Επικρατεί συχνά η αντίληψη, όσον αφορά τον αγροτικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλίμακας αποτελεί ανάχωμα και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομίες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόοδος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση; Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγητής Οικονομικών σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής».
Ευκαιρίες και προοπτικές
Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Έχοντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθηκε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Όπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντάχθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκονται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέκτημα η δομή των μικρών αγροτικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Όταν η προέλευση ενός ελαιολάδου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να δώσει την "ετικέτα" που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδικά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων». Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παραγωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονοπωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρεβλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρατούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και στις αγορές των εισροών, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχειρηματικού κλίματος και την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων».
Στρατηγικό πλεονέκτημα
Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολάδου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η τοπικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο. Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη μελέτη της McKinsey που υποστηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επικράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, εδάφους, ιστορίας και κληρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδόσεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολάδου, όπως προτείνεται από διάφορους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομηχανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτικά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδεση της παραγωγής, της μεταποίησης και της προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμακας στον πρωτογενή τομέα».
Φέτα και παρμιτζιάνο
Για τις προοπτικές της φέτας, που αποτελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινινής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγωνισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρήσιμα και για τη φέτα, όπως είναι το "μοντέλο γκούντα" στην Ολλανδία, το "μοντέλο παρμιτζιάνο" στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρισμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επισκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά καταναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων».
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής'" στις 31/3/2019.