Η πανεπιστημιακός και πρώην πολιτικός μιλάει για το έργο 22 χρόνων στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανόπαιδων στη Θράκη, τις δυσκολίες μέσα και έξω από αυτό και το αναγκαίο restart.
Είκοσι δύο χρόνια. Σχεδόν μια γενιά. Το διάστημα, ας πούμε, που χρειάζεται για να μεγαλώσει ένα παιδί, να σπουδάσει και να επιστρέψει στη γενέτειρά του για να διδάξει το ίδιο. Τόσο κράτησε το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανόπαιδων στη Θράκη, με εντυπωσιακά αποτελέσματα σε σχέση τόσο με το ποσοστό των παιδιών που τελειώνουν την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση (από 35% το 2000 σε 80% σήμερα) όσο και γενικότερα με την ένταξή τους στην κοινωνία. Μα τότε γιατί σταμάτησε; Τα καλά πράγματα που γίνονται σ' αυτόν τον τόπο δεν είναι πολλά. Γιατί λοιπόν πυροβολούμε τα πόδια μας; Ψυχή αυτού του προγράμματος ήταν η Θάλεια Δραγώνα και η Αννα Φραγκουδάκη. Συνάντησα την πρώτη στο Καποδιστριακόν, το εστιατόριο του ΕΚΠΑ που στεγάζεται στο κτίριο «Κωστής Παλαμάς», το γνωστό «ροζ κτίριο» της Ακαδημίας. Την τελευταία φορά που της είχα μιλήσει ήταν από την Κομοτηνή, όπου είχε λάβει μέρος σε μια εκδήλωση για το κλείσιμο αυτού του κύκλου. Ήταν παθιασμένη τότε, όπως και τώρα. Μου είπε πόση εθνική υπερηφάνεια αισθάνθηκε με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ιδίως ακούγοντας την ομιλία της όταν της ανακοινώθηκε η επιλογή της για τη θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρήγγειλε ένα λαβράκι σοτέ, εγώ σολομό. Διάλεξε την πιο υγιεινή σαλάτα που υπήρχε στον κατάλογο. Δεν ήθελε αλκοόλ. Και άρχισε να αναπολεί. «Η Θράκη ήταν πάντα τόπος ειρηνικός. Παρά τις καταπιέσεις, τις διακρίσεις, τους αποκλεισμούς, δεν είχε επιδείξει βία. Ποτέ. Η κατάσταση όμως γινόταν όλο και πιο πνιγηρή. Και αυτό το κατάλαβε το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Εισηγήθηκε λοιπόν στους αρχηγούς των άλλων κομμάτων της Βουλής και αποφάσισαν ομόφωνα ότι πρέπει ν' αλλάξουν οι σχέσεις κράτους και μειονότητας. Αυτή τη δεκαετία αποφασίστηκαν μέτρα που σταματούσαν μια ανόητη πολιτική - ένα από αυτά ήταν και η συγκρότηση της ομάδας μας. Η Θράκη είχε στα χωριά της Ροδόπης φυλάκια, δεν μπορούσες να πας στο χωράφι σου αν δεν είχες πάσο. Οι άνθρωποι της μειονότητας δεν μπορούσαν να πάρουν άδεια αυτοκινήτου, να καταθέσουν χρήματα στην τράπεζα. Υπήρχε η φαντασίωση ότι έτσι μπορούσες να ελέγξεις τα πράγματα καλύτερα. Όταν όμως οι άνθρωποι είναι καταπιεσμένοι, είναι και πιο χειραγωγούμενοι, πιο οργισμένοι. Για να μπορέσεις να εξασφαλίσεις δημοκρατικούς κανόνες σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, ο δρόμος είναι η ενδυνάμωσή τους, να γίνουν δρώντα υποκείμενα. Αν δεν είναι δρώντα υποκείμενα, είναι χειραγωγούμενα. Ο Μητσοτάκης κατάλαβε ότι μπορούσε να γίνει μια έκρηξη. Παρενέβη λοιπόν και μίλησε για ισονομία και ισοπολιτεία». Το 1997 ανέβηκε η ομάδα στη Θράκη. Υπήρχε καχυποψία και από την πλευρά της μειονότητας («ποιοι είναι αυτοί που ήρθαν από την Αθήνα;») και από τους σκληρούς της πλειονότητας, επειδή η ομάδα είχε δουλέψει σε σχολεία με μειονότητες, είχε γράψει και το «Τι είναι η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση». Όταν χαλάρωνε η μια πλευρά, αγρίευε η άλλη. Και υπήρχε φυσικά και η εμπλοκή της Τουρκίας. Αλλά ο κόσμος πήγε μαζί τους. Είχαν κάνει κι ένα φιλμάκι, σκηνοθέτης ήταν ο Θάνος Αναστόπουλος, ρωτούσε τι είναι η Θράκη, και όλοι, μέλη της μειονότητας και της πλειονότητας, εξέφραζαν τον ίδιο συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο τους. Και λέγαν όλοι, «μυρωδιές, ήχοι, το πρωί που ξυπνάω και βλέπω τη χαμηλή νέφωση». Στην αρχή δεν υπήρχε καν μέρος για να συναντιούνται οι νέοι της μειονότητας με άλλους της πλειονότητας. Κι ένα καφενείο όπου έπαιζαν τάβλι κι έπιναν καφέ το κάψανε τρεις φορές. Σιγά σιγά τα πράγματα άρχισαν να φτιάχνουν. «Η στιγμή που είπα ότι πάμε πλέον καλά, προχωράμε, ήταν μια μέρα που μπήκα στο κέντρο μας στην Ξάνθη. Τα παιδιά έκαναν μάθημα. Και οι μητέρες περιμένοντας είχαν βγάλει το βελονάκι τους και έπλεκαν. Είπα τότε, αν οι μανάδες αισθάνονται τόσο οικείο αυτόν τον χώρο της ελληνικής πολιτείας, έχουμε κερδίσει». Ένα άλλο σπουδαίο επίτευγμα ήταν οι γυναίκες της μειονότητας που έμαθαν ελληνικά. «Εκείνες το ζήτησαν. Αφού έρχεστε και κάνετε μάθημα στα παιδιά μας, είπαν, δεν κάνετε και σε μας; Στην αρχή δεν τις άφηναν οι άντρες τους, έδωσαν μάχη. Έχω μια φωτογραφία που κάνουν το σήμα της νίκης. Και τώρα μας λένε, πού πάτε, γιατί σταματάτε;». «Σεβαστήκαμε τις διαφορετικές ταυτότητες» Αναρωτιέμαι πώς κέρδισε η ομάδα των «πρωτευουσιάνων» την εμπιστοσύνη αυτών των ανθρώπων. Πώς νίκησαν την καχυποψία τους ύστερα από τόσα χρόνια καταπίεσης; «Ήμασταν μια μεγάλη ομάδα πανεπιστημιακών, εκπαιδευτικών, κοινωνικών λειτουργών, εμψυχωτών, όλοι τους αποφασισμένοι να πετύχουν. Κάναμε μαθήματα ελληνικών στα σχολεία τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα, δημιουργήσαμε κοινοτικά κέντρα που δούλευαν επτά μέρες την εβδομάδα όλον τον χρόνο, τέσσερις κινητές μονάδες επισκέπτονταν καθημερινά τα απομακρυσμένα χωριά, κάναμε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις με παιδιά και νέους, μειονότητας και πλειονότητας μαζί, όπου μάθαιναν τη συμβίωση και τη συνεργασία. Σεβαστήκαμε τις διαφορετικές ταυτότητες στη δημιουργία διδακτικών υλικών και βιβλίων, κάνοντας μεικτή επιμόρφωση εκπαιδευτικών από τη μειονότητα και την πλειονότητα, δίνοντας ευκαιρίες στα κορίτσια και τις γυναίκες, δουλέψαμε στο πεδίο σε συνθήκες δύσκολες, ήρθαμε κοντά στην τοπική κοινωνία, και είχαμε μεγάλο πάθος για τη δουλειά που κάναμε. Παράδειγμα, μια από τις τέσσερις κινητές μας μονάδες έφευγε από την Κομοτηνή Κυριακή το χάραμα κάνοντας δυόμισι ώρες ταξίδι στον Έβρο για να κάνει μάθημα στις γυναίκες. Ακόμη και ο ιμάμης σε κάποια χωριά βοηθούσε μετακινώντας το μάθημα του Κορανίου διότι θα κάναμε μάθημα ελληνικών εμείς. Ήταν φορές που μας ανήγγελλε από τον μιναρέ. Τη μεγαλύτερη λαχτάρα την είχαν τα παιδιά. Απολάμβαναν μια μάθηση-παιχνίδι, δημιουργική, με ηλεκτρονικούς υπολογιστές τόσο σπάνιους για τα περισσότερα παιδιά. Τα αποτελέσματα, ποσοτικά και ποιοτικά, είναι εντυπωσιακά». Η Θάλεια είναι ασυγκράτητη, το πιάτο μπροστά της είναι άθικτο. Θα έλεγε κανείς ότι αυτά που έκανε η ομάδα της ήταν τόσο πετυχημένα, ώστε είχαν οικουμενική αποδοχή. Οι ξένοι που παρακολουθούσαν το πρόγραμμα - αφού γινόταν με κοινοτικά κονδύλια - ήταν πράγματι ενθουσιασμένοι. Αλλά ορισμένοι στην Αθήνα ενοχλούνταν. Κι όταν βρέθηκε στο υπουργείο Παιδείας, το 2010, ξέσπασαν εναντίον της. «Εβγαινε στον δρόμο το ΛΑΟΣ και φώναζε "έξω η Δραγώνα από το υπουργείο Παιδείας". Δεν μπόρεσα να το αντέξω και παραιτήθηκα. Ο Καρατζαφέρης καμάρωνε στη Βουλή λέγοντας ότι το κόμμα του κατάφερε να με διώξει. Το υπουργείο είχε άλλωστε ήδη αρχίσει να αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε μένα γιατί είχε πολιτικό κόστος».
«Απαραίτητα τα μέτρα ήπιας πολιτικής»
Πάντα υπήρχαν λοιπόν εμπόδια. Διάφοροι πολιτικοί εκπρόσωποι δεν έβλεπαν με καλό μάτι το έργο στη Θράκη. Ωστόσο, παρά τις διαφορές ανάμεσα σε υπουργούς Παιδείας και κόμματα, όλοι στήριζαν την πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας. Και η δυστοκία που υπήρχε στην ανανέωση του προγράμματος εύκολα ή δύσκολα ξεπερνιόταν. «Δεν είχα συναντήσει ποτέ ως τώρα υπουργό που να μην ενδιαφερθεί να καταλάβει. Και πιστεύω ότι τα μέτρα ήπιας πολιτικής, όπως τα έλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου, είναι σήμερα πιο απαραίτητα από ποτέ. Πρέπει να κάνουμε ενέσεις συνεχώς, εξέλιξης, δημοκρατίας, φιλίας, ανοιγμάτων. Πρέπει να προετοιμάζουμε την κοινωνία των πολιτών, να υπάρχει διακίνηση ιδεών, να έρχονται κοντά οι άνθρωποι. Άλλωστε το έργο μπορεί να γίνει παράδειγμα. Αυτά που έγιναν στη Θράκη να γίνουν και στη Λάρισα, για παράδειγμα, με τους μετανάστες που μεταφέρονται από τα νησιά. Η κοινωνία είναι έτοιμη να τους φάει ζωντανούς. Και οι αιρετοί δεν βοηθάνε. Πρέπει λοιπόν να εφαρμόσουμε πολυδάπανα μέτρα, που παίρνουν χρόνο. Και χρήμα φυσικά. Η δημοκρατία στοιχίζει. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς». Η Δραγώνα πίστευε ανέκαθεν στη σημασία του «από τα κάτω». Όταν ήταν γραμματέας στο υπουργείο, όργωνε όλη την Ελλάδα, πήγαινε στους καταυλισμούς των Ρομά για να βάλει τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τα κατάφερνε. «Στην αρχή οι δήμαρχοι φοβόντουσαν, μια πρόεδρος συλλόγου γονέων στη Βέροια, μέλος του ΛΑΟΣ, ήταν πολύ αρνητική. Στο τέλος με ευχαρίστησε, μου ενεχείρισε μάλιστα δώρο κι ένα ταψί ραβανί. Για ν' αλλάξουν νοοτροπίες και προκαταλήψεις, πρέπει το κράτος να κάνει πρωταγωνιστές τις τοπικές κοινωνίες». Το ίδιο έγινε και με ένα άλλο πρόγραμμα στο οποίο δούλεψε με την Άννα Φραγκουδάκη. Συμμετείχαν τέσσερις χώρες: Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή, Ελλάδα και Τουρκία. Το θέμα ήταν το ίδιο, η συμβίωση των ανθρώπινων ομάδων που έχει διαιρέσει η ιστορία των εθνών. «Την ανάγκη συνύπαρξης των πολιτισμικών ετεροτήτων την ξέρουμε σε αυτή τη χώρα. Είμαι Ελληνίδα, εγγονή μετανάστη, ο προπάππος μου μετανάστευσε στην Αμερική, και παιδί πρόσφυγα, ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Έχω μέσα μου αυτά τα τραύματα». Κάθε κύκλος όμως έρχεται κάποια στιγμή που κλείνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο πρέπει να σταματήσει. Αντιθέτως, υπάρχουν εκατό λόγοι για να συνεχίσει. Τι θέλουν οι δύο γυναίκες που το κράτησαν επί 22 χρόνια; Να παραδώσουν τη σκυτάλη σε νέους ανθρώπους. Πρέπει να γίνει ένα restart. Ρωτάω τη Θάλεια τι θα έλεγε αν την καλούσε ο Πρωθυπουργός. «Να δημιουργηθεί ένα πειραματικό σχολείο, δίγλωσσο, που να αποτείνεται εξίσου στη μειονότητα και στην πλειονότητα, και να αποτελέσει πείραμα, παράδειγμα πραγματικής συμβίωσης στην εκπαίδευση. Γιατί τα παιδιά που πάνε στο δημόσιο, η ταυτότητά τους, η γλώσσα τους είναι ανύπαρκτη, κι όταν πηγαίνουν στο μειονοτικό σχολείο είναι γκετοποιημένα. Δεν δουλεύει έτσι η εκπαίδευση. Θα μπορούσαμε να είμαστε παράδειγμα στον κόσμο για τη διγλωσσία και τις διαφορετικές ταυτότητες στο σχολείο. Ένας φάρος, σαν τον Καναδά. Έτσι βγήκαν και στην Αμερική τα μαύρα παιδιά από το περιθώριο και την αμάθεια». Το εστιατόριο του πανεπιστημίου είναι πιο πολύβουο απ' ό,τι περίμενα. Τα πιάτα του πάντως είναι πολύ νόστιμα. Ξαφνικά αρχίζει να ακούγεται δυνατή μουσική, κάποιοι φοιτητές κάνουν πρόβα χορού. Κοιτάζω τη συνομιλήτριά μου, το αποκλείω αυτή η γυναίκα να σταματήσει να δουλεύει. Με επιβεβαιώνει. «Από το τέλος Αυγούστου είμαι συνταξιούχος. Αλλά κάνω συνεχώς σχέδια. Κάνω αιτήσεις σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα, διεθνικά και πολυπολιτισμικά. Δεν έχω κουραστεί. Κάνω μάθημα στο πανεπιστήμιο αμισθί. Ο τίτλος είναι Ταυτότητες και Ομάδες, όταν το ψυχικό συναντά το κοινωνικό. Το μάθημα με ενθουσιάζει και είναι μεγάλη ανταμοιβή η ανταπόκριση των φοιτητών. Συνεργάζομαι επίσης με τον Δήμο Αθηναίων για την ένταξη των προσφύγων. Είναι ένα σύνθετο πρόγραμμα, κι αυτό ακριβό φυσικά. Αλλά αυτές οι προσπάθειες πρέπει να πολλαπλασιάζονται σαν τα μανιτάρια».
«Στην πολιτική βρέθηκα από σπόντα»
Ρωτάω τη Θάλεια αν δηλώνει αριστερή ή αν έχει πάψει να πιστεύει στις ετικέτες. «Δεν δηλώνω τίποτα. Δεν θήτευσα ποτέ στην Αριστερά, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες ιδέες της Αριστεράς με γοητεύουν. Παντρεύτηκα 19 ετών και στα είκοσι ήμουν φοιτήτρια και μαμά, δεν είχα καμιά πολιτική δράση. Ποτέ. Ύστερα έκανα τη διατριβή μου, πήγα στα Γιάννινα, στο πανεπιστήμιο, ως ειδική επιστήμων, μετά επίκουρη, το 1970 ήρθα στην Αθήνα. Στην πολιτική βρέθηκα από σπόντα, με πρότεινε ο Παπανδρέου, είπα να το δοκιμάσω, και μετά κατάλαβα ότι δεν είναι για μένα η πολιτική. Είμαι άνθρωπος της δράσης και με παθιάζει να παρεμβαίνω, αλλά σε πεδία και σε κλίμακα τέτοια που να μπορώ να δω την αλλαγή». Κλείνω το μαγνητόφωνο, αλλά θέλει κάτι ακόμη να πει. «Δύο άνθρωποι με διαμόρφωσαν. Ο ένας ήταν ο Σπύρος Δοξιάδης. Και ο άλλος, η Άννα, που μου άλλαξε εντελώς τον προσανατολισμό. Τα κάναμε όλα μαζί. Πιστεύω πολύ στη δύναμη της ομάδας. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα μόνος σου. Αν δεν μοιραστείς, αν δεν στριμωχτείς... Πρέπει να βάζεις συνεχώς τις ιδέες σου σε κοινή δοκιμασία, μέσα από το βλέμμα των άλλων, μέσα από τον λόγο τους διαμορφώνεται κι ο δικός σου. Ο μοναχικός πανεπιστημιακός είναι ένα μοντέλο που δεν μου ταιριάζει. Γι' αυτό και μπήκα στην πολιτική. Αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν για μένα. Φυσικά με άλλαξε και η ψυχανάλυση, χρόνια πολλά στο ντιβάνι...». Τι διαβάζεις αυτές τις μέρες, Θάλεια; «Ένα βιβλίο της Ετέλ Αντνάν, το Σιττ Μαρί Ροζ. Μιλάει για τον εμφύλιο του Λιβάνου». Και ποια ταινία είδες τελευταία; «Το "1917". Δεν μ' άρεσε. Γυρισμένη άψογα, αλλά τη βρήκα υπερβολική. Λίγο σαν Τζέιμς Μποντ...». Όπως αποδείχθηκε την περασμένη Κυριακή, η Ακαδημία των Όσκαρ συμφωνεί μαζί της.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 15/2/2020.