Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Υπήρξαν πολλές αντιδράσεις στην Έκθεση Πισσαρίδη – θετικές και αρνητικές. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να αναπτύξω έξι προτάσεις που αρθρώνουν αρνητικά και θετικά στοιχεία της έκθεσης.
1. Ξεκινώ από τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις του σχεδίου Πισσαρίδη. Το μεγαλύτερο βάρος δίνεται στην αγορά. Το κράτος πρέπει να παίζει κυρίως ρυθμιστικό ρόλο, δηλαδή να δημιουργεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ιδιωτικές επενδύσεις να είναι αποτελεσματικές, να οδηγούν στην ανάπτυξη. Βέβαια, το σχέδιο αναφέρεται στις κρατικές επενδύσεις, αλλά η έμφαση είναι στις ιδιωτικές. Είναι για αυτόν τον λόγο που υποστηρίζεται στη σελίδα 116 πως «το ύψος των δημόσιων δαπανών και φορολογικών εσόδων πρέπει να αυξάνεται με χαμηλότερο ρυθμό από το ΑΕΠ». Συγχρόνως όμως τονίζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού της κρατικής διοίκησης. Αλλά αν η κρατική διοίκηση γίνει πιο αποτελεσματική, γιατί να μην είναι κυρίαρχος ο κρατικός ρόλο σε ότι αφορά την ανάπτυξη; Η έμφαση όμως στην αγορά είναι στην τωρινή περίοδο λανθασμένη. Αυτό είναι προφανές, αν λάβουμε υπόψη πως μετά την κρίση του 2008, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην ΕΕ πιο γενικά, το κράτος παίζει κεντρικό ρόλο στο χώρο των υποδομών, της υγείας, της εκπαίδευσης κτλ.
Πιο συγκριμένα, ενώ πριν από το 2008 η κυρία Μέρκελ είχε επιβάλει στην ευρωζώνη μια νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας που ως γνωστόν είχε αρνητικά αποτελέσματα για τη χώρα μας, μετά τη μεγάλη κρίση και μετά την απόφαση Γαλλίας-Γερμανίας για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, ακολουθήθηκε μια στρατηγική λιγότερο νεοφιλελεύθερη. Έτσι, για παράδειγμα, θα δοθούν τώρα τεράστιοι πόροι όχι μόνο στη χώρα μας αλλά στον ευρωπαϊκό Νότο συνολικά. Αυτό θα αμβλύνει το χάσμα μεταξύ λιγότερο και περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών – ένα χάσμα που πιο πριν οδηγούσε σε μια συστηματική μεταφορά πόρων από τις πρώτες στις δεύτερες. Και δεν χρειάζεται να τονίσω πως με την πανδημία ο ρόλος του κράτους εντάθηκε πράγμα που κατά την γνώμη μου θα συνεχιστεί και μετά την πανδημία. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, νομίζω πως η έμφαση του σχεδίου Πισσαρίδη στην αγορά είναι σήμερα παρωχημένη.
2. Ένα άλλο προβληματικό χαρακτηριστικό της έκθεσης Πισσαρίδη είναι η μη έμφαση στις τεράστιες και εντεινόμενες ανισότητες που παρατηρούμε και στη χώρα μας και στην ΕΕ πιο γενικά. Και ως γνωστόν, οι ανισότητες συνιστούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, καθώς και για την επίτευξη των στόχων στους οποίους η έκθεση στοχεύει. Επίσης στην έκθεση δεν γίνεται καμιά αναφορά στη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των ολίγων που σε έναν μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν, μέσω της επιρροής τους στην κυβέρνηση, την πορεία της χώρας.
3. Ένα τρίτο αρνητικό στοιχείο είναι πως η έκθεση δεν θέτει το βασικό πρόβλημα μιας προοδευτικής αλλαγής. Δηλαδή με ποιον τρόπο θα υλοποιηθούν οι στόχοι που η επιτροπή προτείνει. Πιο συγκεκριμένα, ποιοι θα μπορέσουν να εκσυγχρονίσουν την κρατική μηχανή, να πατάξουν τη φοροδιαφυγή, και να ελέγξουν τις μονοπωλιακές τάσεις του μεγάλου κεφαλαίου; Δηλαδή ποιοι φορείς δράσης θα μπορέσουν να καταπολεμήσουν τα συμφέροντα αυτών που εμποδίζουν την πρόοδο. Με άλλα λόγια, το σχέδιο Πισσαρίδη δεν αναφέρεται σε συλλογικά υποκείμενα. Σε φορείς δράσης που από τη μια μεριά θέλουν μια προοδευτική αλλαγή και σε φορείς δράσης που θέλουν τη διατήρηση του status quo – που θέλουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης να πάνε προς μια συντηρητική, αντιλαϊκή κατεύθυνση.
Σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο, η έκθεση Πισσαρίδη βασίζεται κυρίως στους Hayek και Friedman. Με βάση την κοινωνιολογική θεωρία βασίζεται λιγότερο στη μαρξιστική παράδοση και περισσότερο στον Talcott Parsons, τον κύριο συντηρητικό θεωρητικό της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Γιατί στο παρσονικό σύστημα η έμφαση δίνεται λιγότερο στις ταξικές συγκρούσεις και περισσότερο στις θεσμικές αντιθέσεις. Έτσι η ισορροπία του συστήματος προκύπτει αυτόματα κατά τρόπο που οι άνθρωποι μετατρέπονται σε παθητικά υποκείμενα. Ως εκ τούτου ο παρσονικός εκσυγχρονισμός είναι λιγότερο συμμετοχικός/δημοκρατικός και περισσότερο αυταρχικός.
4. Περνώντας τώρα σε μερικά αδύναμα σημεία της «αντι-Πισσαρίδη» επιχειρηματολογίας, η αριστερά είναι εναντίον του συστήματος της flexicurity. Δηλαδή ενός συστήματος όπου ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, χωρίς κανέναν περιορισμό, να απολύει τους εργαζόμενους. Αλλά αυτή η ευελιξία συνδέεται με την ασφάλεια. Πρόκειται για ένα σύστημα όπου οι απολυόμενοι αμείβονται με τον μισθό που έπαιρναν πριν απολυθούν, ενώ συγχρόνως τοπικοί δημόσιοι οργανισμοί βοηθούν τους απολυόμενους να βρουν εργασία ανάλογη με αυτή που έχασαν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως χώρες όπως η Ολλανδία και η Δανία, χώρες που έχουν αναπτύξει το σύστημα της flexicurity, έχουν τα πιο ανεπτυγμένα κοινωνικά κράτη στην Ευρώπη.
Επίσης, το σχέδιο Πισσαρίδη προτείνει τον καθορισμό ενός κατώτατου βασικού μισθού για τους εργαζόμενους. Προτείνει επίσης και την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών μέτρων για την ένταξη στην οικονομία και κοινωνία των μεταναστών, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των αποφυλακισμένων, των εξαρτημένων από ουσίες κτλ. Σίγουρα όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι νεοφιλελεύθερα. Είναι ακριβώς χαρακτηριστικά που και η αριστερά προσπαθεί να προωθήσει.
5. Και οι Πισσαρίδη και οι αντι-Πισσαρίδη θέσεις ασχολούνται μόνο με το κράτος και την αγορά. Αγνοούν τελείως μια τρίτη διάσταση. Τη διάσταση της κοινωνίας των πολιτών. Πρόκειται για έναν χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Σε αυτό τον χώρο φορείς δράσης όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις πολιτών (ΜΚΟ), τα κοινωνικά κινήματα, οι ανεξάρτητες Αρχές κτλ. μπορούν να επηρεάσουν ή και να ελέγξουν τις δυσλειτουργίες και της αγοράς και του κράτους. Για παράδειγμα υπάρχουν οργανώσεις που εναντιώνονται στις υψηλές τιμές προϊόντων πρώτης ανάγκης που συχνά έχουν να κάνουν με τις μονοπωλιακές τάσεις και πρακτικές των αγορών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι ανεξάρτητες Αρχές που εντοπίζουν δυσλειτουργίες της κρατικής μηχανής και προτείνουν τρόπους υπέρβασης των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Όταν η κοινωνία πολιτών αγνοείται, δημιουργείται ένα κενό που κάνει τις αναλύσεις – και της έκθεσης Πισσαρίδη και των αντι-Πισσαρίδη κριτικών – λιγότερο πειστικές. Άρα πρέπει ένα, έστω μικρό, μέρος των πόρων που η χώρα θα πάρει από το Ταμείο Ανάκαμψης να δοθεί για την ενίσχυση φορέων που λειτουργούν σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς.
6. Συμπερασματικά, στην έκθεση Πισσαρίδη τα νεοφιλελεύθερα στοιχεία κυριαρχούν. Αλλά υπάρχουν και μη νεοφιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά θα έλεγα στοιχεία που, για παράδειγμα, το «αντι-Πισσαρίδη» κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ (που θα δημοσιευθεί σύντομα) πρέπει να συμπεριλάβει για να μη θεωρηθεί μονοδιάστατο. Επιπλέον, το σχέδιο Πισσαρίδη δεν κοιτάει προς τα πίσω. Είναι μια πρόταση για το πώς η Ελλάδα μπορεί στα χρόνια που έρχονται να μειώσει την απόσταση της χώρας μας από χώρες της ευρωζώνης που υπερτερούν στα πεδία της ανάπτυξης, της ανεργίας και της κοινωνικής πρόνοιας. Μπορεί τα μέσα που προτείνει να μην είναι τα πιο αποτελεσματικά. Και σίγουρα δεν είναι τα πιο δίκαια, αφού ευνοούνται περισσότερο οι έχοντες και λιγότερο οι μη έχοντες. Αλλά το σχέδιο δεν μπορεί να αγνοηθεί. Πολλές από τις παρατηρήσεις, από τα στατιστικά στοιχεία και τα εξαιρετικά διαγράμματα που προσφέρει, είναι απαραίτητα για να καταλάβουμε την κατάσταση της χώρας, τουλάχιστον σε μερικούς βασικούς τομείς.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 24/12/2020.
Είχε ανακοινωθεί με την κατάθεση της Έκθεσης Πισσαρίδη στην ολοκληρωμένη μορφή της, επανελήφθη και με αφορμή την συζήτηση του Προϋπολογισμού 2021 στην Βουλή: τόσο η ίδια η Έκθεση όσο και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που κατετέθη ήδη στις Βρυξέλλες ενόψει χρηματοδότησης επενδύσεων, ενεργειών και δράσεων από πόρους Next Generation EU, ανακοινώθηκε ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης, δημόσιας συζήτησης κλπ. Λιγάκι πρωθύστερο, βέβαια, αυτό καθώς η αντιπαράθεση απόψεων, η ανάδειξη (και ενδεχόμενη απόκρουση, αυτό είναι η συζήτηση, όχι;) αντιρρήσεων, η σύνθεση και επαναδιατύπωση χρησιμότητα έχει – για κοινωνικούς εταίρους, για την ακαδημαϊκή κοινότητα, για την κοινωνία των πολιτών, για τα κόμματα και την ίδια την Κυβέρνηση – εφόσον γίνεται σε πρώιμα στάδια. Αλλιώς, αναπτύσσεται το αντανακλαστικό: «αφού έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν, τι μας γυρεύουν απόψεις!». Όσο κι αν επισημαίνεται ότι η έγκριση των Εθνικών Σχεδίων, σε τελική μορφή θα γίνει από τις Βρυξέλλες προς τα τέλη της άνοιξης. ..
Πάντως, το γεγονός και μόνο ότι ήδη και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει πόση προσοχή – έγκαιρα, δε – οφείλει να δοθεί στην υλοποίηση αυτών των επενδυτικών προθέσεων και μεταρρυθμιστικών αλλαγών, ώστε να μην ξαναμιλήσουμε μετά το NGEU για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, δείχνει ότι η συζήτηση αυτή δεν αρκεί να προαναγγελθεί αλλά χρειάζεται και να γίνει. Ουσιαστικά. Ένας δε βαθμός συναίνεσης όχι απλώς να αναζητηθεί, αλλά να επιτευχθεί.
Αργά-αργά, κάτι αρχίζει να κινείται στην κατεύθυνση αυτή. Είχε υπάρξει ήδη πρωτοβουλία του e-Kyklos, του Βαγγέλη Βενιζέλου. σε πρώιμο στάδιο είχαμε και κάποια τηλεοπτικά πάνελ να επιχειρούν κάλυψη του θέματος. χθες παρακολουθήσαμε μια διαδικτυακή συζήτηση του ΕΝΑ/Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών για το αν «είναι η Έκθεση Πισσαρίδη πρόταση για το μέλλον». Στην τελευταία αυτή συζήτηση, η συμμετοχή Αντώνη Λιάκου και Νίκου Μουζέλη έδωσε μιαν ιστορική προσέγγιση στην ανάλυση: σαφώς επικριτικός ο Λιάκος με αναφορές σε ανιστορικότητα και σε απόσταση από τις σύγχρονες προοδευτικές τάσεις για ξεπέρασμα της κρίσης. αναζητώντας πατήματα στάθμισης δυνατότητων για υπέρβαση των αποκλεισμών και αντιμετώπιση των ανισοτήτων ο Μουζέλης. Η Βάλια Αρανίτου, παρεμβαίνοντας ως Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ερευνών της ΕΣΕΕ πήγε πλησιέστερα προς την πράξη, επισημαίνοντας πώς η πρόσδεση της Έκθεσης Πισσαρίδη στην λογική της αύξησης του μεγέθους των επιχειρήσεων, μαζί και με το βάρος των ετών κυρίως των Μνημονίων αλλά και τώρα της υγειονομικής κρίσης, των lock-down κοκ ωθεί προς εξαφάνιση κλάδων ολόκληρων, όπου κυριαρχούν οι μικρομεσαίες μονάδες (εστίαση, ένδυση/υπόδηση) . ενώ οι προσδοκίες για ψηφιακή μετάβαση θα χρειάζονταν εντελώς ιδιαίτερη προετοιμασία αν ήταν να ενδυναμωθούν αυτού του είδους οι μονάδες. Τέλος, ο Γιώργος Σταθάκης – που έχει αναλάβει από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ τον συντονισμό για την ετοιμασία μιας «αντι-Έκθεσης Πισσαρίδη» – στάθηκε κυρίως στην επιλογή της Έκθεσης (και του Εθνικού Σχεδίου) υπέρ στροφής σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, την στιγμή που η ίδια η εμπειρία της πανδημίας και της οικονομικής απερήμωσης που φέρνει καταδεικνύει και τις αδυναμίες και τις ανάγκες και τις δυνατότητες του δημοσίου. Ενώ ανέβασε στην προσοχή το πώς η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας (για την εξωστρέφεια) και της αύξησης της παραγωγικότητας (για την βελτίωση της ισορροπίας των επιχειρήσεων) κινδυνεύει να υπονομεύσει την σχετική θέση της εργασίας – μια προσέγγιση που θα μπορούσε να αναδειχθεί όχι απλώς κοινωνικά εκρηκτική, αλλά και οικονομικά αντιπαραγωγική.
Προστίθεται όμως εδώ η τοποθέτηση του Ινστιτούτου Εργασίας/ΓΣΕΕ, που κατατίθεται στην δημόσια συζήτηση ως «Μετάβαση της Ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης».
Η δουλειά αυτή, της ομάδας που λειτουργεί περί τον Επιστημονικό Διευθυντή του ΙΝΕ Γιώργο Αργείτη, έχει το ενδιαφέρον ότι επισκέπτεται σειρά ζητημάτων που συζητούνται ή/και θάπρεπε να συζητηθούν, με πρόδηλη την αγκύρωση στην προσέγγιση του κόσμου της εργασίας: βιομηχανική πολιτική/παραγωγικοί μετασχηματισμοί, αγορά εργασίας/ απασχόληση/κοινωνική ασφάλιση, δεξιότητες εργατικού δυναμικού, επαγγελματική κατάρτιση/εκπαίδευση. Και σε όλους αυτούς τους τομείς, παίρνει την πρωτοβουλία να κάνει προτάσεις, πάντως κάτι σαν προτάσεις.
Έτσι, σε επίπεδο της πολυπόθητης μετάβασης σε νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα/αναβάθμισης του εγχώριου παραγωγικού προτύπου, προτείνεται ο συνδυασμός top-down βιομηχανικής πολιτικής (με αναφορά σε προεπιλεγμένους τομείς και κλάδους, τομεακό προγραμματισμό, περιβαλλοντική και ψηφιακή αναφορά), με την δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει συνεργασία ιδιωτικού/δημοσίου τομέα με επενδυτική στόχευση. Ομοίως, βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική συμβατή με την επιθυμητή αναβάθμιση του παραγωγικού προτύπου. κατάλληλες τραπεζικές πρακτικές. εμβάθυνση της οικονομικής δημοκρατίας ώστε να στηρίζεται η διατηρησιμότητα του αναπτυξιακού μετασχηματισμού. (Συν, προτάσεις για ένταξη του αγροδιατροφικού κυκλώματος στο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο της οικονομίας).
Στο πεδίο της αγοράς εργασίας βρίσκει κανείς διεξοδική προσέγγιση του ρόλου του κατώτατου μισθού (στο 60% του διαμέσου μισθού), ώστε μέσα από ένα χρονοδιάγραμμα συμφωνημένο μεταξύ κοινωνικών εταίρων να αποδώσει ένα κατώτατο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, δεν αποφεύγεται η συζήτηση περί ασφαλιστικής μεταρρύθμισης – και μάλιστα με αναφορά στην αναγκαία αναπτυξιακή διάσταση του Ασφαλιστικού. Όμως, δίπλα στην ενδογενεακή και την διαγενεακή κατανομή κόστους και παροχών, επισημαίνεται και η διαταξική διάσταση. Επισημαίνεται επίσης η διάσταση του δημογραφικού, μαζί και η ανάγκη αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής – σε μη-διακηρυκτικό όμως, επίπεδο.
Στο πεδίο των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης επισημαίνεται ότι δεν είναι τόσο νέα κύματα ανεργίας που θα μπορούσαν να αναμένονται από τις τεχνολογικές αλλαγές (έχουν φροντίσει γι αυτό τα Μνημόνια ήδη), όσο ο τεχνικός και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η διασφάλιση επιπέδου διαβίωσης. Εδώ θα κριθεί το πώς η 4η βιομηχανική επανάσταση θα μετατραπεί σε ευκαιρίες και όχι σε παγίδες. Ομοίως, πως ο μετασχηματισμός των επαγγελμάτων θα αποκτήσει ασφαλιστικές δικλείδες, πώς οι δεξιότητες θα προσαρμοσθούν στις ανάγκες αλλά και θα φέρουν ανάπτυξη.
Όλα αυτά, αποτελούν συμβολή στην συζήτηση γύρω από την Έκθεση Πισσαρίδη. όπως άλλωστε και οι παραδοχές για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που υπάρχουν και, συνεπώς, οι προτάσεις για κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας. Αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (βρίσκονται χαμηλά στην Ελλάδα και υποχώρησαν τόσο στην περίοδο 2009-13, όσο και σε εκείνην 2014-18 έστω και ηπιότερα), βελτίωση των δομών κοινωνικής προστασίας (όπου μας άνοιξε τα μάτια – ελπίζει κανείς – η ίδια η πανδημία, στην Υγεία αλλά και την ανεργία ή και την φτώχεια), περιβαλλοντική προστασία με τον δημόσιο τομέα ως επιταχυντή του οικο-τεχνολογικού μετασχηματισμού.
Μια τελευταία παρατήρηση: όποιος επενδύσει λίγον χρόνο στην μελέτη της δουλειάς αυτής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, θα κερδίσει αν σταθεί στις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Που αφορούν το πώς πορεύθηκαν, διαχρονικά, δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις (οι δεύτερες: επιχειρήσεων και νοικοκυριών), δηλαδή πώς εξαχνώθηκαν με την κρίση οι τελευταίες, αλλά και πώς πήγαν πίσω μετά το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις. το πώς διαλύθηκαν κυριολεκτικά οι επενδύσεις σε κατασκευές κατοικιών, καθώς και σε μηχανολογικό συν μεταφορικό εξοπλισμό (οι δεύτερες ισορρόπησαν κάπου στο τέλος). Συν, το πώς η κατανάλωση «προσπέρασε» μετά το 2012 το διαθέσιμο εισόδημα και πώς αυτό συσχετίζεται με το χρηματοδοτικό κενό της τελευταίας περιόδου.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 19/12/2020.
Σε τρία επάλληλα επίπεδα διαμορφώνεται, ή πάντως επιχειρείται να διαμορφωθεί ένα νέο σκηνικό στα έργα υποδομής – ένα τομέα που εδώ και τέσσερεις δεκαετίες υπήρξε στην Ελλάδα και πηγή ανάπτυξης/pull factor για την συνολική οικονομία, αλλά και πυρήνας στρεβλώσεων, υπερβάσεων κόστους, καθυστερήσεων άνευ τέλους (και ας σταματήσουμε εδώ την απαρίθμηση).
Νομοσχέδιο που έφερε ο νυν υπουργός Δημοσίων Έργων, με ιστορικά βαρύ όνομα στον χώρο, Κώστας Καραμανλής αποτελεί κατάληξη μακρών διεργασιών: θα μπορούσε να τις βρει κανείς ήδη στην Κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, εν συνεχεία στις προσαρμογές που επιχειρήθηκαν στο (εξαιρετικά προβληματικό στα μάτια των Ευρωπαίων) σύστημα των έργων κατά τα χρόνια των Μνημονίων.
Εκείνο που θα επιχειρηθεί για τα μεγαλύτερα έργα υποδομής – ο πήχυς τίθεται στα 200 εκατ. ευρώ, σε μια λογική που θυμίζει τις διαδικασίες fast-track για την έγκριση επενδύσεων στρατηγικού χαρακτήρα, με ρίζα επίσης στην εποχή ΓΑΠ – και που έλαβε τον προσωρινά τίτλο «Πρότυπες προτάσεις», είναι μια προσπάθεια να επιταχυνθεί η διαδικασία ωρίμανσης των έργων (χωρίς όμως να τροφοδοτηθεί το γαϊτανάκι των ενστάσεων και των προσφυγών) και να προσπεραστεί τόσο η διαδικασία των προκηρύξεων με αυτοπαγίδευση του Δημοσίου στις προδιαγραφές (από όπου παγίως προκύπτουν οι μεγάλες εκπτώσεις και – τελικά – οι νομότυπες υπερβάσεις των προϋπολογισμών, μαζί και με τις ατέρμονες καθυστερήσεις) όσο και η διεύρυνση της λογικής των αναθέσεων με μελετοκατασκευή. Η κομβική ιδέα, εδώ, είναι για τα ιδιαίτερα μεγάλα και τεχνικά πολύπλοκα/απαιτητικά έργα, να δίνεται η ευκαιρία σε σημαντικές κατασκευαστικές να σχεδιάζουν και να προτείνουν αυτές έργα (πάντοτε μέσα στις κατατεθειμένες προτεραιότητες του Δημοσίου, διευκρινίζεται), μαζί και με τις βέλτιστες τεχνικές και χρηματοδοτικές λύσεις.
Αυτή η απόπειρα να αλλάξει το τοπίο των έργων συμπίπτει με το «τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας», χρηματοδοτικά, καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης (και Ανθεκτικότητας) μπορεί να φιλοξενήσει καταλλήλως παρουσιασμένα και επιχειρηματολογημένα έργα υποδομής.
Εδώ, τρεις κατηγορίες οδικών έργων διεκδικούν ένταξή τους. Στον αστικό ιστό του Λεκανοπεδίου, η επέκταση της Αττικής Οδού προς Ραφήνα/σύνδεση με λιμάνι, η αστική σήραγγα/διαδοχή σηράγγων από Κατεχάκη έως Ηλιούπολη, συν η επέκταση της Λεωφόρου Κύμης, συγκεντρώνει χαρακτηριστικά προτεραιότητας. «αντιστάθμιση» στην περιοχή Θεσσαλονίκης ο νέος περιφερειακός. Διαφορετική διάσταση προτεραιότητας για τις ολοκληρώσεις τμημάτων του εθνικού δικτύου, όπως είναι το υπόλοιπο του Ε65/Κεντρικής Ελλάδας ή η διακλάδωση προς Βορρά της Εγνατίας (Γιάννενα-Κακκαβιά). Σε ανάλογη κατηγορία, αλλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η ολοκλήρωση του ΒΟΑΚ στο τμήμα από Ηράκλειο μέχρις Άγιο Νικόλαο (δηλαδή στο μη-αυτοχρηματοδοτούμενο τμήμα με παραχώρηση) ή την ζεύξη Σαλαμίνας-Περάματος. Ενώ ιδιαίτερη κατηγορία λόγω των προβλημάτων «κληρονομιάς»/legacy η Πατρών-Πύργου-Καλαμάτας (πάλι με συνδέσεις με λιμάνια).
Δίπλα στα οδικά έργα, που έχουμε συνηθίσει να επανέρχονται (και όπου προστίθεται η διάσταση ποιότητας του δικτύου, σωστών συνδέσεων/προσβάσεων κοκ) και τα οποία «μπαινοβγαίνουν» σε λογική παραχώρησης ή δημοσίου έργου, υπάρχει η ολοκλήρωση των σιδηροδρομικών έργων με άλλα ζητήματα «κληρονομιάς», η αντίστοιχη προώθηση των έργων Μετρό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με εξαιρετικά σημαντικούς προϋπολογισμούς καθώς και τα ενεργειακά που πάνε από τις διασυνδέσεις της νησιωτικής Ελλάδας με το κεντρικό δίκτυο μέχρι τις μεγάλες παρεμβάσεις που συνδέονται με την απολιγνιτοποίηση. Παντού, τεχνικό αντικείμενο συνδέεται με χρηματοδότηση, με διαχείριση των έργων και... υπέρβαση/ξεκόλλημα νομικών εμποδίων.
Το τρίτο επίπεδο στον χώρο των έργων, ένα επίπεδο που ίσως αποδειχθεί κρισιμότερο από τα άλλα αν και παγίως δεν πολυσυζητιέται στην Ελλάδα, έχει να κάνει με την ανασύνταξη δυνάμεων στις μείζονες τεχνικές εταιρείες. Χωρίς πολλή δημοσιότητα η Ολλανδική Reggeborgh Invest, επενδυτικός βραχίονας του πολυεθνικού κατασκευαστικού ομίλου Volker Wessels με ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων σχεδόν 10 δις – που ήδη βρίσκεται με κάτι σαν 30% στον Όμιλο ΓΕΚ/ΤΕΡΝΑ (ξεκινώντας πρόσφατα, το 2016, με την συμμετοχή Ν. Κάμπα και κλιμακώνοντας γρήγορα) – ξεπέρασε το κατώφλι του 10% και στον Όμιλο ΕΛΛΑΚΤΩΡ (με βάση μετοχές Μπόμπολα), με δυνατότητα να φθάσει μέσω υφιστάμενης call option και άνω του 22%. Εδώ οι σχέσεις με την σημερινή διοίκηση Καλλιτσάντση εμφανίζονται αντιθετικές.
Ενώ λοιπόν αυτή η σειρά επιχειρηματικών και νομικών κινήσεων θα βρίσκεται σε εξέλιξη, οι διαδικασίες ανασύνταξης του κατασκευαστικού δυναμικού θα προχωρούν ευρύτερα. Αν αυτή τη φορά το νομοθετικό πλαίσιο και η διοικητική πρακτική βοηθήσει να μην δημιουργηθεί νέα γενιά εμπλοκών, η υπόσχεση αναπτυξιακής ένεσης ανάλογης με της δεκαετίας του΄80 μέσα από τις κατασκευές – όπως ακούγεται στο Υποδομών – θα έχει νόημα.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 11/12/2020.
Σήμερα τα μέσα επικοινωνίας μας ενώνουν μέσω διαφορετικού τρόπου με τη φύση και τους ανθρώπους. Όλα φιλτράρονται μέσω των έξυπνων κινητών, των υπολογιστών καθώς και με τη συνεχή ενασχόληση με τα μέσα κοινωνική δικτύωσης όπως το Facebook, το Instagram, το Twitter κτλ. Και βέβαια τα αμέτρητα μηνύματα και emails που σε καθημερινή βάση λαμβάνουμε, καθώς και οι αναρτήσεις που παρακολουθούμε εντείνουν την κατάσταση. Με άλλα λόγια ζούμε σε ένα περιβάλλον που μας απομακρύνει από την άμεση δια ζώσης επικοινωνία.
1. Πριν αναπτυχθεί η σημερινή ψηφιακή τεχνολογία ήταν η φωτογραφική μηχανή και αργότερα η κινηματογραφική κάμερα που εμπόδιζε να βλέπουμε άμεσα τον εξωτερικό κόσμο. Το γνωστό παράδειγμα είναι οι Ιάπωνες τουρίστες που παρατηρούν τα πάντα μέσω της φωτογραφικής μηχανής. Στον γυρισμό δείχνουν με περηφάνια τις χιλιάδες φωτογραφίες σε συγγενείς και φίλους. Αυτού του είδους οι διαδικασίες είναι πολύ πιο εύκολες με τη νέα τεχνολογία όπως αυτή των smartphones. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της πανδημίας πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν στην ύπαιθρο όπου ο συνωστισμός στις πόλεις αποφεύγεται και όπου οι μάσκες δεν είναι αναγκαίες. Συχνά όμως η επαφή με τη φύση είναι έμμεση. Στο περπάτημα ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα φωτογραφίζεται ενώ τα τιτιβίσματα των πουλιών ηχογραφούνται.
2. Με τα παραπάνω δεν καταφεύγω σε μια ρομαντική τεχνοφοβία. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία των νέων τεχνολογιών. Από τους υπολογιστές και τα έξυπνα κινητά μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική, οι νέες τεχνολογίες μας ανοίγουν νέους δρόμους, μας αποκαλύπτουν νέους κόσμους. Επιπλέον μας βοηθούν να λύνουμε πρακτικά προβλήματα γρήγορα, να αποκτούμε νέες γνώσεις, καθώς και να ενημερωνόμαστε για τρέχουσες εξελίξεις στην οικονομία, την πολιτική και την κοινωνική ζωή – όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε όλο τον κόσμο. Και εξίσου σημαντικό, ερχόμαστε σε επαφή στην άλλη άκρη του κόσμου με συγγενείς, φίλους, συναδέλφους – ακόμα και με σημαντικούς ανθρώπους που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συναντήσουμε. Και βέβαια με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών η επιστήμη προχωρεί σε ανακαλύψεις που κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη και την υγεία μας καλύτερη.
Όλα τα παραπάνω είναι πολύ σημαντικά. Όταν όμως οι ψηφιακές μηχανές κυριαρχούν απόλυτα υπονομεύουν την αμεσότητα, τη ζωντανή επαφή με τους συνανθρώπους μας. Η γοητεία του ψηφιακού κόσμου αφήνει λίγα περιθώρια για άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι για παράδειγμα τα ατέλειωτα καθημερινά μηνύματα που απαιτούν άμεση απάντηση εμποδίζουν τη δημιουργία ενός χώρου που θα μετριάζει το ψηφιακό τσουνάμι. Ενός χώρου αναστοχασμού και επαφής με τον εσωτερικό μας κόσμο – με τα συναισθήματα, τα άγχη και τις υπαρξιακές αγωνίες μας. Τέλος, η συμμετοχή στον δημόσιο χώρο γίνεται κυρίως με τις αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Από την κυκλοφορία πληροφοριών, ιδεών και απόψεων μεταξύ ατόμων μέχρι τα ακατάπαυστα tweets τύπου Τραμπ, η «τουιτερική» ενασχόληση έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Ο Richard Seymour (The Twittering Machine, 2019) τονίζει πως με το συνεχές τουίτερινγκ γινόμαστε πλούσιοι σε πληροφορίες και φτωχοί σε γνώσεις. Κατά αυτόν το συνεχές τουιτάρισμα μας διασκεδάζει, μας πληροφορεί για τα πάντα αλλά μας αποξενώνει από την «άμεση συντροφικότητα». Ο Kenneth Gergen σε ένα παλιότερο αλλά θεωρητικά πιο επεξεργασμένο κείμενο (The Saturated Self, 1991) δείχνει πως οι νέες τεχνολογίες κατασκευάζουν έναν διαλυμένο εαυτό. Έναν εαυτό που αδυνατεί να διαχειριστεί τις ακατάπαυστες, άπειρες ψηφιακές πληροφορίες σε ένα συγκροτημένο σύνολο. Οι τελευταίες γεμίζουν ένα κενό που η μεταμοντέρνα πραγματικότητα δημιουργεί. Οδηγούν σε μια ρευστή, εύθραυστη, ετοιμόρροπη ταυτότητα.
3. Οι ψηφιακές τεχνολογίες δημιουργούν και προβλήματα στον χώρο τα παιδείας και της έρευνας. Έτσι με τις σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές η πληροφόρηση σε ένα συγκεκριμένο θέμα είναι απεριόριστη και εξαιρετικά προσβάσιμη. Γίνεται εύκολη η δημιουργία κειμένων από στοιχεία «ατάκτως ειρημένα». Για παράδειγμα, συχνά παρατηρούμε φοιτητές και όχι μόνο να γράφουν άρθρα ή και ολόκληρα βιβλία που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συρραφή εδαφίων επιλεγμένα από την σχετική τεράστια βιβλιογραφία.
4. Οι «tech-corporations», γίγαντες της ψηφιακής τεχνολογίας, κατορθώνουν να συσσωρεύουν πληροφορίες για τον καθένα μας. Πληροφορίες για τη συμπεριφορά μας, τις ιδέες μας, τις προτιμήσεις μας, τις καταναλωτικές μας συνήθειες κλπ. Στη συνέχεια αυτή η πληροφόρηση πουλιέται όχι μόνο σε διαφημιστές αλλά και σε διάφορες πολιτικές ελίτ που μας χειραγωγούν. Είναι με αυτόν τον τρόπο που οι tech-corporations συγκεντρώνουν πρωτοφανή πλούτο και εξουσία. Άτομα όπως ο Begzos και ο Zuckerberg γίνονται δισεκατομμυριούχοι. Και βέβαια στηρίζουν κυβερνήσεις και δημιουργούν εμπόδια στην καταπολέμηση των μονοπωλίων που δημιουργούν. Τέλος, οι διάφορες πλατφόρμες, όπως το Facebook, εντείνουν τη «μετα-αλήθεια». Εντείνουν για παράδειγμα συνωμοσιολογικές θεωρίες. Οδηγούν σε διάφορες λανθασμένες πληροφορίες που δεν μπορούν να ελεγχθούν. Έτσι έχουμε μια πιο μαζική συμμετοχή στον δημόσιο χώρο. Όμως αυτό δεν οδηγεί σε μια διευρυμένη δημοκρατία, αλλά όπως τονίζει ο Colin Crouch σε μια «μετα-δημοκρατία».
5. Συμπερασματικά, τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας μας βοηθούν να λύσουμε άμεσα και γρήγορα πρακτικά προβλήματα, να αποκτήσουμε γνώσεις και να παρακολουθούμε εξελίξεις σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη μεριά, όταν η ψηφιοποίηση κυριαρχεί απόλυτα, η σοβαρή κριτική των ιδεών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η επικοινωνία ακόμα και με τον Άλλον γίνεται διαμεσολαβημένα, μεσοποιημένα. Με αποτέλεσμα να αμβλύνεται ή και να εξαφανίζεται ένας, έστω περιορισμένος, χώρος σιγής και περισυλλογής.
Πιο γενικά, η ραγδαία ψηφιοποίηση του κόσμου, όπως και η παγκοσμιοποίηση, δεν πρόκειται στο μέλλον να ανατραπεί. Αντίθετα θα ενταθεί περαιτέρω. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν περισσότεροι «αποψηφιοποιημένοι» χώροι. Χώροι όπου η επικοινωνία με τον έξω κόσμο να γίνεται άμεσα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο. Προϋποθέτει επίσης μια νέα κουλτούρα που θα δίνει περισσότερη έμφαση στους μη ψηφιακούς τρόπους επικοινωνίας, σε έναν νέο τρόπο του ευ ζην.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 5/12/2020.
Από το προεδρικό αεροσκάφος που έφερε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την πτώση της δικτατορίας στην Αθήνα να αναλάβει τις ευθύνες (και το ρίσκο...) της επαναφοράς της δημοκρατίας το θερμό καλοκαίρι του 1974, μέχρι και την έλευσή του στην Αθήνα για την πανηγυρική υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ, στο Ζάππειο τον Μάιο του 1979 με προεδρική πολυθρόνα τοποθετημένη λίγο πιο μπροστά από των άλλων ηγετών (και αφού «εγκαινίασε» την ειδικά διαμορφωμένη, φρεσκοασφαλτοστρωμένη και φυτεμένη με μάλλον καχεκτικά δεντράκια λεωφόρο Συγγρού), από την αναφορά του στην «χώρα του Πλάτωνα» που δεν ήταν νοητό να μείνει εκτός Ευρώπης/ΕΟΚ – γι αυτό η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1981, τέσσερα χρόνια πριν τις χώρες Ιβηρικής – μέχρι την επιμονή του, ως Προέδρου της Συνέλευσης για την σύνταξη του Σχεδίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος να υπάρξει παράθεμα από Θουκυδίδη /Επιτάφιο του Περικλέους στο Προοίμιο, η φιγούρα του Βαλερύ Ζισκάρ ντ' Εσταίν βρέθηκε στενά συνδεδεμένη με την Ελλάδα και το πολιτικό της σύστημα.
Ανάλογα σημαντική υπήρξε η παρουσία του – συμβολική και ουσιαστική – στην διαδρομή της μεταΓκωλλικής Δεξιάς στην Γαλλία, αλλά και στην προώθηση μιας ορισμένης σύλληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέληξε στην Ευρωζώνη.
Καθώς , λοιπόν, για την πορεία του VGE που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 94 ετών, έχουν γραφτεί τα περισσότερα στον Ελληνικό Τύπο, ας φέρουμε στην προσοχή του αναγνώστη ορισμένα λιγότερο γνωστά στιγμιότυπα. Τα οποία, ωστόσο, χρωματίζουν επιπρόσθετα την στερεοτυπική εικόνα που έχει διαμορφωθεί γι αυτόν.
Πρώτα, οι ημέρες έλευσης του Καραμανλή και η συνδρομή Ζισκάρ. Όταν, ιδίως μετά το Πολυτεχνείο και την κατάρρευση του «πειράματος Μαρκεζίνη» και την μετάβαση από το καθεστώς Παπαδόπουλου σε εκείνο Ιωαννίδη, φάνηκε ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα πορευόταν προς πτώση ή πάντως προς έκλειψη, χώρες όπως η Γαλλία είδαν ότι χρειαζόταν να κάνουν μιαν αναθεώρηση της στάσης τους. Μπορεί το Παρίσι να είχε λειτουργήσει ως «πρωτεύουσα των εξόριστων Ελλήνων», όμως η επίσημη Γαλλία είχε βρεθεί αρκετά κοντά – και από νωρίς – στο στρατιωτικό καθεστώς. Ο Γάλλος υφυπουργός Εξωτερικών Jean de Lipkowski (επί Κυβερνήσεων Couve de Murville, Chaban Delmas και Pierre Messmer) είχε από νωρίς πάρει πρωτοβουλία σύγκλισηw με την Αθήνα, μέχρι και με επίσημη επίσκεψη τον Ιανουάριο του 1972. Έχοντας, λοιπόν, γνωρίσει τον Ζισκάρ στην εξορία του 21 Blvd de Montmorancy, δίπλα στο Bois de Boulogne – μετά από φιγούρες σαν τον Στρατηγό Ντε Γκωλ και τον Μισέλ Ντεμπρέ, ο Καραμανλής είχε αναπτύξει στενή συζήτηση με εκείνον που βρισκόταν στην Γαλλική Προεδρία με την κατάρρευση των συνταγματαρχών. Με την θεαματική του στήριξη στην επάνοδο Καραμανλή, ο Ζισκάρ επεδίωξε να ξαναφέρει την Γαλλία στο κέντρο των Ελληνικών πραγμάτων, όπου εκινείτο δυναμικά η Γερμανία του Χέλμουτ Σμιτ, της Σοσιαλδημοκρατίας και της στήριξης στους αντιστασιακούς Έλληνες διαφορετικής λογικής από τους εξορίστους των Παρισίων.
Όταν, λοιπόν, ο Καραμανλής χρειάστηκε επειγόντως να επανεξοπλίσει την Ελλάδα που οι «εθνικόφρονες» συνταγματάρχες είχαν αφήσει έκθετη απέναντι σε μια επιθετική Τουρκία που είχε δείξει την λογική της με την εισβολή στην Κύπρο (Αττίλα -1 και Αττίλα – 2) , πέτυχε μεν (με μεσολάβηση Μίνω Ζομπανάκη/Γιουτζήν Ρωσσίδη) από τις ΗΠΑ τα Α7 – Corsair II που μπορούσαν να απειλήσουν βάσεις στην τουρκική ενδοχώρα και μπήκε στην λογική που έφερε στην Πολεμική Αεροπορία τα F-4/Phantom για να καταλήξει στην φάση των F-16. όμως λόγω της ιδιαίτερα δυσάρεστης στάσης των Αμερικανών τις τρομερές ημέρες του 1974 ζήτησε (και πέτυχε, από τον Ζισκάρ) άμεση διάθεση γαλλικών Mirage F-1, που εν συνεχεία εγκατέστησε την πολυτυπία αεροσκαφών στην Ελλάδα. Αυτή η λογική, της άμεσης διάθεσης αεροσκαφών με πιο μακροπρόθεσμη συμφωνία προμήθειας/ένταξής τους, «έπαιξε» και τώρα στην περίπτωση των Rafale τέταρτης γενιάς (και παρολίγον με τις φρεγάτες Fremm ή και Beh@rra).
Πάντως, οι μετέπειτα προσπάθειες Αβέρωφ ως ΥΠΕΘΑ να ενταχθεί στα Ελληνικά συστήματα άμυνας ηλεκτρονική – τότε ανερχόμενη – διαχείριση κέντρων ελέγχου/CCIS δεν μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν, καθώς οι γαλλικές τεχνολογίες δεν αποδείχθηκαν συμβατές με τα αντανακλαστικά της Ελληνικής αμυντικής μηχανής.
Ένα λιγότερο γνωστό/συζητημένο ζήτημα της ίδιας εποχής, ήταν η συμφωνία Καραμανλή να επιχειρηθεί το στήσιμο-αναβάθμιση της Ελληνικής τηλεόραση στην τεχνολογία SECAM, παράλληλα με την Γερμανική PAL. Ο Ζισκάρ αναφερόταν συχνά στην διάσταση της «πολιτιστικής παρουσίας» της Γαλλίας, υπαρκτής και ανερχόμενης ούτως ή άλλως στην Ελλάδα ως εκ του κύκλου των Ελλήνων του Παρισιού, αλλά συνδέοντάς την και με το τηλεοπτικό σκηνικό. Όπως αργότερα, τέλη δεκαετίας του΄80, εξηγούσε στην (δυσπιστούσα) Μελίνα ο Jack Lang, ως υπουργός Πολιτισμού επί Μιττεράν, στην διάσταση εκείνη την μετα-πολιτιστική η Γαλλία είχε στηρίξει υπαρκτές φιλοδοξίες. Τελικά, όμως, η τηλεοπτική τεχνολογία πήρε άλλον δρόμο...
Μια διαφορετική διάσταση, Ευρωπαϊκή αυτή, που έχει ενδιαφέρον να καταγραφεί ήταν η προσέγγιση Ζισκάρ σ' εκείνο που έμελλε να γίνει γνωστό αργότερα ως «Μέλλον της Ευρώπης». Μη έχοντας τα αρνητικά αντανακλαστικά της εποχής Ντε Γκωλ απέναντι σε μια κατεύθυνση Ευρώπης που θα προσπερνούσε τα εθνικά Κράτη, είχε «δει» την πορεία προς ολοκλήρωση (αν και όχι προς ομοσπονδίωση) μέσα από την μετεξέλιξη προς την Ενιαία Αγορά με νομισματική προοπτική. Κινήσεις όπως την Association pour l' Union Monétaire de l' Europe ή της European Business Roundtable for Industry/ΕRT - με μέλη από την «υψηλή» βιομηχανία και τραπεζική είχαν την παρασκηνιακή αλλά σημαντική στήριξή του. Οσάκις προσερχόταν σε συναντήσεις με αντιστοίχους τού Etienne Davignon (ιμάντας μεταβίβασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), του Giovanni Agnelli, του Pehr Gyllenhammer του Jean-Paul Agon, Helmut Maucher , Société Genérale, Fiat, Volvo, L' Oréal, Nestlé –, από Ελλάδα Θόδωρος Παπαλεξόπουλος, έβλεπε κανείς να του αναγνωρίζεται κάτι περισσότερο από το κύρος του βετεράνου της πολιτικής.
Και μια διαφορετική κατακλείδα, που δείχνει «κάτι» από τις λειτουργίες του Γαλλικού πολιτικού συστήματος. Προβεβλημένος και ισχυρός υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών το 1962-66 (επί Στρατηγού ντε Γκωλ/Πομπιντού), ο Ζισκάρ γίνεται ύστερα... δήμαρχος στην μικρή πόλη Chamalieres το 1967-74, ενώ έχει πάλι το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών το 1969-74 (δηλαδή παράλληλα με την δημαρχία), αλλά και την προεδρία της Περιφέρειας της Auvergne το 1968-2004. Πότε είναι πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας; το 1974-1981.
Σκεφτείτε το σχήμα «υπό ελληνικές συνθήκες»...
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 6/12/2020.
Ζητούμε ευθύς εξαρχής συγγνώμη από τον αναγνώστη, που για τρίτη κατά σειράν ημέρα ασχολούμαστε με την Μεγάλη Λευκή Ελπίδα του Ταμείου Ανάκαμψης – και «Ανθεκτικότητας» κατά την Βρυξελλιανή διάλεκτο – πρώτα με την Έκθεση Πισσαρίδη, ύστερα με την ανακοίνωση του Εθνικού Σχεδίου/Σκυλακάκη. Όμως, το θέμα υπόσχεται/απειλεί να επανέρχεται επί καιρό και αξίζει, θαρρούμε, να έχει κανείς τις παραμέτρους του κατά νουν. Λοιπόν:
Με συγκρατημένος ύφος, τελικά, έγιναν οι πρώτες ανακοινώσεις για το Ελληνικό Σχέδιο με το οποίο προσέρχεται η χώρα στην προσπάθεια αξιοποίησης των πόρων (και της δυναμικής: μην παραβλέπεται αυτή η διάσταση) του Ταμείου Ανάκαμψης. Συγκρατημένο ύφος σε σύγκριση με την ροπή προς εύκολη αυτεπιβράβευση, η οποία παγίως χαρακτηρίζει το Ελληνικό πολιτικό σύστημα σ' αυτά τα θέματα (οι παλιότεροι θυμούνται την εικόνα Πρωθυπουργών – και υπουργών – που επέστρεφαν από νικηφόρες εκστρατείες, με λάφυρα τα διαδοχικά Κοινοτικά Πακέτα) και που τώρα, στην τραυματική εποχή του κορωνοϊού, διακυβεύουν μιαν ακόμη πιο αυτοϋπονομευτική δυναμική. Η αυτεπιβράβευση ανεβάζει τις προσδοκίες, οι προσδοκίες γίνονται απαιτήσεις – για επαρκείς ΜΕΘ, για «μάζεμα» των κρουσμάτων, για άνοιγμα της αγοράς/για άρση των περιορισμών, για πολύ πιο ενισχυμένα μέτρα στήριξης – και θεμελιώνεται ένας πολιτικός, φαύλος κύκλος.
Πρώτη ενδιαφέρουσα παρατήρηση, λοιπόν, από την παρουσίαση που έκανε ο Θοδωρής Σκυλακάκης – από μέρους της Task Force Σκυλακάκη-Πατέλη-Αργυρού-Σκέρτσου-Σκάλκου, με την προσθήκη Νίκου Μαντζούφα για την φάση υλοποίησης – έλλειψαν οι αναφορές σε μάχη (Πρωθυπουργού) για την εξασφάλιση των 32 δις πόρων για την Ελλάδα. Από κοντά και η αναφορά του στο ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα λειτουργήσει όπως οι μέχρι τώρα διαρθρωτικές χρηματοδοτήσεις ΕΕ. Βέβαια περισσότερο αναφέρθηκε στον βραχύτερο ορίζοντα ολοκλήρωσης όσων έργων και δράσεων θα εγκριθούν (και χρηματοδοτηθούν), τονίζοντας την απόλυτη ανάγκη ταχείας εκτέλεσης – και έτσι, εξηγώντας προς ενδιαφερομένους, υπουργεία, φορείς, επιχειρήσεις γιατί πολλές προτάσεις δεν γίνεται να «χωρέσουν» στο Εθνικό Σχέδιο ως μη επαρκώς ώριμες, με εύκολα/γρήγορα υλοποιήσιμες, μη-ακριβώς ανταποκρινόμενες σε μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες – και λιγότερο στον αυστηρότερο τρόπο λειτουργίας αυτού του Ταμείου. Που, ακόμη υπό διαμόρφωση, «απειλεί» έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο ελέγχου των έργων και δράσεων. Ό,τι σκοντάφτει, μένει να χρηματοδοτείται εκ των υστέρων από εθνικούς πόρους.
Βέβαια, ξεψαχνίζοντας κάπως τις λίστες έργων και δράσεων που βρίσκονται υπό προώθηση, βλέπει κανείς το παραδοσιακό overbooking, δηλαδή την υπέρβαση των διαθέσιμων ποσών-στόχων ανά τομέα/κατεύθυνση χρηματοδότησης. Γίνεται αυτό πρώτον επειδή χρησιμεύει ώστε να μην υπάρχουν υπερβολικά παράπονα για δράσεις που δεν εντάσσονται τώρα, δεύτερον για να αφήνεται περιθώριο και στην συζήτηση με Βρυξέλλες όπου ούτως ή άλλως «κάτι» θα ψαλιδιστεί με το ένα ή το άλλο πρόσχημα (συμβατότητα με προτεραιότητες του RFF, πειστικότητα των στόχων των δράσεων, συμβατότητα με άλλα θέσφατα Βρυξελλών), τρίτον για να γίνει ένα πρόσθετο ξεσκαρτάρισμα στην πορεία προς το οριστικό Σχέδιο που θα εγκριθεί την άνοιξη. Ενδιάμεση παρατήρηση, εδώ, που αφορά την διάσταση μη-χρηματοδότησης π.χ. των έργων ενεργειακής μετάβασης που εμπλέκουν φυσικό αέριο: η Ελλάδα δεν δείχνει να έχει πάρει στα σοβαρά πόσο τρικλοποδιάζει αυτή η διάσταση της «αυστηρής» απανθρακοποίησης.
Πέρα απ' αυτά, επειδή την αίσθηση «να τώρα φτάνουν οι Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις!» που είχε δοθεί τους τελευταίους μήνες, διαδέχθηκε ήδη η δυσθυμία με τις καθυστερήσεις που καταγράφονται στην οριστική έγκριση του θεσμικού πλαισίου – φρενάρισμα από Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβενία αλλά και εσωτερική διαπραγμάτευση με αφορμή την επίκληση υψηλών αρχών όπως των θεμελιωδών δικαιωμάτων – οι ανακοινώσεις Σκυλακάκη φρόντισαν ΚΑΙ να αναφερθούν σε προχρηματοδότηση (από εθνικούς πόρους) δράσεων ήδη από τα τέλη 2020, αλλά ΚΑΙ να ετοιμάσουν έδαφος για καθυστέρηση στην πλήρη ροή εκταμιεύσεων – μετά το α' 6μηνο του 2021.
Μια ακόμη παρατήρηση έχει να κάνει με την άλλη αναφορά, στο πόσο το «πακέτο» των 32 δις θα καταλήξει να μετράει 44-45 δις με την διοχέτευση των περίπου 12,5 δις που θα συγκροτούνται από δανεισμό προς πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, όμως με την προϋπόθεση να υπάρχουν matching funds/1:1 αντιστοίχιση ίδιων πόρων με τους διαθέσιμους πόρους του Ταμείου. Εδώ, οι ανακοινώσεις Σκυλακάκη περιέπεσαν στην – πολιτικά συγγνωστή ... - παγίδα του να αυγαταίνουν τα νούμερα (θυμηθείτε πώς τα 32 δις «μας» από το Ταμείο Ανάκαμψης είχαν αρχικά προβληθεί ως 72, καθώς γράφτηκαν μαζί οι πάγιοι πόροι από τον Πολυετή 7ετή Προϋπολογισμό της ΕΕ). Πέρα όμως από το ζήτημα του αν οι δανειακοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα «σηκώσει» η Ελλάδα και θα επαναεπενδύσει σε δράσεις ιδιωτικού τομέα άμα και ο ίδιος συγχρηματοδοτήσει, εγγράφονται ή όχι στο Ελληνικό δημόσιο χρέος – η Ιταλία, που θα έχει π.χ. σε μεγαλύτερη ένταση το ίδιο πρόβλημα, θεωρεί ότι δεν θα βρει μπροστά της εμπόδιο: όμως αυτή δεν έχει να κάνει με ESM και ενισχυμένη εποπτεία... - προκύπτει κι ένα άλλο ζήτημα. Ποιες ιδιωτικές επενδύσεις, ποιες δηλαδή επιχειρήσεις μπορούν, σε εποχή Covid-19 και μετά-Covid λειτουργίας, να σηκώσουν πόρους για να διαθέτουν matching funds; Όσοι έχουν υψηλούς λόγους ιδίως/ξένα κεφάλαια – δηλαδή πολλοί που βγήκαν από τα Μνημόνια όρθιοι αλλ' υπερδανεισμένοι – θα μείνουν «αναγκαστικά» εκτός; Πάλιν οι τράπεζες θα κρατήσουν το κλειδί; Από την συνολική δημόσια παρουσίαση των προθέσεων και σχεδιασμών, προκύπτει πάντως μια συνολική προσπάθεια απόκρουσης της – τόσο γνώριμης, από την δεκαετία του ΄80 – λογικής του «γιούργια, στον ταβλά με τα κουλούρια!». Καλή τύχη στους αρμοδίους.
Τελευταία παρατήρηση: στο Εθνικό Σχέδιο, τελικώς, «νίκησε» η άποψη που υπέρρεε εξαρχής στην Έκθεση Πισσαρίδη – για μη-συγκεκριμενοποίηση, ενδεικτικά έστω, κλάδων που θα. υπόσχονταν καλύτερες αναπτυξιακές δυνατότητες προς ενίσχυση. Όπως παλιά ακούγαμε φαρμακευτικές, logistics, μεταφορές εφαρμογές πληροφορικής, σύγχρονα αγροδιατροφικά, ιχθυοκαλλιέργειες, αγροτουρισμός σε διασύνδεση με πολιτιστικά. Συνολικά, η λογική έστω ωθήσεων/nudges προς επαναβιομηχάνιση και απεξάρτηση από την κυριαρχία των υπηρεσιών αφήνεται στις επιλογές της κάθε μιας επιχείρησης. Που θα επιβιώσει. Και πάλι, καλή τύχη.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 28/11/2020.
Η ανάγκη για μια αχτίδα αισιοδοξίας μέσα στην επανεμφάνιση/επανεγκατάσταση του κορωνοϊού στην καθημερινότητα, για ανάκτηση δηλαδή της αίσθησης ότι «υπάρχει έξοδος», έστρωσε το καλύτερο έδαφος για την υποδοχή των θετικών ειδήσεων από το εμβόλιο της Pfizer (μαζί με την Γερμανική BioNTech) με γνήσια απογείωση ενθουσιασμού. Όσοι παρακολουθούσαν στις οθόνες των Χρηματιστηρίων, είδαν χθες το ανοδικό κύμα να εμφανίζεται μερικά λεπτά πριν βγει η επίσημη ανακοίνωση από την Pfizer. ύστερα εκτοξεύθηκε ακόμη περισσότερο η μετοχή της ίδιας της Pfizer, στο +10% σε λίγα δευτερόλεπτα, ακόμη πριν βγει η ανακοίνωση. Και ακολούθησε γενικό πάρτυ, έτσι που είχε ετοιμαστεί άλλωστε το έδαφος με την αρχή ομαλοποίησης στις ΗΠΑ με την επικράτηση Μπάϊντεν/απόσυρση Τραμπ. [Σ' εμάς, πρόσθετη η διάσταση του ότι CEO της Pfizer είναι Έλληνας – για την ακρίβεια Θεσσαλονικιός, από την επιβιώσασα Εβραϊκή κοινότητα της πόλης -, ο Αβέρτος Μπουρλά, ο οποίος μάλιστα είχε επαφές εδώ και καιρό με Κυριάκο Μητσοτάκη, και συνέβαλε να εγκατασταθεί μονάδα της Pfizer στην Θεσσαλονίκη].
Η μετακίνηση σε κλίμα ενθουσιασμού με το εμβόλιο της Pfizer – με την ανακοίνωση για «90% αποτελεσματικότητα» - ήταν και μια αντίδραση στην απογοήτευση που είχε πέσει μετά τα προβλήματα που, προ μηνός, ανέκοψαν την πορεία του εμβολίου της Astra Zeneca/Οξφόρδης, με εμφανισθείσα σημαντική παρενέργεια. Η οποία βέβαια ξεπεράστηκε, αφού οι δοκιμές φάσης 3 συνεχίστηκαν, αλλά μια σκιά έμεινε πίσω. Επίσης, όσο κι αν αυτά παρακολουθούνται λιγότερο, και εμβόλιο Κινεζικής εταιρείας φαίνεται ότι ανέκοψε την πορεία του.
Εδώ, όμως, όταν θα έχει απορροφηθεί ο ενθουσιασμός – και εφόσον δεν προκύψει ζήτημα στα τελευταία βήματα, δηλαδή τον έλεγχο των παρενεργειών – θα αρχίσει η ουσία. Και είναι η ουσία ότι θα πρέπει, πρώτα ο FDA (στις ΗΠΑ) και ύστερα οι αντίστοιχοι Ευρωπαϊκοί μηχανισμοί (με συντονισμό από ECDC) να δώσουν την έγκριση κυκλοφορίας του εμβολίου. Ακόμη περισσότερο: όταν θα έχει φθάσει εκείνη η ώρα – τέλος του 2020; αρχές του 2021; – θα συνειδητοποιηθεί κάτι δυσάρεστα απλό: ζωές δεν σώζει το εμβόλιο, τις σώζει ο εμβολιασμός.
Δηλαδή; Δηλαδή δεν αρκεί το εμβόλιο – της Pfizer, της Astra Zeneca, της Moderna (ήταν εκείνο που είχε ενθουσιάσει τον Πρόεδρο Τραμπ, αλλά έμεινε πίσω) – να προχωρήσει και να εγκριθεί. Δεν αρκεί καν να παραχθεί στις δόσεις δισεκατομμυρίων – γιατί τόσοι βρισκόμαστε στον πλανήτη, ασχέτως αν στην Ευρώπη των 500+ εκατομμυρίων, άντε και στις ΗΠΑ των 300+ θεωρούμε ότι προηγούμαστε αυτομάτως.
Χρειάζεται να στηθεί πειστικός μηχανισμός διανομής και σειράς εμβολιασμού. Και ναι μεν κατανοήσαμε ότι πρώτα θα εμβολιασθούν οι υγειονομικοί/όσοι είναι σε άμεση επαφή με κρούσματα Covid-19, ύστερα οι πλέον εκτεθειμένοι από τις ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. ανοσοκατεσταλμένοι), ύστερα οι άλλοι υψηλού κινδύνου (μεγάλες ηλικίες), τέλος ο γενικός πληθυσμός. Επίσης ότι θα χρειαστεί – με πειθώ – να προσέλθουν στον εμβολιασμό και οι διόλου ασήμαντοι διστακτικοί προς τον εμβολιασμό, καθώς άμα δεν εμβολιασθεί ένα 60% του συνολικού πληθυσμού, η πανδημία θα συνεχίσει να είναι εδώ (η ανοσία αγέλης, που λέγαμε).
Πλην όμως ΑΥΤΑ τα εμβόλια δεν θα γίνονται στο φαρμακείο της γειτονιάς. Ήδη, της Pfizer (που θέλει δυο δόσεις, σημειωτέον) συντηρούνται σε βαθιά κατάψυξη, άρα ούτως ή άλλως μετάβαση σε πολύ συγκεκριμένες νοσοκομειακές μονάδες (ή: νοσοκομειακά εγγυημένες), συν πολύ συγκεκριμένη διαδικασία εμβολιασμού. Χρειάζεται λοιπόν, τώρα/άμεσα, να στηθούν οι διαδικασίες και οι γραμμές εμβολιασμού, να. υπάρξει και σοβαρή εγγύηση ότι στην (με ηλεκτρονική συνταγογράφηση, φυσικά) τήρηση της σειράς προτεραιότητας θα υπάρξει σοβαρότητα. Να αποθαρρυνθούν άγαρμπες διεκδικήσεις «οι δικοί μου θα περάσουν πρώτοι!» παράδειγμα ήδη οι συνδικαλιστές της Αστυνομίας, αυριανό οι ξενοδόχοι αν φθάσουμε στο καλοκαίρι, παγίως οι εκπαιδευτικοί. Και, βέβαια, λιγότερη επικοινωνία όταν έρθει η ώρα των πρώτων εμβολιασμών (φωτογράφηση οικογενειών Μητσοτάκη και Τσιόδρα) περισσότερη πειστική σοβαρότητα.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 15/11/2020.
1. Η κριτική του Ηλία Κανέλλη (βλ. Νέα, 30/10/20) για το άρθρο μου (Οι δύο φανατισμοί, Νέα, 29/10/20) δεν έχει καμιά σχέση με διάφορες ακραίες κριτικές στο διαδίκτυο. Κριτικές που με θεωρούν «σταλινικό», δηλαδή κάποιον που πιστεύει πως ο δημόσιος λόγος πρέπει να ελέγχεται από το κράτος. Είμαι σίγουρος ότι ο Κανέλλης δεν νομίζει πως μεταμορφώθηκα ξαφνικά σε οπαδό του Στάλιν. Γιατί εδώ και πολλά χρόνια σε άρθρα μου στα Νέα και στο Βήμα έχω δείξει πως είμαι ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας του λόγου. Κατακρίνω χωρίς περιστροφές κάθε υπονόμευση αυτού του βασικού δικαιώματος. Υπονόμευση που παρατηρούμε σήμερα όχι μόνο στην Ρωσία, αλλά και σε ευρωζωνικές χώρες όπως η Πολωνία και Ουγγαρία.
2. Ο σκοπός του άρθρου που έγραψα είναι να τονίσω πως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου δεν πρέπει να είναι απόλυτο. Όταν γίνεται δικαίωμα χωρίς όρια οδηγεί στον φανατισμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως εξισώνω τον φανατισμό του εγκληματία τρομοκράτη με αυτόν που αγνοεί το τεράστιο κόστος της απόλυτης ελευθερίας του λόγου σε ανθρώπινες ζωές. Καθώς και το κόστος της πόλωσης μεταξύ χωρών που έχουν διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις. Αυτό όμως που έχουν κοινό οι δύο φανατισμοί είναι πως δημιουργούν καταστάσεις βίας και κοινωνικής ανομίας.
3. Τα τελευταία τραγικά γεγονότα στην Γαλλία οδήγησαν στη βία και ανομία. Ο πρόεδρος Μακρόν πήρε μια σειρά από αυστηρά μέτρα εναντίον ατόμων και οργανώσεων που χαρακτηρίζονται από ριζοσπαστικούς, αντιδυτικούς προσανατολισμούς. Μερικά από αυτά τα μέτρα ήταν απαραίτητα στο πλαίσιο του εντεινόμενου τζιχαντισσμού όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Προχωρώντας όμως προς αυτή την κατεύθυνση ο Μακρόν έκανε ένα σοβαρό λάθος. Αποφάσισε να φωτίσει δημόσια κτήρια με τα σκίτσα του Μωάμεθ. Ταυτίστηκε έτσι με τη θέση του Σαρλί Εμπντό που δέχεται την απόλυτη εκδοχή της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό δημιούργησε μια κατάσταση όπου, σε παγκόσμια κλίμακα, μουσουλμάνοι στράφηκαν εναντίον της Γαλλίας. Μουσουλμάνοι που με κανέναν τρόπο δεν υποστηρίζουν τον τζιχαντισμό. Μουσουλμάνοι που θέλουν την ειρήνη και όχι τον πόλεμο μεταξύ διάφορων πολιτισμών. Μουσουλμάνοι που αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού.
4. Ο Ηλίας Κανέλλης στην κριτική του δεν αναφέρεται αναλυτικά στην έννοια της απόλυτης ελευθερίας του λόγου την οποία κατακρίνω. Θεωρεί πως κάθε κριτική σε αυτή τη βάση οδηγεί στην υπονόμευση του δικαιώματος αυτού καθαυτού. Απλά δεν συμφωνώ μαζί του.
Επιπλέον ο Κανέλλης θεωρεί τον εαυτό του γνήσιο εκσυγχρονιστή ενώ εμένα με θεωρεί «πρώην εκσυγχρονιστή». Δεν λαμβάνει όμως υπόψη του πως σε πολλές εκσυγχρονισμένες κοινωνίες άτομα ή οργανώσεις που εξαπολύουν λεκτικές επιθέσεις εναντίον πληθυσμών των οποίων η κουλτούρα δεν τους αρέσει, αυτές οι επιθέσεις είναι παράνομες όταν οδηγούν στη βία. Σε αυτή την περίπτωση η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας του λόγου απορρίπτεται. Καταδικάζεται από τον νόμο. Από αυτή την σκοπιά, η γελοιοποίηση του Μωάμεθ στο Σαρλί Εμπντό επειδή οδηγεί στο μίσος και τη βία δεν είναι μόνο κατακριτέα, αλλά και παράνομη.
5. Συμπέρασμα. Αν δεν θέλουμε τον πόλεμο μεταξύ πολιτισμών, ένα θέλουμε έναν ειρηνικό πολυπολιτισμικό κόσμο πρέπει να απορρίψουμε την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας του λόγου. Μιας ελευθερίας που αποπλαισώνει τις παγκόσμιες εξελίξεις και δεν λαμβάνει υπόψη τα αρνητικά αποτελέσματα μιας δυτικοκεντρικής ιδέας. Μιας ιδέας που έχει αρνητικά αποτελέσματα και στον δυτικό και στον υπόλοιπο κόσμο.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 9/11/2020.
Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας για την επικοινωνία εν μέσω της κρίσης της πανδημίας, συνετέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, στην εξοικείωση των πολιτών με τα νέα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας. Το τέλος της κρίσης θα φέρει στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων, και τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας της επικοινωνίας που έχουν ήδη προκαλέσει ανατροπές σε κατεστημένες ιδέες και αντιλήψεις. Η διπλωματία δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Η δημόσια συζήτηση και μελέτη των τρόπων με τους οποίους η ψηφιακή τεχνολογία επηρεάζει τη διπλωματία, είναι άλλωστε σε εξέλιξη.
Οι δυνατότητες που προσφέρουν στη διπλωματία οι εφαρμογές της διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας, είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες. Οι παρανοήσεις και υπερβολές δεν σπανίζουν. Μια συχνά επαναλαμβανόμενη παρανόηση είναι ότι η ψηφιακή τεχνολογία αντικαθιστά, περιθωριοποιεί ή μεταβάλλει δραστικά όλες τις πτυχές άσκησης της διπλωματίας και σημαίνει «το τέλος της». Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία οδηγούν σε συμπεράσματα για το τέλος της διπλωματίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, βρετανοί μεταρρυθμιστές και οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι η χρήση του τηλεγράφου είχε καταστήσει περιττή τη συνέχιση δαπανών για τη λειτουργία αριθμού πρεσβειών. Στην πράξη, η ανάπτυξη των επικοινωνιών ενίσχυσε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική από τις πρωτεύουσες και τα υπουργεία Εξωτερικών εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους θεσμούς. Η επανάσταση της επικοινωνίας επιδρά σήμερα στην άσκηση της διπλωματίας ταχύτερα από την επίδραση των τεχνολογικών εξελίξεων σε προηγούμενες εποχές. Η απευθείας επικοινωνία. μεταξύ ηγετών και πολιτικών -με SMS, WhatsApp ή Twitter- είναι πλέον τακτική. Οι διπλωμάτες παραπονούνται συχνά ότι ο ρόλος τους έχει περιοριστεί και ότι τα διπλωματικά κανάλια παρακάμπτονται. Είναι γεγονός ότι στην εποχή της ευκολίας της επικοινωνίας, οι ρυθμοί της παραδοσιακής διπλωματίας έχουν οριστικά χαθεί. Η διπλωματική εργασία διατηρεί ωστόσο τα μόνιμα και αναλλοίωτα στοιχεία της: Οι διπλωμάτες είναι επιφορτισμένοι με την εκπροσώπηση και προώθηση των συμφερόντων της χώρας τους και συνεχίζουν να αναπτύσσουν την παραδοσιακή δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών, πραγματοποίησης διαβημάτων, σύνταξης αναφορών, αναλύσεων και εισηγήσεων. Η διπλωματία παραμένει εργαλείο διαπραγμάτευσης για λύσεις σε διεθνή προβλήματα και κρίσεις. Η εμπιστοσύνη στο πλαίσιο αυτό, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η επικοινωνία και η ενημέρωση μέσω διαδικτύου δεν υποκαθιστά την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία ούτε την αξία της ανθρώπινης επαφής.
Όταν όμως ο τρόπος με τον οποίον ο κόσμος επικοινωνεί αλλάζει, η διπλωματία οφείλει να συμβαδίσει με τις αλλαγές της εποχής και να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα και τις νέες ευκαιρίες ώστε να συνεχίσει να διαδραματίζει τον ρόλο της. Το ερώτημα δεν είναι λοιπόν εάν η τεχνολογία καθιστά χρήσιμη ή όχι τη διπλωματία. Τη διπλωματία δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Twitter, η Wikipedia ή το Skype. Το ερώτημα είναι πώς θα βρει η διπλωματία τον βηματισμό της ως μέρος της νέας πραγματικότητας και θα την αξιοποιήσει για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της. Αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία, πολλοί διπλωμάτες υιοθετούν τη χρήση των ψηφιακών μέσων δικτύωσης και επιλέγουν να ασκήσουν δημόσια διπλωματία μέσω του Διαδικτύου. Αριθμός δε υπουργείων Εξωτερικών ενθαρρύνει την πρακτική αυτή ως προσφορότερη και οικονομικότερη.
Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δυνατότητες να ενισχύσει την πολιτιστική όπως και την οικονομική διπλωματία, αλλά και να βελτιώσει την ποιότητα παροχής προξενικών υπηρεσιών, να συμβάλει στην επικοινωνία με τους ομογενείς, στην ενημέρωση των πολιτών στο εξωτερικό και να αποβεί πολύτιμη στην αντιμετώπιση και διαχείριση κρίσεων. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έκανε, κατά γενική ομολογία, επιτυχή χρήση του Διαδικτύου για την ενημέρωση των Ελλήνων στο εξωτερικό κατά την κρίση του κορονοιού.
Η χρήση των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας και προβολής, δεν αναβαθμίζει ασφαλώς από μόνη της τις επιδόσεις των υπουργείων Εξωτερικών. Μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη χρήση των πραγματικών δυνάμεων που διαθέτουν. Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να συμπληρώσει και να ενισχύσει τον ρόλο της διπλωματίας εφόσον αντιμετωπιστεί όχι μόνο ως εργαλείο επικοινωνιακής τακτικής, αλλά εάν αξιοποιηθεί με στρατηγικό σχεδιασμό για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής. Κατά πρόσφατη παρουσίαση βιβλίου στο υπουργείο Εξωτερικών (3/2/2020), ο Πρόεδρος της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων (ΕΔΥ) μας υπενθύμισε ότι τον Φεβρουάριο 1996, οι ελληνικές θέσεις για την κρίση των Ιμίων ήταν το πρώτο κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ (στην ελληνική και αγγλική γλώσσα), με εντολή του τότε αρμόδιου Διευθυντή πρέσβη Γ. Σαββαΐδη. Αν η αξιοποίηση αυτή ήταν χρήσιμη τότε, που η χρήση του διαδικτύου ήταν ακόμα στην αρχή, μπορεί να αντιληφθεί κανείς το εύρος των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την υποστήριξη της σύγχρονης ελληνικής διπλωματίας, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις αυξανόμενες σε αριθμό αλλά και σε πολυπλοκότητα. Η χώρα μας μόλις εξήλθε από δεκαετή οικονομική κρίση, η οποία δεν άφησε αλώβητη τη λειτουργία της ελληνικής διπλωματίας. Οι συνεχιζόμενες όμως γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εξωτερική της πολιτική υπογραμμίζουν την ανάγκη εκσυγχρονισμού με αξιοποίηση και των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία.
Η συζήτηση για τη διπλωματία στην ψηφιακή εποχή αφορά πρωτίστως το τί αναμένουμε ως πολίτες από τη διπλωματία του αύριο και πώς θα της εξασφαλίσουμε το μέλλον που επιθυμούμε. Η Ελλάδα διαθέτει έμπειρους και ικανούς διπλωμάτες, υψηλού επιπέδου επιστήμονες, στελέχη υπηρεσιών και τεχνοκράτες, αλλά και νέους που διαπρέπουν στην καινοτομία. Μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν στον προβληματισμό για τη διπλωματία και το μέλλον της στην ψηφιακή εποχή με στόχο την κατάλληλη υποστήριξη και ενίσχυση της ελληνικής διπλωματίας.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 17/5/2020.
Όλων η προσοχή βρίσκεται καθηλωμένη στην πανδημία, στο βαθμιαίο πνίξιμο των νοσοκομείων και των ΜΕΘ, ήδη στο νέο lock-down μας (που τελικά δεν θα είναι και τόσο λάιτ). Και ό,τι περισσεύει από δημόσια προσοχή, στρέφεται στο θρίλερ των Αμερικανικών εκλογών – και στο τι σημαίνει για την περιοχή μας το δυσοίωνο «παράθυρο ευκαιρίας» που ανοίγεται τις ερχόμενες εβδομάδες για τις όποιες κινήσεις Ερντογάν (μπροστά σε μια αμήχανη/παγωμένη Ευρώπη).
Και όμως: θα προτείνουμε στον αναγνώστη σήμερα μια προσωρινή διαφυγή. Θα προτείνουμε συγκεκριμένα να ρίξει μια – φευγαλέα, έστω – ματιά στην σερνάμενη υπόθεση της προετοιμασίας για την διαδικασία του Ταμείου Ανάκαμψης – της Μεγάλης Λευκής Ελπίδας για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και, κυρίως, των οικονομικών της συνεπειών. Που, σιγά-σιγά και χωρίς να το πολυ-παρατηρούμε, πάει να γίνει μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία».
Πώς το εννοούμε, αυτό; Πρώτα-πρώτα, μια ματιά στο ημερολόγιο δείχνει ότι η 15η Οκτωβρίου αποτελεί εδώ και καιρό παρελθόν. Αλλά και η 15η Νοεμβρίου βρίσκεται εντελώς δίπλα μας: μάλιστα με το δεύτερο πλήρες lock-down σε δράση, οι χρόνοι αποκτούν άλλη λειτουργία. Όμως υποτίθεται ότι ήδη στις 15/10 θα είχαμε υποβάλει την πρώτη εκδοχή εθνικού σχεδίου/προτάσεων, βασισμένων στην Έκθεση Πισσαρίδη (που από Ενδιάμεση θα είχε γίνει, αισίως, Τελική) προκειμένου να περάσουν την κρησάρα αξιολόγησης της Επιτροπής και την διαδικασία ωρίμανσης με βάση τις απαιτήσεις/λογικές Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για να προχωρήσουν επί του πεδίου. Και να φέρουν μπροστά τις πολυπόθητες εκταμιεύσεις – σε ωφέλιμο χρόνο! Για να είμαστε δίκαιοι, όλη αυτή η σπουδή της Ελληνικής πλευράς «να το τρέξει γρήγορα» ήταν μάλλον ψυχολογική ανάγκη (ή: για εσωτερική κατανάλωση), αφού και η οριστικοποίηση των Ευρωπαϊκών διαδικασιών πάει πίσω – όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, πονεμένη, που δεν εξαρτάται από μας. Σ' εμάς, όμως, η ωρίμανση των πραγμάτων πάει αργά για ενδογενείς λόγους.
Τι θα πει, πάλι, αυτό; Όπως εξαρχής είχε σημειωθεί, οι στοχασμοί της Επιτροπής Πισσαρίδη – που βόλευαν πολλαπλά, καθώς διέθεταν σοβαρή θεωρητική («ορθόδοξη») στήριξη ως εκ των συμμετεχόντων της, αλλά και συνέδεαν την προσδοκία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ΜΑΖΙ με τις επενδυτικές παρεμβάσεις – είχαν περισσότερο θεωρητική υφή. Δεν έχει βγει, μέχρι στιγμής, λευκός καπνός για συγκεκριμενοποίησή τους (ενώ η μετάθεση της αυτο-προθεσμίας από 15/10 σε 15/11 εξαντλείται) δεν βγαίνει. Την ίδια στιγμή, η Συντονιστική Επιτροπή Θοδωρή Σκυλακάκη-Ακη Σπέρτσου-Αλεξ Πατέλη-Μιχάλη Αργυρού μένει, ως φαίνεται, σε ρόλο πρόσκλησης/συγκέντρωσης προτάσεων (Πιερρακάκης και Χατζηδάκης σε , αναμενόμενες, πρώτες ομοβροντίες). Πλην Task Force με επικεφαλής/διοικητή 3ετους θητείας, εδώ υπό την αιγίδα Χρ. Σταϊκούρα/ΥΠΟΙΚ, όπου μετακινήθηκε ο Νίκος Μαντζούφας – από εποχής ΓΑΠ ήταν στην Γενική Γραμματεία ΣΔΙΤ, με ευρύτερη αναγνώριση (μόνον ο Φώτης Κουρμούσης Γ.Γ. Διαχείρισης του Ιδιωτικού Χρέους και ο Γιώργος Καλαντζής Γ.Γ. Θρησκευμάτων είχαν αντίστοιχη αναγνώριση να επιδείξουν) – έρχεται τώρα να λειτουργήσει πιο άμεσα/συγκεκριμένα.
Στην ανέμπνευστη δημόσια συζήτηση, ατυχώς, περισσότερο σχολιάστηκε η αμοιβή του Διοικητή της Task Force (56.000 ευρώ, συν 29.000 πριμ/success fee) ή η δυνατότητα παράτασης της θητείας του (η όλη Task Force λύεται αυτοδικαίως το 2027, οπότε και εκπνέει το ίδιο το Ταμείο Ανάκαμψης) αντί να δοθεί ΟΛΗ η προσοχή στο ότι το Next Generation EU θα λειτουργήσει ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικά από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Τι θα πει , συγκεκριμένα, αυτό; Ότι εδώ δεν (ΔΕΝ) θα πιστοποιείς ότι το έργο έγινε, δηλαδή ιδού τα τιμολόγια, ιδού και το φυσικό αντικείμενο, εκταμίευση! Αλλά θα λες ποιον διαρθρωτικό στόχο έχει το κάθε έργο – π.χ. αντιστάθμιση της παύσης της λιγνητικής εκμετάλλευσης, ή πάλι προώθηση του περιβαλλοντικού διαχωρισμού των απορριμμάτων – θα σχεδιάζεις το έργο, θα το εκτελείς (εντάξει, με προκαταβολή...), ύστερα θα μετράς το αν το σκοπούμενο διαρθρωτικό αποτέλεσμα επήλθε (μειώθηκε η ανεργία στην Πτολεμαϊδα; αποκαταστάθηκε το εισόδημα των κατοίκων; μαζεύονται όντως τα σκουπίδια χωριστά, μπουκάλια, ντενεκέδια, πλαστικά; πάνε πάντως σε ανακύκλωση αντί για τον υπερήφανο ΧΥΤΑ;). Και μόνον άμα ανάψει πράσινο φωτάκι αξιολόγησης θα έχεις αποπληρωμή – αφού βέβαια δείξεις τα τιμολόγια και το φυσικό αντικείμενο. Λείπει κάτι; Περικοπή! Σου κόστισε κατιτίς παραπάνω; Μένεις στο εγκεκριμένο! Κυρίως όμως: δεν επιτυγχάνεται η διαρθρωτική σου μεταρρύθμιση; Καλοδεχούμενο το έργο, αλλά... με εθνικούς πόρους!
Αυτό θα ήταν η «μια ακόμη χαμένη ευκαιρία».
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 8/11/2020.