Δυστυχώς, η δημοκρατία δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή στην κοιτίδα της, ούτε ιστορικό προορισμό. Ο λόγος ξανά για τα συλλαλητήρια και την ένδεια επιχειρημάτων εκ μέρους της Ν.Δ. για το ονοματολογικό των γειτόνων αλλά και τη νομιμοποίηση της νεοφασιστικής οργάνωσης που –με κάθε τρόπο– θέλει «ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια». Στην πραγματικότητα, πίσω από τους αντικυβερνητικούς τακτικισμούς της αντιπολίτευσης βρίσκεται η εθνικιστική αναδίπλωση της ελληνικής συντήρησης.
Το «προοίμιο» της Συμφωνίας των Πρεσπών κάνει λόγο για «πνεύμα και αρχές δημοκρατίας, για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων...»∙ μιλάει για «την υποχρέωση των κρατών να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους»∙ τονίζει «τις αρχές του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών που έχουν ενσωματωθεί στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975».
Μιλάει για «την ενίσχυση της ειρήνης, της σταθερότητας, της ασφάλειας και την περαιτέρω προώθηση της συνεργασίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», για «κλίμα εμπιστοσύνης και σχέσεις καλής γειτονίας στην περιοχή και να τερματίσουν οριστικά οιεσδήποτε εχθρικές συμπεριφορές... μορφές αλυτρωτισμού και αναθεωρητισμού...»∙ για διεύρυνση μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης στους τομείς της γεωργίας, της πολιτικής προστασίας, της άμυνας, της οικονομίας, της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της βιομηχανίας, των υποδομών, των επενδύσεων, των πολιτικών σχέσεων, του τουρισμού, του εμπορίου, της διασυνοριακής συνεργασίας και των μεταφορών, αξιοποιώντας επίσης τα υπάρχοντα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης κ.λπ., κ.λπ.
Αυτά ποιος τα διάβασε; Πάντως, όχι ο πανελίστας που έλεγε «Εύχομαι να γίνει πόλεμος και να πάτε να πολεμήσετε, κύριε», ούτε ο Πάνος Καμμένος που διαβλέπει –το εύχεται μήπως;– «μελλοντικούς πολέμους στα Βαλκάνια»∙ ούτε όσοι επινοούν σκοτεινές πτυχές της περιώνυμης συμφωνίας.
Προφανώς, τα διάβασε μόνον ο Τρυγαίος του Αριστοφάνη στην «Ειρήνη» (ανέβηκε το 421 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια). Ποιοι δεν ήθελαν τότε την Ειρήνη; Ο Πόλεμος, που την κρατούσε φυλακισμένη. Και ποιοι άλλοι; Ολοι οι έμποροι –όπως και οι σημερινοί– που σιτίζονταν από τον Πόλεμο. Κι όμως, εκείνοι που ήξεραν τι είναι η Ειρήνη κατάφεραν να την ελευθερώσουν μαζί με την Οπώρα και τη Θεωρία που κι αυτές ήταν φυλακισμένες: την Οπώρα για να την παντρευτεί ο Τρυγαίος, τη Θεωρία για να τη χαρίσουν στη Βουλή. Τη βλέπουμε αυτή την κληρονομιά ή βλέπουμε μόνο «Power of love»;
Και μιλώντας για θεωρία, αλήθεια, πώς φαντάζονται οι «πολέμιοι της συμφωνίας» τη θρυλούμενη ανάπτυξη και τις επενδύσεις, όταν η ανάπτυξη των Βαλκανίων σε κλίμα ειρήνης (και όχι εχθρότητας) είναι άμεση συνισταμένη της δικής μας εθνικής ανάπτυξης; Ας το πούμε για πολλοστή φορά: όσοι εμμένουν σε μη επίλυση του Μακεδονικού με το επιχείρημα «Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, αρκεί εμείς να μην τους αναγνωρίσουμε», κινούνται εις βάρος των εθνικών συμφερόντων.
Ο Ιμάνουελ Καντ, πάνω από διακόσια χρόνια πριν, με το «Προς την αιώνια ειρήνη» (εκδ. Πόλις, 2006), είχε υπερασπιστεί, με υπεραισιοδοξία, ένα διεθνές δίκαιο με σκοπούμενο τον τερματισμό κάθε πολέμου και την ειρηνική αδιάσπαστη κοινότητα όλων των λαών. Δεν εννοούσε «συμμαχίες που θα αποσοβούν τον πόλεμο, με μόνιμο τον κίνδυνο της έκρηξής του». Στην «αιώνια ειρήνη» είχε κάνει, επίσης, διάκριση –σημαντικό σήμερα θέμα– μεταξύ «ηθικού πολιτικού» και «πολιτικού ηθικολόγου».
Ο ηθικός πολιτικός, έλεγε, είναι εκείνος που υποτάσσει τα δημόσια ενεργήματά του σε ασφαλή ηθικά και έλλογα κριτήρια∙ είναι αυτός που πιστεύει ότι οι κανόνες της πολιτικής και της ηθικής μπορούν να συνυπάρξουν ώστε η πολιτική του να διέπεται από δίκαιες και έλλογες αρχές. Αντίθετα, ο πολιτικός ηθικολόγος είναι κυνικός και ιδιοτελής∙ χρησιμοποιεί σοφιστικέ αξιώματα για την, εκ των υστέρων, δικαιολόγηση άδικων πράξεων εναντίον του λαού του ή εναντίον κάποιου γειτονικού κράτους· αποποιείται τις ευθύνες του για το κακό που διαπράττει και χρησιμοποιεί στρατηγικές «διαίρει και βασίλευε».
Πολλοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ο Καντ υπερτίμησε την ισχύ του Λόγου και υποτίμησε τη δύναμη των παθών. Αλλά ακόμα και αυτοί –όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας– που θεώρησαν ότι ο φιλόσοφος της «αιώνιας ειρήνης» έσφαλε και, εν μέρει, διαψεύστηκε ιστορικά ως προς την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ένεκα του αναπτυσσόμενου «εμπορικού πνεύματος», είναι πεπεισμένοι ότι, κατά βάθος, ο Καντ εξακολουθεί να έχει δίκιο (όσο και ο αντιπολεμικός Αριστοφάνης).
Ο Τζον Ρολς στο «Το Δίκαιο των Λαών» (εκδ. Ποιότητα, 2002) το είχε πει αλλιώς: «...αν δεν είναι εφικτή μια λογική και δίκαιη Κοινωνία των Λαών που τα μέλη της να υποτάσσουν τις δυνάμεις τους σε εύλογους σκοπούς, αλλά αντίθετα οι άνθρωποι είναι σε μεγάλο βαθμό ανήθικοι, κυνικοί και εγωκεντρικοί, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μαζί με τον Καντ, αν αξίζει τον κόπο αυτοί οι άνθρωποι να βρίσκονται πάνω στη γη». Ποια είναι επιτέλους τα συνεκτικά στοιχεία που ενώνουν τους Έλληνες; Η φτώχεια, η τυχαιότητα και η εχθρότητα; Μας αξίζει;
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 25/1/2019.