Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024

Γιατί η λιτότητα δεν μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση

Καθ' υπόδειξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δ.Ν.Τ., οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας επέβαλλαν σκληρές πολιτικές λιτότητας, που όμοιες τους έχει να δει η Ευρώπη από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Οι πολιτικές αυτές επιδεινώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των φτωχότερων και πιο ευπαθών και ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας, και απειλούν την κοινωνική συνοχή και την υγεία του πληθυσμού. Ακαδημαική έρευνα δείχνει ότι οι ρυθμοί εγκληματικότητας και αυτοκτονιών κινούνται αυξητικά και η βρεφική θνησιμότητα σημειώνει μια ξαφνική ανοδική τάση, ενώ η αύξηση των επιδημιών οδηγεί το ελλειμματικό και υποβαθμισμένο σύστημα υγείας στο χάος (Kentikelenis et al (2011), Stuckler et al, (2011), Stuckler and Basu (2013), Kentikelenis (2014)). Έτσι με την ιδιωτικοποίηση και το πούλημα της Δημόσιας περιουσίας σε τιμές ευκαιρίας η μοναδική εναπομείνουσα πηγή πλούτου της Ελλάδας, το ανθρώπινο δυναμικό της, υπονομεύεται από την πολιτική της λιτότητας.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν αυτές οι θυσίες oδηγούν στην ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τη Νεοκλασική ορθόδοξη ανάλυση της οικονομίας, η απάντηση είναι ΝΑΙ!
Η Θεώρηση της Οικονομίας από τους (Νεο)Κλασικούς Οικονομολόγους
H Νεοκλασική θεώρηση της οικονομίας χρησιμοποιεί μία μαθηματικά «κομψή» Γενική Ισορροπία με πλήρεις αγορές - μια αγορά για κάθε πιθανή συναλλαγή (complete market). Κάτω από την υπόθεση ότι υπάρχει τέλεια πληροφόρηση και τέλεια πρόβλεψη για μελλοντικά γεγονότα και ευκαμψία μισθών και τιμών – (πού είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας), η νεοκλασική θεωρία προβλέπει ότι οι αγορές και η Ελληνική οικονομία θα βρεθούν σε κατάσταση ισορροπίας χωρίς ανεργία. Αφού η Ελλάδα υπέφερε μια μείωση της παραγωγικότητας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η κατά κεφαλή οριακή παραγωγικότητα μειώθηκε και συνεπώς οι πραγματικοί μισθοί πρέπει να μειωθούν. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει είτε να δεχθούν χαμηλότερους μισθούς είτε να επιλέξουν την ανεργία. Κάτω από αυτή τη θεώρηση η Ελληνική οικονομία θα ανακάμψει. Αυτό είναι δυνατό να συμβεί σύμφωνα με την βασική υπόθεση της (νεο) κλασικλης θεωρίας - του Νόμου του Say. H κυριαρχία του Jean-Baptiste Say (1767-1832) στην οικονομική σκέψη για πάνω από τρείς αιώνες βασίζεται στην απλή λογική του νόμου του.
Ο Νόμος του Say υποστηρίζει ότι από την τιμή του κάθε προϊόντος που μεταφέρεται και πουλιέται στην αγορά, δημιουργείται μια απόδοση που αντιστοιχεί σε μισθούς, επιτόκια, κέρδη ή προσόδους. Το εισόδημα αυτό είναι επαρκές για την αγορά του προϊόντος. Κάποιος, κάπου, αγοράζει όλη την ποσότητα. Και, από τη στιγμή που αγοράζεται, υπάρχει μια δαπάνη ίση σε αξία με την αξία της παραγωγής. Εάν τα άτομα αποταμιεύσουν ένα μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις, θα επενδύσουν αυτά τα έσοδα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η δαπάνη ή η μείωση των τιμών ως αντίδραση στη χαμηλότερη ροή εισοδήματος. θα διασφαλίσει επισης την αναγκαία δαπάνη. Kατά συνέπεια, στην οικονομία υπάρχει κατάσταση ισορροπίας, δεν υπάρχει υπερπροσφορά αγαθών, δεν υπάρχει έλλειμμα αγοραστικής δύναμης δεν υπάρχει ανεργία.
Τότε το ερώτημα είναι γιατί παρατηρείται ανεργία και οικονομική ύφεση;


Η Οικονομική Ύφεση και ο Νόμος του Say
Σύμφωνα με την κλασσική και νεοκλασσική θεωρία ο νόμος του Say δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την οικονομική ύφεση. Έτσι o J. S. Mill (1848) ισχυρίζεται ότι η οικονομική ύφεση είναι μια προσωρινή απορρύθμιση των αγορών ("temporary derangement of markets"), μια υπερπροσφορά κερδοσκοπικών αγορών ("excess of speculative purchases"). Η αιτία είναι η συρρίκνωση της πίστωσης ("contraction of credit") και η λύση έγκειται στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ("the restoration of confidence") (Ch 14, Book 3, p. 561). O A. Marshall συμπληρώνει ότι τα άτομα, ενώ έχουν αγοραστική δύναμη, δεν την διαθέτουν σε αγορές λόγω προσωρινών διαταραχών ("temporary disturbances"), οι οποίες μειώνουν την εμπιστοσύνη (p.710)
O A. Pigou επαναδιατυπώνει το νόμο του Say στην μοντέρνα του έκδοση στο Theory of Unemployment, 1933¨"With perfectly free competition . . . there , will always be at work a strong tendency for wage rates to be so related to demand that everybody is employed. . . . The implication is that such unemployment as exists at any time is due wholly to the fact that changes in demand conditions are continually taking place and that frictional resistances prevent the appropriate wage adjustments from being made instantaneously''(p. 252)
Kατα συνέπεια για τον Pigou, η οικονομική ύφεση είναι μια προσωρινή διαταραχή σε ένα σύστημα που λειτουργεί ομαλά προς την πλήρη απασχόληση. Μια πλήρως ευέλικτη πολιτική μισθών μπορεί να εξαλείψει τις διακυμάνσεις της απασχόλησης (Industrial Fluctuations, 1927, Part II, Chap. IX).
Έτσι για την κλασσική και νεοκλασσική θεωρία η ανεργία είναι αποτέλεσμα των μεταβολών της ζήτησης που συμβαίνουν διαρκώς και των αντιστάσεων που προκαλούνται από την ύπαρξη τριβών στην αγορά εργασίας, οι οποίες δεν επιτρέπουν την κατάλληλη, αυτόματη προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω. Αφού οι αντιστάσεις που προκαλούνται από την ύπαρξη τριβών έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, μακροχρόνια, σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, οι μισθοί τείνουν να συνδέονται με τη ζήτηση, έτσι ώστε όλοι να είναι απασχολούμενοι. Εάν τα άτομα είναι "ορθολογικά " (rational), δηλαδη αναμένουν αυτό που τελικά συμβαίνει (Muth 1961), η ισορροπία πλήρους απασχόλησης πραγματοποιείται βραχυχρόνια.
Ο Νόμος του Say αποτελεί την αναντικατάστατη και ισχυρή άμυνα εναντίον όσων πρεσβεύουν ότι η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης είναι απαραίτητη για να αντιμετωπισθεί το «λανθασμένα» θεωρούμενο έλλειμμα ζήτησης, είτε μέσω της έκδοσης και της δαπάνης χρήματος ή μέσω του δημόσιου δανεισμού και της δημόσιας δαπάνης. Αυτές είναι συνταγές για μια ασθένεια η οποία δεν υπάρχει. Οι αγορές είναι αποτελεσματικές για να αντιμετωπίσουν την φτώχεια και την ανεργία. Κατά συνέπεια ο ρόλος της κυβέρνησης πρέπει να είναι ελάχιστος. Τα παραπάνω είναι η βάση της πολικής σχετικά με την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και με την πολιτική σχετικά με τους συνταγματικά κατοχυρωμένους κανόνες για τις σταθεροποιητικές δημόσιονομικες πολιτικές.
Επικινδυνότητα (risk), "νεοκλασικές προσδοκίες" και αβεβαιότητα
Σε σχέση με το αποτέλεσμα των 'ορθολογικών προσδοκιών' στην επίτευξη της γενικής ισορροπίας αξίζει να σημειωθούν τα παρακάτω. Τα "Ορθολογικά" άτομα κατά την νεοκλασσική οικονομική σκέψη έχουν ακριβείς (ορθολογικές) προσδοκίες για το μακρινό μέλλον σχετικά με τις τιμές (και άλλες μεταβλητές). Οι 'ορθολογικές' προσδοκίες των ατόμων υπολογίζονται σύμφωνα με την συμπεριφορά των μεταβλητών στο παρελθόν.
Αυτό μπορεί να ισχύει στην εξαιρετική περίπτωση όπου υπάρχει διαθέσιμη στατιστική/λογιστική (actuarial) πληροφόρηση για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων (π.χ. ο κίνδυνος ατυχήματος από ένα νέο οδηγό, ο κίνδυνος θανάτου από μία ασθένεια). Ωστόσο προσδοκίες για το αβέβαιο μέλλον δεν μπορούν να προσδιοριστούν. Για παράδειγμα 'the price of copper and the rate of interest twenty years hence, or the obsolescence of a new invention... About these matters there is no scientific basis on which to form any calculable probability whatever. We simply do not know' (Keynes, 1936, p. 148, note 1).
Σε τέτοιες συνθήκες κατά τις οποίες η αβεβαιότητα δεν μπορεί να μειωθεί (irreducible uncertainty) η υπόθεση για τις ορθολογικές (rational) προσδοκίες, όπως ορίζονται στην νεοκλασσική θεωρία, δεν είναι συμβατή με την τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς όπως αποδεικνύεται από σχετικές έρευνες στην ψυχολογία. Συγκεκριμένα, σε διεξοδική επισκόπηση της τεράστιας βιβλιογραφίας – η οποία έχει τελείως αγνοηθεί από τους θεωρητικούς της νεοκλασσικής σχολής – οι Kahneman (2011) και Gilbert( 2006) επισημαίνουν ότι ότι ο άνθρωπος είναι πολύ αδύναμος στο να προβλέπει υπό συνθήκες αβεβαιότητας. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι, όχι μόνο η παρόρμηση είναι μια ορθολογική ενέργεια, αλλά επιπλέον οι άνθρωποι τείνουν να υιοθετούν συμβατικές συμπεριφορές (conventions) επειδή το να ακολουθείς τους αλλους μειώνει την ανησυχία και τον φόβο για το μέλλον και προσδίδει στο άτομο την αίσθηση της βεβαιότητας. Κάτω από αύτες τις συνθήκες η ισορροπία πλήρους απασχόλησης πραγματοποιείται κάθε άλλο παρά βραχυχρόνια. Συνεπώς 'The "long run is a misleading guide to affairs. In the long run we are all dead. Economists set themselves a too easy, too useless a task if in tempestuous seasons they can only tell us that when the storm is long past the ocean is flat again" (Keynes, 1923).

Ο Keynes και η Ισορροπία Υποαπασχόλησης: Είναι οι κλασικές πολιτικές η λύση; ή γιατί η λιτότητα δεν είναι ο σωστός δρόμος προς την ανάπτυξη;
Ο Keynes αρνείται την ύπαρξη αυτορρυθμιστικών μηχανισμών της αγοράς, σε μία καπιταλιστική οικονομία, οι οποίοι να μπορούν να εξαλείψουν την υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας και των λοιπών παραγωγικών πόρων.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτή η διαδικασία αυτορρύθμισης μπορεί να είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, αλλά ότι δεν υφίσταται. Όχι λόγω της ύπαρξης ατελειών στις αγορές, όπως για παράδειγμα γιατί υπάρχουν βιομηχανικά μονοπώλια, εργατικά σωματεία, πολιτικές κατώτατου μισθού ή υψηλά επιδόματα ανεργίας και άλλων τέτοιων αντιστάσεων ή ατελειών στις αγορές, αλλά διότι η τιμή της εργασίας (ο ονομαστικός μισθός) δεν μειώνεται σε περιόδους υπερβάλλουσας προσφοράς εργασίας, καθώς και ακόμη και αν μειωθεί - όπως θα έπρεπε να συμβεί σε καλά συμπεριφερόμενες ανταγωνιστικές αγορές - το αποτέλεσμα δεν θα ήταν η αύξηση της απασχόλησης.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της παραπάνω θεώρησης, η τιμή της εργασίας (ο ονομαστικός μισθός) δεν μειώνεται σε περιόδους υπερβάλλουσας προσφοράς εργασίας επειδή:
(α) Οι άνεργοι δεν διαθέτουν ένα αποτελεσματικό τρόπο να γνωστοποιήσουν (signal) στους εργοδότες τη διάθεσή τους να εργαστούν με χαμηλότερο πραγματικό μισθό.
(β) Η κύρια ανησυχία τους είναι το ύψος του μισθού σε σχέση με τους μισθούς σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή σε συγκρίσιμα επαγγέλματα και όχι η ύπαρξη φθηνότερου εργατικού δυναμικού.
(γ) Η ειδική θέση των «εντός» της επιχείρησης εργαζομένων (οργανωμένων ή μη) προέρχεται από την κατοχή (ατομικά και συλλογικά) συγκεκριμένων (προς την επιχείρηση) δεξιοτήτων και εμπειρίας ή από άτυπες συμβάσεις (Θεωρία των Άτυπων Συμβάσεων- Azariadis (1975), Okun (1981), Baily (1974), Gordon (1974)).
Ωστόσο οι παραπάνω λόγοι δεν υπονοούν ότι το υπάρχον επίπεδο μισθών δεν μεταβάλλεται ποτέ, αλλά υπονοούν ότι το υπάρχον επίπεδο μισθών μεταβάλλεται πολύ αργά με την ανεργία.
Τελικά όμως οι μισθοί θα μειωθούν. H ανεργία τελικά θα υποχρεώσει τους εργαζόμενους να δεχτούν χαμηλότερους μισθούς και η ύφεση θα υποχρεώσει τους εργοδότες να μειώσουν τους μισθούς ακόμα και εάν θέλουν να πληρώσουν υψηλότερους.
Αλλά ακόμη και αν μειωθεί o ονομαστικός μισθός- όπως θα έπρεπε να συμβεί σε καλά συμπεριφερόμενες ανταγωνιστικές αγορές - το αποτέλεσμα δεν θα είναι η αύξηση της απασχόλησης, αφού όταν οι μισθοί μειωθούν, οι τιμές θα μειωθούν κατά το ίδιο ποσοστό με τους μισθούς. Η παραγωγή, η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, τα περιθώρια πραγματικού κέρδους δεν θα επηρεαστούν. Η πραγματική ισορροπία της οικονομίας –με ανεργία- είναι ανεξάρτητη του επιπέδου των ονομαστικών μισθών και των τιμών. Δεν είναι όμως ανεξάρτητη από τους πραγματικούς μισθούς. Οι εργοδότες θα πρόσφεραν περισσότερη εργασία σε ένα χαμηλότερο επίπεδο πραγματικού μισθού και οι άνεργοι θα δέχονταν αυτό τον χαμηλότερο πραγματικό μισθό.
Όμως, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός μέσω του οποίου η αμοιβαία διάθεση προς τη ζήτηση και την προσφορά περισσότερης απασχόλησης σε χαμηλότερο πραγματικό μισθό – ή ακόμη και με τον ίδιο πραγματικό μισθό- να μπορεί να πραγματοποιηθεί - εκτός αν η μείωση στους ονομαστικούς μισθούς θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να αυξήσει τη συνολική ζήτηση.
Αλλά ο Νόμος του Say επιβιώνει.. Ο Keynes πρότεινε ότι σε χαμηλότερα επίπεδα ονομαστικών μισθών, τιμών και εισοδημάτων, η πραγματική προσφορά χρήματος θα είναι μεγαλύτερη. Η ζήτηση για χρήμα για συναλλαγές (transactions demand) θα είναι μικρότερη, η υπερβάλλουσα προσφορά αποθέματος ρευστού χρήματος θα αυξήσει τις τιμές των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων και θα μειώσει τα επιτόκια. Έτσι η πραγματική επένδυση θα αυξηθεί και κατά συνέπεια θα υπάρξει αύξηση του προϊόντος και της απασχόλησης (Keynes effect).
Ώστόσο ο Keynes έδειξε ότι η αύξηση στην πραγματική ποσότητα χρήματος είναι αναποτελεσματική, επειδή τα επιτόκια βρίσκονται ήδη στα χαμηλότερα τους επίπεδα, και υπάρχει ένα «αποτελεσματικό όριο» (effective floor), στο οποίο τα άτομα είναι αδιάφορα μεταξύ της παρακράτησης χρήματος και της αγοράς τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων, λόγω προσδοκιών ή απλά φόβου, επειδή αναμένουν αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον και συνεπώς, απώλειες από την επένδυση σε τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία (Παγίδα ρευστότητας). Έτσι ο νόμος του Say φαίνεται να πεθαίνει αλλά η απάντηση του Pigou (1943) του δίνει ζωή και πάλι.
Ο αποπληθωρισμός οδηγεί σε αύξηση του πλούτου της κοινωνίας. Το χρήμα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία αποτελούν μέρος του πλούτου της κοινωνίας. Σε χαμηλότερο επίπεδο τιμών, αυξάνεται η αγοραστική δύναμη, ενώ η πραγματική αξία του πλούτου που κρατείται με τη μορφή αγαθών παραμένει η ίδια. Όταν η πραγματική τιμή των περιουσιακών στοιχείων αυξάνεται, οι ιδιοκτήτες αυτών θα αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε βάρος της αποταμίευσης και η συνολική ζήτηση θα αυξήθεί. (Αποτέλεσμα Πραγματικών Διαθεσίμων - "Real Balance" or Pigou effect).
Ωστόσο ο M. Kalecki, (1944) υπενθυμισε στον Pigou ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών τίτλων του ενεργητικού (monetary assets) (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών καταθέσεων) αντικατροπρίζεται (άμεσα ή έμμεσα) στο ιδιωτικό χρέος. Ο αποπληθωρισμός θα αυξήσει την επιβάρυνση του χρέους σε αξία τουλάχιστον ίση με την πραγματική αξία των περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, ο πληθυσμός δεν κατανέμεται τυχαία μεταξύ οφειλετών και πιστωτών.Οι οφειλέτες έχουν υψηλότερη οριακή ροπή προς δαπάνη από το τρέχον εισόδημα (ή πλούτο) τους και υψηλότερη τάση να παίρνουν ρίσκο σε σχέση με τους δανειστές. Οι επιχειρήσεις –δανειολήπτες- έχουν υψηλότερη ροπή για φυσικό κεφάλαιο ή διαρκή αγαθά, ή χαρτοφυλάκια που περιέχουν περισσότερο κεφάλαιο από τον πραγματικό τους πλούτο σε σχέση με τους δανειστές. Τα νοικοκυριά – δανειολήπτες- είναι νέες οικογένειες που αγοράζουν κατοικίες και οικοσκευή, πριν την εξασφάλιση του εισοδήματος που είναι απαραίτητο ώστε να ξεπληρώσουν την αξία τους και αυτό συμβαίνει επειδή αντιμετωπίζουν περιορισμούς ρευστότητας. Ήδη από to1933 ο Fisher (1933) υποστήριζε ότι όταν οι ονομαστικές τιμές και οι ονομαστικοί μισθοί αποπληθωριστούν οι δανειακές υποχρεώσεις αποτελούν υψηλότερο ποσοστό του πραγματικού εισοδήματος των δανειοληπτών σε σχέση με πριν, καθιστώντας τους ανίκανους για νέα δανειοληψία. Η μείωση της πραγματικής αξίας του κεφαλαίου των δανειοληπτών λόγω της μεγαλύτερης επιβάρυνσης του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ σε αξία τα οφέλη των πιστωτών. Οι αδυναμίες των δανειοληπτών στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων τους μεταδίδει τον κίνδυνο από τους δανειολήπτες στους πιστωτές. Eτσι, απειλείται η φερεγγυότητα και η ικανότητα ρευστότητας των ιδιωτών πιστωτών και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Σε σχέση με τα παραπάνω, οι ομοιότητες με την κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι τυχαίες.

Μια εναλλακτική θεώρηση της Ύφεσης και της Ανάκαμψης
O Keynes πρότεινε ότι η θεμελιώδης ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η επένδυση. Οι αποταμιεύσεις προσαρμόζονται στις επενδύσεις μέσα από τις κατάλληλες μεταβολές στο εισόδημα, το οποίο με τη σειρά του προσδιορίζει το επίπεδο της απασχόλησης. Αν τα έσοδα αποταμιεύονται και δεν δαπανώνται, τότε μειώνεται η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Έτσι η Δαπάνη ισοδυναμεί με εισόδημα (Spending equals Income). Δεν είναι βέβαιο ότι πάντοτε η δαπάνη θα είναι αρκετή για την πλήρη απασχόληση των πόρων της οικονομίας και ότι οι επενδύσεις θα είναι αρκετές ώστε να απορροφήσουν τις αποταμιεύσεις που θα υπήρχαν αν η οικονομία ήταν σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης. Η επένδυση καλύπτει την διαφορά μεταξύ κατανάλωσης και προϊόντος πλήρους απασχόλησης.
Η ανάληψη μιας επένδυσης επηρεάζεται από την Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου, που ορίζεται σε όρους προσδοκιών των μελλοντικών αποδόσεων και του τρέχοντος κόστους παραγωγής μιας μονάδας κεφαλαίου. Η μακροχρόνια φύση των προσδοκιών αναφορικά με τις επενδυτικές αποφάσεις, μπορεί να εξηγήσει γιατί οι αποταμιεύσεις δεν δαπανώνται και γιατί είναι δύσκολο να ελέγξουμε την επένδυση μέσα από τον έλεγχο των τραπεζικών επιτοκίων. Η εξάρτηση μιας επένδυσης από την Οριακή Αποδοτικότητα, με την υψηλή μεταβλητότητα της, δείχνει γιατί η επένδυση σαν συνάρτηση από το επιτόκιο είναι ασταθής.
Συνεπώς η μείωση των μισθών δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα που είναι η έξοδος απο την ύφεση,. Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης μέσω της δημόσιας δαπάνης είναι απαραίτητη για να αντιμετωπισθεί το έλλειμμα ζήτησης ωστε η συνολικη επένδυση (δημόσια και ιδιωτική) να καλύπτει την διαφορά μεταξύ κατανάλωσης και προϊόντος πλήρους απασχόλησης. 'I expect to see the State ... taking an ever greater responsibility for directly organising investment... a somewhat comprehensive socialisation of investment will prove the only means of securing an approximation to full employment' (Keynes 1973, p.164).


Οικονομική πολιτική για την έξοδο απο την ύφεση
Κατά τoν Sir William Beveridge το 1942, τα πέντε τεράστια «δεινά» της κοινωνίας (giant evils) είναι: η Ανάγκη (want), η Ασθένεια (disease), η Άγνοια (ignorance), η Εξαθλίωση (squalor), και η Απραξία (idleness). Δεν πρέπει να αγνοείται η ανθρώπινη δυστυχία που προέρχεται από την ανικανότητα να επιτευχθεί μια πλήρως απασχολούμενη οικονομία, ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι εισοδηματικές ανισότητες που παράγονται από τις πολιτικές λιτότητας στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς. Οι οικονομολόγοι μπορούν, τουλάχιστον, να μειώσουν τις πηγές της ανθρώπινης δυστυχίας που προκαλούνται από το από το «laissez-faire» σύστημα, προτείνοντας «κοινωνικά επιθυμητές αλλαγές».
Ποιές πρέπει να είναι οι θεμελιώδεις κατευθύνσεις πολιτικής στα επόμενα χρόνια ώστε να αντιμετωπισθούν τα πέντε «δεινά»;
Πρώτα «'Ασκέειν δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν» [το Αξίωμα του Ιπποκράτη].
Η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών χωρίς κρατική παρέμβαση είναι άστοχη και θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Τα αποτελέσματα της λιτότητας και των νεοκλασικών πολιτικών είναι η μείωση της ζήτησης, η μείωση του προϊόντος, η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των ποσοστών φτώχειας, η αύξηση των ρυθμών εγκληματικότητας και αυτοκτονιών, η αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, η ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αύξηση της νοσηρότητας και η χαώδης κατάσταση του εθνικού συστήματος υγείας.

'Δίκαιη και προοδευτικη Φορολογία'
Η εντυπωσιακή επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων είναι αποτέλεσμα των κυβερνητικών ενεργειών (ή/και της απραξίας αυτών) που έχουν σαν συνέπεια ένα μεγάλο μέρος του πλούτου να συγκεντρώνεται σε μικρή μερίδα του πληθυσμού. Ο πλούτος δεν αντανακλά τις ατομικές προσφορές αυτών των ατόμων στην κοινωνία, αλλά αντίθετα αντανακλά προσόδους των μελών αυτών των ομάδων που συγκεντρώθηκαν λόγω αστόχων κανονιστικών πράξεων ή νομοθετικών ρυθμίσεων που συνέτειναν στην διαφθορά, εκμετάλλευση και μονοπωλιακή δύναμη. Έτσι δημιουργήθηκε μια μεταβίβαση πλούτου από τα κατώτερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Όμως, όπως ο J. M Clark (1934) παρατήρησε εάν υπάρχει «undue concentration of incomes and probably a resulting tendency to over-saving' if a more equal distribution 'were achieved mainly at the expense of reducing a volume of savings so swollen that a considerable part of it goes to waste, the change would be very nearly a clear gain' (p. 78).


'Διάσωση της οικονομίας από την ύφεση και παραμονή εκτός ύφεσης'
Οι σταθεροποιητικές δημοσιονομικές πολιτικές σχετικά με τις επενδύσεις, πρέπει να προσβλέπουν σε μία «ενεργοποίηση» των αποταμιεύσεων μέσω της προοδευτικής φορολογίας και μια διαχείριση της ζήτησης ώστε να περιοριστούν οι διακυμάνσεις και συνεπώς και η αβεβαιότητα αναφορικά με τις επενδυτικές αποφάσεις. Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να αντισταθμιστούν οι συνέπειες από την πτώση της Οριακής Αποδοτικότητας του Κεφαλαίου. Σε αυτό θα βοηθήσει ένα ευρύ νομοθετικό πλαίσιο που θα καλύπτει την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Επενδύσεις στη δημόσια υγεία και εκπαίδευση
Θέσπιση νόμων για την παροχή καθολικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του πληθυσμού βάσει των προβλημάτων υγείας των ατόμων και όχι βάσει της ικανότητας τους για πληρωμή (όμοια κάλυψη για πλούσιους και φτωχούς). Αυτό το δημόσιο επενδυτικο μέτρο είναι αναγκαίο για την επιδημιολογική πρόληψη αλλα και γιατί κανένας πολίτης δεν πρέπει να υποφέρει απο προβλήματα υγείας εξαιτίας της έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε μια πολιτισμένη κοινωνία.
Θέσπιση νόμων για την παροχή ενός εκσυγχρονισμένου εκπαιδευτικού συστήματος, βασισμένου σε διεθνή πρότυπα (internationally benchmarked). Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, πρέπει να ενθαρρύνεται και να προάγεται η ανεξάρτητη κριτική σκέψη, προσφέροντας παράλληλα στους σπουδαστές τα κατάλληλα εφόδια ώστε να είναι καλά προετοιμασμένοι για το επόμενο βήμα στην καριέρα τους. Στις ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να δίνει στο σπουδαστή τη δυνατότητα ενασχόλησης με το επιστημονικό αντικείμενο της επιλογής του, προάγοντας ταυτόχρονα την πνευματική εγρήγορση και την επιστημονική εμπειρία και κατάρτιση.
Αυτές οι δημοσίες επενδύσεις συνιστούν το πιο πολύτιμο μέρος ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθώς οδηγούν σε μια περισσότερο αποτελεσματική και δυναμική οικονομία.


Μια Επισκοπηση ιστορικών δεδομένων
H απόδειξη για την χρησιμότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως περιγράφεται παραπάνω, βρίσκεται στην μελέτη της αποτελεσματικότητας τους στην πρόσφατη ιστορία. Το διάγραμμα 1 παρουσιάζει το ποσοστό ανεργίας για τέσσερεις χώρες, (Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες-γνωστές για την Νεοκλασσική πολιτική τους, Δανία- μία σοσιαλδημοκρατική χώρα και Αυστραλία) από το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα . Το διάγραμμα δείχνει ότι κατά την διάρκεια των κλασικών και νεοκλασικών μακροοικονομικών πολιτικών μέχρι τις αρχές του Β. Παγκοσμίου Πολέμου, η ανεργία παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις με υψηλές τιμές. Ωστόσο, μετά το τέλος του Β. Παγκοσμίου Πολέμου η ενεργή δημοσιονομική πολιτική (Keynesian era) έχει ως αποτέλεσμα την χαμηλή ανεργία με πολύ μικρές διακυμάνσεις. Η εγκατάλειψη του δημοσιονομικού παρεμβατισμού, που άρχισε μετά την κατάρευση του Brenττon Woods και την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου δογματισμού των Thatcher και Regan, οδήγησε σε υψηλά ποσοστά ανεργίας και στην αναβίωση των συμπτωμάτων της προπολεμικής περιόδου.. O ίδιος τύπος διακυμάνσεων παρουσιάζεται και στις τέσσερεις χώρες, παρόλο που η Αυστραλία ωφελήθηκε ιδιαίτερα από την αύξηση ζήτησης εξαιτίας της ανάπτυξης της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική έφερε κάποια θετικά αποτελέσματα στην μεγένθυση (growth)¨των οικονομιών; Το διάγραμμα 2 παρουσιάζει το ποσοστό μεγένθυσης (GDP growth) στις παραπάνω τέσσερεις χώρες . Οι διακυμάνσεις μεγέθυνσης των οικονομιών είναι πολύ μεγαλύτερες πρίν και μετά την περίοδο των 27 ετών του δημοσιονομικού παρεμβατισμού (1945-1972) , ενώ ο μέσος όρος της μεγέθυνσης των οικονομιών 27 χρόνια πρίν και μετά της περιόδου 1945-1972 δεν είναι μεγαλύτερος από το μέσο όρο της περίοδου 1945-1972 .
Μετά τα παραπάνω διερωτάται κανείς γιατί η νεοφιλελεύθερη συντηρητική πολιτκή έχει επιβάλλει τις νεοκλασικές, νεοφιλελεύθερες μακροοικονομικές πολιτικές, αφού δεν υπερτερούν όσο αφορά την μεγέθυνση των οικονομικών, αλλά αντίθετα επιβάλλουν ένα υψηλό κόστος σε όρους ανθρώπινης δυστυχίας στην μορφή της αύξησης της ανεργίας και της συσχετιζόμενης φτώχειας;
Στο διάγραμμα 3 ίσως δίνεται μία απάντηση στην παραπάνω ερώτηση. Το διάγραμμα δείχνει το μερίδιο του Εθνικού εισοδήματος που απολαμβάνει το πιό πλούσιο 1% του πληθυσμού των τεσσάρων χωρών . Το μερίδιο αυτό μειώνεται καθόλη την διάρκεια της περιόδου 1945-1972. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία το μερίδιο εισοδήματος που απολαμβάνει το πιο πλούσιο 1% του πληθυσμού αυξάνεται αμέσως μετά το τέλος της περιόδου 1945-1972 για να φτάσει, κατά το τέλος της δεκαετίας του 2000, στα υψηλότερα επίπεδα που υπήρχαν στην περίοδο της δεκαετίας 1920. Μόνο η σοσιολδημοκρατική Δανία διατήρησε σταθερό μερίδιο εισοδήματος που απολαμβάνει το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού της.
Συμπεράσματα
"to economics and economists who are the trustees, not of civilisation, but the possibilities of civilisation"
John Maynard Keynes, 1945

Οι μελλοντικές γενεές θα μας κρίνουν όχι βάσει της ικανότητας μας να πετύχουμε έναν ρυθμό μείωσης του ελλείμματος, αλλά βάσει της ικανότητάς μας να βρούμε διέξοδο για τη χώρα από την παρούσα καταστροφή, και τις προσπάθειες που θα καταβάλλουμε για να υποστηρίξουμε τα περισσότερο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας μας.
Οι προοδευτικοί και δημοκρατικοί κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να συνεργαστούν με στόχο την επίλυση του προβλήματος της τρέχουσας αρνητικής κατάστασης της χώρας. Οι πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας και των οικονομικών ανισοτήτων αλλά και στην προώθηση της οικονομικής προόδου, αποτελούν την απαραίτητη πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα για μια περισσότερο πολιτισμένη και συνεκτική κοινωνία.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση