Monday, 24 March 2025

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Ο Μπάιντεν εναντίον της Κίνας

1. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε αρχικά πως οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν θα βασίζονται πλέον σε «πόλεμο», όπως στην περίοδο Τραμπ, αλλά σε ένα νόμιμο ανταγωνισμό. Από την άλλη μεριά, σχεδόν από την αρχή της προεδρίας του παρατηρούμε ένα ιδεολογικό πόλεμο εναντίον της κινεζικής υπερδύναμης. Τονίζει συνεχώς την έλλειψη δημοκρατικών αξιών και πρακτικών όπως ο απαράδεκτος εγκλεισμός μουσουλμανικών μειονοτήτων σε στρατόπεδα «επιμόρφωσης», η κατάργηση της αυτονομίας των συνδικάτων, η εναντίωση σε κάθε αντιφρονούντα κτλ.
Επιπρόσθετα, ο Μπάιντεν στηρίζει κινήσεις και σχηματισμούς συμμαχιών που έχουν σαν κύριο στόχο το αυταρχικό κινεζικό καθεστώς. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θέση του πως η ΕΕ πρέπει να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στην αποφυγή προσπαθειών που στηρίζουν την Κίνα. Έτσι, δεν συμφωνεί με την επενδυτική συνεργασία της Γερμανίας με την Κίνα. Σε απάντηση στον αμερικανό πρόεδρο, η καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε ότι η γερμανοκινεζική συνεργασία είναι χρήσιμη για την Ευρώπη και πιο γενικά. Μεταξύ άλλων, θα αμβλύνει τη σύγκρουση με την Κίνα. Προς την ίδια κατεύθυνση, ο Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε πως η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει την προσπάθειά της για την ενδυνάμωση της αυτονομία της, αφού συχνά τα συμφέροντα ΕΕ και ΗΠΑ δεν συμπίπτουν.

2. Με την ένταξη της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό της. Κυρίως στην ιδιωτικοποίηση μερικών από τις τεράστιες και, συχνά, αναποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις. Συγχρόνως οι ξένες ιδιωτικές επιχειρήσεις έγιναν ευπρόσδεκτες. Βέβαια, με την προϋπόθεση ότι θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο επιβαλλόμενο από το κράτος. Ένα πλαίσιο που απαγορεύει τους επενδυτές να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.
Οι παραπάνω ριζικές αλλαγές οδήγησαν στη θεαματική ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας. Όμως συγχρόνως εντάθηκαν οι τεράστιες ανισότητες. Ανισότητες, βέβαια, που δεν εμπόδισαν τη μείωση της απόλυτης φτώχιας, αφού σήμερα πάνω από ένα δισεκατομμύριο κινέζοι έχουν ξεπεράσει την απόλυτη εξαθλίωση.
Οι συνεχιζόμενες αλλαγές στην οικονομία δεν φαίνεται να απομειώνουν την κυριαρχία του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος. Κάθε αλλαγή προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό καταπιέζεται, ενώ ο τωρινός δια βίου πρόεδρος της Κίνας εντατικοποιεί τις προσπάθειες εμπέδωσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας στις νέες γενιές. Όσο για την ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων που η οικονομική εκτίναξη δημιούργησε, αυτή δεν οδήγησε σε πιέσεις για άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Έτσι, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην Νότιο Κορέα, η ραγδαία ανάπτυξη δεν φαίνεται να καταλήγει σε έναν, έστω καχεκτικό, εκδημοκρατισμό. Η ολοκληρωτική, σοβιετικού τύπου οργάνωση του κόμματος και της κρατικής μηχανής, ο έλεγχος του στρατού από το κόμμα και πιο γενικά η κομμουνιστική κουλτούρα, η οποία βασίζεται σε ένα μείγμα κομματικής πειθαρχίας και κομφουκιανής παράδοσης, δίνει στον κινεζικό κοινωνικό σχηματισμό μια ισχυρή σταθερότητα που δεν υπάρχει σε άλλα αυταρχικά συστήματα.

3. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κριτική του αμερικανού προέδρου σε ό,τι αφορά την έλλειψη δημοκρατικών αξιών και πρακτικών στην Κίνα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές πως ο ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος δεν πρόκειται να αλλάξει το αυταρχικό κινεζικό καθεστώς. Απλά θα οδηγήσει σε μια εντεινόμενη σύγκρουση που θα υποσκάψει περισσότερο τη συνεργασία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Συνεργασία που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν παγκόσμια προβλήματα όπως η εντεινόμενη οικολογική καταστροφή, ο κίνδυνος ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου και η καταπολέμηση πανδημιών.

4. Πιο γενικά, κατά διαφορετικό τρόπο από τον Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει την τεκτονική αλλαγή μεταξύ Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου που η ραγδαία παγκοσμιοποίηση δημιούργησε. Αυτή η αλλαγή έχει να κάνει με την αποδυνάμωση της δυτικής κυριαρχίας. Κυριαρχίας που υπήρξε πιο έκδηλη στην περίοδο της αποικιοκρατίας και αργότερα με τη ραγδαία μεταπολεμική άνοδο των ΗΠΑ. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να επανέλθει. Εξελίσσεται μια εντεινόμενη ανισορροπία δύναμης μεταξύ Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η κινεζική ανάπτυξη και η πρόθεση διαφόρων χωρών στην Ασία και αλλού να ακολουθήσουν το κινεζικό αναπτυξιακό μοντέλο θα οδηγήσει σε ένα διαφορετικό παγκόσμιο σύστημα.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως προχωρούμε σε μια «κινεζοποίηση» της οικουμένης. Το παγκόσμιο σύστημα θα εξακολουθεί να αποτελείται από τρία καπιταλιστικά υποσυστήματα: το νεοφιλελεύθερο υποσύστημα που κυρίως αντιπροσωπεύουν οι ΗΠΑ, το αυταρχικό κινεζικό και αυτό της ΕΕ που όλο και περισσότερο παίρνει ένα σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα – σοσιαλδημοκρατικό με την έννοια πως στην περίοδο της πανδημίας η δημιουργία του Ταμείου Ανάπτυξης και άλλων μη νεοφιλελεύθερων μέτρων έχουν οδηγήσει σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Για να μπορέσει η ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει τους παγκόσμιους κινδύνους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, απαιτείται η συνεργασία και όχι ο πόλεμος μεταξύ των τριών σχηματισμών. Γιατί αν κυριαρχήσει η παγκόσμια σύγκρουση, θα δούμε καταστροφές βιβλικού τύπου.
Η πανδημία δημιουργεί προοπτικές παγκόσμιας συνεργασίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θέλουν μια παγκόσμια αλλαγή προς το καλύτερο. Συγχρόνως οι ηγεσίες των τριών υποσυστημάτων αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως, λόγω της ραγδαίας αλληλοσύνδεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, σε περίπτωση σύγκρουσης δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα υπάρξουν μόνο χαμένοι.

Συμπέρασμα: Οι ΗΠΑ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα εξακολουθήσουν να κατέχουν τον ηγεμονικό θρόνο στην παγκόσμια αρένα. Αλλά ο στόχος να εκδημοκρατίσουν σταδιακά τον κινεζικό γίγαντα είναι ουτοπικός. Βέβαια, ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι υποχρεωμένος να αντιδρά όταν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ακολουθεί ημι-παράνομες πολιτικές που στρέφονται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων. Αλλά πρέπει να πάψει να ανακατεύεται στις εσωτερικές εξελίξεις στην Κίνα. Θα πρέπει να στρέψει περισσότερο την προσοχή του στα τεράστια εσωτερικά προβλήματα της χώρας του.
Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ στην πρόσφατη δήλωση του αμερικανού προέδρου στην οποία αναφέρεται στον Πούτιν ως δολοφόνο – αφού βρίσκεται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του Ναβάλνι. Αυτό είναι σωστό, αλλά εντείνει τις πιθανότητες επιστροφής σε έναν Ψυχρό Πόλεμο, χειρότερο από τον προηγούμενο.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 23/3/2021. 

Η συζήτηση για την τήρηση της τάξης σε αναζήτηση τρόπων και ουσίας

Με τα επικίνδυνα επεισόδια της περασμένης εβδομάδας – Νέα Σμύρνη, Νίκαια, Θεσσαλονίκη – και την σε υψηλούς τόνους συζήτηση στην Βουλή «για την έξαρση της βίας» να ανήκουν στο χθες, με τους ίδιους τους πολιτικούς αρχηγούς να έχουν κάνει (παρά το ύφος έντασης...) ένα βήμα πίσω, αποκλιμακώνοντας αλλά και απευθυνόμενοι χιαστί, ο ένας στο κοινό του άλλου (ο Μητσοτάκης στην νεολαία, που πνίγεται με τα απαγορευτικά μέτρα. ο Τσίπρας στην μεσαία τάξη που θα πληρώσει ακριβότερα απ' όλους την οικονομική κρίση), είναι ώρα να σταθεί η δημόσια συζήτηση σε κάτι βαρύτερο. Στα όσα έμειναν πίσω ως προτάσεις για βελτίωση της τήρησης της τάξης σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε αναβρασμό. Αναφερόμαστε σε «τήρηση της τάξης» και όχι σε «αστυνόμευση», καθώς τα ίδια τα γεγονότα των τελευταίων αυτών ημερών υπονόμευσαν την ίδια την έννοια, πόσο μάλλον την λέξη «Αστυνομία» (από τον «νόμο» και την «πόλη», αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις).
Οι αναφορές στα πορίσματα της Επιτροπής Αλιβιζάτου – η θητεία της οποίας έληξε άδοξα, μετά το επεισόδιο στο Κουκάκι/περιπέτεια οικογένειας Ινδαρέ, που δικαστικά συνεχίζεται κατά ένα μέρος της κι ας έσπευσε ο Πρωθυπουργός να προ-δικάσει από βήματος της Βουλής – άφησαν πίσω τουλάχιστον δυο σημαντικά στοιχεία. Την «ατιμωρησία των εμπλεκομένων (αστυνομικών οργάνων)», μαζί και με αναφορές στην «μεροληψία των ανακριτικών οργάνων» (με την αποδοχή καρμπόν καταθέσεων αστυνομικών στις ΕΔΕ και με παραμερισμό των καταθέσεων πολιτών), αλλά και με την παρέλκυση των διοικητικών διερευνήσεων: αυτά έχουν μεγάλη σημασία για όποιον ενδιαφέρεται για την ουσία της συζήτησης. Ομοίως οι προτάσεις για τις κάμερες (στα τμήματα, τα κρατητήρια και τα ανακριτικά γραφεία), αλλά και για την επιμελή παρουσία διακριτικών στις στολές των αστυνομικών δυνάμεων. Άλλες επισημάνσεις – όπως η συμμόρφωση στις αποφάσεις διεθνών οργάνων (καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και έκφραση συγγνώμης στα θύματα ή τις οικογένειές τους (τραγικό παράδειγμα η περίπτωση Μάγγου/Βόλου) – ακούγονται λιγάκι σαν από άλλο πλανήτη για την Ελληνική μας πραγματικότητα. Σε ενδιάμεση τροχιά των πλανητών, η αναφορά στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Συνηγόρου του Πολίτη...
Αυτά όλα, βέβαια, με την ίδια την Επιτροπή Αλιβιζάτου να έχει σβήσει ως αστρική σκόνη στην πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να φαίνονται ξεπερασμένα. Και όμως; τέσσερα παράλληλα στοιχεία ξεπήδησαν στην πρωθυπουργική τοποθέτηση στην Βουλή: οι κάμερες, στα κράνη γενικώς των αστυνομικών δυνάμεων και όχι μόνον εκείνων αιχμής (τις είχε προαναγγείλει και ο υπουργός ΠροΠο, αλλά μέχρι τώρα εικόνα υπάρχει μόνον από τα κινητά πολιτών...) . τα ψυχογραφικά τεστ για τον χαρακτήρα των αστυνομικών (με αναφορά μάλιστα στην πείρα ξένων Αστυνομιών). την αναβάθμιση της εκπαίδευσης των αστυνομικών (εδώ, ιδιαίτερος σκόπελος η περίπτωση των Ειδικών Φρουρών, και μάλιστα ενόψει... Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ΟΠΠΙ, με υπόσχεση/απειλή άμεσης λειτουργίας της, από τον Απρίλιο). την δημιουργία ειδικού τμήματος στον Συνήγορο του Πολίτη για τα θέματα αστυνομικής βίας (με αποκλειστική αρμοδιότητα).
Ασφαλώς, ασφαλέστατα όλα αυτά θα κριθούν στην πράξη: η κατάσταση κοινωνικής έντασης και το υπόβαθρο «εύκολου» διχαστικού κλίματος δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πήρε την πρωτοβουλία να δημοσιοποιήσει – επίσημα, όχι ως non-paper – κείμενο στην λογική FAQs /συχνών ερωτημάτων, με τίτλο «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία», δείχνει ότι αρχίζει να κατασταλάζει και εκεί η αντίληψη πως η συζήτηση για την τήρηση της τάξης χρειάζεται/πρέπει/είναι απαραίτητο να ανοίξει κάπως αλλιώς, όχι ως ευκαιριακός καυγάς αλλά με αναζήτηση ουσίας. Βέβαια, η «υποδοχή» που επεφύλαξε η (Αξιωματική τουλάχιστον) Αντιπολίτευση στα 44 σημεία ήταν γενικώς απορριπτική. Πάντως στις FAQs του υπουργείου ΠροΠο υπάρχουν στιγμές επώδυνης ειλικρίνειας – π.χ. σημειώνεται ότι η (επίμαχη) Ομάδα ΔΡΑΣΗ τυγχάνει προγράμματος ψυχολογικής αποφόρτισης και υποστήριξης (σημείο 34), ή ότι πρέπει «επιτέλους η εκπαίδευση να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα (!)» (σημείο 41). Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η παραδοχή ότι το 2015 υπήρξαν 69 καταγγελίες περιστατικών διερευνώμενης, στον Συνήγορο του Πολίτη, αστυνομικής βίας, το 2016 ήταν 55, το 2017 ήταν 58, το 2019 ήταν 63. Το 2020, ήταν 111 «εκ των οποίων 53 σημαντικές»... (σημείο 10). είναι μια συζήτηση που χρειάζεται να γίνει. Αλλά με ειλικρίνεια και σωστό τρόπο, προτού η κατάσταση ξεφύγει – τελείως. Για πολύ πιο ρηχή αντιπαράθεση στους δρόμους του Λονδίνου, παραιτήθηκε ο επικεφαλής του σώματος.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 20/3/2021. 

Η διαχείριση της τωρινής κρίσης

Η κατάσταση σήμερα γίνεται συνεχώς όλο και πιο έκρυθμη. Από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της απόφασης εγκατάστασης αστυνομικών φρουρών στο πανεπιστήμιο μέχρι τις κινητοποιήσεις εναντίον της αστυνομικής βίας και υπέρ του Κουφοντίνα, οι εξελίξεις δημιουργούν ένα βαθύ ρήγμα στο πολιτικό σύστημα. Ρήγμα που υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς.

1. Ποιος φταίει για αυτή την κατάσταση; Για πολλούς φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αφού είναι κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση που είναι πίσω από τις κινητοποιήσεις. Πρόκειται για μια θέση που, έτσι και αλλιώς, αποδίδει δυσανάλογη δύναμη στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το οποίο συνήθως σύρεται από τις εξελίξεις. Για άλλους, η ιδέα πως την κύρια ευθύνη φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να κάνει με τα ΜΜΕ που, συστηματικά, υποστηρίζουν την κυβέρνηση και κατασκευάζουν μια παραπλανητική εικόνα του τι συμβαίνει σήμερα. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άμοιρος ευθυνών – κυρίως με δηλώσεις τύπου Δρίτσα ή με τις γνωστές πολακικές συμπεριφορές. Την κύρια όμως ευθύνη την έχει η κυβέρνηση. Αφού εν μέσω πανδημίας ο πρωθυπουργός προχωρεί σε μια πολιτική που εντείνει την πόλωση. Μια πολιτική που, μεταξύ άλλων, οδηγεί στην επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης και στην άνοδο του αριθμού των κρουσμάτων.

2. Αυτή η πολιτική είναι ακόμα πιο απαράδεκτη αφού υπάρχουν άλλοι, λιγότερο πολεμοχαρείς τρόποι διαχείρισης των δυσλειτουργιών του πανεπιστημίου. Καθώς και άλλοι τρόποι διαχείρισης της υπόθεσης Κουφοντίνα. Στην πρώτη περίπτωση, όπως έχουν υποστηρίξει και προσωπικότητες που στηρίζουν την ΝΔ, αντί για την εγκατάσταση αστυνομικής φρουράς εντός του πανεπιστημίου θα έπρεπε να υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μη αστυνομικών φρουρών υπό την εποπτεία όχι του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αλλά των πρυτανικών αρχών. Πρυτανικών αρχών που θα υποχρεώνονται να καλούν την αστυνομία όταν συντρέχουν λόγοι. Γιατί ως γνωστόν, πολλές φορές για ενδοπανεπιστημιακούς/πελατειακούς λόγους η αστυνομία δεν καλείται.
Τέλος, ακόμα και αν ο πρωθυπουργός θέλει να υλοποιήσει την εσωτερική αστυνόμευση των πανεπιστημίων, τίθεται το εξής ερώτημα: γιατί δεν αναβάλλει το σχέδιό του μέχρι το τέλος της πανδημίας, αποφεύγοντας έτσι την κοινωνική ένταση και την παρεπόμενη αύξηση των κρουσμάτων που οι κινητοποιήσεις δημιουργούν; Σε αυτό το ερώτημα ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσει. Γιατί η μόνη απάντηση θα ήταν πως το κάνει για μικροκομματικούς λόγους. Προτιμά τις πολιτικές που ευνοούν το κόμμα του. Προτιμά τα περισσότερα κρούσματα και την προσπάθεια για μετάθεση των ευθυνών στην αξιωματική αντιπολίτευση από το τέλος των κινητοποιήσεων και την κοινωνική ειρήνη.

3. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση Κουφοντίνα. Με βάση μια νομοθετική ρύθμιση που η ίδια η κυβέρνηση θέσπισε, ο ισοβίτης τρομοκράτης έχει το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πως ο Κουφοντίνας δεν έχει αυτό το δικαίωμα, δεν είναι προτιμότερο να του επιτραπεί η μετάβαση στον Κορυδαλλό για να αποφευχθεί μια κατάσταση που συνεχώς τον ηρωοποιεί και ισχυροποιεί τους αναρχικούς υποστηρικτές του; Με δύο λόγια, αν ο πρωθυπουργός ήθελε να αποφύγει τις κινητοποιήσεις υπέρ του Κουφοντίνα, θα έπρεπε να αφήσει τον τελευταίο να επιστρέψει στον Κορυδαλλό. Γιατί δεν το κάνει; Για προφανείς λόγους. Ο κύριος είναι πως με τις ταραχές και στην υπόθεση του πανεπιστημίου και σε αυτή του Κουφοντίνα η προσοχή του κόσμου στρέφεται περισσότερο προς τους «ταραχοποιούς» και λιγότερο προς τα λάθη της κυβέρνησης.
Υπάρχουν επίσης και ψηφοθηρικοί λόγοι. Το κόμμα της ΝΔ επένδυσε, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πόλωση και στον διχασμό (βλ. Συμφωνία των Πρεσπών). Διαμόρφωσε ένα πολιτικό ακροατήριο με όρους σφοδρής αντιπαλότητας, σε αντίθεση μάλιστα με όσα πρεσβεύει μια μεγάλη μερίδα μετριοπαθών κεντροδεξιών. Το επιχείρημα λοιπόν πως για τις κινητοποιήσεις φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκρατεί αυτό το ακροατήριο – δίνοντας ψήφους που χρειάζεται στις επόμενες εκλογές. Εκλογές που μπορεί να έρθουν σύντομα. Είναι για τέτοιου είδους λόγους που ο πρωθυπουργός δεν ενδιαφέρεται για τις αρνητικές επιπτώσεις των κινητοποιήσεων. Δεν τον απασχολεί το γεγονός πως οι διαδηλώσεις και οι πορείες, τις οποίες ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε το ΚΚΕ δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν, θέτουν σε κίνδυνο την εξέλιξη της πανδημίας. Αυτό που μετράει πάνω από όλα είναι η συνέχιση της επιμεριστικής και αυταρχικής κυβερνητικής πολιτικής.

Συμπέρασμα. Είναι λιγότερο ο ΣΥΡΙΖΑ και περισσότερο η ΝΔ που ευθύνεται για τις τωρινές ταραχές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί μια έξαλλη, αυταρχική πολιτική που δεν λύνει τα σοβαρά προβλήματα που η χώρα αντιμετωπίζει. Ο πρωθυπουργός, όπως στις ταινίες του Φαρ Ουέστ, λειτουργεί ως «ήρωας που σώζει τα θύματα και τιμωρεί τους ληστές».

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/3/2021. 

Η καμπύλη Λάφφερ της μη-συμμόρφωσης

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα με την βίαιη αντιπαράθεση στις πλατείες και τους δρόμους – προχθές με μια ομάδα αστυνομικών (δηλαδή ανθρώπων που φέρουν στολή, με το εθνόσημο...) να λιανίζουν στο ξύλο μοναχικό πολίτη (του οποίου δόθηκαν, εν συνεχεία, επισήμως τα στοιχεία δημοσίως, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών του πεποιθήσεων), χθες το βράδυ στα πλαίσια μαζικής διαδήλωσης μια ομάδα ακόμη αταυτοποίητων ατόμων να λιανίζουν στα όρια της θανατηφόρου βλάβης αστυνομικό που ξηλώθηκε από την μηχανή του, όλα αυτά στην όχι-ακριβώς-μαχητική Νέα Σμύρνη – ,ο,τιδήποτε άλλο ως αντικείμενο ανάλυσης κινδυνεύει να μην έχει νόημα. Όμως τα όρια αυτής της στήλης, αλλά και η ανάφλεξη του δημοσίου λόγου αυτές τις ημέρες δεν επιτρέπουν να φθάσουμε το επιχείρημα εκεί που (φοβόμαστε) οδηγείται: το μονοπώλιο της βίας – που υποτίθεται ότι διακρατά το Κράτος – κινδυνεύει να ξεφύγει. Υπό περισσότερες της μιας έννοιες.
Αντ' αυτού, ο αναγνώστης θα μας επιτρέψει να μιλήσουμε για κάτι που – εκ πρώτης όψεως – θα φανεί πολύ απομακρυσμένο από την πίεση και την ένταση και την επικινδυνότητα των ημερών. Αν μείνει για λίγο μαζί μας, ίσως διαπιστώσει ότι κατά βάθος δεν είναι και τόσο άσχετο. Λοιπόν: θα μιλήσουμε για λίγο για την καμπύλη Λάφφερ. και για το φαινόμενο της μη-συμμόρφωσης, όταν οι κανόνες που τίθενται και επιχειρείται να εφαρμοσθούν ξεπερνούν ένα όριο λογικής απαίτησης.
Να θυμίσουμε ότι η Laffer curve, δημιούργημα ενός όχι-και-τόσο σημαντικού οικονομολόγου των Οικονομικών της Προσφοράς, του Αρθρουρ Λάφφερ της δεκαετίας του 70, αφορούσε το βάρος της φορολόγησης. Είχε υποστηρίξει ο Λάφφερ ότι, όσο η φορολόγηση βαραίνει, όσο οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται (ή και συνολικά η φορολογική πίεση εντείνεται: βάση επιβολής, μέθοδοι ελέγχου κοκ), για ένα διάστημα τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, τα έσοδα παρουσιάζουν κόπωση. διστάζουν. επιπεδοποιούνται. Όταν η πίεση αυξηθεί κι άλλο (αργότερα υπολογίσθηκε το σημείο καμπής κάπου στο 70%)... τότε, τα έσοδα κάμπτονται. Είτε δραστηριότητες εγκαταλείπονται. είτε οι άνθρωποι περνούν στην μαύρη οικονομία. Όταν αυξηθεί κι άλλο η πίεση, τότε τα έσοδα καταρρέουν. Η εκφώνηση της καμπύλης Λάφφερ έφερε την φορολογική μεταρρύθμιση της εποχής Ρέηγκαν στις ΗΠΑ. ύστερα εισήχθη και στην Ευρώπη. Πολλοί στην αρχή την καταφρόνησαν: ο Λάφφερ δεν είχε υψηλές ακαδημαϊκές περγαμηνές. Όμως η λογική του ότι υπάρχει όριο στην υπερφορολόγηση «ακούστηκε» έκτοτε (Ορθώς κάποιος θα μας παρατηρήσει ότι η Τρόικα, την εποχή των δικών μας Μνημονίων, «πέτυχε» με την προκαταβολή φόρου επόμενης χρήσης και την μετατροπή των ασφαλιστικών εισφορών σε επίφορο και με τις εισφορές αλληλεγγύης, να φτάσει σε φορολόγηση ανώτερη του 100% του εισοδήματος – χωρίς η οικονομική δραστηριότητα να λειώσει ολωσδιόλου. Όμως... η δυνατότητα λειτουργίας στην γκρίζα, την μαύρη, ή την κατάμαυρη οικονομία δίνει ΄ίσως μια απάντηση στο «πώς βγαίνει πέρα, αυτό;» υπό Ελληνικές συνθήκες).
Εκείνο, όμως που ζούμε τώρα είναι μια καμπύλη Λάφφερ της μη-συμμόρφωσης στα υπερηφάνως διακηρυσσόμενα και συνεχώς επιβαρυνόμενα μέτρα τιθάσσευσης του κορωνοϊού. Τα lock-down που συμπληρώνονται από curfews (ξενικά, οι λέξεις καταστολής της δραστηριότητας εντυπωσιάζουν περισσότερο...), η συνεχής αναφορά σε χαλάρωση που έρχεται στην επόμενη στροφή (και σε «έξυπνα μέτρα» που απλώς αποδεικνύονται πρόσθετες απαγορεύσεις), τα πρόστιμα, το πρότυπο βλοσυρό ύφος Νίκου Χαρδαλιά, επ' εσχάρων και λίγο ξυλοκόπημα στις πλατείες - όλα αυτά που μέχρις ενός σημείου συγκρατούσαν τον κόσμο, τώρα πλέον δημιουργούν αρνητικές αποδόσεις. Η συμμόρφωση υποχωρεί υποχωρεί κι άλλο. Κραυγές για τους νέους στις πλατείες, ακόμη περισσότεροι προσέρχονται. Κατάρες για τα κορωνοπάρτι, πύκνωση των κορωνοπάρτι, μέχρι και στο κτίριο της ΓΑΔΑ, ή πάλιν εκείνο της Πολιτικής Προστασίας ή του ΕΟΠΥ, ή των ΚΟΜΥ (ας τα βρουν μεταξύ τους). Οι πορείες διαδέχονται τις πορείες, οι απαγορεύσεις όταν έχει πολύν κόσμο αίρονται από μόνες τους αν δεν οδηγούν σε αναφλέξεις. Και, «φυσικά», ο κορωνοϊός διαδίδεται: η κάμψη της απόδοσης των μέτρων μετριέται στις εντατικές – και τους θανάτους.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 13/3/2021. 

Μάρτιος, ο μήνας αδιαφανών προετοιμασιών για τα ΕυρωΤουρκικά

Ο Μάρτιος που μόλις ξεκίνησε θα είναι για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, αλλά και γενικότερα για την τοποθέτηση της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο «με στρατηγική προσέγγιση», ένας μήνας εντατικής προετοιμασίας.
Τεχνικά, αυτό παραπέμπει στην προετοιμασία της συζήτησης των «27» στη Κορυφή της 25ης/26ης Μαρτίου – από την οποία στην Ελλάδα η έμφαση βρίσκεται στραμμένη στην υπόσχεση/προσδοκία διαμόρφωσης μιας στάσης συγκράτησης της Τουρκίας ως προς την συμπεριφορά της στα υπό σταθερή επιβάρυνση Ελληνοτουρκικά, στην Κύπρο στην συνέχιση της συζήτησης για τα μέτρα/κυρώσεις κατά της Άγκυρας για την συνεχιζόμενη πρακτική προσβολής κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πλην όμως, ήδη εδώ και εβδομάδες η διαμόρφωση «θετικής ατζέντας» απέναντι στην Τουρκία είναι φανερό ότι αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα των εν λόγω προετοιμασιών.
Ενώ η σχετική εντολή της Κορυφής του Δεκεμβρίου προς τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική Χοσέπ Μπορέλ είχε περιλάβει την κατάρτιση καταλόγου κυρώσεων/ «μέτρων» κατά φυσικών προσώπων και νομικών οντοτήτων εμπλεκομένων στις τουρκικές δραστηριότητες για έρευνες υδρογονανθράκων και ενώ είχε διακηρυχθεί τον Δεκέμβριο 2020 ότι η κατάσταση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας «δεν είναι θετική» για την Άγκυρα, ώστε να υπάρχει «η ανάγκη να εκτιμηθεί συνολικά η κατάσταση με την Τουρκία» αλλά είχε επιπροσθέτως ανακινηθεί και το ζήτημα εμπάργκο (ή, πάντως, αποεπιτάχυνσης παραδόσεων...) όπλων προς την Άγκυρα, τώρα η ισορροπία στην συζήτηση για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας έχει ανατραπεί. Η έμφαση – και από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ – στην ιδιότητα της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και στον «στρατηγικό χαρακτήρα» της συζήτησης για την Ανατ. Μεσόγειο τονίζουν την διάσταση της «θετικής ατζέντας». Ενώ, ταυτόχρονα, ο Βερολίνο ανακινώντας την προτεραιότητα της επικαιροποίησης της (5χρονης, ήδη) Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό ανεβάζει την λογική ενός ευρύτερου χρηματοδοτικού πλαισίου για την Τουρκία. Ενός πλαισίου που από την πρώτη γραμμή θα παραμερίζει την αντιστάθμιση του κόστους της συγκράτησης του προσφυγικού ρεύματος, προωθώντας περισσότερο επενδυτικές προτεραιότητες. Με τον τρόπο αυτό, θα βρεθούν εμπλεκόμενα στην «θετική ατζέντα» και ιδιωτικά/επιχειρηματικά συμφέροντα, που (θεωρείται ότι) θα εκτονώνουν την πολιτική ένταση όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στα ΕυρωΤουρκικά.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε δυσάρεστη ανατροπή. Δυσάρεστη και δυσοίωνη για την συνέχεια. Για χώρες όπως η Αυστρία (νωρίτερα θα προσθέταμε εδώ: «και η Γαλλία», όμως ήδη η Γαλλική στάση απέναντι στην Άγκυρα έχει αλλάξει ηχόχρωμα), παρομοίως αν και με την έμφαση στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Ιταλία και Ισπανία είναι από καιρό φανερό ότι συμπαρατάσσονται με την Γερμανική λογική. Το πρόσθετο ερώτημα που έχει εγερθεί, τώρα, είναι πώς συνέβη και η αποκρυστάλλωση της «θετικής ατζέντας» για την Τουρκία – και η αντιστάθμιση του κλίματος κυρώσεων, ή έστω συζήτησης περί κυρώσεων που πάντως αυτοϋπονομεύθηκε με τις διερευνητικές Ελλάδας-Τουρκίας και την άτυπη συνάντηση «5+1» για το Κυπριακό στην Γενεύη τον Απρίλιο (δηλαδή... μετά την Κορυφή ΕΕ «27» του Μαρτίου...) – αφέθηκε για τις 2-3 εβδομάδες του Μαρτίου. Η καθυστέρηση στην τελική προετοιμασία του εδάφους ευνοεί χειρισμούς κορυφής στην Κορυφή. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ έδειξε αμήχανος όταν εγέρθηκε το ζήτημα.
Πάντως, αναζητούνται φόρμουλες συγκερασμού – τυπικά «Ευρωπαϊκού» - των αντιδιαμετρικών προσεγγίσεων, προκειμένου να μην προκύψει εκείνο που αποτελεί διπλωματικό ανάθεμα: loss of face.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 6/3/2021. 

«Νομοθετήστε» και τελειώσαμε!

Ασφαλώς τίποτε δεν υπάρχει το κοινό μεταξύ της επόμενης μέρας μιας μεγάλης, καταστροφικής κακοκαιρίας όπως έζησε εκείνη που η Αττική με την «Μήδεια» και της υπόθεσης αηδίας-που-καταλήγει-σε-φρίκη με τις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που αναδύθηκαν και ήδη καταλήγουν σε δίωξη για παιδεραστία.
«Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει»: δεν είναι βέβαια ακριβώς έτσι! Διότι, πρώτα-πρώτα, και στις δυο αυτές απόλυτα ανόμοιες περιπτώσεις παρατηρείται μια ακραία κλιμάκωση, ένας υπερθετικός. Έτσι, το πέρασμα της «Μήδειας» δεν ήταν απλώς μια αποδιάρθρωση της λειτουργίας βασικών υποδομών στα 15 χιλιόμετρα από την Πλατεία Συντάγματος, ήταν φαινόμενο απόλυτης παράλυσης με δεκάδες χιλιάδες οικογένειες χωρίς ηλεκτρικό, νερό, επικοινωνία επί 3 ή και 4 ημέρες. και με «αυτονόητη» διακοπή κυκλοφορίας στο βασικό οδικό δίκτυο της χώρα Εθνική Οδό.
Αντίστοιχα, η καθυστερημένη εκδοχή αφύπνισης της Ελλάδας στο #metoo, ξεκίνησε μεν από περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης σε «κλειστούς» χώρους όπως ο αθλητισμός, το θέατρο, η τέχνη (άλλοι, αντίστοιχα περιχαρακωμένοι όπως το Πανεπιστήμιο, γενικότερα η εκπαίδευση αλλά και η δημοσιογραφία ή η πολιτική αναμένουν την σειρά τους) για να προχωρήσει όμως σε φαινόμενα κακοποίησης και βιασμών και να προσγειωθεί, ήδη, σε διώξεις για παιδεραστία.
Δεύτερον, η διαχείριση από την Πολιτεία – και την συνολική δημόσια σκηνή, με την μεσολάβηση του μαγικού κόσμου των Μέσων Ενημέρωσης – έδωσε σταθερά προέχοντα ρόλο στην επικοινωνιακή διαχείριση. Από την μια πλευρά με λογική συγκράτησης της ζημιάς, που δύσκολα αποφεύγει την μομφή της συγκάλυψης. από την άλλη με λογική καταγγελίας και ξηλώματος. Από δίπλα, σ' αυτά, η πλήρης – η απόλυτη – η ασύστολη πολιτικοποίηση. Έμπειροι πολιτικοί, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, προκειμένου να εξηγήσουν/δικαιολογήσουν αποφάσεις σαν το κλείσιμο της Εθνικής Οδού (αποφάσεις, σημειωτέον, που είχαν πρακτικά βάση όσο κι αν υποδηλώνουν πικρή παραίτηση!) οχυρώθηκαν πίσω από την κατηγορία-άγος «ο ΣΥΡΙΖΑ έκαψε 100 ανθρώπους στο Μάτι». Κεντρικοί συντελεστές όπως η Λίνα Μενδώνη πέρασαν από την αυτάρεσκη δήλωση άγνοιας στην περίπτωση Λιγνάδη στο «είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος». Ενώ ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, και στα δυο μέτωπα, επεδίωξε να βάλει τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο κέντρο της συζήτησης/των άμεσων (όχι απλώς πολιτικών...) ευθυνών. Όλη αυτή η διαδικασία επανεγκαθιστά στο κέντρο της (δήθεν) πολιτικής στην Ελλάδα του 2021 το γνώριμοι αντανακλαστικό: αναζήτηση της ευθύνης – απόσειση της ευθύνης.
Η άλλη, όμως, ομοιότητα είναι εκείνη που αληθινά τραυματίζει. Σε μια πολιτική μεταφορά του διαφημιστικού σλόγκαν «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!», και στις δυο ανόμοιες περιπτώσεις που είδαμε – αλλά και σε τόσες και τόσες άλλες – η προσέγγιση της επίσημης Πολιτείας είναι μια: «θα νομοθετηθούν νέες διατάξεις». Έπεσαν τα δένδρα; Έχει γίνει αδύνατη η συντήρηση των υποδομών; «Θα νομοθετηθούν σωστά οι αρμοδιότητες Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Ανίκανος για παρέμβαση ο ΔΕΔΔΗΕ; Κλείνουν οι Εθνικοί Οδοί; «Θα νομοθετηθεί ο συντονισμός των δράσεων». Προσβάλλει την κοινωνία η αποκάλυψη φαινομένων (ή δικτύων;) παιδεραστίας στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς; «Θα αυστηροποιηθούν οι ποινές, θα δυσχερανθεί νομοθετικά η παραγραφή!». Γενικεύεται η εικόνα σεξουαλικής παρενόχλησης, αν όχι βίας; «Θα νομοθετηθεί δίχτυ προστασίας ή/και μηχανισμοί αποτροπής».
Αυτή η νοοτροπία, της εξαγγελίας νομοθέτησής «και καθαρίσαμε» είναι η πιο αποτελεσματική παραίτηση από την ευθύνη. Πάγια. Διακομματική. Βολική.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 27/2/2021. 

Ο δεξιός λαϊκισμός

Ξεκινώ με τον λαϊκιστικό προσανατολισμό της κυβέρνησης στο θέμα του πανεπιστημίου. Στην ψήφιση δηλαδή ενός νομοσχεδίου που μετατρέπει τα ελληνικά πανεπιστήμια σε αστυνομοκρατούμενους οργανισμούς με την εγκατάσταση αστυνομικών μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Φρουρών που θα είναι υπόλογοι στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

1. Ποια θα ήταν η προφανής εναλλακτική, δημοκρατική λύση που ο πρωθυπουργός αγνόησε; Θα ήταν ένα μη αστυνομικό προσωπικό φύλαξης που δεν θα χρηματοδοτούνταν από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αλλά από τον πανεπιστημιακό προϋπολογισμό. Προϋπολογισμό που θα είναι υπό τον έλεγχο των πρυτανικών αρχών. Αυτή η λύση θα προϋπόθετε τη μη ολιγωρία του εκάστοτε πρύτανη, δηλαδή την υποχρέωση να ενημερώνει αμέσως την αστυνομία όταν παρατηρούνται έκνομες ενέργειες στον πανεπιστημιακό χώρο. Αυτό συχνά δεν γίνεται γιατί μερικοί από τους πρυτάνεις, για ενδοπανεπιστημιακούς, πελατειακούς ή άλλους λόγους, δεν ειδοποιούν τις αστυνομικές αρχές. Από την άλλη μεριά, μερικές φορές συμβαίνει και το αντίθετο. Η αστυνομία δεν εμφανίζεται ως οφείλει όταν ο πρυτανικές αρχές την ειδοποιούν. Και στις δύο απαράδεκτες αυτές περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχουν αυστηρές κυρώσεις.
Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, όπως σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, θα πρέπει να υπάρχει κάρτα εισόδου. Με αυτή θα επιτρέπεται η είσοδος φοιτητών, καθηγητών και υπαλλήλων σε μια σχολή. Θα πρέπει επίσης να υπάρχουν θυρωροί που θα ελέγχουν ποιος μπορεί να εισέρχεται χωρίς κάρτα εισόδου. Για παράδειγμα, όταν κάποιος προσκαλείται να δώσει μια διάλεξη.

2. Με βάση τα παραπάνω τίθεται το εξής ερώτημα. Γιατί ο πρωθυπουργός επέλεξε να λύσει τα, πράγματι, απαράδεκτα φαινόμενα με έναν βίαιο και αντιδημοκρατικό τρόπο; Την στιγμή μάλιστα που σημαντικά στελέχη της ΝΔ, όπως για παράδειγμα ο καθηγητής Θ. Φορτσάκης ή ο τέως υπουργός Γ. Σουφλιάς, εναντιώθηκαν στο μέτρο της αστυνόμευσης.
Καταλαβαίνω βέβαια γιατί η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως, η οποία δεν γνωρίζει καλά την ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα, εισηγείται μια αντιδημοκρατική λύση. Αλλά γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης που έχει σίγουρα την ικανότητα να βλέπει ρεαλιστικά τα πολιτικά δρώμενα, δεν αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν πιο πρακτικές και δημοκρατικές λύσεις για την πάταξη των παρανομιών που ενίοτε παρατηρούνται στο πανεπιστήμιο;

3. Κατά την γνώμη μου, ο πρωθυπουργός έκανε αυτή την επιλογή για καθαρά ψηφοθηρικούς, μικροκομματικούς λόγους. Ως γνωστόν, πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν πως η πλειοψηφία των πολιτών, ακόμα και ένα μέρος των ψηφοφόρων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στηρίζουν το νομοσχέδιο. Το ότι η υπερβολικά δαιμονοποιημένη εικόνα των πανεπιστημίων κατασκευάστηκε από τα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση ΜΜΕ δεν αλλάζει την κατάσταση. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το βασικό είναι η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές που πιθανώς θα έρθουν σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός έπρεπε να είχε προβλέψει πως θα υπήρχαν κινητοποιήσεις εναντίον της ψήφισης ενός νομοσχεδίου που ανακαλεί μνήμες της χουντικής περιόδου. Έπρεπε επίσης να είχε προβλέψει πως ακόμα και αν η αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω της πανδημίας, αποφάσιζε να μην στηρίξει τις μαζικές διαδηλώσεις φοιτητών και καθηγητών, δεν θα μπορούσε να τις αποτρέψει. Σίγουρα τα ήξερε όλα αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αλλά κατά την γνώμη του αυτό που προέχει είναι πώς θα ικανοποιήσει τον στενό πυρήνα του κομματικού ακροατηρίου του και θα κερδίσει το κόμμα του τις επόμενες εκλογές.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η κύρια ευθύνη για την περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας λόγω των κινητοποιήσεων δεν την έχουν οι πολίτες και τα υπόλοιπα κόμματα αλλά η κυβέρνηση. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν είχε καν την ευαισθησία να αναβάλλει λόγω της υγειονομικής κρίσης την ψήφιση ενός τόσο επίμαχου νομοσχεδίου. Πρόκειται καθαρά για μια περίπτωση όπου η ιδεολογική τύφλωση της κ. Κεραμέως και ο χρησιμοθηρικός λαϊκισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη υπερίσχυσαν.

4. Βέβαια, η εν λόγω κυβερνητική απόφαση δεν είναι το μόνο γεγονός που δείχνει τους λαϊκιστικούς προσανατολισμούς του πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σίγουρα ήξερε πως η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο μόνος τρόπος να λυθεί ένα πρόβλημα που ταλάνιζε τη χώρα για δεκαετίες – και που συγχρόνως έδειχνε μια κακή εικόνα εθνικιστικού μαξιμαλισμού και φανατισμού στους ευρωπαίους εταίρους μας. Αν ο σημερινός πρωθυπουργός συμφωνούσε με τη λύση που η προηγούμενη κυβέρνηση πέτυχε, θα είχε να αντιμετωπίσει την οργή της σωβινιστικής μερίδας του κόμματός του. Καθώς και τον παράλογο υπερπατριωτισμό όλων αυτών που λανθασμένα νομίζουν πως στον βαλκανικό χώρο υπάρχει μία Μακεδονία και είναι όλη δική μας.
Η ίδια λαϊκιστική τάση του πρωθυπουργού έχει παρατηρηθεί και στο προσφυγικό. Την στιγμή μάλιστα που η ηγεσία της ΕΕ, μετά τα τραγικά επεισόδια στην Μόρια, επεσήμανε την ανάγκη να μεταφερθεί ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων στην ενδοχώρα. Η κυβέρνηση όμως το έκανε με το σταγονόμετρο γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους νεοδημοκράτες δημάρχους και τους ντόπιους ψηφοφόρους που δεν ήθελαν πρόσφυγες στο «σπίτι τους».
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τωρινές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, και εδώ παρατηρούμε έναν λαϊκιστικό τρόπο διαχείρισης της κατάστασης. Αναφέρομαι στην παράλογη και μαξιμαλιστική θέση πως υπάρχει μόνο μια διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αυτή της οριοθέτησης των θαλάσσιων χώρων. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Όπως για παράδειγμα το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νήσων. Βέβαια η παρούσα κατάσταση μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μεριά της χώρας μας. Το συγκεκριμένο όμως ζήτημα παραμένει μια διαφορά που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Αυτή η μονοδιάστατη κυβερνητική στάση, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Και είναι σίγουρο πως το «blame game» θα το κερδίσει η Τουρκία. Μας συμφέρει αυτό; Δεν μας συμφέρει. Αν όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα βάλει τέλος στην πιθανότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – που είναι ο μόνος οργανισμός ικανός να αποφασίσει ποιες είναι οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Η κυβέρνηση όμως δεν θέλει την προσφυγή στην Χάγη. Γιατί σε αυτή την περίπτωση ξέρει πολύ καλά πως θα κερδίσουμε σε κάποια σημεία, αλλά θα χάσουμε σε κάποια άλλα. Η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Αφού συνεχώς ισχυρίζεται πως έχουμε σε όλα δίκιο. Έτσι, έχει διαμορφώσει ένα κλίμα όπου κάθε αλλαγή πλεύσης θα χαρακτηρίζονταν ως «προδοσία».
Συμπέρασμα: είτε κοιτάξουμε τον τρόπο που η ΝΔ χειρίζεται τις χρονίζουσες δυσλειτουργίες του πανεπιστημίου είτε την στάση της στην Συμφωνία των Πρεσπών, στο μεταναστευτικό καθώς και στις τωρινές ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις – σε όλα αυτά τα πεδία ακολουθεί μια πολική που υπηρετεί περισσότερο τα κομματικά και λιγότερο τα εθνικά συμφέροντα. Αν η παραπλάνηση των πολιτών για τη διατήρηση της εξουσίας είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό μιας λαϊκιστικής ηγεσίας, τότε ο δεξιός λαϊκισμός καλά κρατεί στη χώρα μας.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 27/2/2021. 

Κοινωνία πολιτών, αγορά, κράτος

Το άρθρο εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η κρατική εξουσία, οι μηχανισμοί της αγοράς και οι φορείς δράσης στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών επηρεάζουν και, σε έναν βαθμό, ελέγχουν τις εξελίξεις στον οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό χώρο.

Η αγορά

Κατά τη νεοφιλελεύθερη οπτική, η αγορά πρέπει να έχει περισσότερο βάρος σε σχέση με το κράτος. Γιατί όταν η οικονομική στρατηγική μιας κυβέρνησης δεν συναντά προσκόμματα από κρατικούς ελέγχους παρατηρούμε, σύμφωνα με αυτή την άποψη, υψηλή παραγωγικότητα και τη δημιουργία σημαντικού πλούτου. Ενός παραγόμενου πλούτου που στη συνέχεια, μέσω του λεγόμενου «trickle-down effect», διαχέεται προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Με αποτέλεσμα να κερδίζουν όχι μόνο οι εργοδότες, αλλά και οι εργάτες.
Το πρόβλημα με αυτή τη θέση είναι ότι συχνά η διάχυση του πλούτου προς τα κάτω δεν πετυχαίνει. Κυρίως γιατί δημιουργούνται τεράστιες ανισότητες. Ανισότητες που εντείνονται λόγω της έμμεσης φορολογίας που φτωχοποιεί κυρίως τους μη έχοντες, της ευνοϊκής για τις επιχειρήσεις φορολογίας και της μαζικής φοροδιαφυγής μέσω, για παράδειγμα, των συνεχώς αυξανόμενων φορολογικών παραδείσων. Αποτέλεσμα: οι τεράστιες ανισότητες περιθωριοποιούν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που, ως εκ τούτου, στρέφεται στον εθνολαϊκισμό. Είναι προφανές πως τα παραπάνω υποσκάπτουν σοβαρά τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Το κράτος

Όταν το κράτος υπερισχύει της αγοράς, όπως αυτό συνέβη στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο (1945-1975), σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις κατόρθωσαν να μειώσουν τις ανισότητες χωρίς να ανακόψουν την οικονομική ανάπτυξη. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πράγματι παρατηρούμε τη διάχυση του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Όπως επίσης παρατηρούμε τη διάχυση κοινωνικών δικαιωμάτων (δωρεάν υγεία, παιδεία και κοινωνική ασφάλιση), αλλά και πολιτικών δικαιωμάτων όπως η ισχυροποίηση των δημοκρατικών θεσμών μέσω της ευρύτερης συμμετοχής της εργατικής και μεσαίας τάξης στην ενεργό πολιτική.
Στα μέσα όμως της δεκαετίας του 70, μια σειρά εξελίξεων, με αποκορύφωμα τον λεγόμενο «στασιμοπληθωρισμό», διαμόρφωσαν συνθήκες όπου η σοσιαλδημοκρατική πολιτική της προηγούμενης περιόδου δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει,. Έτσι, ο συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και πληθωρισμού οδήγησε στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγκάστηκαν σε έναν βαθμό να ακολουθήσουν τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές και αξίες.
Κατά τους οπαδούς της σοσιαλδημοκρατίας, η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό οφείλεται κυρίως στη ραγδαία παγκοσμιοποίηση που μείωσε την αυτονομία του κράτους-έθνους. Αφού οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πια να ελέγξουν τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Έτσι κάθε προσπάθεια για σοβαρό κρατικό έλεγχο είχε ως συνέπεια τη φυγή των μεγάλων επιχειρήσεων σε χώρες όπου η φορολογία ήταν χαμηλή και η εργατική νομοθεσία σχεδόν ανύπαρκτη. Άρα, κατά τους σοσιαλδημοκράτες, μόνο σε ένα υπερεθνικό επίπεδο, όπως αυτό της ΕΕ, μπορούν οι σοβαροί, σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού έλεγχοι να επιστρέψουν.

Η κοινωνία των πολιτών

Υπάρχουν πολλοί ορισμοί του όρου. Ο πιο αποδεκτός στις κοινωνικές επιστήμες είναι πως η κοινωνία των πολιτών αναφέρεται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Σε ό,τι αφορά τον προβληματισμό περί ελέγχων, η θέση εδώ είναι πως υπάρχουν έλεγχοι που ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορεί να ασκήσει. Και αυτό γιατί στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών υπάρχουν σημαντικοί φορείς δράσης (Ανεξάρτητες Αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και διάφορα κοινωνικά κινήματα) που πιέζουν και ελέγχουν το κράτος και τις αγορές.
Για παράδειγμα, το κράτος πρέπει μεν να ελέγχει την αγορά, αλλά πρέπει επίσης και να ελέγχεται. Αυτό απαιτεί κυρίως, αλλά όχι μόνο, ισχυρές, ανεξάρτητες από τα κόμματα και την κυβέρνηση αρχές που όχι μόνο ασκούν κριτική, αλλά και επεμβαίνουν δυναμικά όταν παρατηρούνται φαινόμενα πελατειακότητας, διαφθοράς και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων της κρατικής μηχανής. Για αυτόν τον λόγο, στις δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες, κυρίως στη βορειοδυτική Ευρώπη (αντίθετα με τη χώρα μας όπου η κοινωνία πολιτών είναι ισχνή), υπάρχουν αποτελεσματικοί έλεγχοι από ανεξάρτητες αρχές. Σε αυτή την περίπτωση, οι ανεξάρτητες οργανώσεις και θεσμοί εντοπίζουν δυσλειτουργίες και παρανομίες και στον χώρο της αγοράς και στον χώρο της κρατικής μηχανής. Με δυο λόγια, οι ανεξάρτητες αρχές, όταν λειτουργούν σωστά, ελέγχουν και τη μονοπωλιακή ασυδοσία των αγορών και τους μηχανισμούς του κράτους.
Παρόμοιες παρεμβάσεις από ΜΚΟ και κοινωνικά κινήματα παρατηρούμε και στους χώρους της οικογένειας, της εργασίας, της παιδείας, του αθλητισμού και της τέχνης – χώρους όπου χρησιμοποιείται συστηματικά φυσική ή/και συμβολική βία εναντίον των πιο αδύναμων (παιδιών, γυναικών, μαθητών, αθλητών, υπαλλήλων, καλλιτεχνών κτλ.). Αυτού του είδους οι δράσεις της κοινωνίας των πολιτών, για παράδειγμα μέσω της δημοσιοποίησης και της γενικής κατακραυγής που οι φορείς της ενθαρρύνουν, αλλάζουν ριζικά τον κοινωνικό ιστό κατά χειραφετικό τρόπο.
Συμπερασματικά, είναι αδύνατον να καταλάβουμε πώς λειτουργούν ή δυσλειτουργούν οι σύγχρονες κοινωνίες όταν περιορίζουμε την ανάλυση στο δίπολο κράτος-αγορά. Γιατί η κοινωνία των πολιτών, ως ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς, μέσω διάφορων φορέων δράσης, όχι μόνο ελέγχει αλλά και διαμορφώνει σε έναν σημαντικό βαθμό τη λειτουργία και τον μετασχηματισμό των πολιτικών, οικονομικών και πολιτικών θεσμών.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/2/2021. 

40 χρόνια και 7 εβδομάδες: τι ακριβώς γιορτάζουμε;

Παραδοσιακά, οι επέτειοι γεγονότων που θεωρούνται ότι έχουν κάποια σημασία γιορτάζονται σε στρογγυλά νούμερα. Όμως, η 40η επέτειος από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ – ήδη ΕΕ – ή μάλλον τα 40 χρόνια από την έναρξη ισχύος της Πράξης Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΟΚ-ΕΚΑΧ-Ευρατόμ), που υπογράφηκε πανηγυρικά στο Ζάππειο τον Μάιο 1979 μετά από διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1976, προσπεράστηκε την 1η Ιανουαρίου 2021 με άκρα κριτικότητα. Και οι πλέον ένθερμοι Ευρωπαϊστές δεν την κατέγραψαν. Σήμερα δε, μόνον δηλαδή 40 χρόνια και 7 εβδομάδες μετά την 1/1/1981, θα τιμηθεί η επέτειος με ειδική συνεδρίαση στην Βουλή των Ελλήνων. Βέβαια η επέτειος δεν αξιώθηκε Ολομέλεια, αλλά Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων: προεδρεύων ο Νικήτας Κακλαμάνης, με συμμετοχή Μίλτου Βαρβιτσιώτη – Μαργαρίτη Σχοινά (βιντεοπαρουσία) – Δημήτρη Παπαδημούλη, μετά από χαιρετισμό του ΠτΒ Κώστα Τασούλα, όχι ακριβώς το υψηλότερο επίπεδο. Αντισταθμιστικά, λέει, θα φωταγωγηθεί η πρόσοψη της Βουλής των Ελλήνων (συνέχιση του συρμού των φωταγωγήσεων, που ξεκίνησε για την 200ετία του 1821, με το λογότυπο των 40 χρόνων) ενώ κάτι πιο επίσημο επιφυλάσσεται για την 9η Μάϊου («Ημέρα της Ευρώπης»/«του Αγίου Ρομπέρ Σουμάν» κατά την φιλική ονομασία της ημέρας στην διάλεκτο των Βρυξελλών) , δηλαδή στα 40 χρόνια και 18 εβδομάδες. Στις προθέσεις του εορτασμού, «να τροφοδοτηθεί η δημόσια συζήτηση για τον απολογισμό των 4 δεκαετιών» και «να αναδειχθεί η ιστορική σημασία της ένταξης».
Ίσως όμως η πιο σημαντική απόδειξη της επιζητούμενης ανάδειξης «ιστορικής σημασίας κοκ» είναι, ακριβώς, ότι (και) αυτή η επέτειος προσπεράστηκε σαν κάτι το αυτονόητο, χωρίς πολλά-πολλά. Όχι απλώς η ένταξη/προσχώρηση στην ΕΕ, αλλά η σταθερή λειτουργία στα Ευρωπαϊκά πλαίσια, η αίσθηση Ευρωπαϊκής ρουτίνας: αυτό καταλήγει να είναι το βασικό απόκτημα της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών. Τα – πολλά – ταρακουνήματα της διαδρομής, ενώ στην εποχή τους θεωρούνταν στιγμές αμφιβολίας και κινδύνου, ουσιαστικά δημιούργησαν την συγκολλητική ύλη των Ελλήνων στην «Ευρώπη». Η διακινδύνευση της αποσταθεροποίησης του 1988-91, η παρολίγον πρόσκρουση του 2019-20, η στενωπός των Μνημονίων με το 2012 και το 2015, η κρίση του Μεταναστευτικού/Έβρου του 2019 και τώρα η πανδημία, αυτά ήταν τα αληθινά ορόσημα.
Όποιος προσπεράσει την εύκολη δοξαστική λιτανεία των προθέσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή – του οποίου από τα τρία στοιχήματα που έβαλε με την πρωτοβουλία ένταξης, με την βοήθεια Ζισκάρ Ντ' Εσταίν/Σμιτ, το ένα δεν δοκιμάστηκε αληθινά (η εμπέδωση της δημοκρατίας λόγω ΕΕ, δηλαδή η απόσειση του πειρασμού αυταρχικών εκτροπών στην Ελλάδα), το δεύτερο βγήκε προφητικό τώρα τελευταία (η σχετική κατοχύρωση της γεωπολιτικής θέσης, ως άμυνα στα ΕλληνοΤουρκικά), το τρίτο κρίνεται συνεχώς (η οικονομική ενσωμάτωση και ο Ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός) – βλέπει ότι μέσα από παρ' ολίγον συγκρούσεις προχώρησε αληθινή ενσωμάτωση. Τι εννοούμε; Ότι , όταν ξεκινούσε - θεσμικά/νομικά – η ένταξη επί ΠΑΣΟΚ ριζοσπαστικής φάσης Ανδρέα Παπανδρέου, πολλοί είχαν (και αρκετοί εκδήλωναν, όχι άδικα) σοβαρές επιφυλάξεις για το τι θα σήμαινε το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, ίδιο συνδικάτο», ή πάλι η λογική δημοψηφίσματος για την έξοδο. Όμως δεν άργησε, με την προσέγγιση της επαναδιαπραγμάτευσης, του (τότε!) Μνημονίου και εν συνεχεία των Μεσογειακών Προγραμμάτων, να συμμαζευτεί η πολιτική πρακτική, και μέσα στην δεκαετία του΄80 να γίνει, στα μάτια των Βρυξελλών, η Ελλάδα ο «πιο καλός ο μαθητής». Κυρίως όμως, με την ροή των κοινοτικών πόρων η ίδια η Ελληνική κοινή γνώμη ανεκάλυψε την ΕΕ ως κάτι το... άμεσα συμφέρον, το θετικό. Όχι ακριβώς ιδεαλιστική η προσέγγιση, όμως πρόσδεση έφερε.
Η πρόσδεση αυτή άντεξε στην διατάραξη του οικονομικού εκτροχιασμού του τέλους της δεκαετίας του ΄80/των αρχών του ΄90! «Οι Βρυξέλλες» της εποχής Ντελόρ και οι Ευρωπαϊκές καγκελαρίες με πρώτο τον κύκλο Μιτεράν δεν ήθελαν ούτε καν να σκεφθούν την ιδέα μιας Ελληνικής αποτυχίας. Έτσι, όταν η Αθήνα δρομολογήθηκε προς συμμετοχή στην Ευρωζώνη – επί Κώστα Σημίτη, ασφαλώς, αλλά με Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να έχει υπογράψει (Συνθήκη Μάαστριχτ, Φεβρουάριο 1992) και με Ανδρέα Παπανδρέου της προσγειωμένης περιόδου να έχει κάνει τα πρώτα βήματα προσαρμογής (μέχρι το 1995) είχαν επισυμβεί δυο εξελίξεις. Πρώτον, στην Ελλάδα είχε προκύψει διαχρονική αίσθηση Ευρωπαϊκού ανήκειν/Ευρωπαϊκού στοιχήματος. Δεύτερον στο Ευρωπαϊκό σύστημα – παρά τις ικανές επιφυλάξεις – είχε γίνει δεκτή η, με διακυμάνσεις και προβλήματα, Ελληνική συμμετοχή ως πολιτική σταθερά.
Αυτή ήταν η φάση της ουσιαστικής ενσωμάτωσης. Αυτή εξηγεί γιατί στην συνέχεια άντεξε η Ελληνική συμμετοχή και του 2009-10 τον αληθινό εκτροχιασμό, και τα Μνημόνια, και το παρ' ολίγον Grexit (βλέποντας τα πράγματα από την σκοπιά των «εταίρων» οι οποίοι κάποια στιγμή αισθάνθηκαν έναντι της Ελλάδας ευθέως δανειστές) ενώ και το Ευρωπαϊκό σύστημα δέχθηκε να κάνει ικανές εκπτώσεις προκειμένου να κρατηθεί η Ελλάδα «εντός» (όσο κι αν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συνειδητοποιήθηκε η βιαιότητα της πίεσης στους υπό διάσωση/bail-out Έλληνες).
Η δια πυρός και σιδήρου συνέχιση της Ευρωπαϊκής πορεία της Ελλάδας: αυτό είναι που, έστω και χωρίς πολλή όρεξη μέσα στην πανδημία, γιορτάζεται ως 40ετία.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 18/2/2021. 

Η διαχείριση του φόβου, ο χειρισμός της ελπίδας

Την πρώτη φάση της πανδημίας του Covid-19, την άνοιξη του 2020 και του πρώτου lock-down, η βασική διαχείριση που προέκυψε (όχι κατ' ανάγκην «επελέγη», σίγουρα όμως όταν φάνηκε να πετυχαίνει καθιερώθηκε ως περίπου μονόδρομος...), ήταν διαχείριση του φόβου. Οι επισημάνσεις κι ύστερα οι περιγραφές και εν συνεχεία οι συστάσεις των λοιμωξιολόγων, επιδημιολόγων και των συναφών. η μετάφραση όλων αυτών από τους πολιτικούς σε lock-down και σε πλέγμα απαγορεύσεων. η μετάπλαση των παραπάνω σε κυλιόμενη μηντιακή στήριξη-προς-ενθουσιασμό-με-τον κίνδυνο όλα αυτά εγκατέστησαν τον φόβο στους ανθρώπους. Κι αυτό, μαζί με το νοιάξιμο για την υγεία του μικρού κύκλου οικογένειας/φίλων/κοντινών (προπαντός δε του εαυτού, στην Μεσογειακή μας εκδοχή), έδωσε την αποτελεσματικότητα του πρώτου lock-down. Ο κόσμος κλείστηκε, φυλάχτηκε.
Όπως όμως έχει παρατηρηθεί, ο φόβος είναι ένα ισχυρό όπλο, όπως ισχυρή ήταν και η ξιφολόγχη στην επίθεση μάχη με-σώμα. όμως δεν είναι σώφρον να πάει να καθίσει κανείς στην ξιφολόγχη. Έτσι και με τον φόβο: όταν υπερχρησιμοποιηθεί, βλάπτει. τραυματίζει την ίδια του την πειστικότητα. εξαχνώνεται από μόνος του. Άνθρωποι που έμεναν κλεισμένοι μέσα όχι βέβαια για να μην τους κόψει πρόστιμο ο όποιος Χαρδαλιάς, αλλά για να προστατευθούν και για να προστατεύσουν τους γονιούς τους, ακόμη και άνθρωποι που σαπούνιζαν τα φρούτα και που εγκαλούσαν από το απέναντι πεζοδρόμιο τον περαστικό αν δεν φορούσε μάσκα, σταδιακά και κυκλοφόρησαν και χαλάρωσαν και προσάρμοσαν τις ίδιες τους τις συμπεριφορές στην πράξη.
Έτσι πορεύθηκε ο κόσμος στο (κουτσουρεμένο, ταλαιπωρημένο από αμφίσημα μηνύματα, αλλά πάντως) μεγάλο Ελληνικό καλοκαίρι. Εκεί, με εμβληματική την εικόνα Μητσοτάκη με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Καλντέρας, έγινε η πολιτική αξιολόγηση ότι αποδοτικότερη θα ήταν – και πιο ανθρώπινη άλλωστε – η στροφή σε χειρισμό της ελπίδας. Τα αποτελέσματα, αναπόδραστα, τα είδαμε στο κλίμα του φθινοπώρου. Που μας έφθασε στην Θεσσαλονίκη...
Από εκεί και πέρα, με το εργαλείο της ελπίδας – που προσέλαβε στον διαγγελματικό λόγο του Πρωθυπουργού την διατύπωση περί «ήλιου του εμβολίου» - και με την φόρμουλα-υπόσχεση Χαρδαλιά/Κικίλια ότι «θα πάρουμε τις ζωές μας πίσω», η διαδοχική χρήση δόσεων φόβου και ελπίδας αξιοποιείται σε μια λογική φυσαρμόνικας, ακορντεόν ή εκκρεμούς (διαλέξτε!) ώστε να επιτευχθεί τι; Κάτι που λέγεται χτίσιμο προσδοκιών: προσδοκία ότι θα περάσουμε (ο καθένας/η καθεμιά, συν οι δικοί μας άνθρωποι) την πανδημία αλώβητοι. συν ότι «κάτι» θα διασωθεί από την οικονομική μας κατάσταση (για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους και τους όποιους προστατευμένους αυτό είναι ευθύγραμμο, για τους σε αναστολή εργαζομένους ή για τις επιχειρήσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής και των διευκολύνσεων ρευστότητας λίγο πιο δύσβατο). συν προσδοκία ότι η διαβόητη κανονικότητα, το άνοιγμα βρίσκεται στην αμέσως επόμενη στροφή. Άλλωστε... τα εμβόλια υπόσχονται την ανοσία της αγέλης εγκαίρως, άρα τελειώσαμε!
Εδώ όμως, προκύπτει κάτι που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Η ελπίδα, ειδικά εκείνη που σπέρνεται με διεξοδική επιχειρηματολογία και τεκμηριώνεται (ή: παριστάνει ότι τεκμηριώνεται, όπως π.χ. με την προβολή της εμβολιαστικής καμπάνιας που όλο και σκοντάφτει), δημιουργεί προσδοκίες. Και οι προσδοκίες, καλλιεργούμενες πολιτικά, μεταλλάσσονται – όμοια με τις μεταλλάξεις του ιού! – σε απαιτήσεις. Όταν όμως οι προσδοκίες που γεννά η ελπίδα έρθουν σε αντιπαράθεση με δυσάρεστη πραγματικότητα, όπως τώρα που τα κρούσματα ξεφεύγουν και το κλείσιμο επανέρχεται, και μάλιστα απαιτείται χειροκρότημα για το lock-down, τότε η διάψευση της ελπίδας φορτώνει άσχημα τις αντοχές.
Θα το δούμε στην συνέχεια. Στην λήξη (και) αυτού του lock-down, τέλη Φεβρουαρίου ή όποτε.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 13/2/2021.