτό το ερώτημα από ό,τι βρισκόταν –πηγαίνοντας από πίσω προς τα μπρος– το 1789, το 1848, το 1870, το 1917, το 1945, το 1968, το 1989, το 2001, το 2008-9, το 2015 κ.ο.κ. Οσοι νόμισαν ότι απάντησαν σε αυτό το ερώτημα είτε εξαπάτησαν είτε αυταπατήθηκαν. Εδώ είναι που είμαστε...
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 4/10/2019.