1821-2021: Ο δρόμος προς τη νεωτερικότητα

  • Εκτύπωση

Νεωτερικότητα

Η έννοια της νεωτερικότητας παίζει κεντρικό ρόλο στην ανάλυση των σύγχρονων κοινωνιών. Πρόκειται για έναν όρο πολυσημικό που ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό και ιστορικό πλαίσιο. Ο πιο συνηθισμένος ορισμός εστιάζεται στον πολιτισμικό χώρο. Κυρίως στις αξίες, ιδεολογίες και πρακτικές που απορρέουν από την Γαλλική Επανάσταση. Για παράδειγμα, η εναντίωση στον αυταρχισμό του ancien régime και το θρησκευτικό σκοταδισμό, η έμφαση στο ρασιοναλισμό, στην ατομική ελευθερία, στην ανάπτυξη της επιστήμης κτλ. Αυτού του είδους ο προσανατολισμός κυριαρχεί στους κύκλους φιλοσόφων, διανοητών, και μορφωμένων αριστοκρατών και αστών όχι μόνο στην προεπαναστατική Γαλλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δείχνει πως για την ιδιαιτερότητα των νεωτερικών κοινωνιών η εστίαση πρέπει να είναι λιγότερο στα πολιτισμικά και περισσότερο στα κοινωνικά/δομικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που καθιστά μοναδικά τα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι η σύνδεσή τους με ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στην Δύση μετά την Αγγλική Βιομηχανική και την Γαλλική Επανάσταση. Αυτή η οργάνωση παρουσιάζει δύο κοινωνικο-δομικά χαρακτηριστικά που είναι μοναδικά, δεν εντοπίζονται δηλαδή ούτε κάν στις πλέον πολύπλοκες προνεωτερικές κοινωνίες. Αυτά είναι:
- η αποδυνάμωση της παραδοσιακής κοινότητας και η κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, και
- η ολική διαφοροποίηση των θεσμικών χώρων που ο καθένας έχει δυνητικά τη δική του λογική και δυναμική. Μια κατάσταση που οδηγεί στην ευρεία εξατομίκευση.
Λόγω έλλειψης χώρου και λόγω του ότι είναι το πρώτο χαρακτηριστικό που συνδέεται άμεσα με την Επανάσταση του 1821, δεν θα ασχοληθώ με το δεύτερο.

Κινητοποίηση και ένταξη στο έθνος κράτος

Μετά την ανάδυση του έθνους κράτους και την πρωτόγνωρη διείσδυσή του στην περιφέρεια, βλέπουμε την περιθωριοποίηση της παραδοσιακής, μη κοινωνικά διαφοροποιημένης κοινότητας. Η προνεωτερική σχετική αυτονομία της κοινότητας έναντι της κεντρικής εξουσίας μειώθηκε σημαντικά όταν οι συνεχώς επεκτεινόμενοι μηχανισμοί της κεντρικής διοίκησης οδήγησαν στην έκλειψη του παραδοσιακού οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού τοπικισμού. Οι κοινότητες στην περιφέρεια δεν εξαφανίστηκαν, έχασαν όμως τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους καθώς και μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους. Επιπλέον, λόγω της ραγδαίας αστικοποίησης, ο πληθυσμός της υπαίθρου άρχισε να συρρικνώνεται. Οι παραπάνω διαδικασίες συνδέονται με τη μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού που εξασθένησε τους δεσμούς του με τις τοπικές, σχετικά αυτάρκεις, παραδοσιακές κοινότητες και τον έφερε πλησιέστερα στο εθνικό κέντρο. Ο πληθυσμός ενσωματώθηκε δηλαδή στις ευρύτερες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αρένες οι οποίες συγκροτούν αυτό που αποκαλούμε έθνος κράτος. Είναι με αυτόν τον τρόπο που σταδιακά οι κρατικοί μηχανισμοί διείσδυσαν στην περιφέρεια κατά τρόπο που ήταν αδιανόητος στην προνεωτερικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να τονιστεί πως παρόλο που η ιδέα του έθνους προϋπήρχε, ήταν στη διάρκεια των αγώνων εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και της δημιουργίας μιας στοιχειώδους κρατικής δομής από τον Καποδίστρια που περνάμε από το έθνος στο κράτος έθνος. Καθώς το βάρος μετατίθεται από την περιφέρεια στο εθνικό κέντρο οι ταυτότητες διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από τους εθνικούς θεσμούς και ιδεολογίες. Αυτοί που ζουν στην περιφέρεια ταυτίζονται πλέον λιγότερο με τις τοπικές κοινωνίες και περισσότερο με το εθνικό κέντρο. Αισθάνονται για παράδειγμα λιγότερο πατρινοί και περισσότερο έλληνες. Εισέρχονται έτσι σε αυτό που ο Benedict Anderson (1991) αποκαλεί «φαντασιακή κοινότητα του κράτους έθνους».
Στο επίπεδο των συλλογικών φορέων δράσης στη μετα-επαναστατική περίοδο τα μέσα κυριαρχίας περνούν σταδιακά από του τοπικούς προύχοντες στους αρχηγούς των κομμάτων που αρχικά ήταν λέσχες σημαντικών προσώπων (τα τζάκια). Στο λεγόμενο ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα, τα λαϊκά και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων δεν συμμετείχαν στην ενεργό πολιτική. Στη συνέχεια η εξέγερση στο Γουδί και ο ερχομός του Βενιζέλου στην Αθήνα έσπασε τον παλαιοκομματισμό. Ως πρωθυπουργός προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την κοινωνία καθώς και το πολιτικό σύστημα σκοπεύοντας να δημιουργήσει ένα κόμμα κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Οι τοπικοί παράγοντες όμως είχαν ακόμη σημαντική δύναμη και τα βενιζελικά σχέδια απέτυχαν. Καθώς ο κρατικός μηχανισμός δυνάμωνε, οι τοπικοί προύχοντες και καπεταναίοι καταλάβαιναν πως η αντίστασή στην κεντρική εξουσία δεν ήταν πια δυνατή. Αποφάσισαν έτσι να ελέγξουν το κράτος εκ των έσω καταλαμβάνοντας θέσεις κλειδιά στην κρατική διοίκηση.
Βέβαια, όχι μόνο 19ο αιώνα αλλά και στον 20ο παρατηρούμε αντιδημοκρατικές, στρατιωτικές κυρίως επεμβάσεις που κατήργησαν τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό αναδεικνύοντας έτσι πως η νεωτερικότητα μπορεί να πάρει δημοκρατικές αλλά και αυταρχικές μορφές. Στην Ελλάδα ωστόσο μετά την πτώση των δικτατορίας των συνταγματαρχών η αντιπροσωπευτική δημοκρατία απέκτησε γερές ρίζες. Και σε αυτό βοήθησε και η ένταξή μας στην ευρωζώνη.
Πιο γενικά τώρα, κοιτώντας τις κομματικοπολιτικές εξελίξεις από το 1821 μέχρι σήμερα, η Επανάσταση του 1821 βοήθησε στη γέννηση και, παρά τους εμφύλιους διχασμούς, στην επιβίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Ο αυταρχικός εκσυγχρονισμός της μεταξικής περιόδου ήταν πολύ λιγότερο σημαντικός από τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της τρικουπικής και βενιζελικής περιόδου.
Συμπερασματικά, η νεωτερική περίοδος της Ελλάδας ξεκίνησε με το πέρασμα από το προ-επαναστατικό έθνος στο ελληνικό κράτος έθνος – αποτέλεσμα των αγώνων, εντός και εκτός της χώρας, που προετοίμασαν και στη συνέχεια υλοποίησαν το στόχο της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Η ελληνική επανάσταση ήταν η πρώτη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Έγινε έτσι παράδειγμα για τις επαναστάσεις των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών. Μαζί με τα ελληνικά δημοκρατικά συντάγματα της περιόδου (τα πιο προοδευτικά εκείνης της εποχής), οι αιματηροί αγώνες για την ανεξαρτησία αποτελούν την παρακαταθήκη των αγώνων του 1821 στις επόμενες γενιές. Είναι ακριβώς αυτή η παρακαταθήκη που εξηγεί την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας. Γιατί παρά τους διχασμούς και πιο γενικά την εσωτερικευμένη συγκρουσιακή κουλτούρα των νεοελλήνων οι φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί θεσμοί επέζησαν.

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με αντίστοιχες εξελίξεις

Τελειώνοντας θέλω να αναφερθώ σε άλλες εξίσου οικονομικά λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της ημιπεριφέρειας που ακολούθησαν μια πορεία προς τη νεωτερικότητα παρόμοια με αυτή της Ελλάδας. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (κυρίως η Αργεντινή και η Χιλή) την ίδια περίοδο (αρχές του 19ου αιώνα) κατάφεραν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανική Αυτοκρατορία. Η διαδρομή αυτών των χωρών έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτά της Ελλάδας: ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό στο 19ο αιώνα, άνοιγμα του πολιτικού συστήματος στο πρώτο ήμισυ του 20ού, στρατιωτικές επεμβάσεις και αργότερα χούντες παρόμοιες με τη δική μας επταετή δικτατορία κτλ. Αν για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα της νεωτερικότητας πρέπει να εστιάσουμε στην κοινωνικο-δομική οργάνωση των σύγχρονων χωρών, για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του ελληνικού δρόμου προς τη νεωτερικότητα είναι χρήσιμο στραφούμε προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο. Από μια τέτοια σύγκριση γίνεται σαφές πως η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια παραδοσιακή εξέγερση όπως τα βίαια ξεσπάσματα δουλοπαροίκων κατά του φεουδάρχη, ούτε όπως οι εξεγέρσεις τοπικών parlements εναντίον της απολυταρχικής εξουσίας του Λουδοβίκου toυ 14ου στην Γαλλία. Ήταν μια επανάσταση που συνδέεται άμεσα με την Γαλλική Επανάσταση, τη νεωτερική επανάσταση par excellence. Ήταν η είσοδός μας στη νεωτερική εποχή.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 13/3/2020.