Σάββατο, 14 Δεκέμβριος 2024

Οι τουρκικές διεκδικήσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας χάρτης με τις τουρκικές διεκδικήσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο του χώρου του βορείου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, σε συνέχεια με τις παραχωρήσεις που είχε κάνει η γειτονική μας χώρα στην τουρκική εταιρεία πετρελαίων. Τα ελληνικά νησιά που έχουν ακτογραμμές στην περιοχή αυτή είτε αγνοούνται πλήρως, είτε η υφαλοκρηπίδα που θεωρητικά αποδίδεται σε αυτές από τις τουρκικές αρχές, είναι μηδαμινή. Φυσικά ο χάρτης αυτός έχει περιορισμένη, μηδενική θα έλεγα, αξία, γιατί είναι αποτέλεσμα μιας μονομερούς ενέργειας της γείτονος, που δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, καθώς η οριοθέτηση απαιτεί συμφωνία με τα εμπλεκόμενα μέρη, εν προκειμένω την Ελλάδα προς τα δυτικά, την Κύπρο προς τα ανατολικά, και την Αίγυπτο προς τα νότια.

Η χάραξη, ωστόσο, των οριοθετικών γραμμών στην περιοχή έχει έναν προορισμό, καθώς καταδεικνύει τα όρια των διεκδικήσεων της γείτονος στην Ανατολική Μεσόγειο, και αποτελεί, θεωρητικά, μια πρόσκληση προς τους ενδιαφερομένους να επιζητήσουν μιαν άρση της προκληθείσας διαφοράς με διαπραγματεύσεις, που μπορούν να καταλήξουν σε δικαστική επίλυση – αν οι διαπραγματεύσεις αποβούν άκαρπες, ή αν το αντικείμενό τους είναι εξαρχής η σύναψη ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι η περιοχή που καλύπτει η εικαζόμενη ως τουρκική υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει και περιοχές για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκδηλώσει, σε προγενέστερο χρόνο, την πρόθεσή της να είναι στην ελληνική αρμοδιότητα, και να έχει επ' αυτών κυριαρχικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της. Σε κάθε περίπτωση, και ξεχνώντας τις ελληνικές διεκδικήσεις και το εύρος τους στην Ανατολική Μεσόγειο, το γεγονός ότι η Τουρκία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την ελληνική υφαλοκρηπίδα που παράγεται από τις γραμμές βάσης των ακραίων ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη), που με τα ανατολικά παράλιά τους έχουν σαφώς προβολή στη θάλασσα αυτήν, έστω με περιορισμένη επήρεια, δίνει την αφορμή στην Ελλάδα να αναζητήσει την επίλυση της διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.

Τα πράγματα θα δυσκολέψουν αν η Τουρκία επιχειρήσει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να στείλει πλοίο στην περιοχή και να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στον βυθό της θάλασσας, που ταυτόχρονα διεκδικείται και από την Ελλάδα, ως δική της υφαλοκρηπίδα. Και δεν θα πρόκειται, βεβαίως, για πράξη που εξομοιώνεται με εισβολή στο εθνικό έδαφος, απλούστατα γιατί η υφαλοκρηπίδα δεν αποτελεί εθνικό έδαφος, αλλά συνιστά περιοχή, που το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικά λειτουργικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους του, και που η ενέργεια του τουρκικού κράτους συνιστά αγνόηση της αποκλειστικότητας χρήσης, που το Διεθνές Δίκαιο έχει αποδώσει στην Ελλάδα. Οι συνθήκες δεν αλλάζουν κι αν ακόμα θεωρήσουμε ότι η περιοχή είναι Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), γιατί και εκεί το παράκτιο κράτος έχει λειτουργικά δικαιώματα, πιο εκτεταμένα ratione materiae, είναι η αλήθεια, από αυτά της υφαλοκρηπίδας, αλλά πάντως περιορισμένα από το γεγονός της λειτουργικότητας που προσδιορίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας.

