Friday, 19 April 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Προς την ΔΕΘ, με προσγειώσεις

Μια επιλογή, που φαίνεται επιλογή διαδικασίας πλην είναι ουσιαστικότατα επιλογή περιεχομένου, διακινείται μηντιακά ότι κάνει με την φετεινή του άνοδο στην ΔΕΘ – την παρθενική της πρωθυπουργίας του – ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αν επαληθευθεί μέχρι τέλους, θα έχει ενδιαφέρον.
Αντί να οικοδομήσει, λέει, την παρουσία του στο παραδοσιακό μοτίβο των «παροχών» - δηλαδή των εξαγγελιών με οικονομικό περιεχόμενο, έστω με προγραμματικό συγκάλυμμα – θα σταθεί σε μια ανασκόπηση της μέχρι τώρα εφαρμοσμένης απαρχής οικονομικής πολιτικής (ελάφρυνση ΕΝΦΙΑ, 120 δόσεις, άρση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων), συν σε μια συμμαζεμένη επανάληψη των προεκλογικών εξαγγελιών για στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις (χώρος του ακινήτου, τουριστικό προϊόν). Από δίπλα , έμφαση στις προωθούμενες επενδυτικές επανεκκινήσεις: περισσότερο κι από το υπερσυμβολοποιημένο Ελληνικό – όπου με ζήλο προωθούνται οι ΚΥΑ, μένει όμως να προχωρήσει και η διαγωνιστική διαδικασία για το Καζίνο (με αποτέλεσμα), συν να μην προσβληθούν οι ΚΥΑ δικαστικά, ώστε και ο επενδυτής να κάνει τα βήματά του... - οι Σκουριές/Ελληνικός Χρυσός και ο Πειραιάς/ Cosco αξίζουν παρατήρηση.
Αυτά, δίπλα στην υπεροργανωτικότητα και την εικόνα αναζήτησης εκσυγχρονιστικών αιχμών – «Επιτελικό Κράτος»/ Γεραπετρίτης, ψηφιακή στροφή/Πιερρακάκης – και τις επισκέψεις του ίδιου του Πρωθυπουργού σε Ευρωπαϊκά κέντρα ισχύος, θα επιδιωχθεί να δώσουν μιαν εικόνα διαφορετικού.
Θα το περιμείνουμε να τα δούμε σε εξέλιξη, σε επιβεβαίωση. Η κληρονομιά της ΔΕΘ με τον λόγο περί παροχών είναι βαριά: πάει πίσω στην εποχή Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε και σφραγίσει, ως Μακεδόνας, την λογική της εκκίνησης της οικονομικής χρονιάς από την ΔΕΘ. απογειώθηκε με την προσέγγιση Ανδρέα Παπανδρέου, οπότε και περισσότερο καλλιεργήθηκε η λογική των «παροχών». δεν αναιρέθηκε ούτε επί Μητσοτάκη (Κωνσταντίνου) ούτε και επί Κώστα Σημίτη. έφθασε σε απόγειο με το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» Αλέξη Τσίπρα τις παραμονές των εκλογών του 2015.
Τώρα έχουμε και την άλλη πρόθεση Κυριάκου που, αυτή, μας προξενεί μια ελαφρά ανησυχία προς μειδίαμα: να καθιερωθεί, λέει, μια επίσημη πρωθυπουργική τοποθέτηση στην λογική του State of the Union Address των Αμερικανών Προέδρων, που σιγά-σιγά βρήκε μιμητές από ΕΕ/Γιουνκέρ μέχρι Γαλλία/Μακρόν, ανακεφαλαιωτική συν προγραμματική, στην αρχή του χρόνου. Πάντως, το να εγκαταλειφθεί/να αφεθεί στο παρελθόν η παράδοση των «παροχών» μόνον καλό θα κάνει στην δημόσια συζήτηση. Η ίδια η έννοια των παροχών, κουβαλάει μαζί της κάτι από την εικόνα αγαθού άρχοντα ο οποίος δίνει χαριστικά κάτι – λιγότερο ή περισσότερο απλόχερα... - στους συμπαθείς υπηκόους του. Ενώ όσα αποφασίζονται και υλοποιούνται, μέσα από την πολιτική και δη την κοινοβουλευτική διαδικασία, δεν είναι/δεν μπορεί παρά να είναι μελετημένες, σταθμισμένες με ισοζύγιο μέλλοντος πολιτικές για το κοινό καλό.
Βέβαια, οι ΔΕΘ της εποχής μας – ιδίως μετά την ανώμαλη προσγείωση του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» το 2015 και μετά... – χρησιμεύουν και για προσγειώσεις στην πραγματικότητα. Ήδη , τα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ για ανάπτυξη το β' 3μηνο της χρονιάς (1,9%, που δίνουν α' 6μηνο 1,5%) «συμμαζεύουν» τον αυριανό στόχο 3-4% σε ετήσια βάση, στόχο που από μόνος του θα έφερνε λύσεις... Η φετεινή πάντως ΔΕΘ θα δώσει στον Μητσοτάκη προπαντός την ευκαιρία, ανηφορική ευκαιρία, να προχωρήσει την προσγείωση σε τρία μέτωπα: της διαπραγμάτευσης νέων ισορροπιών με τους «εταίρους» στην μεταΜνημονιακή πορεία, όπου ήδη στο μέτωπο των πρωτογενών πλεονασμάτων πορεύθηκε με προσοχή ιχνηλάτη σε ναρκοπέδιο. της οριστικής επανατοποθέτησης απέναντι στην Συμφωνία των Πρεσπών. της ανακάλυψης υπό – σοβαρή, πλέον – πίεση των πραγματικών διαστάσεων του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού, σε συνθήκες μετακαλόκαιρα του 2019. Ο ίδιος ο Κυριάκος φάνηκε να συνειδητοποιεί την δυσχέρεια του εγχειρήματος, όταν – στο Βερολίνο - προσπάθησε να «κάψει» από μόνος του την πολιτικά δηλητηριώδη έννοια της κωλοτούμπας γύρω από την μετάθεση της προσπάθειας για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. (Και τούτο, όταν από πλευράς Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είχε πολιτικά διαθέσιμη την τοποθέτηση Τσίπρα περί στήριξης «κάθε σοβαρής προσπάθειας για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων»). Το ζήτημα του Μακεδονικού, και μάλιστα στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα στην συνέντευξη Τύπου της Κυριακής, μπορεί να ζορίσει περισσότερο τα πράγματα. Το δε υπό δυσοίωνη εξέλιξη μέτωπο του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού – το οποίο αυτονόητα επιδεινώνεται λόγω γεωπολιτικών παραγόντων, που δεν ξορκίζονται βέβαια με απλοϊκότητες περί «καλύτερης φύλαξης των συνόρων» – κινδυνεύει να αποτελέσει ΤΟ ναρκοπέδιο αυτής της φάσης. Όμως όλα αυτά, θα τα δούμε στην πράξη.
Μέχρι τότε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει πρώτιστο σύμμαχο στην άσκηση διακυβέρνησης την αμηχανία της Αντιπολίτευσης – η οποία θα ΄χει την δική της ευκαιρία στην ΔΕΘ... - αλλά και την αίσθηση ευρύτερης ανοχής της κοινής γνώμης. Που, και αυτή, θα ξανασυναντηθεί με την πραγματικότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 7/9/2019. 

Αυτό το βουνό δεν έλιωσε

Συμβαίνουν πράγματα στον κόσμο. Οι πάγοι στην Αρκτική λιώνουν ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν. Οι ακραίες κλιματικές μεταπτώσεις είναι ορατές ακόμα και σε κείνους που η ορατότητά τους σκιάζεται από το κόκκινο καπελάκι MAGA. Η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο βρίσκεται στο έλεος του πιο απρόβλεπτου προέδρου που έχει ποτέ κατοικήσει στον Λευκό Οίκο, ένας εμπορικός πόλεμος κλιμακώνεται, μια διεθνής ύφεση πιθανόν ελλοχεύει. Δεν πάμε πολύ καλά.

Σε αυτό το γεμάτο κινδύνους παγκόσμιο περιβάλλον, οι διεθνείς θεσμοί μπάζουν νερά, περισσότερα κι από όσα παράγουν τα τηκόμενα παγόβουνα της Γροιλανδίας. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού εξακολουθεί να διευρύνεται, όταν τα παγκόσμια προβλήματα επιτάσσουν στενό συντονισμό και κοινές προσεγγίσεις. Τουλάχιστον η τελευταία διάσκεψη του G7 ανέδειξε έναν διεθνή ηγέτη στο πρόσωπο του φιλελεύθερου ευρωπαϊστή Μακρόν, που ακτινοβολεί αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Τουλάχιστον η επίμονη ευρωπαϊκή ενότητα (παρά τις πολλαπλές ρωγμές) αντέχει, τελευταία άμυνα μιας ιστορικής συνείδησης που επιτάσσει ορθολογική συνεργασία και κοινούς θεσμούς για τις προκλήσεις που υπερβαίνουν τα εθνικά μεγέθη.

Οι βασικές σταθερές του φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος (κοινοβουλευτική δημοκρατία, διατλαντική συνεργασία, πολυμερείς θεσμοί, ανοικτό εμπόριο) σφυροκοπούνται από δημαγωγούς. Ο στενόμυαλος εθνικισμός δεν αποδυναμώνει μόνο τα συλλογικά διεθνή αγαθά, πλήττει πρώτα την ίδια την εθνική δημοκρατία, όπως δείχνει ο κατήφορος του Brexit.

Το Brexit ξεκίνησε από μια λογική αδυνατότητα: είναι αδύνατη η πλήρης έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. χωρίς τη δημιουργία ενός σκληρού εξωτερικού συνόρου είτε μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας (άρα καταρρέει η ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία) είτε μεταξύ Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (άρα διασπάται το Ηνωμένο Βασίλειο). Πλέον, η πορεία προς τον παραλογισμό συναντά τον θεσμικό εκτροχιασμό.

Είναι διαπεραστική η ειρωνεία του Brexit, που ψηφίστηκε υποτίθεται για να αποκατασταθεί η κυριαρχία του βρετανικού Κοινοβουλίου έναντι των Βρυξελλών. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε το πρώτο βήμα απομείωσης της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας. Το δράμα συνεχίζεται με έναν (μη εκλεγμένο) πρωθυπουργό που, για να μην καταπέσει η πολιτική του στο Κοινοβούλιο, προτιμά να κλείσει τη Βουλή των Κοινοτήτων για πέντε εβδομάδες.

Είθισται στη δημοκρατική Ευρώπη τα κοινοβούλια να καταργούν τον πρωθυπουργό κι όχι το αντίστροφο. Παρατηρούμε τον κατήφορο μιας ιστορικής δημοκρατίας υπό το βάρος μιας ιδεοληπτικής εμμονής. Η χρόνια δαιμονοποίηση της Ε.Ε. κατέληξε σε εθνική αυτοχειρία. Ενα μεγάλο έθνος οδηγείται σε παρακμή και διχασμό στα χέρια αλαζόνων δημαγωγών.

Είναι ευτύχημα ότι, στην παγκόσμια καταιγίδα, η χώρα μας έχει βρει το ασφαλέστερο δυνατό λιμάνι. Σε μια Ευρώπη που οι αξίες της συνεχίζουν να συγκινούν και τα συμφέροντά της να συμβαδίζουν με την αλληλεγγύη και τη συνοχή.

Η ελληνική δημοκρατία δοκιμάστηκε βάναυσα τα χρόνια της κρίσης, αλλά άντεξε. Κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν υπό την πίεση των οικονομικών συνθηκών να νομοθετούν χωρίς επαρκή χρόνο κοινοβουλευτικής διαβούλευσης. Ενα τυχοδιωκτικό, ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα έφερε την κοινωνία στα πρόθυρα εμφύλιου διχασμού και τη χώρα σε προθανάτια εμπειρία. Ομως η χώρα άντεξε, κι οι δημοκρατικοί θεσμοί βγήκαν δυνατότεροι. Παρά την ακραία δοκιμασία, η κοινωνία παρήγαγε την ευρύτερη διακομματική συναίνεση στην ολοκλήρωση των μνημονίων. Τα κόμματα ωρίμασαν βίαια σε σχέση με το υπερφίαλο παρελθόν τους, καθώς αναγκάστηκαν (σε διαφορετικές στιγμές) να καταπιούν τα παχιά λόγια και να αναλάβουν οδυνηρές ευθύνες για να αποτρέψουν τα χειρότερα.

Οι εκλογές του Ιουλίου παρέδωσαν ένα από τα πιο φιλοευρωπαϊκά και μετριοπαθή κοινοβούλια στην Ε.Ε. Είναι θετική εξέλιξη για τη χώρα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητεί τη νέα του ταυτότητα στη γειτονιά της ευρύτερης φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς. Είναι ακόμα θετικότερο ότι η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε με υψηλό νομοθετικό δυναμισμό, μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα και (ως επί το πλείστον) αξιοκρατικές επιλογές, υπό έναν πρωθυπουργό που επικοινωνεί με τους ομολόγους του ως ίσος προς ίσον.

Η Ελλάδα δίνει το παράδειγμα μιας ευρωπαϊκής χώρας που πέρασε από τα χειρότερα και άντεξε. Μπήκε πρώτη στην κρίση, είχε την πρώτη γνήσια λαϊκιστική κυβέρνηση κι είναι η πρώτη που δείχνει ότι υπάρχει ζωή μετά την κρίση και μετά τον λαϊκισμό. Οι κίνδυνοι βέβαια δεν έχουν φύγει από τον ορίζοντα. Όμως η χώρα δικαιούται μια ανάσα ικανοποίησης και υπερηφάνειας. Δοκιμαστήκαμε και βγήκαμε με το μέτωπο ψηλά. Αυτό το βουνό δεν έλιωσε στις ακραίες θερμοκρασίες.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" την 1/9/2019. 

Τι είδους εορτασμό του ’21 θέλουμε;

Στις 25 Μαρτίου 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η περιφερειάρχης κυρία Δούρου οργάνωσαν ένα πρωτοφανούς επιπέδου κιτς «γλέντι», με τσολιάδες να χορεύουν στο Σύνταγμα, για να τιμήσουν το 1821. Αν ο «προοδευτικός» ΣΥΡΙΖΑ προβαίνει σε τέτοιου τύπου εθνικολαϊκισμούς, λογικό είναι να αναμένει κανείς κάτι χειρότερο από τη «συντηρητική» Ν.Δ. στη διακοσιοστή επέτειο, το 2021. Ομως η γραμμική λογική δεν ισχύει πάντα, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει δείγματα προοδευτικότητας άπιαστα από τους καλούμενους «προοδευτικούς». Για τον λόγο αυτόν, με εξέπληξε η είδηση ότι επέλεξε τη Γιάννα Αγγελοπούλου για επικεφαλής της επιτροπής «Ελλάδα 2021».

Η επέτειος του 1821 μας προσφέρει την ευκαιρία να καταλάβουμε καλύτερα την κοινωνία μας. Είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας κληρονομιά του '21; Είναι η οικογενειοκρατία απότοκος της παράδοσης των κοτζαμπάσηδων και των αρματολών; Οι πελατειακές σχέσεις; Η απείθεια;

Η ακραία ιδιοτέλεια; Η διαφθορά; Η ποιότητα και ο ρόλος της Εκκλησίας είναι κληρονομιά της τότε Εκκλησίας; Πού βρίσκονται οι ρίζες του σημερινού αντιδυτικισμού; Υπάρχει αναλογία μεταξύ της τότε διασποράς και των σημερινών 5 εκατ. Ελλήνων που συνεχίζουν να ζουν εκτός Ελλάδος; Είναι τυχαίο πως το τότε πιο δυναμικό κομμάτι του ελληνισμού (Κοραής, Φιλικοί, Ιερός λόχος, Μαυροκορδάτος, Καποδίστριας κ.λπ.) ανήκε στη διασπορά, όπως και σήμερα; Ποια από όσα διδασκόμαστε στα σχολεία αποτελούν ιστορικά γεγονότα και ποια είναι μύθοι (Αγία Λαύρα, κρυφό σχολειό κ.λπ.);

Αγνοώ αν έχει κάποια σχέση με τα παραπάνω η κυρία Αγγελοπούλου, η οποία οργάνωσε το θέαμα της Ολυμπιάδας του 2004. Φοβάμαι ότι η επιλογή της προοιωνίζεται έναν ακόμα εορτασμό-θέαμα, στα χνάρια των Ολυμπιακών Αγώνων ή των 200 ετών της Γαλλικής Επανάστασης.

Αλλωστε, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού συνηγορούν:

«Το 2021 θα είναι μια χρόνια που όλοι οι Έλληνες θα γιορτάσουμε μαζί και ενωμένοι τα 200 χρόνια ελευθερίας του ελληνικού κράτους, με υπερηφάνεια για το παρελθόν μας και αυτοπεποίθηση για το μέλλον μας». Όταν το 2011 ο ΣΚΑΪ προσπάθησε, με την καθοδήγηση του γνωστού ιστορικού Θάνου Βερέμη, να αγγίξει αυτά τα θέματα, εισέπραξε (όπως και ο κ. Βερέμης), αντί υπερηφάνειας, πλήθος επιθέσεων από Ελληναράδες. Το 2004 μετακόμισα μακριά από την Ελλάδα διότι τέτοιου τύπου εορτασμοί-θεάματα με ενοχλούν. Θα με υποχρεώσει ο κ. Μητσοτάκης να το ξανακάνω;

*Δημοσιέυτηκε στην "Καθημερινή" στις 28/8/2019. 

200 χρόνια από την Επανάσταση του ‘21: η πρόκληση του εορτασμού ενός διεθνούς φαινομένου

Σε 1,5 περίπου χρόνο συμπληρώνονται 2 αιώνες από το 1821 δηλαδή την ιδρυτική πράξη της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και του σύγχρονου ελληνικού κράτους του οποίου η επίσημη δημιουργία επήλθε λίγα χρόνια αργότερα. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένα γεγονός που δεν έχει καταλάβει την αρμόζουσα θέση του στην ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι η πρώτη επιτυχημένη Επανάσταση του 19ου αιώνα, η πρώτη Επανάσταση που βάλλει ευθέως κατά της περίφημης συμφωνίας της Βιέννης του 1815, η πρώτη Επανάσταση που πλήττει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο μαλακό υπογάστριό της, η Επανάσταση που ξεκινά τη διάσπαση της «ορθόδοξης κοινότητας των Βαλκανίων» εισάγοντας εθνικά στοιχεία και, τέλος, η Επανάσταση που θα ξεκινήσει την επαναχάραξη των ευρωπαϊκών συνόρων, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί έναν αιώνα αργότερα, στην πιο τοπική κλίμακα με τους Βαλκανικούς Πολέμους και στην ευρωπαϊκή με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σηματοδοτεί δε την έναρξη του ελληνικού 19ου αιώνα, πλούσιου σε γεγονότα που θα καταλήξει με το τέλος των Αυτοκρατοριών και την ίδρυση των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και θα οδηγήσει στον τριπλασιασμό της Ελλάδας εδαφικά αλλά και στη συρρίκνωση του Ελληνισμού πολιτισμικά με τη Μικρασιατική καταστροφή. «Νέου τύπου Επανάσταση – νέου τύπου επαναστάτες. Μπορεί ανάμεσα στους ανθρώπους της εξέγερσης να είναι περισσότερο οι αυθόρμητοι "αγωνιστές" και λιγότεροι οι ενσυνείδητοι επαναστάτες, όλοι τους όμως είναι στρατευμένοι –άλλος λιγότερο και άλλο περισσότερο– στο όραμα του εθνικού κράτους (...) Πράγματι ένα μείγμα νεωτερικών διανοουμένων, βγαλμένο από την κοιτίδα του διαφωτισμού, ανθρώπινο δυναμικό από τον χώρο της οικονομικής ζωής (έμποροι, βιοτέχνες, ναυτικοί), παραδοσιακοί άρχοντες σε διαδικασία υπέρβασης της τοπικής τους ταυτότητας, ένοπλοι «κλεφταρματολοί» ή επαγγελματοποιημένοι στρατιωτικοί στα έμμισθα σώματα της Επτανήσου υπηρετούν τώρα την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης. Η μεγάλη αλλαγή του χριστιανού υποτελούς σε δυνάμει Έλληνα πολίτη έχει ήδη αρχίσει». Με αυτό τον σύντομο αλλά τόσο περιεκτικό ορισμό ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του 1821, ο καθηγητής Β. Παναγιωτόπουλος συμπυκνώνει την περίεργη αλλά και τόσο πετυχημένη ώσμωση των διαφορετικών συνιστωσών του Ελληνισμού σε μια ιδιότυπη και συχνά ετερόκλητη σύγκλιση που αποσκοπούσε σε ένα βασικό και κοινό σκοπό έστω και αν οι νοηματοδοτήσεις του ήταν συχνά διαφορετικές: την ελευθερία. Το 1821 θα περάσει μέσα από κάποιες προσεγμένες προθήκες, μέσα από κάποια ίσως σπάνια εκθέματα και κάποιες προσεγμένες λεζάντες αλλά θα χάσει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ένα φαινόμενο και όχι απλά σ' ένα μουσειακό έκθεμα. Το ελληνικό κράτος ως ο κληρονόμος αλλά και το δημιούργημα αυτής της Επανάστασης όφειλε την επέτειο των 2 αιώνων να την αναδείξει, να τιμήσει από τη μια μεριά τους φουστανελοφόρους πολεμιστές αλλά και δυτικότροπους διανοούμενους, τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς αλλά και τους ξένους που συμμετείχαν σε αυτή την Επανάσταση που πήγε κόντρα σε όλη την ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων του ειρηνικού για την Ευρώπη 19ου αιώνα και από την άλλη μεριά να εορτάσει την ιδρυτική πράξη της συγκρότησής του αναδεικνύοντας τις φάσεις διαμόρφωσης του από το τότε στο σήμερα. Η ανάδειξη του 1821 δυο αιώνες μετά, το ενωτικό του μήνυμα, η απεύθυνση σε όλες τις δυνάμεις που αποτελούν πλέον το κοινωνικό σώμα, από εκείνους που έφυγαν στο εξωτερικό μέχρι τους μετανάστες, θα ήταν όχι μόνο μια ανάδειξη του νεωτερικού ιστορικού βάθους της Ελλάδας αλλά και της δυνατότητας του μετασχηματισμού της ως σήμερα, από επαρχία της οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε χώρα μέλος της Ε.Ε. 

Παρόλα αυτά, για το 1821 η κρίσιμη 5ετία 2015-2019, όταν θα έπρεπε να σχεδιαστεί η ανάδειξή του ως εθνικού και ευρωπαϊκού φαινομένου, πήγε χαμένη. Κανένας κεντρικός σχεδιασμός, καμία κατεύθυνση αλλά κυρίως καμία διάθεση συζητήσεων, δημιουργίας, ανοίγματος του ιστορικού ορίζοντα από το 1821 στο σήμερα. Οι ιδιωτικοί μουσειακοί φορείς –όπως αυτός που έχω την ευθύνη της διεύθυνσης– προσανατολίζονται στην ανάδειξη κάποιων εκθεμάτων που σχετίζονται με την περίοδο ή στη διοργάνωση κάποιων εκθέσεων ανάλογα με το ύψος των δυνατοτήτων τους ή των χορηγιών που θα λάβουν, προσπαθώντας κυρίως να αναδείξουν κάποια κομμάτια της μνήμης πολύτιμα μεν, σκόρπια δε. Λείπουν, όμως, οι μεγάλες θεματικές ενότητες , οι νέες τεχνολογίες, ακόμα ίσως και οι ενσώματες μουσειακές εμπειρίες. Λείπει η μεγάλη εικόνα της εποχής, ο μετασχηματισμός στο σήμερα. Το 1821 θα περάσει μέσα από κάποιες προσεγμένες προθήκες, μέσα από κάποια ίσως σπάνια εκθέματα και κάποιες προσεγμένες λεζάντες αλλά θα χάσει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ένα φαινόμενο και όχι απλά σ' ένα μουσειακό έκθεμα. Προφανώς, ο χρόνος πλέον λειτουργεί αντίστροφα μέχρι το 2021, παρόλα αυτά, θα μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα σε κεντρικό επίπεδο: μια βάση εκδηλώσεων σε όλο το πολιτισμικό φάσμα ώστε η παλέτα να γίνει πιο πολύχρωμη και πιο συμμετοχική (τι ωραίο που θα ήταν παιδιά μεταναστών 2ης γενιάς που έχουν πάει εδώ σχολείο να έλεγαν πως το αντιλαμβάνονται το '21 ή να κάνουν συγκρίσεις με αντίστοιχες επετείους στις χώρες προέλευσης των γονιών τους), μια μελέτη των προγραμματισμένων εκθέσεων ώστε να αποφευχθούν επικαλύψεις και να εκτεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία από την προεπαναστατική προετοιμασία και τα επαναστατικά χρόνια. Επίσης, η δημιουργία θεματικών ενοτήτων όπως η έννοια της ελευθερίας στο χθες και στο σήμερα, η παρέμβαση του ξένου παράγοντα στη πορεία προς τη διαμόρφωση κράτους, τον μετασχηματισμό των κοινοτήτων, την πρόσληψη του 1821 στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Για να γίνω και κάπως πιο τολμηρός, στο ιστορικό πεδίο έχουμε καταφέρει σήμερα να έχουμε κάποιες σύγχρονες ιστορίες του Νεότερου Ελληνισμού, κάποιες ίσως πιο τολμηρές περιοδολογήσεις, το 2021 θα μπορούσαμε να έχουμε μια νέα συνολική θεώρηση του 1821 που θα ξεκινά από το χθες και θα φτάνει στο σήμερα; Εκεί όπου η δημόσια και ιδιωτική σφαίρα θα συναντιόντουσαν, το Θέατρο και το Μουσείο θα συνεργαζόντουσαν, εκεί όπου ετερόκλητες δυνάμεις του Πολιτισμού θα φώτιζαν με την δική τους θέαση το μεγάλο γεγονός που προκάλεσε μετακίνηση των ιστορικών τεκτονικών πλακών στη περιοχή των Βαλκανίων αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1821 το αξίζει γιατί είναι η χρονιά που έθεσε τις βάσεις να τεθούν ως αρχές άλλα προτάγματα και άλλα οράματα, για να μπορεί ο κάθε πολίτης της νέας δομής που δημιουργήθηκε να δρα και να σκέφτεται ελεύθερα γιατί όποιος «ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».

*Δημοσιεύτηκε στην lifo.gr στις 21/7/2019. 

**Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης είναι ιστορικός, Διευθυντής του Μουσείου Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία.

 

Η Επιτροπή Ανταγωνισµού στην οικονοµική κρίση

Με αφορμή την ανακοίνωση των νέων μελών της Επιτροπής Ανταγωνισµού παραθέτω άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ πριν απο εννέα χρόνια. Οι προτάσεις μου ισχύουν ακόμη καί τώρα. Τις ίδιες προτάσεις είχα καταθέσει και στη Βουλή αλλά δεν άκουγε κανείς τότε.

Η Επιτροπή Ανταγωνισµού στην οικονοµική κρίση
(ΤΑ ΝΕΑ | 14-6-2010)

'ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ Να ελέγχονται όχι µόνον οι δυσλειτουργίες της αγοράς, αλλά και το κατά πόσον η νοµοθεσία και οι υπουργικές αποφάσεις εµποδίζουν την υγιή ανάπτυξη του ανταγωνισµού.'

Η κυβέρνηση επιδιώκει µειώσεις τιµών που να αντισταθµίζουν τις απώλειες από τις µειώσεις των µισθών και των συντάξεων. Πρόσφατα όµως ανακοινώθηκε πως ο πληθωρισµός αυξήθηκε τον Μάιο στο 5,3% από 4,7% τον Απρίλιο. Παρότι αυτή η αύξηση αποδίδεται κυρίως στις αυξήσεις των έµµεσων φόρων και του ΦΠΑ, υπάρχει µια άλλη σηµαντική διάσταση του προβλήµατος, η οποία αφορά τη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισµού (Ε.Α.).

Η Επιτροπή είναι σήµερα απλός παρατηρητής των στρεβλώσεων και των συνθηκών στην αγορά (π.χ. διαφορά τιµής του αυτού προϊόντος εντός Ε.Ε.) και λειτουργεί µόνο ως µηχανισµός έγκρισης συγχωνεύσεων, µε αποτέλεσµα να µην ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελληνικής οικονοµίας.

Η αλλαγή της λειτουργίας της οφείλει να στηριχτεί σε τέσσερις βασικούς άξονες: Πρώτος άξονας είναι η επανεξέταση του ρόλου της, δεύτερος είναι η ανάγκη θέσπισης προτεραιοτήτων, τρίτος η αναδιάρθρωση της δοµής και του προσωπικού της και τέλος η επιτάχυνση της αντιµετώπισης των δικαστικών καθυστερήσεων.

Οσον αφορά τον πρώτο άξονα, η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίζει ότι λειτουργεί ο ανταγωνισµός αποτελεσµατικά. Σ'αυτό το πλαίσιο οφείλει αφενός να αναλαµβάνει δράση κατά των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών και αφετέρου να ενηµερώνει την κυβέρνηση, τις δηµόσιες αρχές, τις επιχειρήσεις και το ευρύτερο κοινό σχετικά µε θέµατα ανταγωνισµού.

Εποµένως η προαγωγή του ανταγωνισµού και όχι ο τυπικός και νοµικός έλεγχος θα έπρεπε να είναι η ουσία αυτού του θεσµού.

Είναι απαραίτητο επίσης να ελέγχονται όχι µόνον οι δυσλειτουργίες της αγοράς, αλλά και το κατά πόσον η νοµοθεσία και οι υπουργικές αποφάσεις εµποδίζουν την υγιή ανάπτυξη του ανταγωνισµού.

Σ'αυτό το πλαίσιο η δυνατότητα άµεσων παρεµβάσεων στην αγορά σε περιπτώσεις εµφανούς παραβίασης των κανόνων θα ενδυναµώσει το ρυθµιστικό πλαίσιο. Αυτό σηµαίνει πως η Ε.Α. θα έχει δικαίωµα να διατάσσει την πώληση στοιχείων του ενεργητικού µιας επιχείρησης ή τη διάσπαση των εταιρειών.
Ο δεύτερος άξονας αφορά τον καθορισµό των προτεραιοτήτων. Στην Ε.Α. υπάρχει µεγάλος αριθµός εκκρεµών υποθέσεων, ο αριθµός των οποίων εκτιµάται στις 350-400. Από αυτές περίπου οι µισές αφορούν γνωστοποιήσεις συµπράξεων, για τις οποίες έχει κινηθεί ήδη διαδικασία να τεθούν στο αρχείο. Υπάρχουν αυτεπάγγελτες έρευνες που έχουν ανακοινωθεί εδώ και τουλάχιστον 3 χρόνια και οι οποίες δεν έχουν περαιωθεί ακόµα (χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η αγορά της µπίρας).

Πρέπει εποµένως να δοθεί έµφαση στις σηµαντικότερες στρεβλώσεις της αγοράς (καύσιµα, δίκτυα διανοµών ή σε περιπτώσεις συγκεντρώσεων που έχουν ως αποτέλεσµα τον µονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς).

Η Επιτροπή καλείται να ξεπεράσει το σηµερινό στατικό και νοµικίστικο σύστηµα διάρθρωσής της (τµήµατα διοικητικών, οικονοµικών και νοµικών υπηρεσιών).

Η νέα δοµή της πρέπει να διαµορφωθεί ανάλογα µε τις δράσεις της, όπως είναι η αντιµετώπιση των καρτέλ, των µονοπωλίων και εκείνων των συγχωνεύσεων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισµό. Σηµαντικό στοιχείο θα αποτελέσει εδώ η αναβάθµιση του τµήµατος µελετών, το οποίο σήµερα υπολειτουργεί. Για να ανταποκριθεί στον αναβαθµισµένο ρόλο του είναι αναγκαίο να στελεχωθεί µε ανθρώπινο δυναµικό υψηλής κατάρτισης στα θέµατα ανταγωνισµού.

Τέλος, η λύση στο πρόβληµα των καθυστερήσεων έχει ανεπίσηµα ανακοινωθεί πως θα αντιµετωπισθεί µέσω της παραποµπής των υποθέσεων σε ειδικά τµήµατα των διοικητικών Εφετείων. Για να είναι όµως ουσιαστική η λειτουργία αυτών των τµηµάτων οι δικαστές οφείλουν να είναι γνώστες του οικονοµικού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισµού, έτσι ώστε οι αποφάσεις να αγγίζουν όχι µόνο τη νοµική και τυπική αλλά και την ουσιαστική πλευρά των υποθέσεων.

Εκείνα που (μάλλον) δεν θα ειπωθούν στο Βερολίνο

Με φρέσκια την απόφαση για πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων – των διαβόητων capital controls με τα οποία η Ελληνική οικονομία, αλλά και η κοινωνία σε επίπεδο γενικότερων συμβολισμών αποκλεισμού/μη-δυνατότητας, έζησε επί 50 μήνες – πλην όμως με συγκρατημένες τις προσδοκίες από την επικοινωνιακή προετοιμασία του εδάφους, πορεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην συνάντηση με την Καγκελάριο Μέρκελ. Σημαντική συνάντηση, χωρίς υπερβολές πάντως.
Γιατί αναφέρουμε, ξεκινώντας, την υπόθεση των capital controls την στιγμή που είχαμε όλοι εγκατασταθεί στον αστερισμό της διεκδίκησης δημοσιονομικού χώρου, της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων κοκ; Δεν θεωρούμε ότι η βασική θέση της σημερινής Κυβέρνησης – έχει πάει πίσω από τους προεκλογικούς ενθουσιασμούς της ως Αντιπολίτευσης, όταν είχε σφιχταγκαλιαστεί με τον «άνθρωπο της Μέρκελ» Μάνφρεντ Βέμπερ ο οποίος είχε συμπαραταχθεί με τις απόψεις περί μείωσης των πλεονασμάτων της Ελλάδας, παλιές μνήμες!... –, ότι δηλαδή με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την επίκληση της ανάπτυξης θα ανέβει η αξιοπιστία της ίδιας (και της χώρας), οπότε και η διεκδίκηση δημοσιονομικού χώρου θα προχωρήσει ευκολότερα, δεν θεωρούμε ότι η θέση αυτή οδήγησε μέχρι στιγμής πολύ μακριά. Γι αυτό και παρατηρείται μια βαθμιαία μετακίνηση του επιχειρήματος - πού; Στην αποδοχή της Ελλάδας από τις αγορές. Με απόδοση 1,82% στο 10ετές – η τελευταία έκδοση 10ετούς (του Μαρτίου) έγινε κάπου στο 3,86% – στις βαλίτσες του ξεκινά ο Κυριάκος Μητσοτάκης για Βερολίνο: η «αναπήδηση» λόγω Ιταλικών αναταράξεων απορροφήθηκε.
Πλην όμως η δυσάρεστη διάψευση των πρώτων ημερών της θητείας της Κυβέρνησης, όταν δηλαδή η Fitch που είχε περίπου προαναγγελθεί (δια των συνήθων διαρροών) ότι θα αναβάθμιζε το αξιόχρεο της Ελλάδας δεν κινήθηκε από την παλαιότερη εκτίμησή της σε ΒΒ- και παρέμεινε σε προοπτική «σταθερή», ήρθε και συμπληρώθηκε, τώρα, με την απροθυμία της Moody's (που μας έχει Β1) να κάνει καν νέα διατύπωση στην αξιολόγησή της για την Ελλάδα. Η επίσπευση της κίνησης για άρση των capital controls, αυτόν τον στόχο έχει: να σπρώξει τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να «ξαναδούν» την περίπτωση της Ελλάδας.
Και που δένει η Καγκελάριος Μέρκελ – αποδυναμωμένη στο εσωτερικό, όχι και τόσο καθοδηγητική στα Ευρωπαϊκά, αλλά... πάντα Γερμανίδα Καγκελάριος! – με όλα αυτά; Η σκέψη είναι ότι η αποδοχή των αγορών (και η φωνή των αγορών: αυτή είναι η εικόνα για τους οίκους αξιολόγησης, κι ας έχουν πλειστάκις πέσει έξω), θα ενίσχυε το επιχείρημα Μητσοτάκη κι αύριο Σταϊκούρα, σε περιβάλλον Eurogroup. Ότι μαζί με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κλπ και με την προσδοκώμενη ανάπτυξη «αξίζουμε καλύτερα». Εδώ όμως, ο χρόνος παίζει ένα δυσάρεστο παιχνίδι. Η συγκυρία δείχνει αναταράξεις μπροστά – για την Ευρώπη (σήμανε προληπτικό συναγερμό ο Μάριο Ντράγκι), για την Γερμανία ακόμη-ακόμη (η Άνγκελα Μέρκελ βρίσκεται με αρνητικό πρόσημο στο δικό της ΑΕΠ μπροστά της). Σ' ένα πρώτο επίπεδο, αυτό κινδυνεύει να φέρει απέναντι στον Έλληνα Πρωθυπουργό και τα αιτήματά του ένα αντανακλαστικό του τύπου «εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν;».
Σ' ένα δεύτερο επίπεδο, βέβαια, ακριβώς το φάσμα ύφεσης – μην υπερβάλλουμε: για την ώρα κάμψης – οδηγεί σε κάποια χαλαρότητα πολιτικών. Η προαναγγελία ποσοτικής χαλάρωσης νέας φάσης από την ΕΚΤ, μαζί και με άλλους αντισυμβατικούς χειρισμούς, κάτι δείχνει. Όμως... η Ελλάδα δεν μπορεί ούτε και τώρα να ελπίζει σε συμμετοχή των τραπεζών της, συνεπώς της στεγνωμένης οικονομίας της, καθώς η ΕΚΤ ακόμη και με την θετική προδιάθεση Ντράγκι δεν δέχθηκε να μετακινηθεί από την αρχή ότι ομόλογα χώρας που δεν έχει investment grade (και υστερούμε τρία-τέσσερα κλικ) δεν μπορεί να συμμετάσχουν στις αγορές χαρτιών από την ΕΚΤ. Η Ελλάδα δεν το πέτυχε, επέλεξε δε και να είναι εκτός Προγράμματος (για να μην ακούγεται η τρομερή λέξη «Μνημόνιο»).
Προσέξτε όμως το άλλο: ακριβώς αυτή η αίσθηση αναταράξεων στον ορίζοντα, ανάβει ένα άλλο φωτάκι κινδύνου. Αν όντως βρεθεί η Ευρωζώνη σε νέα κρίση με διεθνές υπόβαθρο, θα 'θελε μια περίπτωση σαν την Ελληνική να της προξενεί πρόσθετη διαταραχή; Μήπως μια σταθερότερη πρόσδεση στον ESM – σε σχέση με την τωρινή ενισχυμένη μεταΜνημονιακή παρακολούθηση, συν το διαβόητο μαξιλαράκι/cash buffer – θα ήταν για όλους καλύτερη, από το να τρέχουν πίσω από την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων; Και μήπως μια τέτοια πρόσδεση θα αρκούσε να ξεκλειδώσει την πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ;
Δεν είναι για πρωθυπουργούς, αυτά, είναι για Eurogroup κοκ. Αλλά...

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 29/8/2019. 

Πες κάτι (κεντρο-)αριστερό, σύντροφε

Πάνε ήδη επτά χρόνια από τις εκλογές του 2012 που δικαίως αποκλήθηκαν «διπλός εκλογικός σεισμός», όταν οι τεκτονικές πλάκες του πολιτικού μας συστήματος μετακινήθηκαν βίαια. Eπιφέροντας όχι μόνο έναν κατακερματισμό του κομματικού σκηνικού και μια αποσταθεροποίηση των κομμάτων εξουσίας της Μεταπολίτευσης, αλλά και μια ιστορική ανατροπή των συσχετισμών στα αριστερά του Κέντρου.

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ έδωσε το όνομα στον νέο κύκλο φθοράς της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με το φάσμα του «pasokification» να στοιχειώνει κόμματα όπως το ολλανδικό, το γαλλικό ή το γερμανικό, ενώ η εκτόξευση του τότε αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την αφετηρία της πιο παράδοξης ίσως διαδρομής αριστερού κόμματος από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση.

Η ελληνική περίπτωση ήταν μια ευρωπαϊκή ανορθογραφία, και παραμένει, αφού παρά την κρίση της η σοσιαλδημοκρατία πουθενά αλλού δεν υποκαταστάθηκε από ένα κόμμα εξ αριστερών της. Οι εκλογές του 2019 μοιάζουν ένας «διπλός μετασεισμός» με τον οποίο αποκρυσταλλώνεται μια νέα πολιτική γεωμορφολογία.

Το κομματικό σύστημα ξεπέρασε τον κατακερματισμό του, καθώς εξαφανίστηκαν οι μικροί παίκτες που διεκδίκησαν μερίδιο από τα κενά πολιτικής εκπροσώπησης που παρήγαγε η κρίση, στα αριστερά (ΔΗΜΑΡ, ΛΑ.Ε.), στο κέντρο (Ποτάμι) ή στα δεξιά (ΑΝ.ΕΛΛ., Χρυσή Αυγή)· ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο διασώθηκε αλλά επανέκαμψε αυτοδύναμο, υποσχόμενο μια νέα «κανονικότητα» με ένα μείγμα οικονομικού φιλελευθερισμού και πολιτισμικού συντηρητισμού που συντονίζεται με ευρύτερες διεθνείς τάσεις· τέλος, η ανατροπή συσχετισμών ισχύος στα κεντροαριστερά παγιώνεται προσώρας, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως πόλο του νέου δικομματισμού και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. σε δεύτερο ρόλο κεντρώας δύναμης.

Από την άποψη της εκλογικής κοινωνιολογίας, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε, παρά την ήττα του, έναν μείζονα στρατηγικό στόχο: την υποκατάσταση του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ. Διαδικασία που αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2012 και ομογενοποιήθηκε περαιτέρω το 2015, όταν η συριζαϊκή ψήφος ενσωμάτωσε πολλαπλά ρήγματα της ελληνικής κρίσης (και όχι μόνο), γεωγραφικά, δημογραφικά, κοινωνικά – αποκτώντας ερείσματα στα αστικά κέντρα και τις «λαϊκές συνοικίες», στις νεότερες και παραγωγικές ηλικίες, σε εκείνους που έθιγε περισσότερο η κρίση (outsiders).

Από την άλλη, το ΚΙΝ.ΑΛΛ. διατηρεί ένα ποσοστό που του επιτρέπει να ελπίζει ότι θα παραμείνει κόμμα «relevant», δηλαδή ικανό να επηρεάζει τις εξελίξεις· ωστόσο, από τη θέση ενός ελάσσονα και αμήχανου παίκτη, καθώς ατύχησε η βασική του επιδίωξη για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ». Και το κυριότερο: με μια εκλογική βάση γερασμένη, που επιβεβαιώνει την εικόνα αντεστραμμένης ηλικιακής πυραμίδας που είχαμε δει στην εκλογή επικεφαλής του σχηματισμού, αλλά και με ένα πολιτικό προσωπικό που φυλλορροεί προς τα αριστερά ή σε κυβερνητικές θέσεις προς τα δεξιά.

Είναι όμως οι εξελίξεις προδιαγεγραμμένες; Η απάντηση είναι όχι. Οι δύο χώροι είναι αναγκασμένοι να μπουν σε μια διαδικασία αναστοχασμού, στρατηγικού αναπροσανατολισμού και ενδεχομένως επανεξέτασης της μεταξύ τους σχέσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την κατοχύρωση μιας ευρείας βάσης ψηφοφόρων (που ωστόσο κρατούν ακόμη απόσταση, δεν ταυτίζονται με το κόμμα που ψήφισαν) και παρά την εμπειρία διακυβέρνησης, δεν μπορεί απλώς να γίνει ένα «νέο ΠΑΣΟΚ» επαναλαμβάνοντας την ιστορία ως φάρσα. Από την άλλη, το ΚΙΝ.ΑΛΛ. οφείλει να επεξεργαστεί τα διδάγματα από την αδυναμία να βρει νέα πατήματα μετά την ήττα του 2012.

Οι διαδοχικές απόπειρες ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς περιορίστηκαν συχνά σε μια συζήτηση ανάμεσα σε κύκλους και προσωπικότητες παρά σε πραγματικούς κοινωνικούς χώρους (τον δημόσιο χώρο είχε καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον έως το 2015). Πολλώ μάλλον, ενδύθηκαν μια ιδεολογική αμηχανία που παρέπεμπε σε ξεπερασμένα σχήματα: η συγκρότηση ενός ανεύρετου «φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού Κέντρου», η κοινότοπη παραδοχή της αναγκαιότητας των «μεταρρυθμίσεων» (χωρίς συνήθως να εξειδικεύονται), η απροϋπόθετη αποδοχή των «αγορών» και η δαιμονοποίηση του μεταπολιτευτικού «κρατισμού», η απόφανση ότι δεν υπάρχουν πια αριστερές ή δεξιές απαντήσεις.

Αλλά σε μια εποχή που διεθνώς επανακάμπτει η πολιτική πόλωση και η διάκριση Αριστερά-Δεξιά (όσο και αν αυτή κρύφτηκε στα καθ' ημάς κάτω από το μνημόνιο-αντιμνημόνιο), η αδυναμία προσανατολισμού σε συνδυασμό με την απώλεια κοινωνικών αναφορών υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια ανασύστασης. Απέμεινε το είδωλο του αλλοτινού ΠΑΣΟΚ ως μνημονικός τόπος. Χαρακτηριστική εικόνα το πρόσφατο συνέδριο, με τα στελέχη μιας αναδυόμενης νέας γενιάς να γίνονται το ντεκόρ σε μια ρετροσπεκτίβα της ηρωικής ανδρεϊκής εποχής.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε το πιο ανθεκτικό από τα «new parties» που γέννησε η κρίση στην Ευρώπη, από το Podemos έως τα 5 Αστέρια. Κόμμα «εν κινήσει», προχώρησε σε πολυεπίπεδες προσαρμογές της φυσιογνωμίας του από την αντιμνημονιακή, αντισυστημική και λαϊκιστική διαμαρτυρία στην υπεύθυνη, ευρωπαϊκά προσανατολισμένη διακυβέρνηση, από τους ΑΝ.ΕΛΛ. στην Προοδευτική Συμμαχία, από το «Go back, Madame Merkel» στο άνοιγμα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Ωστόσο, οι αιτίες της επιτυχίας ήταν εν μέρει και οι λόγοι της ήττας. Οι αναπροσαρμογές είχαν ως κινητήριο μοχλό μια σχετικώς αυτονομημένη ηγεσία, πράγμα «κανονικό» στην εποχή της «προεδροποίησης» των κομμάτων αλλά ανοίκειο για ένα κόμμα κληρονόμο της ανανεωτικής Αριστεράς, ωστόσο ουδέποτε εντάχθηκαν σε ένα συνεκτικό ιδεολογικό αφήγημα, υπονομεύτηκαν από το ύφος εξουσίας και στηρίχτηκαν στην αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη με τον εκλογικό «λαό» χωρίς να αποκτήσουν ρίζες στην κοινωνία των πολιτών και στους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης.

Η απουσία ιδεολογικής σπονδυλικής στήλης και οι εύθραυστες κοινωνικές αναφορές μοιάζει να είναι κοινά στοιχεία, αν και με διαφορετικό τρόπο, στα δύο κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Ενα ερώτημα είναι εάν η μεταξύ τους σχέση θα μετεξελιχθεί στην κατεύθυνση του ανταγωνισμού ή της συμβίωσης.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει στην κατεύθυνση μιας «ανταγωνιστικής συμβίωσης». Ο ιστορικά μεγάλος παίκτης, η σοσιαλδημοκρατία, μοιάζει αδύναμος να επανακάμψει σε κυρίαρχη θέση, πειραματίζεται με διάφορους δρόμους: επιστροφή στα θεμελιώδη στη Βρετανία, μετεξέλιξη στη Γαλλία, ανανέωση διά της συνομιλίας με τη ριζοσπαστική Αριστερά (Ισπανία, Πορτογαλία) ή τους Πράσινους (Γερμανία). Η εποχή πάντως φαίνεται να ευνοεί μια σοσιαλδημοκρατία του 1970 παρά έναν σοσιαλφιλελευθερισμό του 1990.

Αυτό διόλου δεν σημαίνει μια ρετρό επιστροφή στα παραδεδομένα. Σε μια εποχή που σφραγίζεται από την επέλαση ενός οικονομικά υπερφιλελεύθερου νεοσυντηρητισμού, παραμένει ζητούμενο για τις απανταχού «αριστερές» μια σύνθεση πολιτικής εκπροσώπησης των διάχυτων υλιστικών αιτημάτων για ισότητα μέσα σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο με τις μετα- υλιστικές μέριμνες των υποκειμένων, την εξατομίκευση, τα ατομικά δικαιώματα (που λοιδορεί η νεοσυντηρητική επίθεση στην «πολιτική ορθότητα»), την οικολογική ευαισθησία.

Τα ίδια ζόρικα ερωτήματα ισχύουν για τη δική μας ευρύτερη Κεντροαριστερά. Για το ΚΙΝ.ΑΛΛ. που αντιμέτωπο με το δίλημμα «ανανέωση ή παρακμή» δεν μπορεί να κινηθεί δεξιότερα παρά μόνο επί ποινή οριστικής απαξίωσης, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται μπροστά σε μια παραλλαγή του παλαιότερου διλήμματος «εμβάθυνση (της ριζοσπαστικής φυσιογνωμίας) ή μετεξέλιξη (σε πολυσυλλεκτικό κόμμα κυβερνητικής εναλλαγής)». Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική διαμόρφωσης μιας πληθυντικής Αριστεράς περνάει και μέσα από την ανοιχτή συνομιλία των δύο χώρων – όπως έλεγε κάποιος, ονόματα και διευθύνσεις είναι γνωστά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/7/2019. 

Περί προσδοκιών και διαπραγμάτευσης

Φίλοι – με την ευρύτερη έννοια... - της στήλης μας παρατήρησαν ότι «πολύ νωρίς» ζητήσαμε/προτείναμε/συστήσαμε προσγείωση των προσδοκιών. Ιδίως στο (μεγάλο) μέτωπο της επαναδιαπραγμάτευσης της μεταΜνημονιακής πορείας, όπου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προσήλθε αρκετά δύσπιστος. Τον αντίλογο δεν άργησε να δώσει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Ευκλείδης, με το ιδιαίτερο χιούμορ του αλλά και την Αγγλοσαξωνική ψυχραιμία του, δεν έχει συνηθίσει σε λογικές κατεδαφιστικής αντιπολίτευσης. Όμως η τοποθέτησή του ότι «η Κυβέρνηση δεν έχει κανένα σκοπό να κάνει διαπραγμάτευση», περισσότερο αναφέρεται στο ότι η επιχειρούμενη – ήδη – επανασυζήτηση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ακολουθεί διαφορετική λογική απ' εκείνην που είχε επιχειρηθεί τους τελευταίους μήνες (αλλά πνίγηκε προεκλογικά). Ότι, δηλαδή, επιχειρεί να επιστρατεύσει αφενός το αφήγημα περί αναπτυξιακής επανεκκίνησης μέσω των φορολογικών ελαφρύνσεων και των (επιταχυνόμενων κλπ.) διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αφετέρου την ταχύτατη βελτίωση της στάσης των αγορών απέναντι στο Ελληνικό χαρτί. Εκεί ακριβώς πήρε την σκυτάλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης – με αφορμή δημοσιογραφική ερώτηση στο περιθώριο της επίσημης επίσκεψής του στην Κύπρο, ύστερα στην Βουλή, – για να επισημάνει την ευνοϊκότερη παρά ποτέ στάση των αγορών. Και να διερωτηθεί, αρκετά ρητορικά: «Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μην μας εμπιστευθούν οι εταίροι μας;»
Και στην μεν υπόθεση της ανάπτυξης, δηλαδή της μεγέθυνσης/growth, θα δούμε πότε/πόσο θα μετακινηθούν οι προβλέψεις: η ανάπτυξη, ούτε με εντολές ούτε με προσευχές ξεκουνιέται. Η αλήθεια είναι ότι ο δείκτης του κλίματος εμπιστοσύνης βελτιώνεται, αλλά μέχρι να καταγραφεί ανάπτυξη... Πάμε όμως στο πώς/πόσο μπορεί να «αξιοποιηθεί» το χαμόγελο των αγορών, όπως αυτό ξεκίνησε μεν προ μηνών, πλην όμως επιταχύνθηκε /σταθεροποιήθηκε αυτές τις εβδομάδες. Λοιπόν:
Άμα κανείς επισκέπτεται την (ανοιχτή προς όλους) ιστοσελίδα του ESM, βρίσκεται μπροστά σε ένα σύντομο, συνεκτικό κείμενο που τιτλοφορείται «Is Greek debt sustainable?». Το κείμενο αυτό αποτελεί την Ευρωορθοδοξία για το αν – μετά και την έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια, μετά και τις μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις του Eurogroup για το Ελληνικό χρέος – έχει εξασφαλισθεί η βιωσιμότητά του. Η κατάληξη του ESM είναι ότι: (α) τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι (και) το 2022, (β) τα πλεονάσματα περίπου (around) 2% τα επόμενα χρόνια, (γ) η συνέχιση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων σύμφωνα (in line) με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ και (δ) οι μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις, μαζί και με το σημαντικό (significant) μαξιλάρι/cash buffer οδηγεί σε βιωσιμότητα. Δηλαδή, η DSA/ ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους των Ευρωπαϊκών θεσμών δείχνει μεικτές ανάγκες εξυπηρέτησης του Ελληνικού χρέους στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, στο 20% μακροπρόθεσμα. Αυτό έχει βαφτιστεί sustainability/βιωσιμότητα. Δηλαδή – θεωρούμενη – δυνατότητα εξυπηρέτησης, με βάση – ΠΡΟΣΟΧΗ! – «μια φιλόδοξη στρατηγική ανάπτυξης».
Αν τώρα, στραφεί προς το ΔΝΤ συναντά σαφώς χαμηλότερα επίπεδα αισιοδοξίας. Το Ταμείο θεωρεί ότι τόσο οι αισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα – πληθυσμιακή καθίζηση, αλλά και «μη-φιλικές προς την ανάπτυξη συνθήκες» - όσο και οι αντίστοιχα φιλόδοξες δεσμεύσεις για την δυνατότητα διατήρησης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «θα είναι δύσκολο [για την Ελλάδα] να διατηρήσει πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς να [της] χορηγηθεί πρόσθετη ελάφρυνση χρέους».
Τι θα επιχειρηθεί, μάλλον επιχειρείται ήδη, άμα δεν ευδοκιμήσει η αρχική ιδέα για συγκράτηση του πλεονάσματος μέσα από την αποδοχή των Θεσμών ότι οι επιστροφές κερδών από το ANFAs/SMPs αποτελούν δημοσιονομικά έσοδα; Κατά τα φαινόμενα, θα επιδιωχθεί να αλλάξει ριζικά η DSA με βάση το ότι όταν έγινε το γύμνασμα τελευταία φορά οι αποδόσεις του Ελληνικού χαρτιού ήταν κάπου στο 4% - ενώ τώρα είναι στο 2% (το 10ετές), στο 1% (το 5ετές, «εντός ομπρέλας»). Βέβαια, την ίδια στιγμή τα δάνεια ESM τρέχουν με κάτω του 1%. Κυρίως όμως, τα μέσα επιτόκια στις χώρες Ευρωζώνης την 20ετία 1998 – 2019 ήταν στο 1,92%, με κορυφή το 2000 κοντά στο 5%.
Συνεπώς, το να γυρέψουμε τώρα-τώρα νέα DSA, που να οδηγεί σε μείζονα διαφοροποίηση των εκτιμήσεων περί δημοσιονομικού χώρου, σαν να είναι κάπως βιαστικό/υπεραισιόδοξο! Γι αυτό, ξαναλέμε; θα χρειαστεί ουσιαστικότητα διαπραγματευτική προσπάθεια, με βάση λιγότερες ευρηματικές ιδέες, ακόμη λιγότερες υπεραισιόδοξες προβολές.
Περισσότερη πειθώ, ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα σκοτώνουν την ανάπτυξη. Να θεωρήσουμε ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη αρχίσει αυτή την πορεία; Δεν βρήκαμε ίχνη, ψάχνοντας. Να είναι αυτό το αληθινό περιεχόμενο των ταξιδιών Κυριάκου σε Βερολίνο, Παρίσι, Χάγη, Νέα Υόρκη; Αν ναι, λίγη αυτοσυγκράτηση λόγων και ευρηματικών διαρροών μάλλον θα βοηθούσε.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 2/8/2019. 

«Τα έργα»: κάποια στοιχεία

Όσο σβήνει και ο απόηχος της τελετουργίας των προγραμματικών δηλώσεων και πλησιάζει η ώρα των πράξεων, τόσο μια άλλη εκδοχή του συγκεκριμένου διεκδικεί την παραμονή της στην πρώτη γραμμή της – θερινής, έστω – δημόσιας προσοχής. Αναφερόμαστε στα νέα, «εμβληματικά» βαφτίστηκαν από τον Τύπο, έργα που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης – χωρίς πολλές λεπτομέρειες για μελέτες, σχεδιασμό, χρηματοδότηση ή χρονικό ορίζοντα: όμως το να μείνει κανείς σ' αυτά, στο ξεκίνημα μιας Κυβέρνησης θα ήταν υπερβολικά απαιτητικό. Άλλωστε ο Ναπολέων, όταν ξεκινούσε τις εκστρατείες του και κάποιοι δυσάρεστοι τον ρωτούσαν για τις πρακτικές πλευρές του εγχειρήματος, απαντούσε με το υπέροχο εκείνο: «L' intendance suivra»/Η επιμελητεία θα ακολουθήσει.
Στην επιλογή να ανακοινωθούν στο ξεκίνημα «έργα» και μάλιστα με έντονο το στοιχείο της αστικής ανάπλασης και αίσθηση κοινωνικού/πολιτιστικού, βρίσκει κανείς – αν θέλει τίτλους ευγενείας –του Φρανσουά Μιτεράν/των Γάλλων Προέδρων γενικότερα το ίχνος: η Πυραμίδα στην κεντρική αυλή του Λούβρου (βέβαια με αρχιτέκτονα τον Πέι), το Μουσείο Orsay στον χώρο παλιού σιδηροδρομικού σταθμού στην όχθη του Σηκουάνα (εδώ αρχιτεκτόνησε η Γκαετάνα Αουλέντι), όμως ήδη η ανάπλαση της αγοράς των Halles με την δημιουργία του Μπωμπούρ (πρωτοβουλία Πομπιντού, εδώ με αρχιτεκτονική Ρέντσο Πιάνο/Ρίτσαρντ Ρότζερς) «επανατοποθέτησαν» το Παρίσι στην συλλογική πρόσληψη διεθνώς. Πιο ταπεινά και κοντά μας, η παράδοση των «έργων» παραπέμπει στην εποχή Καραμανλή (Κωνσταντίνου). αν δε επιμένει κανείς, και στην απόπειρα να αποκτήσει η Αθήνα τοπόσημα με αφορμή το 2004 (με το Ολυμπιακό στάδιο, δια χειρός Καλατράβα), ήδη και το Κέντρο Σταύρος Νιάρχος (ξαναβρίσκουμε Ρέντσο Πιάνο).
Άμα τώρα προσγειωθούμε «στα δικά μας», που άφησαν πίσω οι προγραμματικές δηλώσεις, θα καταγράψουμε πρώτη την αναφορά στην μεταμόρφωση των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ/Helexpo, όπου τρία συνεδριακά κέντρα (γνωστότερο το «Ι. Βελλίδης») και μια πανσπερμία μικρότερων κτιρίων με συνολικά 62.000 τετραγωνικά αναπτύσσονται σε μια χαώδη έκταση 180 στρεμμάτων, με πληθωρική άσφαλτο αλλά και αναρίθμητα σχέδια ανάπλασης/βελτίωσης/ επανεκκίνησης. Ήδη το 2005 είχε κινητοποιηθεί κι εδώ Καλατράβα, όπως και Γραφείο Δοξιάδη, για μεταμόρφωση της ΔΕΘ και της γύρω περιοχής – εις μάτην. Έκτοτε μισή ντουζίνα σχεδίων ανάπλασης έχουν συζητηθεί, με νέο στοιχείο μητροπολιτικό πάρκο, ενώ άλλες τόσες προτάσεις μετεγκατάστασης ακούστηκαν...
Ασφαλώς το έργο με ισχυρότερο πολιτικό στίγμα είναι η (πολυσυζητημένη) ενοποίηση του Αρχαιολογικού Μουσείου με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια gentrification της περιοχής των Εξαρχείων. Αυτή ακριβώς η διάσταση είναι που υπόσχεται να φέρει και τις περισσότερες αντιδράσεις, ενώ πρόσθετες διαστάσεις φέρνει η γειτνίαση του κτιρίου του νυν υπουργείου Πολιτισμού (στην Μπουμπουλίνας: Ασφάλεια, ύστερα έδρα του ΚΚΕ...) αλλά και του αναστηλωμένου/αναπαλαιωμένου art-nouveau ξενοδοχείου «Ακροπόλ Παλλάς» (στην άλλη πλευρά της Πατησίων). Η κεντρικότητα, στον σχεδιασμό Μητσοτάκη, αυτής της πρωτοβουλίας φαίνεται από το γεγονός ότι το Ίδρυμα Νιάρχου έχει ήδη αναλάβει το κόστος της μελέτης (ο Ανδρέας Δρακόπουλος, ήταν ο πρώτος επισκέπτης μετεκλογικά στο Μαξίμου).
Αντίστοιχη προσπάθεια να λειτουργήσει συμβολικά, αλλά και με στοιχείο αστικής ανάπλασης στην υπερφορτωμένη Δυτική πλευρά του Λεκανοπεδίου, η κατεδάφιση των φυλακών Κορυδαλλού με δημιουργία πάρκου και «πολυχώρου πολιτισμού». Πρόκειται για το έργο με την λιγότερο μελετημένη διάσταση, καθώς η ιδέα και μόνον η υπερπλήρης αυτή φυλακή να διαχύσει τον πληθυσμό της σε άλλες, υφιστάμενες, εγκαταστάσεις κράτησης αποκλείεται. Ενώ η δημιουργία νέων φυλακών - «εκτός αστικού ιστού, εντός Αττικής», σκέφθηκαν τουλάχιστον το επισκεπτήριο... - δεν είναι απλή υπόθεση, έστω κι αν προωθούν οι αρμόδιοι λύση ΣΔΙΤ (για το χτίσιμο και μόνον , ελπίζει κανείς).
Καλύτερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα στην μετατροπή του – ντροπιαστικά/αυτοτραυματιστικά εγκαταλελειμμένου – Βασιλικού Κτήματος στο Τατόι. Αν, δηλαδή, η αναφορά σε χρήση των 47.000 στρεμμάτων του για πρότυπη αγροδιατροφική μονάδα, μαζί με λειτουργία περιαστικού πάρκου/τύπου περιπάτου βρει αληθινά ενδιαφερόμενους να αναλάβουν την μεικτή χρήση. Ώστε να μην καταλήξει/καταντήσει σαν το (1.200 στρεμμάτων) Πάρκο Τρίτση, για παράδειγμα.
Ανάλογα ισχύουν για το – από ετών πολυσυζητημένο – σχέδιο ανάπτυξης των παλιών Λιπασμάτων, στο Κερατσίνι, αυτών στην πιο υποβαθμισμένη πλευρά του Λεκανοπεδίου. Όπου η αναφερόμενη (επανα)λειτουργία τμήματος των κτιρίων και η εκμετάλλευση πρόσθετων χώρων ως Διεθνούς Κέντρου Καινοτομίας αφήνει να διαφανεί οικονομικά πειστική προσέγγιση, αν – μεγάλο ΑΝ, άμα θυμηθεί κανείς ανάλογα projects και στην περιοχή του Αεροδρομίου, και στην Θεσσαλονίκη υπάρξουν γνήσια ενδιαφερόμενοι.
Ποιος/πώς θα τα μελετήσει; ποιος/πώς θα τα χρηματοδοτήσει; Κυρίως: ποιος/πώς θα εξασφαλίσει την εκτέλεση; Στην ΕΦΣΥΝ ο Άκης Σκέρτσος, ήδη του επιτελείου Μητσοτάκη, παρέπεμπε στην προσέγγιση του «2004», που τόσο γρήγορα απετέλεσε παρελθόν...

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 26/7/2019. 

Πάλι περί Κέντρου, δηλαδή περί πολιτικού αυτοπροσδιορισμού

Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου το κοινοβουλευτικό τοπίο βρήκε νέες ισορροπίες. Για ένα διάστημα έτσι θα λειτουργεί, αλλά οι βαθύτερες ανάγκες θα πιέζουν για ανακατατάξεις. Κι εννοώ ανάγκες υπαρκτές της οικονομίας και της κοινωνίας κι όχι υπαρξιακές όσων κάνουν προσθαφαιρέσεις ποσοστών για να φτιάξουν στο μυαλό τους νέα σχήματα.
Γιατί οι επαγγελματίες του χώρου (αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δημοσκόποι) πρέπει να αναρωτηθούν τί επιθυμούν οι πολίτες, αντί να προτρέχουν και να προτείνουν συγχωνεύσεις κομμάτων.
Ο πολιτικός χάρτης κάθε χώρας εκφράζει κυρίως την πολιτική της ιστορία. Κινήματα, ρήξεις, συμμαχίες, αλλά και προσωπικότητες και τα επιτεύγματα των κυβερνώντων συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Τα θεμελιώδη, όπως και στην οικονομία, δεν αλλάζουν εύκολα, αλλά υπάρχουν πάντα περιθώρια πρωτοβουλιών και νέων προτάσεων, η πολιτική ζωή εξελίσσεται συνήθως απρόβλεπτα.
Για τις λεγόμενες πολιτικές δυνάμεις του κέντρου, το κύριο στοιχείο ήταν ο ετεροπροσδιορισμός. Η μετεμφυλιακή παρακαταθήκη, οι ακρότητες του εμφυλίου, γενικότερα η βία της εποχής εκείνης, όλα αυτά συνέτειναν σε δύο αντιφατικά πράγματα. Πρώτον της ενδυνάμωσης στη συνείδηση των πολιτών της έννοιας του κέντρου, ως πόλου που αφενός απαλλάσσει από την συμμετοχή στη μια ή στην άλλη παράταξη, αφετέρου οριοθετεί την πολιτική συζήτηση εκτός του πεδίου του εθνικού διχασμού. Δεύτερον, στην επικίνδυνη επιλογή της δημιουργίας υπόπτων, δηλαδή των «συνοδοιπόρων», προκειμένου να ανακοπεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας κινημάτων που δεν ασπάζονται την λογική του σκληρού διχασμού, το τρομερό «εμείς ή αυτοί», επιλογή πρωτίστως του νικητή.
Η ιστορία έδειξε ότι το κέντρο στη χώρα μας υπήρχε και υπάρχει σε διάφορες μορφές πάντοτε, αλλά η κατίσχυσή του στη νεώτερη εποχή έγινε πανηγυρικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Ορόσημο απετέλεσε βεβαίως η μεγάλη επιτυχία της Ένωσης Κέντρου, πριν την επιβολή της δικτατορίας. Κόμμα χωρίς αναφορές και χωρίς σχέση με τον εμφύλιο, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, επέτυχαν την εθνική συμφιλίωση κι έτσι έκλεισε οριστικά αυτή η τραγική περίοδο της ιστορίας μας. Επωφελήθηκαν φυσικά από αυτή την εξέλιξη όλα τα πολιτικά κόμματα, η δημοκρατία εμπεδώθηκε και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ άνοιξε συνάμα ένα νέο ελπιδοφόρο πολιτικό κεφάλαιο με σταθεροποιημένους πολιτικούς θεσμούς.
Δυστυχώς η οικονομία δεν ακολούθησε την ίδια πορεία και τα αποτελέσματα είναι επίπονα. Οταν η οικονομία δεν ωφελείται από τον ενάρετο κύκλο της πολιτικής, τότε ο εκτροχιασμός είναι βέβαιος.
Στο σημερινό όμως τοπίο τι ακριβώς συμβαίνει; Το κέντρο υπάρχει, αλλά θα χάνει έδαφος αν δεν βρει έναν νέο, αυτόνομο τρόπο παρουσίας και δράσης. Ο ιστορικός ετεροπροσδιορισμός σε σχέση με την Δεξιά και την Αριστερά, δεν θα είναι πειστική επιλογή, αν δεν συνοδεύεται από προτάσεις πολιτικής που ανοίγουν νέους δρόμους και που ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Και τούτο διότι αν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα η ανάγκη οριοθέτησης απέναντι στους δύο πόλους είχε ζωτική σημασία, αυτό συνέβαινε διότι η κομματική πολιτική κυριαρχούσε παντού. Το άτομο, η οικογένεια, η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, ο διορισμός στο δημόσιο, η μετανάστευση, όλα ήταν ελεγχόμενα, η δημόσια δράση του καθένα ήταν προβλέψιμη. Σήμερα το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τοπίο είναι πολύπλοκο και ρευστό, ο πολίτης απολαμβάνει τις κεκτημένες ελευθερίες, οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας ανατρέπουν διεθνώς τα δεδομένα και η κρίση άλλαξε τις παλιές πρακτικές.
Η ιστορική λοιπόν και καθιερωμένη για τις παλαιότερες γενιές των κεντρογενών πολιτική των ίσων αποστάσεων από τους δύο πόλους, δεν ελκύει, τουλάχιστον τους νέους.
Τα δεδομένα άλλαξαν, η ανάγκη αυτονομίας, πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας ενισχύονται, οι προτάσεις των κομμάτων κρίνονται γρήγορα σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Κι αυτό κρίνεται πρώτα στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, και στη συνέχεια, αν αξιολογηθεί θετικά, τότε διοχετεύεται στον χώρο της πολιτικής. Αυτή η δραματική αλλαγή και εξάρτηση των ρόλων (οικονομία – κοινωνία – πολιτική), σαφώς επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά ισχύει. Κι αυτό φαίνεται στην πρόσληψη των προβλημάτων εκ μέρους των πολιτών, στην κατηγοριοποίησή τους, στην ιεράρχησή τους. Προηγείται σαφώς η οικονομία, η ανεργία, η επιβίωση.
Αν λοιπόν το Κέντρο πρέπει να εκφραστεί, να υπάρξει και να κυριαρχήσει στην πολιτική, θα πρέπει λογικά να ακολουθήσει αυτή την κοινωνιολογική εξέλιξη και συσχέτιση. Κι αυτό απαιτεί επεξεργασία προτάσεων, διατύπωση συνεκτικών θέσεων, σαφές σχέδιο. Γι αυτό οι συνήθεις οδοί και τρόποι δεν καρποφορούν, ούτε για το ίδιο το Κέντρο, αλλά ούτε και για τους πολιορκητές του. Δεν αρκούν δηλαδή η διεύρυνση με πολιτικά πρόσωπα, οι συναλλαγές βουλευτών, οι προσχωρήσεις στελεχών. Σχέδιο για τη χώρα απαιτείται, σχέδιο για την ανασυγκρότηση, την ανάκαμψη και την βιώσιμη ανάπτυξη, εκεί θα κριθούν όλα τα κόμματα. Στη συνοχή των πολιτικών και στη βιωσιμότητα των δράσεων.
Εκεί θα κριθεί βεβαίως και το Κέντρο, και η κεντρο-αριστερά γενικότερα, αφού ο παλαιού τύπου ετεροπροσδιορισμός δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Και η ανάγκη κινεί τα πράγματα, κάτι ήξερε ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Αυτοπροσδιορισμός λοιπόν χρειάζεται με πειστικό σχέδιο για την επόμενη φάση. Αλλιώς η διαφαινόμενη κανονικότητα θα προσκρούσει στην σκληρή πραγματικότητα, αφού είναι γνωστό ότι η οικονομική και κοινωνική κατάσταση είναι έκρυθμη.

*Δημοσιεύτηκε στο neopolitevma.gr στις 23/7/2019.