Στη συζήτηση για τις αιτίες της κρίσης της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς και για τις διαθέσιμες στρατηγικές επιλογές της παρεμβαίνει με το ακόλουθο κείμενό του ο Βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς.
Η επιστροφή στον οικονομικό εθνικισμό και τον προστατευτισμό -την οποία επικαλούνται μερικές φορές και αριστερές δυνάμεις- είναι εντελώς εσφαλμένη και αναποτελεσματική. Το να αντιμετωπίσουμε τα παγκόσμιου χαρακτήρα προβλήματα με μια επιστροφή στις εθνικές πολιτικές θα ήταν ένα δονκιχωτικό σχέδιο και μια επιστροφή σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να αναβιώσει.
Ενα από τα προβλήματα του καιρού μας είναι ότι έχουμε παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις και εθνικές δημοκρατίες. Με αυτούς τους όρους πρόκειται για έναν αδύνατο αγώνα.
Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη -ακόμα και η Γερμανία- είναι πιο αδύναμα υποκείμενα σε σχέση με τους μεγάλους πρωταγωνιστές του μέλλοντος: τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Ρωσία, τις άλλες χώρες των BRICS. Καμία από αυτές τις χώρες δεν εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές σαν αυτές που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες, αν και απειλούμενες, συνεχίζουν να παρέχουν συστήματα αναπτυγμένων κρατών πρόνοιας και έχουν συνδικάτα που πρωταγωνιστούν ακόμα στη δημόσια ζωή.
Χωρίς ισχυρούς και δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς όλα αυτά θα χαθούν.
Γνωρίζω καλά ότι η τωρινή Ευρωπαϊκή Ενωση είναι εχθρική προς τις δικές μας κοινωνικές και πολιτικές αξίες, οφείλουμε όμως να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε. Δεν βλέπω εναλλακτικές λύσεις.
Σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν μια αποτελεσματική επιλογή ούτε ο οικονομικός εθνικισμός ούτε ο προστατευτισμός, ο οποίος παραμένει μια δεξιά, αν όχι φασιστική, πολιτική. Διόλου τυχαία, η Δεξιά κερδίζει συναινέσεις.
Το μεγάλο παράδοξο του καιρού μας είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός, παρόλο που είναι η πηγή της κρίσης, της κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας πολλών εργαζομένων, παραμένει η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες αμύνονται.
Γιατί όμως η σοσιαλδημοκρατία, που παραδοσιακά ήταν ο κύριος ανταγωνιστής του νεοφιλελευθερισμού, δεν επωφελείται από την κρίση;
Το κύριο πρόβλημα είναι η εξουσία. Μια δύναμη που αντιπροσωπεύει τους απλούς ανθρώπους, χωρίς μεγάλους πόρους και χωρίς μια σαφή ιδέα της δικής της πολιτικής ταυτότητας, πώς μπορεί να αμφισβητήσει μια παρόμοια συγκέντρωση εξουσίας;
Ο άλλος λόγος είναι ότι όλα τα κυριότερα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα συμμερίστηκαν τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και δεν εμφανίζονται πλέον ως ανταγωνιστικά κινήματα.
Εξάλλου, με την αριθμητική παρακμή της βιομηχανικής εργατικής τάξης, δεν υπάρχει πλέον μια επιβλητική τάξη ικανή να κινητοποιήσει την αναγκαία πελώρια δύναμη προκειμένου ο «λαός του κράτους» (Staatsvolk) να αμφισβητήσει την αυξανόμενη δύναμη του «λαού της αγοράς» (Marktvolk), για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Βόλφγκανγκ Στρέεκ.
Υπάρχει όμως και ένας τελευταίος λόγος που αφορά τα κίνητρα της πολιτικής συμμετοχής και αυτό μας οδηγεί στον δεύτερο εχθρό της σοσιαλδημοκρατίας: την ξενοφοβία ή τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Γενικά, τα πρόσωπα ενδιαφέρονται σοβαρά για την πολιτική όταν διακυβεύονται κοινωνικές ταυτότητες που αισθάνονται ότι είναι προικισμένες με ισχυρό πολιτικό νόημα και αυτό συμβαίνει συχνά στις συγκρούσεις για τον αποκλεισμό ή την ένταξη.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στη διάρκεια των αγώνων για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία προμήθευαν αυτόν τον τύπο ταυτοτήτων που μπορούσαν να κινητοποιούν τους ανθρώπους.
Τον καιρό που άρχιζε η κρίση, το 2008, φαινόταν ότι δεν υπήρχε κάποια αρκετά ισχυρή κοινωνική ταυτότητα ώστε να παράγει τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις που ήταν αναγκαίες για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία.
Παρέμενε ωστόσο μια ορισμένη ταυτότητα που μπορούσε να αποκτήσει γρήγορα πολιτικό νόημα, από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση προσδιοριζόταν ως ο εχθρός: το έθνος.
Το κύριο ρήγμα στη σύγχρονη πολιτική διαπερνά ακριβώς το κέντρο της δεξιάς συμμαχίας, εκείνης μεταξύ νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών, και αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς τύπους πολιτικής εξουσίας.
Το ρήγμα είναι μεταξύ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος αντιπροσωπεύει την απίστευτη δύναμη του οικονομικού πλούτου, και μιας ξενοφοβικής μορφής συντηρητισμού που εκπροσωπεί τη δύναμη των φοβισμένων και μνησίκακων μαζών.
Είναι μια σύγκρουση η οποία, παράδοξα, περιθωριοποιεί και αποδυναμώνει την πολιτική Αριστερά. Η λαϊκή εξέγερση, που πυροδοτείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τροφοδοτείται από την Ακροδεξιά και όχι από την Αριστερά. Με την ειρωνική συνέπεια ότι η εποχή που θα έπρεπε να προσφέρει στους σοσιαλδημοκράτες τη μεγάλη ευκαιρία να σπάσουν αυτή τη δεξιά συμμαχία καταλήγει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η παγκοσμιοποίηση έθεσε σε δοκιμασία την ικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας να υποστηρίζει τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, την αναδιανεμητική φορολογία και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας.
Δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμιά επιστροφή από την παγκοσμιοποίηση σε εκείνη τη συμβίωση ελεύθερης αγοράς και εθνικής κυριαρχίας που χαρακτήριζε τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Νομίζω ότι σήμερα, μπροστά σε αυτή την κατάσταση, υπάρχουν τρεις κύριοι δρόμοι. Κανένας από αυτούς δεν μπορεί να αποκαταστήσει τον μεταπολεμικό συμβιβασμό. Και μόνον ένας προσφέρει μια πραγματοποιήσιμη, αν και δύσκολη, στρατηγική για τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο πρώτος δρόμος είναι η επιστροφή στον προστατευτισμό. Θα μπορούσε να φανεί ελκυστικός σε πολλούς εκπροσώπους της Αριστεράς, επειδή καλλιεργεί την ιδέα ότι μπορεί να ανασυγκροτηθεί μια βιομηχανική εργατική τάξη, απομονώνοντας ένα έθνος από τις νεοφιλελεύθερες χρηματοπιστωτικές ροές.
Ο προστατευτισμός όμως μπορεί να υποστηριχθεί με εκλογικούς όρους μόνο συνδεόμενος με έναν γενικευμένο εθνικισμό, με την ξενοφοβία.
Οταν οι πολίτες πειστούν ότι το πρωταρχικό είναι η άμυνα, η απομόνωση του έθνους από την εξωτερική μόλυνση, δεν υπάρχει κανένας χώρος για τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο δεύτερος δρόμος για να ανακτηθεί η οικονομική κυριαρχία είναι εκείνος που το Ηνωμένο Βασίλειο θα ακολουθήσει έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, επιδιώκοντας συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, αυξάνοντας την εξάρτησή του από τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά και ακολουθώντας «την προσέγγιση της Σιγκαπούρης» στα δικαιώματα και στην κοινωνική πολιτική. Οπως και ο προστατευτισμός, που είναι το αντίθετό της, αυτή η στρατηγική μπορεί πιθανόν να λειτουργήσει μόνο σε ένα ξενοφοβικό πλαίσιο που καθιστά τους πολίτες διατεθειμένους για θυσίες.
Η τρίτη στρατηγική είναι η επιδίωξη μιας τάξης του παγκόσμιου εμπορίου, που θα είναι ρυθμισμένη με πιο αποτελεσματικό και δικαιότερο τρόπο.
Ενας από τους λόγους της αδυναμίας της τωρινής σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι το κυριότερο σημείο δύναμής της, η εθνική δημοκρατία, δεν μπορεί σήμερα να έχει πρόσβαση στο μη δημοκρατικό και παγκόσμιο επίπεδο στο οποίο ρυθμίζεται (ή απορρυθμίζεται) η οικονομία. Αυτό το παγκόσμιο πεδίο όμως δεν είναι καθαρή αναρχία.
Υπάρχουν διεθνείς οργανισμοί απέναντι στους οποίους σήμερα η πολιτική Αριστερά είναι καχύποπτη, επειδή στις προηγούμενες δεκαετίες έτειναν να είναι νεοφιλελεύθεροι και πιο καταδεκτικοί στα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά λόμπι παρά στη δημοκρατική επιρροή ή στα συνδικάτα. Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για ρυθμιστικούς οργανισμούς, που περιορίζουν ήδη σημαντικά ορισμένες όψεις του καπιταλισμού.
Η μοναδική μελλοντική στρατηγική που είναι διαθέσιμη στη σοσιαλδημοκρατία είναι, επομένως, να επιδιώξει να ενισχύσει και να εκδημοκρατίσει τους διεθνείς ρυθμιστικούς οργανισμούς, τόσο τους παγκόσμιους όσο και τους περιφερειακούς, μέσω της αναγκαίας συνεργασίας συμμαχικών κρατών. [...]
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/7/2018.