Σε κάθε περίπτωση, η Ανατολική Μεσόγειος δεν έχει οριοθετηθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, έτσι ώστε να επιλυθεί το ζήτημα του τι ανήκει στον καθένα. Η Ελλάδα στηριζόμενη στην υπόθεση ότι το Καστελλόριζο της προσφέρει, με την προβολή των ακτών του, ένα μεγάλο τμήμα ΑΟΖ διεκδικεί μια περιοχή που εξικνείται ώς την ΑΟΖ της Κύπρου, ενώ η Τουρκία στηριζόμενη στο μήκος των ακτών της διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη θάλασσα αυτήν. Και όπως είπαμε παραπάνω, οι διεκδικήσεις αυτές πάσχουν από μια μονομέρεια, που δεν δημιουργεί δίκαιο. Μόνον η επίλυση του προβλήματος με διαπραγματεύσεις, πράγμα απίθανο, αν λάβουμε υπόψη μας την οξύτητα των σχέσεων και τις διαμετρικά αντίθετες και συγκρουόμενες θέσεις των δύο μερών, ή –κάτι που δείχνει ως μονόδρομος, υπό τις σημερινές συνθήκες– η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για μια συνολική λύση, που να περιλαμβάνει και το Αιγαίο, είναι δυνατόν να τερματίσει μια επικίνδυνη εκκρεμότητα. Η οποία παίρνει διαστάσεις, και μπορεί, μέσα από την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, να εκφύγει του ψύχραιμου ελέγχου των αντιτιθέμενων μερών.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να πεισθεί η Τουρκία για μια προσφυγή στη Χάγη, κάτι που θα έχει ως συνέπεια την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνυποσχετικού για την παραπομπή, και, συνακόλουθα, όσο θα διαρκούν αυτές, τη συνομολόγηση μιας συμφωνίας –η οποία είναι αυτονόητη– ότι τα δύο μέρη θα απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια στην κρίσιμη περιοχή, που θα δυσχεράνει την ειρηνική εξεύρεση της επιθυμητής λύσης. Πράγμα που θα παρεμποδίσει την Τουρκία στα σχέδιά της να στείλει πλωτά μέσα και να ξεκινήσει εξερεύνηση του υποθαλάσσιου πλούτου στην περιοχή.

Το κρίσιμο θέμα είναι πώς θα πεισθεί η Τουρκία να προσφύγει στο Δικαστήριο, αφού τόσα χρόνια δεν το έχει πράξει. Μόνη εξαίρεση ήταν το Ελσίνκι, αλλά τότε οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αφού τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και η Τουρκία σφόδρα επιθυμούσαν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της δεύτερης με την πρώτη. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και ο μόνος λόγος που μπορεί να πείσει την Τουρκία, είναι η οικονομική βοήθεια από την Ε.Ε. Σε καθεστώς οιονεί χρεοκοπίας, η γειτονική μας χώρα έχει ανάγκη να της δοθεί βοήθεια από την Ε.Ε., στο πλαίσιο της τελωνειακής ένωσης, για να ξεπεράσει την κρίση που τη μαστίζει. Ισως αυτό θα ήταν η λύση, με αντάλλαγμα την προσφυγή στο Δικαστήριο, και με τον παραμερισμό των εθνικών εγωισμών και της αλαζονείας της εξουσίας.

Το καίριο ζήτημα είναι η στάση που θα τηρήσει η Ε.Ε. στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων στην κυπριακή ΑΟΖ. Αυτό αποτελεί πρόκριμα για το τι μπορεί να συμβεί στην εικαζόμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, σε περίπτωση προσβολής των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση δεν προσομοιάζει, καθώς η κυπριακή ΑΟΖ είναι οριοθετημένη, και με συμφωνία των ενδιαφερόμενων γειτονικών κρατών. Ενώ η ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι προϊόν απλών εκτιμήσεων των ελληνικών αρχών, ως προς την έκτασή της. Ωστόσο, μια δυναμική στάση της Ε.Ε. στο ζήτημα της Κύπρου, ίσως αποθαρρύνει την Τουρκία από το να επαναλάβει την ίδια συμπεριφορά στην περιοχή μας, και να μην μπούμε στην περιπέτεια των μέτρων, που θα κριθούν απαραίτητα τη στιγμή εκείνη. Πάντως, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να υπάρξει μια οριστική συνολική λύση, μια οριοθέτηση, που προφανώς μπορεί να επιβληθεί από την Ε.Ε., με το δέλεαρ της οικονομικής ενίσχυσης της Τουρκίας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" την 1/7/2019. 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση