Ασφαλώς τίποτε δεν υπάρχει το κοινό μεταξύ της επόμενης μέρας μιας μεγάλης, καταστροφικής κακοκαιρίας όπως έζησε εκείνη που η Αττική με την «Μήδεια» και της υπόθεσης αηδίας-που-καταλήγει-σε-φρίκη με τις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που αναδύθηκαν και ήδη καταλήγουν σε δίωξη για παιδεραστία.
«Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει»: δεν είναι βέβαια ακριβώς έτσι! Διότι, πρώτα-πρώτα, και στις δυο αυτές απόλυτα ανόμοιες περιπτώσεις παρατηρείται μια ακραία κλιμάκωση, ένας υπερθετικός. Έτσι, το πέρασμα της «Μήδειας» δεν ήταν απλώς μια αποδιάρθρωση της λειτουργίας βασικών υποδομών στα 15 χιλιόμετρα από την Πλατεία Συντάγματος, ήταν φαινόμενο απόλυτης παράλυσης με δεκάδες χιλιάδες οικογένειες χωρίς ηλεκτρικό, νερό, επικοινωνία επί 3 ή και 4 ημέρες. και με «αυτονόητη» διακοπή κυκλοφορίας στο βασικό οδικό δίκτυο της χώρα Εθνική Οδό.
Αντίστοιχα, η καθυστερημένη εκδοχή αφύπνισης της Ελλάδας στο #metoo, ξεκίνησε μεν από περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης σε «κλειστούς» χώρους όπως ο αθλητισμός, το θέατρο, η τέχνη (άλλοι, αντίστοιχα περιχαρακωμένοι όπως το Πανεπιστήμιο, γενικότερα η εκπαίδευση αλλά και η δημοσιογραφία ή η πολιτική αναμένουν την σειρά τους) για να προχωρήσει όμως σε φαινόμενα κακοποίησης και βιασμών και να προσγειωθεί, ήδη, σε διώξεις για παιδεραστία.
Δεύτερον, η διαχείριση από την Πολιτεία – και την συνολική δημόσια σκηνή, με την μεσολάβηση του μαγικού κόσμου των Μέσων Ενημέρωσης – έδωσε σταθερά προέχοντα ρόλο στην επικοινωνιακή διαχείριση. Από την μια πλευρά με λογική συγκράτησης της ζημιάς, που δύσκολα αποφεύγει την μομφή της συγκάλυψης. από την άλλη με λογική καταγγελίας και ξηλώματος. Από δίπλα, σ' αυτά, η πλήρης – η απόλυτη – η ασύστολη πολιτικοποίηση. Έμπειροι πολιτικοί, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, προκειμένου να εξηγήσουν/δικαιολογήσουν αποφάσεις σαν το κλείσιμο της Εθνικής Οδού (αποφάσεις, σημειωτέον, που είχαν πρακτικά βάση όσο κι αν υποδηλώνουν πικρή παραίτηση!) οχυρώθηκαν πίσω από την κατηγορία-άγος «ο ΣΥΡΙΖΑ έκαψε 100 ανθρώπους στο Μάτι». Κεντρικοί συντελεστές όπως η Λίνα Μενδώνη πέρασαν από την αυτάρεσκη δήλωση άγνοιας στην περίπτωση Λιγνάδη στο «είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος». Ενώ ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, και στα δυο μέτωπα, επεδίωξε να βάλει τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο κέντρο της συζήτησης/των άμεσων (όχι απλώς πολιτικών...) ευθυνών. Όλη αυτή η διαδικασία επανεγκαθιστά στο κέντρο της (δήθεν) πολιτικής στην Ελλάδα του 2021 το γνώριμοι αντανακλαστικό: αναζήτηση της ευθύνης – απόσειση της ευθύνης.
Η άλλη, όμως, ομοιότητα είναι εκείνη που αληθινά τραυματίζει. Σε μια πολιτική μεταφορά του διαφημιστικού σλόγκαν «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!», και στις δυο ανόμοιες περιπτώσεις που είδαμε – αλλά και σε τόσες και τόσες άλλες – η προσέγγιση της επίσημης Πολιτείας είναι μια: «θα νομοθετηθούν νέες διατάξεις». Έπεσαν τα δένδρα; Έχει γίνει αδύνατη η συντήρηση των υποδομών; «Θα νομοθετηθούν σωστά οι αρμοδιότητες Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Ανίκανος για παρέμβαση ο ΔΕΔΔΗΕ; Κλείνουν οι Εθνικοί Οδοί; «Θα νομοθετηθεί ο συντονισμός των δράσεων». Προσβάλλει την κοινωνία η αποκάλυψη φαινομένων (ή δικτύων;) παιδεραστίας στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς; «Θα αυστηροποιηθούν οι ποινές, θα δυσχερανθεί νομοθετικά η παραγραφή!». Γενικεύεται η εικόνα σεξουαλικής παρενόχλησης, αν όχι βίας; «Θα νομοθετηθεί δίχτυ προστασίας ή/και μηχανισμοί αποτροπής».
Αυτή η νοοτροπία, της εξαγγελίας νομοθέτησής «και καθαρίσαμε» είναι η πιο αποτελεσματική παραίτηση από την ευθύνη. Πάγια. Διακομματική. Βολική.
*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 27/2/2021.