Τετάρτη, 04 Δεκέμβριος 2024

Εργασία, κεφάλαιο, κράτος. Το εργασιακό νομοσχέδιο της ΝΔ

1. Πριν από την Βιομηχανική Επανάσταση η κατ' οίκον οικονομία (domestic economy) ήταν κυρίαρχη. Η παραγωγή γίνονταν στον οικογενειακό χώρο όπου ο παραγωγός κατείχε, σε έναν μεγάλο βαθμό, τα μέσα παραγωγής. Με την Βιομηχανική Επανάσταση παρατηρούμε την σταδιακή προλεταριοποίηση των εργαζομένων στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες όπου οι εργαζόμενοι δεν είχαν εργατικά δικαιώματα. Υπήρχε δηλαδή μια τεράστια ανισορροπία δύναμης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου το κράτος λειτουργούσε απλά ως «νυχτοφύλακας», δηλαδή δεν επενέβαινε στον εργασιακό χώρο. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην πλήρη εξαθλίωση. Όχι μόνο των ενηλίκων, αλλά και μικρών παιδιών που δούλευαν 12-14 ώρες τη μέρα κάτω από συνθήκες απόλυτης βαρβαρότητας. Η κατάσταση άλλαξε σταδιακά με την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα. Αυτό επέφερε μια σχετική ισορροπία δύναμης μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών. Έτσι, ο συνδικαλισμός καθιερώθηκε ως γενικός θεσμός σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες του δυτικού κυρίως κόσμου.

2. Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η πανδημία οδήγησε στην ενδυνάμωση του συνδικαλισμού στην Ευρώπη αλλά και, επί προεδρίας Μπάιντεν, στις ΗΠΑ. Πιο γενικά, παρατηρούμε το πέρασμα από νεοφιλελεύθερες σε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Στον χώρο της εργασίας παρατηρούμε συστηματικές προσπάθειες στήριξης των συλλογικών συμβάσεων. Σε αντίθεση με τις παραπάνω εξελίξεις, στη χώρα μας η κυβέρνηση προτείνει ένα εργασιακό νομοσχέδιο που κινείται προς την αντίρροπη κατεύθυνση. Ένα νομοσχέδιο νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» που περιθωριοποιεί τα συνδικάτα και προωθεί την ατομική σχέση του εργαζόμενου με τον εργοδότη. Προτείνει μια σειρά από μέτρα που επιφανειακά φαίνεται να εξασφαλίζουν την αυτονομία του εργαζόμενου και να του παρέχουν περισσότερη ασφάλεια και περισσότερα δικαιώματα. Για παράδειγμα, δικαιώματα όπως η προστασία της μητρότητας με καθιέρωση άδειας από τη σύλληψη μέχρι 18 μήνες, άδεια πατρότητας 14 ημερών, προστασία του πατέρα από την απόλυση για 6 μήνες μετά τον τοκετό κλπ. Όσο γα την ψηφιακή κάρτα εργασίας, και αυτή εξασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Αφού γίνεται έλεγχος τήρησης του ωραρίου, αποφεύγονται περιπτώσεις όπως η μη δήλωση επιπλέον ωρών εργασίας που ο εργοδότης υποχρεώνει τον εργαζόμενο να δουλέψει. Αποφεύγονται επίσης οι απλήρωτες υπερωρίες και άλλες περιπτώσεις εργοδοτικού καταναγκασμού.
Σε ό,τι αφορά τώρα την κατάργηση του ωραρίου, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως σαφώς δεν το καταργεί. Αντίθετα δίνει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να χειριστεί τις καθιερωμένες 40 ώρες εργασίας με πιο ευέλικτο τρόπο. Με τρόπο που να συνάδει με τις συγκεκριμένες ανάγκες του καθενός. Επιπλέον, όποιος εργαζόμενος επιθυμεί να κερδίσει περισσότερα χρήματα, το όριο των υπερωριών αυξάνεται στις 150 ώρες. Τέλος, σε περιπτώσεις εξ αποστάσεως επικοινωνίας εργοδότη και εργαζόμενου, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί κάθε πίεση για περαιτέρω εργασία με το κλείσιμο, για παράδειγμα, του τηλεφώνου ή του υπολογιστή.

