Τρίτη, 23 Απρίλιος 2024

Είμαστε η πληγή και το μαχαίρι

Η Αθήνα το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 2016 ήταν έρημη πόλη. Το ιστορικό κέντρο δίχως ίχνος ζωής, με έναν κόσμο φοβισμένο, ταπεινωμένο, έτοιμο να αναγνωρίσει στους 50-100 μόνιμους «γνωστούς άγνωστους» τους προαιώνιους εχθρούς.

Τα μπαχαλάκια έπαιζαν on camera την εθιμοτυπική δραματουργία τους και οι συνήθεις τηλε-εισαγγελείς -στα δελτία ειδήσεων- απαιτούσαν από τους πρυτάνεις άδεια για είσοδο της αστυνομίας στο κέλυφος, στο μνημειακό-συμβολικό Πολυτεχνείο.

Η ρηχότητα ανάλυσης και -τόσα χρόνια μετά- η αδυναμία διαχείρισης της μνήμης και του εξεγερσιακού των νέων παιζόταν μπροστά στα μάτια μας.

«Δεν ξεύρω εάν ανελύσατε το φαινόμενον. Δεν ξεύρω εάν ανεζητήσατε την αιτίαν. Εν πάση περιπτώσει, από οπουδήποτε και εάν εξετάσωμεν τo θέμα, θα αχθώμεν εις το ίδιον συμπέρασμα: Την αιχμήν του δόρατος της αναρχίας σήμερον διά τους αναρχικούς, ως εξεγειρομένης ομάδος της κοινωνίας, την αποτελούν οι επιστήμονες, οι φοιτηταί, με συνεπίκουρους τους εργάτες».

Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος στο «Πιστεύω μας» τα είχε πει όλα σε μία αράδα. Εδειχνε ως εχθρούς της Ελλάδας τους νέους και τα αμφιθέατρα -ούτε καν τις μαρξιστικές, προυντονικές ή, έστω, τις γραφές του Μπακούνιν. Αυτός ο κάματος κατανόησης των εξεγερσιακών-συγκρουσιακών νεολαιίστικων ταυτοτήτων ενσωματώθηκε αυτούσιος, με την ανάδυση του «αναρχικού» των Εξαρχείων, στη μεταπολιτευτική ερμηνευτική που έσπευδε να στιγματίζει ακριβώς ό,τι δεν έλεγχε.

Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα –ένα υπόβαθρο ταξικής, διαγενεακής αδικίας και αποκλεισμού πάνω σε οικονομικά και κοινωνικά συντρίμμια, με ένα συγκρουσιακό νεολαιίστικο υποκείμενο, το οποίο η παρασιτική και αντικομμουνιστική αστική συντήρηση ουδέποτε αναγνώρισε– είναι μια μικρογραφία αυτού που συμβαίνει ιστορικά στον κόσμο.

Οι σύνοδοι του G8, του G20, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, των πλούσιων και ισχυρών του πλανήτη γίνονται σε βουνά, σε απίθανους περίκλειστους εξωτικούς προορισμούς, γιατί δεν θέλουν να έχουν απέναντι καμία αντίδραση, την παραμικρή διατύπωση εναλλακτικής. Οι νέοι, οι αμφισβητίες, ναι και οι φτωχοδιάβολοι, οι σκεπτόμενοι ασύνταχτοι και οι σαλοί, οι κάθε λογής «αντι-», πάντα ενοχλούσαν∙ ενοχλούσαν τα στέκια, οι εστίες, τα άβαταρ του γονιμοποιού Λόγου.

Από την εποχή του 1830 και του 1848, η ενάντια φωνή των εξαθλιωμένων, των ζητιάνων ήταν ενοχλητική, όσο ενοχλητικό ήταν το λατρεμένο προλεταριάτο∙ η φτώχεια ήταν ντροπή για την αστική κοινωνία, οι αμόρφωτοι, η «κόκκινη απειλή»... οι καταληψίες της Βαστίλης.

Ο Ναπολέων Γ', ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης της «18ης Μπρυμαίρ» του Μαρξ, για να αποφύγει τα οδοφράγματα του 1830 και του 1848 που στήνονταν στις δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές του Παρισιού, ανέθεσε στον George-Eugène Haussmann (έμεινε γνωστός στην πολεοδομία ως βαρόνος Οσμάν) την ανάπλασή του.

Αμέσως, στο όνομα της προόδου, εξαφανίστηκε η Βαστίλη, εξαφανίστηκαν οι φτωχογειτονιές, σβήστηκαν όλα τα ριζώματα της πόλης. Ο Haussmann έκανε το Παρίσι μια υπέροχη πόλη με φαρδιές λεωφόρους και βουλεβάρτα, με τους φτωχούς και τους εξεγερμένους να είναι αόρατοι... και πέτυχε απόλυτα.

Στην Αθήνα, εφόσον οι νέοι αποτελούσαν εκ των προτέρων κινδύνους κοινωνικής ανάφλεξης και στο μέτρο που τα πανεπιστημιακά κτίρια αποτελούσαν τις εστίες του κακού, τρόπον τινά, έπρεπε να εξαφανιστούν.

Την αποριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος την ανέλαβαν οι πολιτικές-κομματικές οργανώσεις και την αποκέντρωση-εκκένωση των μνημειακών κτιρίων του Πολυτεχνείου, του Χημικού, της Νομικής ανέλαβαν οι κυβερνώσες ελίτ, οι οποίες αναδείχτηκαν πρώτες στις δαπάνες και τελευταίες στον σχεδιασμό και στη διαχείριση του δημόσιου χώρου και της μνήμης, καταλείποντας κελύφη –όπως το πέτυχαν με τα Ολυμπιακά ακίνητα.

Και ξανά στα Εξάρχεια. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να τα καθαρίσει. Από τι ακριβώς; Από τις συμμορίες και τις μαφίες του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών, του trafficking στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο; Μήπως να τα καθαρίσει από το εξεγερσιακό;

Τους καλλιτέχνες, τους δημοσιογράφους, τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους ποιητές, τους εκδότες, τους νέους, τα βιβλιοπωλεία και τα εναλλακτικά στέκια της νεολαίας, από τα ορφανά του Μαρκούζε και τους λαθραναγνώστες του Γκι Ντεμπόρ; Εννοεί το δεύτερο και, όπως όλοι -μέσα και η παρούσα κυβέρνηση-, εγκαταλείπει την περιοχή στη διαβρωτική δράση των πρώτων, για να τα κατηγορήσει έπειτα ως μήτρα «εγκληματικότητας» μαζί με το Πολυτεχνείο.

Είμαι ο τελευταίος που συμφωνώ με τις καταστροφές του δημοσίου χώρου, του μνημείου και των λεωφορείων. Θλίβομαι με ακέφαλη τη Λέλα Καραγιάννη στην Τοσίτσα και την μπίχλα των Εξαρχείων. Αλλά θα είμαι και ο τελευταίος που θα πει ότι οι νέοι, αυτοί οι θερμοκέφαλοι, αποτελούν εθνικό κίνδυνο. Απεναντίας. Χώρα που σέβεται τον εαυτό της, σήμερα, θα έπρεπε να προστατεύει τα «Εξάρχειά» της∙ όχι να τα αφήνει έρμαιο -επίτηδες- των συμμοριών.

Πράγματι, ιστορικοί του 20ού αιώνα, όπως ο Λιούις Μάμφορντ στο «The City in History: Its Origins, Its Transformations, It's Prospects» (1961), υποστήριξαν ότι ο πραγματικός σκοπός των λεωφόρων του βαρόνου Οσμάν ήταν να καταστεί ευκολότερο για τον στρατό να συντρίψει την Κομμούνα του Παρισιού το 1871.

Ομως, η μαρτυρία ανήκει στον αντιρρησία Σαρλ Μποντλέρ: «... Το παλιό Παρίσι δεν υπάρχει πια... Το Παρίσι άλλαξε... Αλλοτε εδώ απλωνόταν ένα θηριοτροφείο... Παλιά προάστια, όλα μια αλληγορία, κι οι μνήμες μου, πιο βαριές κι από τις πέτρες...». Με τα λόγια του Μποντλέρ, «Είμαστε η πληγή και το μαχαίρι...». Ούτε ανθοί, ούτε ανθόκηποι και τέτοια στα Εξάρχεια...

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 25/11/2016.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση