Πέμπτη, 24 Απρίλιος 2025

Ελληνική Οικονομία: Αριθμοί χωρίς μύθους

Η επενδυτική δραστηριότητα είναι συνάρτηση ενός συνόλου παραγόντων, που λειτουργούν συνδυαστικά. Δεν επηρεάζεται από έναν ή δυο παράγοντες μόνο. Η πολυπλοκότητα έναντι απλουστευμένων λύσεων διακρίνει το συγκεκριμένο θέμα.

Οι φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες των επενδύσεων. Αν όμως τα φορολογικά βάρη έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τότε η Αφρική θα έβριθε από επενδύσεις, ενώ η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ιδίως η Ινδία θα ήταν σε κατάσταση επενδυτικής απογύμνωσης.

Η Ελλάδα κατέχει μια θέση άνω του μέσου όρου στην Ε.Ε. (22,3%) σ΄ ό,τι αφορά στους φορολογικούς συντελεστές και κατατάσσεται ως η 24η σε σύνολο 94 χωρών δείγματος μελέτης του ΟΟΣΑ. Οι φορολογικοί συντελεστές χωρίς αμφιβολία πρέπει να μειωθούν στη χώρα μας, καθώς, εκτός των άλλων, συνορεύουμε με «φθηνά» κράτη ως προς τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Η μείωσή τους όμως δεν είναι πανάκεια.

Παρόμοια κριτική μπορεί να ασκηθεί και για τα βάρη που επωμίζονται οι εταιρείες και αφορούν στις δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση. Οι πρωτοπόροι και στις δυο προαναφερθείσες κατηγορίες είναι τα βιομηχανικά κράτη. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί παρενθετικά, ότι το 65-75% των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων πραγματοποιείται ανάμεσα στις βιομηχανικές «ακριβές» χώρες του κόσμου που δεν χαρακτηρίζονται ως φορολογικοί παράδεισοι όμοιοι της Βουλγαρίας κ.ά.

Τέλος, ως προς τους συντελεστές του ΦΠΑ, και εδώ δεν είμαστε οι ακριβότεροι σε επίπεδο Ε.Ε. Η επιβεβλημένη μείωση βέβαια των έμμεσων φόρων, σε μια χώρα με χαμηλά εισοδήματα, σαν την Ελλάδα, θα έχει ιδιαίτερα ευνοϊκές επιπτώσεις στους πολίτες της.

Ισχυριζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση ότι με τη δυναμική που άρχισε να αναπτύσσεται η οικονομία το 2014, η χώρα θα γνώριζε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, με συνέπεια το 2018 το ΑΕΠ να προσέγγιζε τα 216 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Προγράμματος 2015-18. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να συμβεί αν δεν εκτροχιάζονταν τα δεδομένα που οδηγούσαν σε αυτήν την εκτίμηση. Το 2014 όμως, σημείο εκκίνησης των προβλέψεων του 2018, οι αποκλίσεις ανάμεσα στις πραγματικές εξελίξεις και τις προβλέψεις ήταν σημαντικές, κατάσταση που εύλογα κατέρριπτε την υπόθεση περί υψηλού ΑΕΠ το 2018. Αναλυτικότερα ως προς το 2014, η εκτός προβλέψεων πενιχρή αύξηση του ΑΕΠ, η κατάρρευση των επενδύσεων και η άνοδος των εισαγωγών (κυρίως καταναλωτικών ειδών), σε συνδυασμό με τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (το 1/3 του αρχικά προβλεπόμενου) κ.α., εύλογα διαψεύδουν την αισιόδοξη υπόθεση περί εκτίναξης του ΑΕΠ στα 216 δισ. ευρώ το 2018.

Αυξημένη εποπτεία

Κατηγορείται η κυβέρνηση ότι αν και απαλλάχθηκε από τα Μνημόνια, δεν έχει απαλλαγεί από την ενισχυμένη εποπτεία. Η ενισχυμένη εποπτεία έχει καθιερωθεί με το «πακέτο των δύο μέτρων», δηλαδή τους δυο Κανονισμούς, που υιοθέτησε η Ε.Ε. το 2013 και ειδικότερα τον πρώτο Κανονισμό 472/13. Σύμφωνα με το Άρθρο 14 του εν λόγω Κανονισμού, τα κράτη μέλη «παραμένουν υπό την εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί» γενικά από ευρωπαϊκούς θεσμούς ή τα κράτη - μέλη.

Η προηγούμενη του 2015 κυβέρνηση υπονοεί το εξής με την ανωτέρω κριτική περί αυξημένης εποπτείας: Αν δεν ελάμβανε χώρα η κυβερνητική αλλαγή, τότε η οικονομία δεν θα εισερχόταν στο στάδιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το 2015. Ή, με άλλα λόγια, από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι μια άλλη κυβέρνηση θα εξοφλούσε άμεσα το 75% των 190 δισ. ευρώ που δανείστηκε η χώρα κατά τα δυο Μνημόνια (!), οπότε δεν θα αντιμετώπιζε την ενισχυμένη εποπτεία.

Μόνο μη γνώστες των δεδομένων της εποχής εκείνης είναι δυνατόν να πιστέψουν ότι με το ύψος των δημοσίων χρεών του παρελθόντος η χώρα θα ξέφευγε από τον κλοιό της ενισχυμένης εποπτείας το 2015 ή το 2016 ή ακόμη αρκετά αργότερα, με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Οι στρεβλώσεις και οι προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται 100 δισ. ευρώ επενδύσεις για μια πενταετία έτσι ώστε να καλύψει τον κενό χώρο που άφησε η κρίση. Ο ρυθμός ανάπτυξης 2019-22 αν και θετικός (της τάξης του 2-2,5%), καταγράφει ελαφρά πτωτικές τάσεις διαχρονικά, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο της Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-22. Δεν αρκεί όμως ρυθμός μεγέθυνσης του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της τάξης του 2% για να αρχίζει να κερδίζει η χώρα θεαματικά έδαφος. Χρειάζονται πολύ υψηλότερες επιδόσεις.

Σημειώνεται βέβαια ότι η ανεργία, όπως και η φτώχεια, κάμπτεται ενώ το ισοζύγιο των εταιρειών (άνοιγμα - κλείσιμο) βελτιώνεται θεαματικά.Το γεγονός ότι συγκρατήθηκε η φτώχεια μετά το 2015 ερμηνεύει και την μη ύπαρξη Κίτρινων Γιλέκων στην Ελλάδα. Κάθε συνετή κυβέρνηση θα έδινε προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας, επιλογή που εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Διαφορετικά οι κοινωνικές αναταραχές θα έθιγαν άμεσα τη μεσαία τάξη, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα μαγαζιά της γειτονιάς κ.λπ. Η εικόνα της Γαλλίας και οι καταστροφές που δέχεται εδώ και μήνες η αγορά των πόλεων της είναι ό,τι πιο εύγλωττο υπάρχει. Από τη στιγμή που σταθεροποιείται η οικονομία και η φτώχεια καταγράφει πτωτικές τάσεις, ακολουθούν οι ελαφρύνσεις των φορολογικών βαρών και του μη μισθολογικού κόστους, επιλογές που ευνοούν πλέον τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη.

Μια πολιτική που θα επιδιώκει πολλαπλούς στόχους αναπτύσσοντας τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και η οποία είναι απαλλαγμένη, εκτός των άλλων, από τις οικολογικές υπερβολές, αντίθετες με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί να αλλάξει την τάση μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αρκεί να αποτινάξουμε το σύνδρομο του μικρού και του μέτριου, να τονωθούν προσπάθειες που ενισχύουν την καινοτομία -πολιτική που κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια- και να απομακρυνθούμε από καθεστηκυίες αναπτυξιακές νοοτροπίες και πρακτικές. 

Η οικονομική πολιτική είναι αντιμέτωπη με στρεβλώσεις δεκαετιών. Το Global Competitiveness Report και το Doing Business in Greece της Παγκόσμιας Τράπεζας αποτελούν χρήσιμη πυξίδα σε κάθε κυβέρνηση. Τέλος, η Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κρίσεων που εκφράζει, «χρωματίζει» την ένταση διαφθοράς στη χώρα, που εξακολουθεί να την ταλαιπωρεί, παρά τις διακυμάνσεις των τελευταίων ετών (ανάμεσα στην 57η και την 67η θέση). Δεν είναι απαραίτητο η διαφθορά να αναφέρεται στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας, καθώς η εξουσία της δημοσιοϋπαλληλίας ακολουθεί τον δικό της μοναχικό δρόμο στο θέμα αυτό.

Είναι ευθύνη όμως της πολιτικής ηγεσίας να ξηλώσει μηχανισμούς διαφθοράς που γιγαντώθηκαν από το 1980, και ιδίως μετά την έναρξη των διαφόρων πακέτων Ντελόρ, ή να μην επιτρέψει την ανάπτυξη πολιτικών που οδηγούν σε υποψίες με στόχο την άνθισή της. Στην αντίθετη περίπτωση, είτε δεν γνωρίζει την τέχνη της διοίκησης είτε είναι συνένοχος της εν δυνάμει ανάπτυξης της διαφθοράς μέσω των υφισταμένων ή των νέων μέτρων πολιτικής.

Τα σημεία που εξακολουθεί να «πονά» η ελληνική οικονομία είναι η διοίκηση, οι θεσμοί της και γενικά η κοινωνία. Ανάμεσα στα άλλα, εξέχουσα θέση κατέχουν τα ζητήματα που σχετίζονται με: τη δικαιοσύνη, τη γραφειοκρατία, τις τράπεζες - ρευστότητα στην αγορά, τους φόρους, τα βάρη που επιβάλλει η κοστοβόρα διοίκηση, την κυβερνητική αστάθεια κ.ά.

Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ριζώσουν και να καρποφορήσουν όλες αυτές οι στρεβλώσεις. Την ευθύνη της οικοδόμησής τους εύλογα φέρουν οι εγκέφαλοι που δημιούργησαν και δόμησαν με ιδιαίτερο τρόπο το λεγόμενο σύγχρονο ελληνικό κράτος! Η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης εντοπίζεται στο ταχύ ξήλωμα όλων αυτών των δυσκαμψιών που ερμηνεύουν το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Στο ανωτέρω σύνολο των προαναφερθέντων παραγόντων εντοπίζεται η υποτονική επενδυτική δραστηριότητα. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από αυτούς.

Εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν ότι διορθώνοντας μόνο τις αδικίες που σχετίζονται με τα φορολογικά βάρη, θα έρθει η άνοιξη στην οικονομία. Αν και αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών φυσικών και νομικών προσώπων, το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 12/4/2019. 

Γίναμε οι παππούδες μας και δεν το πήραμε χαμπάρι

«Δεν θα επιτρέπατε στον παππού σας να αποφασίσει τι θα φορέσετε ή τι μουσική θα ακούσετε, αλλά του επιτρέπετε να αποφασίζει για το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσετε;» διερωτήθηκε ο Μπάρακ Ομπάμα μιλώντας σε νέους στην Κολωνία, πριν από μερικές ημέρες, προτρέποντας τους να ενδιαφερθούν για τις δημοκρατικές διαδικασίες.

Ο προβληματισμός γύρω από την «αποπολιτικοποίηση» των νέων δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ούτε καν σύγχρονο. Εδώ και δεκαετίες, πολιτικοί εντός και εκτός συνόρων ανησυχούν που οι μετεφηβικές ηλικίες τούς γυρνούν την πλάτη.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο Ανδρέας Παπανδρέου δημιουργεί τον θεσμό των μαθητικών κοινοτήτων. Θεωρητικά, με σκοπό να εντάξει τους μαθητές στα πολιτικά πράγματα. Πραγματικός του στόχος να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τη νεολαία της εποχής. Το 2019 ο «wannabe Ανδρέας» Αλέξης Τσίπρας δίνει ψήφο σε όσους έχουν γεννηθεί εντός του 2002. Η λογική είναι η ίδια. Εγώ σας βάζω από νωρίς στην πολιτική, εμένα θα ψηφίσετε.

Φυσικά το αποτέλεσμα είναι συχνά διαφορετικό από την πρόθεση. Για το ΠΑΣΟΚ, οι μαθητικές κοινότητες αποδείχθηκαν μια απλή εμπορική συναλλαγή για τις πενθήμερες εκδρομές, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις λειτούργησαν ως φυτώριο συνδικαλιστών φοιτητών στα πανεπιστήμια που τροφοδοτεί κατόπιν το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ενδεικτική είναι η πορεία του σημερινού πρωθυπουργού: από το 15μελές και τις καταλήψεις στο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων, στο κόμμα, στον φοιτητικό συνδικαλισμό στο Πολυτεχνείο, στον δήμο και, ελέω κρίσης, στην πρωθυπουργία. (Μόνο το Ποτάμι υποστηρίζει ενιαίο ψηφοδέλτιο στις φοιτητικές εκλογές και κατάργηση των κομματικών νεολαίων που εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών πανεπιστημίων.)

Σήμερα ο πρωθυπουργός ελπίζει στην ψήφο της νέας γενιάς, δίνοντας το δικαίωμα του εκλέγειν σε περίπου 130.000 νέους ψηφοφόρους. Δίνει ψήφο σε μαθητές της Β' Λυκείου, σε όσους είναι 16 χρονών και μία μέρα.

Θα ξεγελαστούν οι νέοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις 26 Μαΐου; Ο ίδιος πάντως, αν και σήμερα υιοθετεί πρακτικές ΠΑΣΟΚ, δεν γράφτηκε ως μαθητής στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στην ΚΝΕ. Ήταν, με αναφορές Διονύση Σαββόπουλου, ο «16άρης που γ... τα Λύκεια» και σήμερα είναι «σχεδόν 45 ετών με μπλοκ επιταγών».

Οι σημερινοί δεκαεξάχρονοι γνωρίζουν ακόμα περισσότερα από ότι ο κ. Τσίπρας στην ηλικία τους. Έχουν όλη τη γνώση του κόσμου στο κινητό τους τηλέφωνο. Γνώση αφιλτράριστη, ωμή και πολλές φορές «fake». Το αποτέλεσμα είναι να απαξιώνουν και άλλο την «καθοδηγούμενη» πολιτική.

Οι νέοι δεν «καίγονται» για ψήφο στα 16. Θέλουν καλύτερα βιβλία. Θέλουν καλύτερες αθλητικές εγκαταστάσεις. Θέλουν διαδραστικούς πίνακες σαν αυτούς που βλέπουν στις αμερικάνικες ταινίες. Θέλουν, εν τέλει, καλύτερα σχολεία. Για τους περισσότερους μαθητές, απλώς δεν υπάρχει κανένα σημείο επαφής με το πολιτικό σύστημα – εκτός από τα σχολεία όπου εμφανίζουν δυναμική το ιστορικά σταθερό ΚΚΕ και ο επικίνδυνος χουλιγκανισμός της Χρυσής Αυγής.

Κοινώς, ο πολιτικός κόσμος δεν λέει σχεδόν τίποτα που να τους ενδιαφέρει... Στην Α΄ Λυκείου ο νους τους είναι αλλού. Στα όνειρα τους (για πολλούς μακριά από την Ελλάδα) και όχι ποιο κόμμα θα επικρατήσει στις εκλογές.

Α, συγνώμη ξέχασα, συζητάμε ακόμα για το πανεπιστημιακό άσυλο και τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Γίναμε οι παππούδες μας, οι οποίοι, όταν τους μαθαίναμε πώς λειτουργεί το χειριστήριο της τηλεόρασης, μετά δεν μας άφηναν ποτέ να το κρατήσουμε...

*Δημοσιεύτηκε στην "Huffingtonpost.gr" στις 12/4/2019. 

Παρουσίαση του βιβλίου "Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα" της Λίλυς Χουλιαράκη

Οι εκδόσεις Nήσος σας προσκαλούν την Τρίτη 9 Απριλίου στις 7.00.μ.μ. στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 45, Κολωνάκι) σε συζήτηση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Λίλυς Χουλιαράκη  "Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα".
Θα μιλήσουν οι:
Κωστής Παπαϊωάννου, Εκπαιδευτικός, τέως Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαώματα του Ανθρώπου
Γαρβιήλ Σακελλαρίδης, Διευθυντής Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστείας
Αστέρης Χουλιάρας, Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Συντονισμός: Μικέλα Χαρτουλάρη, δημοσιογράφος.

Στην εκδήλωση θα παρευρίσκεται και η συγγραφέας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Το βιβλίο αυτό διερευνά πώς εκδηλώνεται η ανθρωπιστική αλληλεγγύη στο σύγχρονο μιντιακό περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι η συμμετοχή σε ροκ συναυλίες, η αγορά περιβραχιονίων ή το «τουιτάρισμα» αγαπημένων διασημοτήτων λένε πολύ περισσότερα από το σκοπό που προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Αποτυπώνουν το πώς φανταζόμαστε τον κόσμο πέρα από εμάς.

Δείχνοντας την ιστορική αλλαγή στις εκκλήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, στις συναυλίες Live Aid και Live 8, στις συνηγορίες της Όντρεϊ Χέπμπορν και της Αντζελίνα Τζολί, καθώς και στις ειδήσεις του BBC για σεισμούς, η Λίλυ Χουλιαράκη δείχνει πώς η αλληλεγγύη έχει γίνει σήμερα όχι ζήτημα πεποίθησης αλλά επιλογής, όχι ζήτημα αξιών αλλά κατανάλωσης, όχι όραμα αλλά λάιφστάιλ. Πώς η εστίασή της, με άλλα λόγια, έχει μεταφερθεί από τους άλλους στον εαυτό μας – μετατρέποντας μας σε ειρωνικούς θεατές της ανθρώπινης οδύνης.

Με εμπειρική λεπτότητα και θεωρητική αιχμηρότητα, η Λίλυ Χουλιαράκη δείχνει πώς η συμπόνια για την ανθρώπινη οδύνη μετατράπηκε από πράξη οίκτου σε ναρκισσιστικό θέαμα. Υπερασπίζεται, ωστόσο, τη θεατρική διάσταση του ανθρωπισμού ως ηθική δύναμη, αρκεί αυτή να ελέγχεται από την κριτική σκέψη. Το βιβλίο, λοιπόν, ρίχνει το φως που χρειαζόμασταν στα ΜΜΕ και την ηθική σήμερα.
Τζον Ντάραμ Πίτερς, Πανεπιστήμιο του Γέιλ

Σε αυτή την πρωτότυπη έρευνα, η Λίλυ Χουλιαράκη αντιμετωπίζει με «σκεπτικιστική αισιοδοξία» το πώς ασκείται σήμερα η ανθρωπιστική πολιτική. Με τη θεωρητική του λεπτότητα και την πλούσια τεκμηρίωσή του, Ο ειρωνικός θεατής δείχνει τους μετασχηματισμούς που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια η αλληλεγγύη, καθώς οι πολίτες επιχειρούν να συνδεθούν συναισθηματικά με έναν τραγικό αλλά απόμακρο κόσμο.
Σάμιουελ Μόιν, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, συγγραφέας του The Last Utopia: Human Rights in History

Το βιβλίο πετυχαίνει έναν σπάνιο συνδυασμό: ανοίγει ένα καινούριο αναλυτικό και θεωρητικό πεδίο, τηρώντας την ίδια στιγμή τη δέσμευση σε υποθέσεις που αφορούν τους ανθρώπους – και είναι επείγουσες.
The British Journal of Sociology

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ακόμη αρχηγικό κόμμα

Αν σε κάτι διέφερε σημαντικά ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα, ήταν στην ποιότητα της εσωκομματικής του δημοκρατίας. Κουβαλώντας στις αποσκευές του τις παραδόσεις εσωκομματικής λειτουργίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς, σοσιαλιστικής και ευρωκομμουνιστικής, ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα με θεσμοθετημένες τάσεις και ουσιαστικό εσωτερικό διάλογο. Από τα χρόνια του Συνασπισμού, ο εκάστοτε ηγέτης του δεν αποτελούσε μια εξουσιαστική «περσόνα», που λάμβανε τις αποφάσεις μόνος του ή έστω με έναν μικρό κύκλο ανθρώπων γύρω του. Ο ηγέτης αντανακλούσε εσωτερικούς συσχετισμούς ή ήταν ο ισορροπιστής μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Μέχρι το 2013-2014, ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο πρώτος ανάμεσα σε αρκετούς. Μετά τη νίκη του στις εκλογές έγινε ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός και σταδιακά απέκτησε μεγάλη ελευθερία επιλογών.

Δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία των κομμάτων. Ηδη το 1980, ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Πορτελί είχε αποκαλέσει την εξέλιξη αυτή «προεδροποίηση» των κομμάτων. Κατά το πρότυπο των κομμάτων στις ΗΠΑ, δηλαδή, πρόκειται για το φαινόμενο της συσπείρωσης γύρω από ένα πρόσωπο που είναι εκλέξιμο και την υπαγωγή σε δεύτερη μοίρα των κομματικών οργάνων και θεσμών. Η εκλογική νίκη καθίσταται το βασικό κριτήριο του αν είναι καλή ή κακή μια ηγεσία. Ως συνέπεια, ηγέτες που θεωρούνται ελκυστικοί στο εκλογικό σώμα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση των προγραμμάτων των κομμάτων πριν και κατά τη διάρκεια άσκησης της εξουσίας.

Αν λοιπόν, οι πρώτοι μήνες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές και την ψυχολογία των ψηφοφόρων και των μελών του, στη συνέχεια, η πορεία απο-ριζοσπαστικοποίησης και σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κόμματος είναι περισσότερο από φανερό πως υπήρξαν επιλογές του ηγέτη και ενός, μάλλον μικρού, ηγετικού κύκλου μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αποτέλεσαν προϊόν συλλογικής κομματικής επεξεργασίας ούτε αίτημα της βάσης. Αυτά ήρθαν αργότερα.

Είτε δει λοιπόν κανείς τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυνική προσαρμογή στην πραγματικότητα είτε την αντιληφθεί ως μια συνειδητή επιλογή αλλαγής στρατηγικής και φυσιογνωμίας, η ουσία δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίζεται, αν δεν το έχει ήδη κάνει, σε ένα κόμμα που γεφυρώνει την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Από μια άποψη, η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον ελληνικό πολιτικό γεγονός των τελευταίων δύο χρόνων, με δυναμικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Επίσης, προαναγγέλλει μεταβολές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο για τη ριζοσπαστική Αριστερά όσο και για τη σοσιαλδημοκρατία.

Γιατί όμως αυτή η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γίνεται ερήμην ή, έστω, με «βουβή» την οργανωμένη βάση του; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου προγραμματικά ωρίμασε βίαια, οργανωτικά γέρασε απότομα. Η διάσπαση του κόμματος το 2015 είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος του οργανωμένου κόσμου του. Μαζί με τους προβεβλημένους βουλευτές και υπουργούς εγκατέλειψαν την οργάνωση αρκετές χιλιάδες δραστήρια μέλη και φίλοι του κόμματος σε όλη την Ελλάδα.

Το αποτέλεσμα της μεγάλης φυγής της οργανωμένης βάσης υπήρξε τραυματικό. Οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχασαν τόσο σε όγκο όσο και σε ζωντάνια. Με δύο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να υφίσταται ως πραγματικό «κόμμα μαζών».

Το παραπάνω γεγονός είχε σημαντικές παρενέργειες: Το εναπομένον μικρό, από άποψη αριθμού μελών, κόμμα «ξοδεύει» μεγάλο μέρος της ενέργειάς του μέσα στο κράτος. Πλέον, πολύ μεγάλο τμήμα των μελών του είναι είτε αιρετοί είτε διορισμένοι σε κρατικές/πολιτικές θέσεις. Ετσι, το κόμμα δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας λειτουργίας σχετικά αυτόνομης έναντι της κυβέρνησης, καθώς η παροχή υποστήριξης σε αυτήν γίνεται ο πρωταρχικός στόχος των κομματικών/κυβερνητικών στελεχών.

Η απώλεια μελών, η εξασθένηση των οργανώσεων και η «κρατικοποίηση» του κόμματος συνοδεύονται κατά συνέπεια από την υποχώρηση της εσωτερικής δημοκρατίας και τη σταδιακή μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα πολυφωνικό και δημοκρατικό σε ένα κόμμα αρχηγικό – για την ακρίβεια, σε ένα κόμμα όπου η ηγεσία και όσοι βρίσκονται γύρω της έχουν δυσανάλογη ισχύ. Υπό το παραπάνω πρίσμα, η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα «σαν όλα τα άλλα» δεν έχει μόνο θετικά. Φέρνει μαζί της παθογένειες της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Αν ζούσε πάντως ο Ρόμπερτ Μίχελς ίσως να αισθανόταν δικαιωμένος. Μελετώντας την εσωκομματική ζωή του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο Γερμανός κοινωνιολόγος κατέληξε το 1911 πως η επαγγελματοποίηση των κομματικών ηγεσιών (υπό την πίεση των εκλογικών και οργανωτικών αναγκών του κόμματος) παγιώνει τις ελίτ στις θέσεις εξουσίας. Έτσι το κόμμα, από οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους, μετασχηματίζεται σε μηχανισμό για τη διατήρηση των «ολίγων». Με αυτό τον τρόπο, η «οργάνωση γεννάει την κυριαρχία των εκλεγομένων πάνω στους εκλέγοντες και των εντολοδόχων πάνω στους εντολείς». Αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 7/4/2019. 

Η σύγκλιση σοσιαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς

Το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Μουζέλη «Ματιές στο μέλλον» (εκδ. Αλεξάνδρεια) είναι ένας στοχασμός πάνω στα ερωτήματα: Πού πάμε; Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Πώς θα πορευτούμε; Τι πρέπει να κάνουμε;

Ο Μουζέλης είναι ένας από τους διανοουμένους που άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή στην Ελλάδα, από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εχει μια συνεχή παρουσία, με τα βιβλία και την αρθρογραφία του. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σκέψη του είναι η ευρεία οπτική, η οποία αγκαλιάζει μεγάλες ιστορικές περιόδους σε μια κλίμακα παγκόσμια, πράγμα ασύνηθες στην ελληνική ακαδημαϊκή και πολιτική σκέψη που βλέπει την Ελλάδα ως εξαίρεση του κανόνα.

Αυτή η πλατιά εποπτεία δεν μένει στο πεδίο μόνο των γενικών παρατηρήσεων. Καταλήγει σε πολιτικές προτάσεις. Προτάσεις που προκύπτουν και βρίσκονται σε στενή συνάφεια με τα συμπεράσματα από τις αναλύσεις της μεγάλης εικόνας. Επίσης ασυνήθιστο στην Ελλάδα, όπου κατά κανόνα το δέον γενέσθαι καθορίζεται από τα εφήμερα στοιχεία της πολιτικής ζωής. Οχι από τα δομικά στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης, αλλά από πολιτικές πικρίες και υπολογισμούς της συγκυρίας.

Ο σ. μάς λέει στο βιβλίο του ότι όπως ο καπιταλισμός δημιουργήθηκε μέσα από αιώνες εξέλιξης, έτσι και η υπέρβασή του δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας κρίσης, ενός γεγονότος, ενός αδιεξόδου. Πρέπει να σκεφτόμαστε πολύχρονες δυσδιάκριτες μεταβολές με αδιευκρίνιστη κατεύθυνση. Ούτε η παγκοσμιοποίηση είναι ενιαία. Πρώτο, έχει αντιφατικά αποτελέσματα. Μεγαλώνει μεν το άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας, αλλά αναδεικνύεται μια μεσαία τάξη εκατοντάδων εκατομμυρίων στην Ασία, ενώ υποβαθμίζονται ταυτόχρονα οι μεσαίες τάξεις στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο.

Δεύτερο, διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους παγκοσμιοποίησης. Τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας όπου κυριαρχεί η πολιτική εξουσία στην οικονομική, και την Ευρώπη, όπου παρά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, το κοινωνικό κράτος διατηρεί ακόμη ισχυρά ερείσματα. Θα υπάρξει σύγκλιση, σύγκρουση ή ηγεμονική συγκυριαρχία ανάμεσα στις τρεις σφαίρες; Και επομένως πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον του παγκόσμιου συστήματος;

Στην Ευρώπη, τα δύο βασικά προβλήματα είναι η άνιση ανταλλαγή Βορρά-Νότου, εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του ευρώ ανάμεσα σε χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, και το δημοκρατικό έλλειμμα. Η μη ολοκλήρωση της πολιτικής Ευρώπης επιτρέπει και διαιωνίζει την άνιση ανταλλαγή και δημιουργεί κεντρόφυγες δυνάμεις (Brexit, ευρωσκεπτικισμός, Ακροδεξιά). Πώς όμως μπορεί να αλλάξει η Ευρώπη; Υπάρχουν συλλογικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να προωθήσουν αυτές τις αλλαγές;

Ο Μουζέλης θεωρεί ότι η πρόταση με τις περισσότερες δυνατότητες θα ήταν μια σύγκλιση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Είναι δυνατή; Η μεν Σοσιαλδημοκρατία, παρά την υποχώρηση στις θέσεις των Σρέντερ-Μπλερ, συνεχίζει να στηρίζει την ιδέα του κοινωνικού κράτους. Αλλά και η ριζοσπαστική Αριστερά συγκλίνει σε μια πολιτική όχι απότομης επαναστατικής ρήξης, αλλά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνουν επίσης αιτήματα περιβαλλοντικά και δικαιωματικά. Αυτές οι δύο δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στα λαϊκά στρώματα και επομένως να αποτελούν το αντίπαλο δέος στην Ακροδεξιά. Είναι και οι δύο, με τον τρόπο τους, φιλο-ευρωπαϊκές, πρέπει να συγκλίνουν και να συνεργαστούν πάνω σε μια στρατηγική που ανοίγει μέτωπο τόσο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις πολιτικές της λιτότητας όσο και προς τον λαϊκισμό που απορροφά κυρίως η άκρα Δεξιά.

Ο Μουζέλης αναφέρεται στους λόγους παρακμής της Σοσιαλδημοκρατίας. Ηταν καρπός του εθνικού κράτους, της βιομηχανικής οικονομίας και κουλτούρας, της δύναμης του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Και τα τρία έχουν αλλάξει, και κυρίως έχουν περιοριστεί οι παρεμβατικές ικανότητες του κράτους και της πολιτικής. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου απαιτεί ρυθμίσεις που δεν μπορούν να περιοριστούν σε εθνικά πλαίσια.

Τι μπορεί να γίνει με τους όρους αυτούς; Περιγράφει το πρόγραμμα που προτείνει ως «μετα-εθνικό εξανθρωπισμό του καπιταλισμού» στον οποίο θα συγκλίνουν οι δυνάμεις των σοσιαλιστών, της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της οικολογίας. Απευθυνόμενος στους σοσιαλιστές, τους προτείνει ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης μια συμμαχία με την ευρύτερη Αριστερά (όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία). Διαφορετικά η Αριστερά κινδυνεύει με εξαφάνιση, αφήνοντας το πεδίο στη σύγκρουση ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους και την άκρα Δεξιά που έχει τη δύναμη να κινητοποιεί λαϊκές μάζες.

Ποια κοινωνική τάξη θα είναι όμως το υποκείμενο; Αν στον προηγούμενο αιώνα ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη, τώρα θα είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, όσοι υπόκεινται όχι στην εκμετάλλευση της εργασίας τους, αλλά σε κάτι χειρότερο: στον τριπλό ζυγό Ανεργία-Επισφάλεια-Φτώχεια. Επομένως μια πολιτική προοδευτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την αντιμετώπιση αυτού του τρικέφαλου Κέρβερου.

Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τις διαπιστώσεις και τις προτάσεις του Νίκου Μουζέλη. Ωστόσο, παρόμοια βιβλία επιμένουν σε αυτό που οφείλει να είναι η πολιτική συζήτηση. Πολιτική επιχειρηματολογία με ιστορική προοπτική και θέα στον κόσμο, απέναντι στον ζόφο που επικρατεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/4/2019.