3. Όλα τα παραπάνω φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, εντυπωσιακά αλλά είναι υπερφίαλα και, ουσιαστικά, ανεφάρμοστα. Ο εργοδότης, επειδή έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από τον εργαζόμενο, μπορεί να βρει τρόπους να καταργήσει στην πράξη τη θέσπιση των παραπάνω δικαιωμάτων. Αν όχι άμεσα, σίγουρα έμμεσα. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, της άδειας μητρότητας από τη σύλληψη μέχρι 18 μήνες, ο εργοδότης μπορεί να στείλει το μήνυμα πως εάν η εργαζόμενη δεν δεχθεί να μειώσει τον χρόνο της άδειάς της, αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στο μέλλον. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να αιτιολογήσει ένας εργοδότης την απόλυση όσων εργαζομένων δεν συμφωνούν με τις αυθαίρετες απαιτήσεις του – λόγω, για παράδειγμα, οικονομικής κρίσης της επιχείρησής του. Με άλλα λόγια, τα εργατικά δικαιώματα, όταν δεν είναι αποτέλεσμα συλλογικών συμβάσεων, ουσιαστικά καταργούνται. Γιατί χωρίς την ύπαρξη ισχυρών συνδικάτων δεν αλλάζουν την ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Κυρίως την τωρινή περίοδο όπου γιγαντιαίες επιχειρήσεις, όπως η Amazon και το Facebook, συγκεντρώνουν τέτοια οικονομική και πολιτική δύναμη που ελέγχουν κυβερνήσεις και υποσκάπτουν τους δημοκρατικούς θεσμούς.

4. Τελειώνω με μερικές σύντομες παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά τις απεργίες και τις εργατικές κινητοποιήσεις. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως μια απεργία μπορεί να θεωρηθεί παράνομη από την Δικαιοσύνη – ενώ δεν επιτρέπεται η ακύρωσή της από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες επαγγελματικές οργανώσεις. Με ποιο σκεπτικό προκρίνεται αυτό το μέτρο, ιδίως σε μια χώρα όπου η δικαιοσύνη επηρεάζεται συχνά από την κυβέρνηση; Επιπλέον, όπως σωστά υποστηρίζει η αντιπολίτευση, η κυβέρνηση προσπαθεί να εκφοβίσει τους συμμετέχοντες σε απεργιακές κινητοποιήσεις προβλέποντας ένα προσωπικό ασφαλείας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων που μπορεί να φτάσει το 40%. Είναι προφανές πως ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων που σχετίζονται με τις απεργίες και τις εργατικές κινητοποιήσεις λύνονται μόνο μέσω συνεννοήσεων μεταξύ συνδικάτων, άλλων ενδιαφερόμενων μερών και οργανώσεων στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Δεν είναι δυνατόν να λυθούν μέσω της αστυνομίας και δικαστικών αποφάσεων. Βέβαια, στα εν λόγω θέματα ο εγχώριος συνδικαλισμός είχε και εξακολουθεί να έχει αδυναμίες. Αλλά πρέπει και μπορεί να αλλάξει αποτελεσματικά μόνο «από μέσα». Από τους συνδικαλισμένους και μη συνδικαλισμένους εργαζόμενους, και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Δεν πρόκειται να αλλάξουν από μια κυβέρνηση που υπονομεύει το εργατικό κίνημα γενικότερα.
Συμπέρασμα: Υποτίθεται πως η Νέα Δημοκρατία θέλει να εκσυγχρονίσει το εργατικό δίκαιο που δεν ανταποκρίνεται πια στη σύγχρονη εποχή. Στην πραγματικότητα όμως, είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της που στον χώρο της εργασίας αλλά και πιο γενικά δεν αντιλαμβάνεται τη σημερινή πραγματικότητα. Δεν κάνει βήματα προς τα μπρος, αλλά προς τα πίσω. Δεν είναι δυνατόν, όπως υποστηρίζει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, να δώσει περισσότερα δικαιώματα στον εργαζόμενο στη βάση ιδιωτικής σύμβασης ενός εργαζόμενου με έναν πολύ πιο ισχυρό εργοδότη. Αυτό δεν το αντιλαμβάνεται ο κ. Χατζηδάκης, αλλά το αντιλαμβάνονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συνδέονται με την ΝΔ. Ο υπουργός υποστηρίζει πως το προτεινόμενο νομοσχέδιο έχει δύο στόχους: την ανάπτυξη και την παροχή περισσότερων δικαιωμάτων στους εργαζόμενους. Το νομοσχέδιο όμως δεν οδηγεί ούτε στον πρώτο ούτε στον δεύτερο στόχο.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση