Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024

Η παταγώδης κατάρρευση του «αντιλαϊκιστικού» αφηγήματος της Νέας Δημοκρατίας

Εδώ και πολύ καιρό το κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας και όλων των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν ήταν ότι μόνον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις μια σοβαρής, υπεύθυνης και μετριοπαθούς πολιτικής δύναμης η οποία, αιρόμενη πάνω από τους «παρωχημένους» διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά», μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στις δυνάμεις του «εθνολαϊκισμού», όπως αυτές εκπροσωπούνται από την σημερινή κυβέρνηση.

Χρειάσθηκαν μόνον δύο μήνες, δηλαδή αφ'ότου ανακινήθηκε και ξανατέθηκε επί τάπητος το «Μακεδονικό», για να καταρρεύσει πλήρως και με πάταγο αυτό το αφήγημα, σε όλες του τις εκφάνσεις.

Α. Εν πρώτοις αποδείχθηκε ότι η Νέα Δημοκρατία πόρρω απέχει από την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Αντίθετα, η στάση της χαρακτηρίζεται ολοένα και εντονότερα από καιροσκοπισμό, μικροκομματισμό και στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από την αντίστοιχη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός πολιορκούσε με κάθε μέσο την κυβερνητική εξουσία.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την διευκολύνει. Από την μια ο πρωθυπουργός, ο οποίος αντί να διαμορφώσει εκ των προτέρων ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης με τους αρχηγούς των κομμάτων προσπάθησε να προκαλέσει προβλήματα στο εσωτερικό τους –και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας– και από την άλλη ο κυβερνητικός συνεταίρος του (και υπουργός εθνικής άμυνας...) ο οποίος ξαναθυμήθηκε τον ρόλο του «μακεδονομάχου» και διαχώρισε τη θέση του από την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου (με την οποία βέβαια δεν είχε τολμήσει να διαφωνήσει όταν ανήκε στην Νέα Δημοκρατία).

Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν δικαιολογεί, εν τέλει, την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι άλλο το να επισημαίνεις κριτικά τις αστοχίες και τα λάθη του αντιπάλου σου και άλλο να αρνείσαι την προοπτική μιας εθνικά επωφελούς λύσης (εφόσον φυσικά προταθεί μια τέτοια), μόνο και μόνο επειδή αυτήν θα την καρπωθεί η σημερινή κυβέρνηση (η οποία, εν πάση περιπτώσει, ανέλαβε –έστω και με λάθη– την σχετική πρωτοβουλία και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος...).

Αντί λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ να κρύβεται προσχηματικά πίσω από την επίκληση μιας ψευδεπίγραφης «δεδηλωμένης» –η οποία δεν έχει καμία σχέση με την περίπτωση– και να ψελλίζει αοριστίες περί «ευθέτου χρόνου», λες και η εθνική πολιτική ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όφειλε να θέσει ως απαράβατο όρο την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και τα κεκτημένα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να τηρήσει μια στάση αναμονής, έως ότου διατυπωθούν οι τελικές προτάσεις που θα προκύψουν από την διαπραγμάτευση. Αν, δε, οι προτάσεις αυτές κινούνται σε σωστή κατεύθυνση, δηλαδή αν επιλύουν, μέσω μιας πολλαπλά εγγυημένης οριστικής Διεθνούς Συμφωνίας, τα κρίσιμα ζητήματα (όνομα, ιθαγένεια, εθνικότητα και γλώσσα), οφείλει να τις ψηφίσει, χωρίς να οχυρώνεται πίσω από τις παραπάνω έωλες υπεκφυγές αλλά και χωρίς να προτάσσει παραπλανητικά, σαν απαράβατο όρο, τις αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.

Τέτοιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να προβλέπονται στην Συμφωνία, ως προς το παραπάνω σημεία, αλλά και να συνοδεύονται από μια ερμηνευτική δήλωση, που θα ενσωματώνει στο Σύνταγμα αντίστοιχη διάταξη της Συμφωνίας και θα εξουδετερώνει κάθε αλυτρωτική ή επεκτατική ερμηνεία του. Άλλο όμως αυτό και άλλο να πετάει κανείς την μπάλα στην εξέδρα με μία γενική επίκληση των αλυτρωτικών στοιχείων στο Σύνταγμά τους (από τα οποία, μάλιστα, κάποια έχουν ήδη εξαλειφθεί με βάση την ενδιάμεση συμφωνία).

Β. Ακόμη πιο λυπηρό, πάντως, είναι ότι η ΝΔ δεν περιορίσθηκε απλώς σε μια ακραία επίδειξη μικροκομματισμού. Δυστυχώς προχώρησε και ένα βήμα παραπάνω, προσχωρώντας ελαφρά τη καρδία και χωρίς κανένα δισταγμό σε αυτό που η ίδια κατήγγελλε, με στεντόρεια φωνή, σαν «εθνολαϊκισμό». Στην πραγματικότητα η ΝΔ προσχώρησε τελικά... στην πολιτική του Καμμένου –που είναι βέβαια σαρξ εκ της σαρκός της– και άρχισε να εγκαταλείπει, ψελλίζοντας στην αρχή, φωναχτά πλέον, την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου. Αυτό ξεκίνησε δειλά, με κάποιες φωνές από τον χώρο της δεξιάς της πτέρυγας, συνεχίσθηκε με την έμμεση πλην σαφή αναδίπλωση του αρχηγού της, ο οποίος άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από την γραμμή αυτή, και ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των βουλευτών της στα συλλαλητήρια, για να ενώσουν τις φωνές τους κατά οποιασδήποτε λύσης (διότι φυσικά δεν νοείται πλέον λύση χωρίς σύνθετη ονομασία...).

Από κοντά, βέβαια, και τα φιλικά ΜΜΕ, τόσο στον Τύπο όσο και στην Ραδιοτηλεόραση, τα οποία πλειοδότησαν χωρίς δισταγμό, ξεχνώντας μάλιστα, πολλά από αυτά, την παλαιότερη στάση τους και μετατρεπόμενα ξαφνικά και κραυγαλέα, εν μια νυκτί, σε αιχμή του δόρατος των κάθε απόχρωσης «μακεδονομάχων». Και όλα αυτά βέβαια με την επίκληση της «βούλησης του λαού», η οποία αναγορεύεται, ερμηνευόμενη αυθαίρετα, σε υπέρτατο κριτήριο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, με την επίκληση ιδίως των δημοσκοπήσεων και των δύο –μαζικών πράγματι– συλλαλητηρίων. Αυτό όμως είναι εν τέλει ο ορισμός του «λαϊκισμού, τον οποίο υποτίθεται ότι αποκήρυτταν έως τώρα μετά βδελυγμίας η ΝΔ και ο αρχηγός της.

Η λαϊκή κυριαρχία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν ασκείται εική και ως έτυχε αλλά συντεταγμένα, δηλαδή, «όπως ορίζει το Σύνταγμα». Κατά το Σύνταγμα, δε, ο ρόλος των κομμάτων –που είναι η καρδιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– δεν είναι μια «χύμα» απεικόνιση και υιοθέτηση των εκάστοτε λαϊκών παρορμήσεων. Είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση τα κόμματα οφείλουν να κινούνται σε ένα ανώτερο επίπεδο, από πλευράς πολιτικής συνείδησης, διαμορφώνοντας, εκφέροντας και στην συνέχεια υπηρετώντας με συνέπεια έναν επεξεργασμένο και συγκροτημένο προγραμματικό λόγο, ο οποίος αίρεται πάνω και πέρα από την εκάστοτε συγκυρία. Οι δε αρχηγοί τους οφείλουν να είναι ταγοί, επιδιώκοντας την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία μέσα από οργανωμένο και νηφάλιο δημόσιο διάλογο, και όχι ουραγοί, που ακολουθούν παθητικά ή –ακόμη χειρότερο– καιροσκοπικά και μικροκομματικά το ρεύμα...

Γ. Το τρίτο που προέκυψε από την όλη εξέλιξη του θέματος είναι ότι όσο και αν ξορκίζεται, από την ΝΔ αλλά και από διάφορες άλλες «ενδιάμεσες» πλευρές, η διάκριση Αριστερά-Δεξιά αυτή επιμένει να υφίσταται και να διαπερνά τόσο την ελληνική όσο και τις άλλες προηγμένες δημοκρατικά ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη, οφθαλμοφανώς, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς όλες σχεδόν οι δυνάμεις της ποικιλόχρωμης δεξιάς ενδύθηκαν ξανά την χλαμύδα και τάχθηκαν αναφανδόν στην πλευρά των «μακεδονομάχων», υποστηρίζοντας την ανιστόρητη θέση ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» (κάτι που ισχύει, φυσικά, μόνο για την αρχαία και όχι για την γεωγραφικά οριζόμενη Μακεδονία...) και όλες οι δυνάμεις της ευρείας Αριστεράς («κεντροαριστεράς») –πλην βεβαίων των ελάχιστων οπαδών ενός αφελούς και ανιστόρητου «αντιεθνικισμού»– τήρησαν μια μετρημένη και νηφάλια πατριωτική στάση, συντασσόμενες με την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και αρνούμενες να προσχωρήσουν στην «αρχαία σκουριά» και να συνταχθούν με τις δυνάμεις του πραγματικού «εθνολαϊκισμού», που περιλαμβάνει πλέον, δυστυχώς, και την Νέα Δημοκρατία (πλην ελαχίστων, φευ, εξαιρέσεων...).

Από αυτό, βέβαια δεν μπορεί να συναχθεί, όπως έσπευσαν επικοινωνιακά να επιχειρήσουν κάποιοι από την κυβερνητική πλευρά, ότι το «Μακεδονικό» από μόνο του μπορεί να διαμορφώσει όρους για μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με την συγκρότηση μιας ευρείας προοδευτικής παράταξη που θα υποκαταστήσει την σημερινή –επονείδιστη– σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με την λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου. Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε παλαιότερα κείμενά μου στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας (με πλέον πρόσφατο «Το Κίνημα Αλλαγής, οι κυβερνητικές συνεργασίες και το εκλογικό σύστημα»), τα τραύματα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την –υπόλοιπη– «κεντροαριστερά» είναι ακόμη νωπά, βαθιά και χαίνοντα, με ευθύνη, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ (με αποκορύφωμα, βέβαια, την ένθερμη και προνομιακή προτίμηση των ΑΝΕΛ, ως κυβερνητικών εταίρων, αντί του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, μετά τις τελευταίες εκλογές).

Είναι εύλογο λοιπόν, από την ανθρώπινη πλευρά, να υπάρχουν και απωθημένα και ψυχώσεις, που εμποδίζουν, αυτήν την στιγμή, οποιαδήποτε συζήτηση για πολιτικές συγκλίσεις των –εξ αντικειμένου– συγγενέστερων πολιτικά χώρων. Παρότι λοιπόν είναι σημαντικό να διαπιστώνονται –αλλά και να αναδεικνύονται– σήμερα σημεία πολιτικής προσέγγισης, ευρύτερη συνεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί προεκλογικά. Το μόνο, θα λέγαμε, που μπορεί να γίνει τώρα –μια και ξεκινήσαμε από το πεδίο του διεθνούς δικαίου– είναι να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης»....

Αλλά και μετεκλογικά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Μόνον αν βιώσουμε και εμείς, ως χώρα, την εμπειρία μιας κυβέρνησης τύπου Μόντι, που θα στηριχθεί –μετά τις εκλογές– και από τα τρία κόμματα που πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής), μπορούν πράγματι τα τραύματα αυτά να κλείσουν και να επιτευχθεί πρώτον μεν η απαραίτητη εθνική συνεννόηση για όλα τα μείζονα ζητήματα και δεύτερον ο αναπροσανατολισμός, στη συνέχεια, της πολιτικής διαμάχης, προκειμένου αυτή να διεξάγεται πλέον με καθαρούς πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, δηλαδή με βάση το δίπολο Αριστερά-Δεξιά. Εκτός βέβαια αν πάρει αυτοδυναμία η ΝΔ, οπότε οι δύο πολιτικές δυνάμεις θα συναντηθούν εκ των πραγμάτων στο κοινό πεδίο της αντιπολίτευσης. Εκεί πλέον θα κληθούν να αποδείξουν αν μπορούν να αποτελέσουν –μετά από ειλικρινή και εκ βαθέων αυτοκριτική– μια σοβαρή και πειστική εναλλακτική λύση, υπερβαίνοντας τις σοβαρές αντιθέσεις τους, αποβάλλοντας, ένθεν κακείθεν, τα βαρίδιά τους και συγκροτώντας μια νέα, σύγχρονη, πλουραλιστική και ολόπλευρα δημοκρατική Αριστερά...

*Δημοσιεύτηκε στο "anoixtoparathyro"  στις 5/2/2018. 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση