Ενόψει των συζητήσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος και πέρα από τα βαρετά και γνωστά κομματικά παιχνίδια, αξίζει να συνδεθεί η όλη προβληματική με την υπέρβαση του σημερινού αδιεξόδου. Ας δούμε τι έχουμε και τι ενδεχομένως μπορούμε.
Τα βασικά οικονομικά μεγέθη της χώρας οριοθετούν τις δυνατότητές μας και τις αδυναμίες μας.Οι δεσμεύσεις μας έναντι των δανειστών μέχρι το 2060 είναι δεδομένες και η υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για τα επόμενα 100 χρόνια έχει υπογραφεί. Για κάθε μικρή αλλαγή, θα γίνεται σκληρή συζήτηση για τα περίφημα ισοδύναμα μέτρα. Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, οι εισαγωγές, η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, η κατάσταση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών και πολλά άλλα μεγέθη, ειδικά αυτά των νοικοκυριών, δεν προκαλούν αισιοδοξία. Φτάσαμε από την παγίδα του χρέους (190% του ΑΕΠ σήμερα, με πλέον δυσοίωνες προβλέψεις λόγω και του δημογραφικού), στην παγίδα της στασιμότητας.
Αν στα βασικά και δύσκολα μεγέθη προστεθούν οι γνωστές παθογένειες της διοίκησης και οι εμπεδωμένες νοοτροπίες μας, το τοπίο γίνεται αποκαρδιωτικό. Γι αυτό και η νεολαία κυρίως ψάχνει λύση εκτός χώρας και όσοι μένουν εδώ στρέφονται συχνά στην παραοικονομία.
Κι όμως δυνατότητες μια βιώσιμης ανάπτυξης υπάρχουν.Εχουμε ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλού επιπέδου, πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές, παρακαταθήκες λαμπρού πολιτισμού, ιδανικό κλίμα και περιβάλλον, εξαιρετική αγροτική παραγωγή με πολλές τοπικές ιδιομορφίες, μεσογειακή διατροφή και ποιοτική γαστρονομία που συνδυάζει πολλές παραλλαγές. Ο συνδυασμός αγροτικής παραγωγής, τουρισμού και βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί και πρέπει να στηρίζει ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ευημερίας, κι όχι απλά το παλιό μοντέλο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Τι δεν έχουμε;
Δεν έχουμε ένα σύγχρονο λειτουργικό πολιτικό σύστημα, που να θέτει στόχους και να αξιοποιεί τις δυνατότητες, ένα σύστημα που θα αποπνέει εμπιστοσύνη, σοβαρότητα, προγραμματισμό.
Η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, εσωτερικές και εξωτερικές, επιτάχυνε τις εξελίξεις. Δέκα χρόνια μετά την εκδήλωση της βαθιάς κρίσης, δεν διαθέτουμε σχέδιο εξόδου, ψάχνουμε άλλοθι, παρατάσεις, αποφεύγουμε να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις, ακόμα και τα συμφωνηθέντα. Η διοίκηση παραπαίει, η γραφειοκρατία διογκώνεται , κανένας δεν παίρνει την ευθύνη για λύσεις. Ούτε μακροπρόθεσμες, ούτε άμεσες, απλές λύσεις για την βελτίωση της καθημερινότητας. Ακόμα και τα απλούστατα πράγματα, εδώ γίνονται περίπλοκα με τη νομοθεσία, τις άπειρες εγκυκλίους, με τις ΚΥΑ, με τις Ανεξάρτητες Αρχές και τις απίστευτες συναρμοδιότητες.
Το έλλειμμα μεταρρυθμίσεων είναι πλέον παγκοσμίως γνωστό:«Η πραγματική αποτυχία του ελληνικού προγράμματος έγκειται στο ότι, παρά τα εννέα χρόνια εντατικής διεθνούς βοήθειας, το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν έχει μεταρρυθμιστεί, αλλά η πολιτική τάξη παρουσιάζει σημάδια υπαναχώρησης απ'ό,τι έχει επιτευχθεί, εγείροντας αμφιβολίες για το αν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους» (The Times, Καθημερινή 31 Αυγ. ΄18).
Το κοινωνικό αδιέξοδο είναι χειροπιαστό. Είναι φανερό ότι το υπάρχον πολιτικό σύστημα παράγει και διασφαλίζει για τους ωφελημένους κάποια κέρδη: κομματικά, συντεχνιακά, θεσμικά, προσόδους μέσω των διαφόρων αδειοδοτήσεων, εκατοντάδες φόρους και παράβολα, αναρίθμητες εισφορές και τέλη χωρίς ανταπόδοση υπηρεσιών προς τους πολίτες. Τελικά το κόστος για τη χώρα είναι διπλό, δηλ. το ακριβό κι αναποτελεσματικό κράτος και η πρόσθετη ατομική και η οικογενειακή δαπάνη για πρόσβαση στα βασικά δημόσια αγαθά. Δίπλα σε κάθε επίσημη δραστηριότητα υπάρχει και η αντίστοιχη ανεπίσημη: παιδεία, υγεία, φορολογία, κοκ., ας μην συνεχίσω τον θλιβερό κατάλογο.
Αυτό που με απασχολεί είναι τούτο: αφού ως λαός έχουμε τα μυαλά, τους επιστήμονες που διαπρέπουν και μας κάνουν περήφανους εδώ και στο εξωτερικό, αφού η ιστορική μας εμπειρία είναι πλούσια, αφού διαχρονικά ο πολιτισμός μας έλαμψε, αφού η γη μας, το κλίμα, η γεωγραφική μας θέση, όλα συντείνουν προς κάτι το ξεχωριστό, το ενδιαφέρον, το δημιουργικό κι αυτό εκδηλώθηκε πολλές φορές στην ιστορία μας, αφού η επιχειρηματικότητα, όπου διαπρέπουμε διεθνώς ως λαός, αποτελεί τη λεωφόρο του μέλλοντος, αφού, αφού, αφού όλα αυτά... πώς ζούμε τη σημερινή στασιμότητα και κυρίως πώς θα ζήσουμε χωρίς προοπτική; Γιατί μέσα σε αυτές τις συνθήκες που ζει ο τόπος δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει προοπτική κι αυτό είναι χειρότερο κι από τη φτώχεια.
Τι πρέπει να γίνει;
Είναι φανερό ότι χωρίς ένα ριζικά νέο πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει διέξοδος. Η χώρα θα σέρνεται για χρόνια χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς πρωτοβουλίες. Η κοινωνία απογοητευμένη και γονατισμένη από τα σκληρά μέτρα λιτότητας και την υπερφορολόγηση, θα ενδιαφέρεται για την επιβίωση, ενώ η νέα εποχή ζητά υπερβάσεις. Τα κόμματα βολεύτηκαν με τα προνόμιά τους και δεν θέλουν αλλαγές. Οι ισχυρές συντεχνίες που απομυζούν το κράτος, ομοίως. Χρειάζεται επομένως κάτι υπεράνω των κομμάτων, ένας θεσμός που όσο κι αν επηρεάζεται από το επίπεδο πολιτικής που υπάρχει, δημιουργεί εκ συστήματος μια νέα πολιτική λογική και μια νέα δυναμική. Αναφέρομαι σε ένα νέο Πολίτευμα, το σημερινό δεν αξίζει σχολίων, αφού δεν λειτουργεί στην πράξη, επιμένω στην ανάγκη δημιουργίας πολιτεύματος Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με βάση τα ισχύοντα αλλού και ειδικά τις εμπειρίες εξισορρόπησης των εξουσιών στις δημοκρατικές χώρες (π.χ. ΗΠΑ, Γαλλία, Κύπρος). Αυτό προϋποθέτει ριζική αλλαγή του ισχύοντος Συντάγματος, όπως έγινε εξ ανάγκης στην απαρχή της Μεταπολίτευσης και θέσπιση άμεσης εκλογής του ανωτάτου άρχοντα από το εκλογικό σώμα. Η αναδιάταξη της χώρας θα αρχίσει από εκεί, όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν.
Μια τέτοια πρωτοβουλία, χωρίς υστεροβουλίες και συνηθισμένες θεσμικές τρικλοποδιές, μπορεί, αφενός μεν να προκαλέσει αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, αφετέρου, να γίνει αφετηρία μιας νέας ιστορικής περιόδου προσανατολισμένης στο μέλλον. Αυτό θα δώσει νόημα στην πολιτική ζωή και θα δώσει ταυτόχρονα ισχυρό μήνυμα προς το εξωτερικό, αφού εταίροι, επενδυτές και δανειστές, που έχουν κι αυτοί έχουν μεγάλη ευθύνη για την σημερινή κατάσταση, θα κληθούν να επαναξιολογήσουν την νέα πραγματικότητα.
Ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης γράφει σχετικά:«Μια Ελλάδα που αλλάζει θα μπορεί επίσης πιο πειστικά να διαπραγματευθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την οικονομική πολιτική και περισσότερους βαθμούς ελευθερίας» (Καθημερινή, 2 Σεπτ. 2018).
Αναφέρομαι σε μια νέα πρωτοβουλία ολκής κι όχι σε συνήθη κομματικά παίγνια. Με την εκδήλωση μιας νέας ενωτικής εθνικής δυναμικής όλα μπορεί να είναι διαφορετικά, ελπιδοφόρα, αξιοπρεπή. Οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν σήμερα μεγάλες και εύκολες υπερβάσεις, ας επωφεληθούμε με σχέδιο, με στόχους, με ενεργό παρουσία μας στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Εχουμε ιστορική εμπειρία, έχουμε άξιους επιστήμονες, ας αξιοποιήσουμε συστηματικά και με σύγχρονα μέσα, τα μεγάλα πλεονεκτήματά μας: γεωστρατηγικά, πολιτιστικά, παραγωγικά. Η ριζική αναδιάταξη του κράτους, η ουσιαστική ανεξαρτησία των εξουσιών, ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της διοίκησης, όλα αυτά θα ανοίξουν τον δρόμο για μια παραγωγική οικονομία και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στοιχείο απαραίτητο για τον πολίτη, τον επενδυτή, τους διεθνείς εταίρους. Το κύρος της χώρας θα ανεβαίνει, αφού θα αποδειχθεί ότι εμπεδώσαμε τα μαθήματα της κρίσης και θέτουμε τα θεμέλια για ένα μέλλον ασφάλειας, παραγωγής και ενισχυμένης δημοκρατίας.
Ενα είναι βέβαιο: όταν δεν λαμβάνονται πρωτοβουλίες, τότε κυριαρχεί η απογοήτευση, η απραξία και η δημαγωγία κάθε μορφής. Ο τόπος γνώρισε αρκετές απογοητεύσεις και τραγωδίες, ήρθε η ώρα μιας θετικής, δημιουργικής πρωτοβουλίας. Η Ελλάδα την έχει απολύτως ανάγκη, η Ευρώπη την περιμένει, περιμένει την αλλαγή του νοήματος της πολιτικής από την κοιτίδα της.
Οι πολίτες ζητούν ελπίδα κι όσοι έχουν την ευθύνη διαχείρισης των κοινών οφείλουν να ανταποκριθούν στα αιτήματα της κοινωνίας. Το μέλλον προετοιμάζεται με κόπο, σύνεση και γενναιότητα. Με υπερβάσεις κι όχι με προσκόλληση σε κεκτημένα, που συνήθως λειτουργούν σε βάρος του κοινού συμφέροντος. Η απάντηση στην σκληρή κι ατέρμονα κρίση που ζούμε είναι η χάραξη μιας νέας πορείας με απαρχή την θέσπιση ενός νέου σύγχρονου δημοκρατικού Πολιτεύματος, που θα εμπεριέχει και θα εκλύει μια νέα κοινωνική βούληση δημιουργικότητας, αποτελεσματικότητας και βιώσιμης ευημερίας.
Υπάρχουν ήδη πολλές προτάσεις σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αξίζει όμως να συζητηθεί και η πρόταση αλλαγής του σημερινού Πολιτεύματος, αφού τέτοιες ιστορικές ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά. Η εκ των προτέρων απόρριψη της πρότασης, με όποιο επιχείρημα ή πρόσχημα, δεν αρμόζει σε εποχές έντασης και γενικής κρίσης. Και στη σημερινή εποχή βιώνουμε μια γενικευμένη κρίση, δεν είναι μόνο οικονομικό ή δημοσιοοικονομικό το πρόβλημα. Οι συμπεριφορές μας, το δημογραφικό, η ουσιαστική διοικητική αποκέντρωση είναι εξίσου σημαντικά θέματα όπως το φορολογικό, οι επενδύσεις, οι διεθνείς σχέσεις.
Σε ένα βιβλίο μου, με ευχαριστίες προς τον δραστήριο ισπανό φιλέλληνα καθηγητή Αριστείδη Μιγκέθ, (βλ. «Σ'ευχαριστούμε Αριστείδη», Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις) κατέληγα με τα ελπιδοφόρα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: Όλα μπορούν λοιπόν να είναι διαφορετικά, αρκεί να το θέλουμε, αρκεί να επιμείνουμε. Μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες μπορούμε, το έχουμε αποδείξει πολλές φορές, η Ελλάδα δεν είναι ούτε έρημη, ούτε άμοιρη χώρα. Πίστη, ελπίδα, σχέδιο κι εργασία χρειάζονται και το παρόν και το μέλλον.
*Δημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr στις 4/9/2018.