Σάββατο, 09 Νοέμβριος 2024

Παρουσίαση του βιβλίου "Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα" της Λίλυς Χουλιαράκη

Οι εκδόσεις Nήσος σας προσκαλούν την Τρίτη 9 Απριλίου στις 7.00.μ.μ. στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 45, Κολωνάκι) σε συζήτηση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Λίλυς Χουλιαράκη  "Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα".
Θα μιλήσουν οι:
Κωστής Παπαϊωάννου, Εκπαιδευτικός, τέως Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαώματα του Ανθρώπου
Γαρβιήλ Σακελλαρίδης, Διευθυντής Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστείας
Αστέρης Χουλιάρας, Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Συντονισμός: Μικέλα Χαρτουλάρη, δημοσιογράφος.

Στην εκδήλωση θα παρευρίσκεται και η συγγραφέας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Το βιβλίο αυτό διερευνά πώς εκδηλώνεται η ανθρωπιστική αλληλεγγύη στο σύγχρονο μιντιακό περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι η συμμετοχή σε ροκ συναυλίες, η αγορά περιβραχιονίων ή το «τουιτάρισμα» αγαπημένων διασημοτήτων λένε πολύ περισσότερα από το σκοπό που προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Αποτυπώνουν το πώς φανταζόμαστε τον κόσμο πέρα από εμάς.

Δείχνοντας την ιστορική αλλαγή στις εκκλήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, στις συναυλίες Live Aid και Live 8, στις συνηγορίες της Όντρεϊ Χέπμπορν και της Αντζελίνα Τζολί, καθώς και στις ειδήσεις του BBC για σεισμούς, η Λίλυ Χουλιαράκη δείχνει πώς η αλληλεγγύη έχει γίνει σήμερα όχι ζήτημα πεποίθησης αλλά επιλογής, όχι ζήτημα αξιών αλλά κατανάλωσης, όχι όραμα αλλά λάιφστάιλ. Πώς η εστίασή της, με άλλα λόγια, έχει μεταφερθεί από τους άλλους στον εαυτό μας – μετατρέποντας μας σε ειρωνικούς θεατές της ανθρώπινης οδύνης.

Με εμπειρική λεπτότητα και θεωρητική αιχμηρότητα, η Λίλυ Χουλιαράκη δείχνει πώς η συμπόνια για την ανθρώπινη οδύνη μετατράπηκε από πράξη οίκτου σε ναρκισσιστικό θέαμα. Υπερασπίζεται, ωστόσο, τη θεατρική διάσταση του ανθρωπισμού ως ηθική δύναμη, αρκεί αυτή να ελέγχεται από την κριτική σκέψη. Το βιβλίο, λοιπόν, ρίχνει το φως που χρειαζόμασταν στα ΜΜΕ και την ηθική σήμερα.
Τζον Ντάραμ Πίτερς, Πανεπιστήμιο του Γέιλ

Σε αυτή την πρωτότυπη έρευνα, η Λίλυ Χουλιαράκη αντιμετωπίζει με «σκεπτικιστική αισιοδοξία» το πώς ασκείται σήμερα η ανθρωπιστική πολιτική. Με τη θεωρητική του λεπτότητα και την πλούσια τεκμηρίωσή του, Ο ειρωνικός θεατής δείχνει τους μετασχηματισμούς που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια η αλληλεγγύη, καθώς οι πολίτες επιχειρούν να συνδεθούν συναισθηματικά με έναν τραγικό αλλά απόμακρο κόσμο.
Σάμιουελ Μόιν, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, συγγραφέας του The Last Utopia: Human Rights in History

Το βιβλίο πετυχαίνει έναν σπάνιο συνδυασμό: ανοίγει ένα καινούριο αναλυτικό και θεωρητικό πεδίο, τηρώντας την ίδια στιγμή τη δέσμευση σε υποθέσεις που αφορούν τους ανθρώπους – και είναι επείγουσες.
The British Journal of Sociology

Η σύγκλιση σοσιαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς

Το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Μουζέλη «Ματιές στο μέλλον» (εκδ. Αλεξάνδρεια) είναι ένας στοχασμός πάνω στα ερωτήματα: Πού πάμε; Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Πώς θα πορευτούμε; Τι πρέπει να κάνουμε;

Ο Μουζέλης είναι ένας από τους διανοουμένους που άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή στην Ελλάδα, από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εχει μια συνεχή παρουσία, με τα βιβλία και την αρθρογραφία του. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σκέψη του είναι η ευρεία οπτική, η οποία αγκαλιάζει μεγάλες ιστορικές περιόδους σε μια κλίμακα παγκόσμια, πράγμα ασύνηθες στην ελληνική ακαδημαϊκή και πολιτική σκέψη που βλέπει την Ελλάδα ως εξαίρεση του κανόνα.

Αυτή η πλατιά εποπτεία δεν μένει στο πεδίο μόνο των γενικών παρατηρήσεων. Καταλήγει σε πολιτικές προτάσεις. Προτάσεις που προκύπτουν και βρίσκονται σε στενή συνάφεια με τα συμπεράσματα από τις αναλύσεις της μεγάλης εικόνας. Επίσης ασυνήθιστο στην Ελλάδα, όπου κατά κανόνα το δέον γενέσθαι καθορίζεται από τα εφήμερα στοιχεία της πολιτικής ζωής. Οχι από τα δομικά στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης, αλλά από πολιτικές πικρίες και υπολογισμούς της συγκυρίας.

Ο σ. μάς λέει στο βιβλίο του ότι όπως ο καπιταλισμός δημιουργήθηκε μέσα από αιώνες εξέλιξης, έτσι και η υπέρβασή του δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας κρίσης, ενός γεγονότος, ενός αδιεξόδου. Πρέπει να σκεφτόμαστε πολύχρονες δυσδιάκριτες μεταβολές με αδιευκρίνιστη κατεύθυνση. Ούτε η παγκοσμιοποίηση είναι ενιαία. Πρώτο, έχει αντιφατικά αποτελέσματα. Μεγαλώνει μεν το άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας, αλλά αναδεικνύεται μια μεσαία τάξη εκατοντάδων εκατομμυρίων στην Ασία, ενώ υποβαθμίζονται ταυτόχρονα οι μεσαίες τάξεις στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο.

Δεύτερο, διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους παγκοσμιοποίησης. Τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας όπου κυριαρχεί η πολιτική εξουσία στην οικονομική, και την Ευρώπη, όπου παρά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, το κοινωνικό κράτος διατηρεί ακόμη ισχυρά ερείσματα. Θα υπάρξει σύγκλιση, σύγκρουση ή ηγεμονική συγκυριαρχία ανάμεσα στις τρεις σφαίρες; Και επομένως πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον του παγκόσμιου συστήματος;

Στην Ευρώπη, τα δύο βασικά προβλήματα είναι η άνιση ανταλλαγή Βορρά-Νότου, εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του ευρώ ανάμεσα σε χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, και το δημοκρατικό έλλειμμα. Η μη ολοκλήρωση της πολιτικής Ευρώπης επιτρέπει και διαιωνίζει την άνιση ανταλλαγή και δημιουργεί κεντρόφυγες δυνάμεις (Brexit, ευρωσκεπτικισμός, Ακροδεξιά). Πώς όμως μπορεί να αλλάξει η Ευρώπη; Υπάρχουν συλλογικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να προωθήσουν αυτές τις αλλαγές;

Ο Μουζέλης θεωρεί ότι η πρόταση με τις περισσότερες δυνατότητες θα ήταν μια σύγκλιση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Είναι δυνατή; Η μεν Σοσιαλδημοκρατία, παρά την υποχώρηση στις θέσεις των Σρέντερ-Μπλερ, συνεχίζει να στηρίζει την ιδέα του κοινωνικού κράτους. Αλλά και η ριζοσπαστική Αριστερά συγκλίνει σε μια πολιτική όχι απότομης επαναστατικής ρήξης, αλλά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνουν επίσης αιτήματα περιβαλλοντικά και δικαιωματικά. Αυτές οι δύο δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στα λαϊκά στρώματα και επομένως να αποτελούν το αντίπαλο δέος στην Ακροδεξιά. Είναι και οι δύο, με τον τρόπο τους, φιλο-ευρωπαϊκές, πρέπει να συγκλίνουν και να συνεργαστούν πάνω σε μια στρατηγική που ανοίγει μέτωπο τόσο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις πολιτικές της λιτότητας όσο και προς τον λαϊκισμό που απορροφά κυρίως η άκρα Δεξιά.

Ο Μουζέλης αναφέρεται στους λόγους παρακμής της Σοσιαλδημοκρατίας. Ηταν καρπός του εθνικού κράτους, της βιομηχανικής οικονομίας και κουλτούρας, της δύναμης του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Και τα τρία έχουν αλλάξει, και κυρίως έχουν περιοριστεί οι παρεμβατικές ικανότητες του κράτους και της πολιτικής. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου απαιτεί ρυθμίσεις που δεν μπορούν να περιοριστούν σε εθνικά πλαίσια.

Τι μπορεί να γίνει με τους όρους αυτούς; Περιγράφει το πρόγραμμα που προτείνει ως «μετα-εθνικό εξανθρωπισμό του καπιταλισμού» στον οποίο θα συγκλίνουν οι δυνάμεις των σοσιαλιστών, της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της οικολογίας. Απευθυνόμενος στους σοσιαλιστές, τους προτείνει ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης μια συμμαχία με την ευρύτερη Αριστερά (όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία). Διαφορετικά η Αριστερά κινδυνεύει με εξαφάνιση, αφήνοντας το πεδίο στη σύγκρουση ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους και την άκρα Δεξιά που έχει τη δύναμη να κινητοποιεί λαϊκές μάζες.

Ποια κοινωνική τάξη θα είναι όμως το υποκείμενο; Αν στον προηγούμενο αιώνα ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη, τώρα θα είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, όσοι υπόκεινται όχι στην εκμετάλλευση της εργασίας τους, αλλά σε κάτι χειρότερο: στον τριπλό ζυγό Ανεργία-Επισφάλεια-Φτώχεια. Επομένως μια πολιτική προοδευτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την αντιμετώπιση αυτού του τρικέφαλου Κέρβερου.

Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τις διαπιστώσεις και τις προτάσεις του Νίκου Μουζέλη. Ωστόσο, παρόμοια βιβλία επιμένουν σε αυτό που οφείλει να είναι η πολιτική συζήτηση. Πολιτική επιχειρηματολογία με ιστορική προοπτική και θέα στον κόσμο, απέναντι στον ζόφο που επικρατεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/4/2019. 

Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος: Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Μουζέλη, Ματιές στο μέλλον (29-3-2019, Στοά του Βιβλίου)

Κυρίες και Κύριοι,

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα το ότι μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω σήμερα για το τελευταίο βιβλίο ενός από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους κοινωνιολόγους, του Νίκου Μουζέλη. Ενός αληθινά πνευματικού ανθρώπου, βαθύτατα σεμνού, που ταυτοχρόνως υπήρξε πάντοτε –δηλαδή και παλαιότερα αλλά και τώρα- θαρραλέα πρωτοπόρος στις πολιτικές του παρεμβάσεις. Πάντοτε, με πλήρη επίγνωση των αντιδράσεων που θα προκληθούν από αυτές, ενίοτε πολύ σκληρών και άδικων -είναι η αλήθεια- για εκείνον και την εν γένει ακαδημαϊκή και δημόσια πορεία του.
Στο βιβλίο του, το οποίο σήμερα συζητάμε, με τίτλο, Ματιές στο μέλλον – Καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία και σύγχρονο κράτος, ο συγγραφέας υποστηρίζει α) ότι ο καπιταλισμός παρά τις περί αντιθέτου προβλέψεις θεωρητικών, όπως ο Streeck και ο Wallerstein, των οποίων το έργο συνοπτικά αλλά περιεκτικά παρουσιάζει, δεν πρόκειται να εκπνεύσει αλλά, αντιθέτως, θα επιζήσει τουλάχιστον βραχυ- μεσοπρόθεσμα (μάλλον και μακροπρόθεσμα, θα πρόσθετα εγώ) και β) Τούτου δοθέντος, αξίζει να προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα νέο περιεχόμενο στην έννοια της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Μιας σοσιαλδημοκρατίας η οποία επλήγη μεν από την «σοσιαλφιλελεύθερη στροφή» της την δεκαετία του 90, παρότι ακόμη και τότε αυτή προάσπισε, όπως ορθά υποστηρίζει ο Μουζέλης, το κοινωνικό κράτος στον βαθμό που το «επέτρεψαν» η προηγηθείσα στην Αγγλία και τις ΗΠΑ νεοφιλελεύθερη επανάσταση της Θάτσερ και του Ρήγκαν αλλά και η ήδη από τότε επελαύνουσα παγκοσμιοποίηση.
Οι αλλαγές που αυτές επέφεραν στην διεθνή οικονομία αλλά και στην διεθνή πολιτική, κυρίως μέσω της μεταβολής του ρόλου του κράτους-έθνους -που ενισχύθηκε όσον αφορά τη δυνατότητα παρέμβασής του στη διαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντός του ενώ εξασθένησε όσον αφορά την ικανότητά του ν' ασκεί οικονομικές πολιτικές κεϋνσιανής κατεύθυνσης στο εσωτερικό του- έπρεπε ασφαλώς να ληφθούν υπ' όψιν από τα σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα της Ευρώπης. Ήταν και είναι προφανές ότι η άνοδος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η μείωση της αυτονομίας του κράτους άλλαξαν ριζικά την ισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Η προσαρμογή των Ευρωπαϊκών Εργατικών και Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων στη νέα αυτή πραγματικότητα δεν έγινε πάντοτε με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την διατήρηση της ακτινοβολίας και επιρροής τους τόσο στην διαρκώς συρρικνούμενη από την μεταφορντική εποχή και εντεύθεν εργατική τάξη όσο και στην αρκετά ευρύτερη και ως εκ τούτου πολυπληθέστερη κατηγορία των εργαζομένων στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη εν μέρει λόγω πραγματικών δυσκολιών που δεν κατέστη δυνατόν ν' αντιμετωπιστούν επιτυχώς αλλά και εν μέρει διότι το δέλεαρ της εξουσίας αποδείχθηκε πιο ισχυρό από την υπεράσπιση μιας συνεπούς ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατικής αντζέντας. Παρεμπιπτόντως, δυστυχώς αυτή η διαπίστωση μάλλον ισχύει για όλους –ή σχεδόν για όλους, για να μην είμαι απόλυτος- τους ασκούντες την εξουσία, ανεξαρτήτως του πολιτικού τους χρώματος. Πρόκειται για συμπεριφορά για την οποία μάλλον έγκαιρα μας έχουν προειδοποιήσει σημαντικοί συντηρητικοί πολιτικοί στοχαστές, που επιμένουν σε κάποιες ανθρωπολογικές σταθερές κατά την μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς. Παραταύτα -όπως ορθά, και πάλι, παρατηρεί ο Μουζέλης- το γόητρο του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία και του τότε Πρωθυπουργού, Τόνυ Μπλαίρ, επλήγησαν κυρίως από την υποστήριξη του πολέμου στο Ιράκ, παρά από τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχώρησαν σε κρίσιμους τομείς του κοινωνικού κράτους, όπως, για παράδειγμα, το Εθνικό Σύστημα Υγείας του ΗΒ, όπου επιδιώχθηκε ένας μάλλον εύλογος και λειτουργικός εκσυγχρονισμός του, που έλαβε υπ' όψιν ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια αποτελεσματικότητας και επιδίωξε την συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, όπου αυτό κρίθηκε χρήσιμο.
Όμως, η θέση του Μουζέλη για την ανάγκη αναζήτησης ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού οράματος, που θα αρμόζει στα σημερινά δεδομένα της διεθνούς πολιτικής σκηνής, προκειμένου η πραγμάτωσή του να επιδιωχθεί με αποτελεσματικότητα (και θα επανέλθω σ' αυτό στην συνέχεια, για να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ), δεν είναι καινούργια. Ας μου επιτραπεί να θυμίσω ένα παλαιότερο, μικρό βιβλίο του, με τίτλο, Για έναν εναλλακτικό τρίτο δρόμο – Αναστοχαστικός εκσυγχρονισμός και τα αδιέξοδα της πολιτικής σκέψης του Antony Giddens, το οποίο δυστυχώς ελάχιστα συζητήθηκε τότε στην Ελλάδα (καθώς προσπεράστηκε μάλλον αδιάφορα τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από την υπόλοιπη μη κομμουνιστική Αριστερά). Σ' αυτό, ο Μουζέλης ασκεί μεν κριτική στον Τρίτο Δρόμο του Giddens, πλην όμως τονίζει ότι μεταξύ της νεοφιλελεύθερης και της παλαιοσοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας δεν υπάρχει ένας αλλά πολλοί Τρίτοι Δρόμοι. Με τούτο θέλω να πω ότι υπάρχει συνέχεια στην σκέψη του αλλά και συνέπεια και συνεκτικότητα στην επιχειρηματολογία του, η οποία παραμένει αμετακίνητη στην στόχευσή της και απλώς αναπροσαρμόζεται, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ραγδαίως μεταβαλλόμενη διεθνοπολιτική πραγματικότητα.
Έτσι, στο συζητούμενο σήμερα βιβλίο, ο Μουζέλης υποστηρίζει ότι το νέο σοσιαλδημοκρατικό όραμα, που μπορεί να οδηγήσει σ' έναν πιο «ήπιο» και κοινωνικά δίκαιο καπιταλισμό σε σχέση με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ και τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας, όπως τους ονομάζει, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε εθνικό, αλλά σε μεταεθνικό επίπεδο. Και συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, όμως, σοσιαλδημοκρατία και όχι νεοφιλελευθερισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης; Για να πάρουμε τα πράγματα με την σειρά, ο Μουζέλης αναγνωρίζει ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βοήθησε μεν σημαντικά τις αναπτυσσόμενες χώρες της καπιταλιστικής ημι-περιφέρειας, συντελώντας στο να βγουν από την απόλυτη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι. Μάλιστα, όπως υποστηρίζεται από κάποιους μελετητές, αυτό το φαινόμενο μπορεί να συνεχιστεί, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια η απόλυτη φτώχεια να εκλείψει πλήρως από τον κόσμο. Επίτευγμα, ασφαλώς, κορυφαίο και ακόμη πιο σημαντικό, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Μουζέλης, σε σχέση με όσα είχε επιτύχει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην «χρυσή εποχή» της, δηλαδή στο διάστημα 1945-1975. Όμως, δεν προκρίνει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης για την Ευρώπη διότι στις δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες παρατηρούμε την όξυνση των ανισοτήτων που ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί. Το trickle-down effect, που προβλέπεται από την νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία, μετά την περαιτέρω αύξηση του πλούτου των πλουσιοτέρων μέσω και της φορολογικής τους ελάφρυνσης γι' αυτόν τον σκοπό, δεν φάνηκε να λειτουργεί στην πράξη σε ανεπτυγμένες κοινωνίες δυτικού τύπου. Συνακόλουθη, λοιπόν, υπήρξε η άνοδος του λαϊκισμού, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης τμημάτων του πληθυσμού που αυτές οι ανισότητες δημιούργησαν. Γι' αυτό, ο Μουζέλης προτείνει, ως σοβαρό ανάχωμα στα δύο προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης, μια συμμαχία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς και της ριζοσπαστικής αριστεράς, με την τελευταία να διακρίνεται, όμως, από σταθερή και αμετακίνητη πίστη στο ευρωπαϊκό ενωσιακό ιδεώδες.
Πρόκειται για conditio sine qua non, αφού, κατά Μουζέλη, θα το επαναλάβω, μόνο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δυνατή, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η χάραξη μιας νέας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Μιας πολιτικής, ικανής να μας οδηγήσει να πούμε -για να παραφράσω τον αείμνηστο Μιχάλη Παπαγιαννάκη- ότι η ιδέα τη ενοποιημένης Ευρώπης είναι ξανά η πιο προοδευτική πολιτική ιδέα.
Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να προβώ σε μια πιο παρέκβαση με κάπως πιο θεωρητικό ενδιαφέρον, για να πω ότι ο συγγραφέας του βιβλίου, Ματιές στο μέλλον, πρώτον, απορρίπτει τις προβλέψεις για κατάρρευση του καπιταλισμού, που προκύπτουν από θεωρίες διανοητών όπως ο Streeck και ο Wallerstein, και, δεύτερον, επιχειρηματολογεί υπέρ της αναμενόμενης δράσης εκ των άνω για την διάσωση του καπιταλισμού από τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του, εφαρμόζοντας μεθοδικά τα συμπεράσματα της δικής του έρευνας πάνω στο πρόβλημα της σχέσης δρώντος και δομής, το οποίο είναι κεντρικής σημασίας στην κοινωνιολογική θεωρία.
Ο Μουζέλης σε σειρά ακαδημαϊκών του δημοσιεύσεων αλλά και στα τέσσερα βιβλία του, με τους αντίστοιχους τίτλους, Μεταμαρξιστικές προοπτικές – Για μια νέα πολιτική οικονομία και κοινωνιολογία, Επιστροφή στην Κοινωνιολογική Θεωρία – Η έννοια της ιεραρχίας και το πέρασμα από τη μίκρο- στη μακροκοινωνιολογία, Η κρίσης της κοινωνιολογίας – Τι πήγε λάθος;, και, τέλος, Γέφυρες μεταξύ νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνικής θεωρίας, εξετάζει, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της σχέσης δρώντος και δομής, εξελίσσοντας συνεχώς τις επεξεργασίες του πάνω σ' αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο John Parker στο μελέτημά του, Structuration (Open University Press, 2000), επικεντρώνεται στις απόψεις των Giddens, Bourdieu, Archer και Μουζέλη, ενώ το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου του Roger Sibeon, Rethinking Social Theory (Sage, 2004), έχει τον ενδεικτικό τίτλο, «Τρεις μείζονες θεωρητικοί της Κοινωνιολογίας: Archer, Μουζέλης και Layder».
Και ενώ η Archer έχει κερδίσει μια θέση στη μελέτη της σχέσης δρώντος και δομής στη βιβλιογραφία των Διεθνών Σχέσεων, λόγω των αναφορών στο έργο της που συναντά κανείς στα πολυσυζητημένα βιβλία των θεωρητικών των Διεθνών Σχέσεων, Alexander Wendt και Colin Wight, με τίτλους, Social Theory of International Politics και Agents, Structures and International Relations, αντιστοίχως, η έξοχη δουλειά του Μουζέλη πάνω στο ίδιο πρόβλημα αναμένει ν' αξιοποιηθεί επαρκώς στο μέλλον στο πλαίσιο του γνωστικού αυτού αντικειμένου, που και ο ίδιος υπηρετώ. Προς το παρόν, επισημαίνω μόνον την παραπομπή στο βιβλίο του Μουζέλη, Γέφυρες, από τον Christopher Hill, η οποία υπάρχει στο προσφάτως εκδοθέν και στα ελληνικά, κλασικό έργο του, Η Εξωτερική Πολιτική τον 21ο Αιώνα (ΠΕΚ, 2018).
Ξαναγυρίζω, λοιπόν, στο βιβλίο που συζητάμε, το Ματιές στο μέλλον, για να πω ότι ο συγγραφέας του, εφαρμόζοντας την δική του θεωρία για την σχέση δρώντος και δομής στην κριτική του για την θεωρία του Streeck περί κατάρρευσης του καπιταλισμού λόγω εσωτερικών του αντιφάσεων, επισημαίνει ότι σ' αυτήν «δεν λαμβάνονται υπόψη μακρο-συλλογικά υποκείμενα που δεν είναι προϊόντα καπιταλιστικών αντιθέσεων (σελ. 23), σε αντίθεση, π.χ., με την μαρξιστική θεωρία, όπου το σύνολο των εννοιολογικών της εργαλείων «είναι κατασκευασμένο κατά τέτοιο τρόπο που η σύνδεση των εξελισσόμενων θεσμών με τους αγώνες των συλλογικών φορέων γίνεται κατά θεωρητικά συνεπή τρόπο». Αυτή την παρατήρηση επαναλαμβάνει ο Μουζέλης και όταν επισημαίνει πως ο «Émile Durkheim, ένας από τους πατέρες της κοινωνιολογικής θεωρίας, προσπάθησε να καταπολεμήσει τον μεθοδολογικό αναγωγισμό τονίζοντας πως ένα 'μάκρο' πρόβλημα, όπως αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πρέπει αρχικά να ερευνηθεί σε σχέση με 'μάκρο' παίκτες, ικανούς να θέσουν τα όρια μέσα στα οποία παίκτες μικρότερης ισχύος θα είναι αναγκασμένοι να λειτουργήσουν» (σελ. 131-132). Υπάρχει, ασφαλώς, μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το σε ποια κατεύθυνση θα «κινηθούν» οι μελλοντικές εξελίξεις.
Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση μπορεί να προχωρήσει εάν ανατραπούν αδυναμίες της σημερινής ευρωζώνης, όπως είναι η άνιση συναλλαγή μεταξύ Ευρωπαϊκού Βορρά και Ευρωπαϊκού Νότου, η υφεσιακή διαχείριση της κρίσης αλλά και το δημοκρατικό έλλειμμα όσον αφορά την λειτουργία της.
Ασφαλώς, με βάση όσα προαναφέραμε για να επέλθει αλλαγή, απαιτείται πρωτοβουλία κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, όπως η Γαλλία, σε συνεννόηση και σύμπραξη, ενδεχομένως, με χώρες του Νότου – εκτός εάν στην ίδια την Γερμανία σημειωθεί διαφοροποίηση της θέσης της έναντι του τρόπου που βλέπει σήμερα την ευρωζώνη και τις υποχρεώσεις, αλλά και τα δικαιώματα, των μελών της. Και προχωρήσει από κοινού με τη Γαλλία σε αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να πω ότι και η Ελλάδα -παρότι μικρή χώρα και ως εκ τούτου μικρός παίκτης σ' ένα σύστημα που κυρίως διαμορφώνεται από τους 'μάκρο' παίκτες- έχει δια του Προέδρου της Δημοκρατίας, καταθέσει ενδιαφέρουσες απόψεις για την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην ευρωζώνη και ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε ομιλία του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ζάγκρεμπ, στις 6 Φεβρουαρίου 2019, ο κ. Παυλόπουλος κατέθεσε, ανάμεσα σε άλλες προτάσεις του και τις ακόλουθες σκέψεις, όσον αφορά την θεσμική κατοχύρωση του Eurogroup: «[...] απαιτείται η ολοκλήρωση των θεσμικών μεταβολών, μέσω των οποίων θα προσδιορισθεί επακριβώς -υπό όρους Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου- η όλη οργάνωση και λειτουργία του Eurogroup. Έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται η κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) -κορυφαίο παράδειγμα η απόφαση της 20.9.2016, «Ledra Advertising»- θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup. «Αφάνεια», η οποία δεν είναι συμβατή με τον καθοριστικό ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει στην πράξη το Eurogroup για την Ευρωζώνη στο σύνολό της. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δεν είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου και της εξ αυτού απορρέουσας αρχής της νομιμότητας». Πρόκειται, όπως βλέπετε, για θέση του Έλληνα Προέδρου, που είναι απολύτως συμβατή με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του οποίου ο ρόλος υπήρξε, όπως όλοι γνωρίζουμε, από την έναρξη της λειτουργίας του, καθοριστικός πρωτίστως για την δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς αλλά και την εν γένει προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.
Σας ευχαριστώ πολύ!

Μία ιδεολογικοπολιτική αποτίμηση της Συνταγματικής Αναθεώρησης

Με δεδομένο το αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας ως προς την συνταγματική αναθεώρηση και εν αναμονή της δεύτερης θα είχε νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επιχειρηθεί μια πρώτη απάντηση σε δύο αλληλένδετα ερωτήματα που αιωρούνται πάνω από τις επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς αναλύσεις αυτής της περιόδου. Μπορεί πράγματι μια αναθεώρηση να έχει «προοδευτικό πρόσημο»; Και αν ναι, έχει τέτοιο πρόσημο το αναθεωρητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε εύκολη ούτε μονοσήμαντη.

Είναι αναμφίβολο, εν πρώτοις, ότι η συνταγματική πολιτική, της οποίας απόρροια είναι οι προτάσεις αναθεώρησης, είναι υποσύνολο της ευρύτερης πολιτικής και εκπορεύεται από κομματικές δυνάμεις με αντικρουόμενες αξιακές επιλογές, ως προς τον ρόλο του κράτους, το πολιτικό σύστημα και την σημασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αντίθετα, η λογική της «ουδέτερης αναθεώρησης», με αποκήρυξη κάθε ιδεολογικού προσήμου στο όνομα των γενικότερων συμφερόντων του «λαού» και της «πατρίδας», έχει την ίδια αξία με την γενικότερη θέση περί «άχρωμων» μεταρρυθμίσεων, που υπηρετούν δήθεν, άνευ ετέρου, τον επιβαλλόμενο «εκσυγχρονισμό» (ο οποίος όμως συνήθως ταυτίζεται –παρά τις αόριστες και παραπλανητικές διακηρύξεις– με την άκριτη προσαρμογή στην σημερινή καταθλιπτική πραγματικότητα του «αχαλίνωτου καπιταλισμού»).

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι για να γίνει αναθεώρηση απαιτείται ευρύτερη συναίνεση (τουλάχιστον 3/5 σε μια από τις δύο εμπλεκόμενες Βουλές). Ωστόσο, η συναίνεση αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνει και τους δύο βασικούς αντιτιθέμενους πολιτικούς πόλους (Αριστερά – Δεξιά). Το πώς και με ποιους όρους θα εκφρασθεί είναι συνάρτηση των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που διαμορφώνονται σε μια δεδομένη συγκυρία, δηλαδή των συσχετισμών των οποίων την θεσμική αποτύπωση αποτελεί –σε τελευταία ανάλυση και με πολλαπλές έστω διαμεσολαβήσεις και διαθλάσεις– και η ίδια η συνταγματική αναθεώρηση.

Τα παραπάνω, πάντως, δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν και άλλες κρίσιμες αντιθέσεις, που ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να επισκιάζουν την κύρια αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς και να εμφανίζονται σαν κυρίαρχες. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι αντιθέσεις Δημοκρατία-Ολοκληρωτισμός και Ευρώπη-Αντιευρώπη, οι οποίες από τη φύση τους συνεπάγονται πολύ ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες και ενδέχεται να επικαθορίζουν, σε μια δεδομένη συγκυρία, τις θεσμικές επιλογές. Επίσης, σε περιόδους κρίσης, σαν αυτή που ταλανίζει τη χώρα μας, είναι εύλογο να διαμορφώνονται, συγκυριακά έστω, ετερόκλητες συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις, που υπερβαίνουν τις παραδοσιακές ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις.

Όλα αυτά επιτάσσουν πράγματι, υπό συγκεκριμένους πολιτικούς όρους, την πρόταξη ευρύτατων διακομματικών συναινέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία των θεμελιωδών αρχών και των βασικών κοινωνικών κατακτήσεων της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας.

Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα αν νοείται «προοδευτική» αναθεώρηση πρέπει μεν να απαντηθεί κατ'αρχήν καταφατικά, αλλά υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, συναρτώμενο ευθέως με τρία αλληλένδετα ερωτήματα: πρώτον, ποιες πολιτικές δυνάμεις συσπειρώνονται γύρω από τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες, δεύτερον που αποβλέπουν αυτές οι πρωτοβουλίες και τρίτον πόσο πολιτικά και θεσμικά πρόσφορες αποδεικνύονται στην πράξη, σε μια δεδομένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία.

Υπό αυτό το τριπλό πρίσμα, μπορούμε να αποτιμήσουμε τόσο τις δύο προηγούμενες αναθεωρητικές πρωτοβουλίες όσο και την σημερινή:

Α. Η αναθεώρηση του 1986, με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, ήταν εν μέρει μόνο προοδευτική. Απάλλαξε μεν, με συμφωνία μόνον των «προοδευτικών» δυνάμεων, την πολιτική ζωής από την ιδιότυπη «κηδεμονία» που της είχε επιβάλει, μέσω του Συντάγματος του 1975, ο πατριάρχης της συντηρητικής παράταξης Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά εν τέλει όχι μόνο παρέμεινε –κακώς– μονοθεματική αλλά και εκκόλαψε, στο όνομα της ενίσχυσης της Βουλής, τον πρωθυπουργοκεντρισμό.

Β. Η αναθεωρητική πρωτοβουλία του 1995 στην αφετηρία της υπήρξε προοδευτική. Ωστόσο, παρά το ότι οι συσχετισμοί ήταν επίσης πρόσφοροι, η αρχική στόχευση του Ανδρέα Παπανδρέου για ευρείες και τολμηρές τροποποιήσεις τέθηκε, μετά τις εκλογές του 1996, στην προκρούστεια κλίνη μιας μονομερούς συμφωνίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στην άχρωμη, άοσμη και πλαδαρή αναθεώρηση του 2001 (με αρκετές πάντως τροποποιήσεις προς την ορθή κατεύθυνση).

Γ. Το αναθεωρητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ σφραγίσθηκε εξ αρχής από τον εγγενή αριστερισμό του, ο οποίος, βέβαια, κάθε άλλο παρά συνεπάγεται όντως προοδευτικές επιλογές. Όχι μόνον διότι είναι εκτός τόπου και χρόνου, ως προς τους πραγματικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και διότι οδηγεί αρχικά μεν σε «αυταπάτες», στην συνέχεια σε άτακτη υποχώρηση και συντηρητικές αναδιπλώσεις και εν τέλει σε αποτυχία πραγμάτωσης έστω και μέρους των διακηρυσσόμενων μαξιμαλιστικών στόχων.

Αυτό ακριβώς συνέβη και με την εν εξελίξει αναθεώρηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είχε ούτε απέκτησε, στην πορεία, σοβαρή και ρεαλιστική προοδευτική συνταγματική πολιτική. Από τις ανεκδιήγητες και εκτός της ισχύουσας έννομης τάξης αντιλήψεις περί «συντακτικής συνέλευσης» και «συνταγματικού δημοψηφίσματος» (στις οποίες έβαλε φρένο, ευτυχώς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας...) περάσαμε στις γενικές και αόριστες εξαγγελίες του πρωθυπουργού, στον αμφιλεγόμενο και άνευ αποτελέσματος «κοινωνικό διάλογο» και εν τέλει σε καθυστερημένη, περιορισμένη και αγχωτική συζήτηση στην Επιτροπή Αναθεώρησης. Αλλά και εκεί δεν πρυτάνευσε η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να περάσουν –με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς– τουλάχιστον ορισμένες όντως ρεαλιστικές προοδευτικές προτάσεις που υποβλήθηκαν σε αυτό το τελικό στάδιο. Αντίθετα, αφ'ενός μεν επεδείχθη πλήρης αδιαλλαξία απέναντι στις ουκ ολίγες θετικές προτάσεις της ΝΔ (διότι, βεβαίως, δεν ήταν όλες «νεοφιλελεύθερες»...) αφ'ετέρου δε επελέγη η ατυχέστατη «εργαλειοποίηση» μιας ενδιαφέρουσας θεωρητικής συζήτησης, για το αν δεσμεύει (και πως) η πρώτη Βουλή την επόμενη. Αυτό οδήγησε σε μια ακραία και αλαζονική στάση, ως προς τον ρόλο της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, που έδωσε απλόχερα, τόσο στην ΝΔ όσο και στο Κίνημα Αλλαγής, το άλλοθι που αναζητούσαν...

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Όλες οι διατάξεις που είχαν προοδευτικό πρόσημο (θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, μορφές άμεσης πολιτικές συμμετοχής, αναλογικό εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές –και μόνον– εκλογές, πολιτικά δικαιώματα αλλοδαπών με μόνιμη διαμονή, νομοθετικός καθορισμός της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους,) πέρασαν μόνο με την –οριακή και ευκαιριακή– κυβερνητική πλειοψηφία και κατά πάσα πιθανότητα θα απορριφθούν στην επόμενη Βουλή, όπου απαιτούνται τουλάχιστον 180 ψήφοι.

Αν λοιπόν δεν προκύψει κάποια εμπλοκή με την εκλογή του Προέδρου –που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνολική απόρριψη της αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή...– φαίνεται ότι η αναθεώρηση θα περιορισθεί σε ελάχιστες διατάξεις, που είναι μεν χρήσιμες για την βελτίωση της λειτουργίας του πολιτεύματος αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να την χαρακτηρίσουν προοδευτική.

Εκτός αν θεωρήσουμε ότι ο προοδευτικός χαρακτήρας της έγκειται σε αυτό που ξεστόμισε ευθαρσώς ο εισηγητής της πλειοψηφίας: να αποτραπεί, για τα επόμενα δέκα χρόνια, η αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια...

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 9/3/2019. 

Γιατί η «Γέφυρα» και γιατί τώρα;

Η «Γέφυρα», για την οποία θα ακούμε όλο και περισσότερο, δεν ανήκει στο είδος των συνηθισμένων προεκλογικών διευρύνσεων. Δεν χωράει εκεί και δεν είναι αυτός ο στόχος της. Καλό να το ξέρουν φίλοι και αντίπαλοι.

Η «Γέφυρα» στήθηκε με επίγνωση ότι τώρα, στην έξοδο από την οκταετία της άμεσης μνημονιακής επιτήρησης, η χώρα έχει να αντιμετωπίσει υπαρξιακά προβλήματα που δεν σηκώνουν δημαγωγία ούτε υποκρισία, που θέλουν τόλμη και δυνατότητα να υπερβαίνεις εσκαμμένα και περιχαρακώσεις.

Σαν κι αυτή που επιδείχθηκε στις Πρέσπες. Και για τούτο η συμφωνία αυτή έγινε καταλύτης. Γιατί ξεχώρισε το στάρι από την ήρα. Τους ορθολογιστές από τους εθνικιστές. Οι πρώτοι πήγαν στο Μέγαρο ή στο Ζάππειο, αναλόγως της εγγύτητας ή της απόστασης που τους χώριζε από την κυβέρνηση. Αλλά πήραν θέση. Οι άλλοι, είναι αδιάφορο αν στάθηκαν απέναντι ως βαθιά εθνικιστές ή ψηφοθήρες δημοκόποι. Η άρνηση τους εξομοίωσε.

Αλλά κυρίως οι Πρέσπες έδειξαν τη δέσμη θέλησης και ηγετικών ικανοτήτων για την αντιμετώπιση δυσεπίλυτων προβλημάτων, παρά το πολιτικό τους κόστος. Και αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι ακόμη δυσκολότερα. Γιατί σε κάθε ένα συνοψίζονται και τα υπόλοιπα. Και θα έρθω στο πρώτο παράδειγμα.

Η Ελλάδα αυτή τη δεκαετία μπήκε αμετάκλητα στην πορεία μείωσης του πληθυσμού. Μείωση του πληθυσμού σημαίνει γήρανση και γήρανση του πληθυσμού σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει συντάξεις, περίθαλψη, εκπαίδευση, ό,τι συνιστά στοιχειωδώς κοινωνικό κράτος.

Σημαίνει δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεχείς προσαρμογές προς τα κάτω. Σημαίνει φτωχή και αντιπαραγωγική κοινωνία λευκών κροτάφων. Είναι αποτέλεσμα της κρίσης; Σε μικρό ποσοστό μόνο. Συνέπεσε όμως. Πρόκειται για πτώση της γονιμότητας ως αντίρροπη τάση στην πληθυσμιακή έκρηξη. Πανίσχυρη και βαθιά παγκόσμια τάση. Τάση που δεν ανατρέπεται ούτε με 2.000 ευρώ κάθε μωρό (sic! Πρόταση Ν.Δ.), αλλά ούτε ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, που ίσα-ίσα μαραίνεται από τις δημογραφικές μεταβολές.

Τι μπορεί να γίνει; Η Μέρκελ το έδειξε εισάγοντας επίσημα ένα εκατομμύριο Σύρους και αφήνοντας να εισρεύσουν ακόμη περισσότεροι ανεπίσημα. Και στην Ελλάδα, το δημογραφικό ισοζύγιο θα ήταν ακόμη πιο αρνητικό, αν δεν είχαμε ώς τώρα εννιακόσιες χιλιάδες μετανάστες από το 1990. Επομένως; Καταλαβαίνει κανείς ότι χωρίς γενναίες πληθυσμιακές ενέσεις από νεανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς, η δημογραφική μείωση και η γήρανση του πληθυσμού θα αποβούν μοιραίες.

Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν με αυτή τη διαπίστωση. Εδώ αρχίζουν. Ποια πολιτική ηγεσία θα τολμήσει να χρεωθεί παρόμοια απόφαση; Πώς θα υπερνικήσει την αντίδραση των γηγενών, αντίδραση σε κάθε μεγάλη πληθυσμιακή μεταβολή, και το 1922, και στα '90, και τώρα; Κυρίως πώς θα αντιμετωπίσει δύο μεγάλα προβλήματα, εκ των οποίων το πρώτο σημαίνει επέκταση των δικαιωμάτων και το δεύτερο παραγωγική απασχόληση;

Ο νόμος για την ιθαγένεια μάς λέει ποια ηγεσία είναι κατάλληλη για να προωθήσει τα δικαιώματα. Ποιοι καλλιεργούν τον μισόξενο φόβο και ποιοι αγκάλιασαν τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, παρά τα τραγικά λάθη και τις ανεπάρκειες με τα στρατόπεδα προσφύγων. Τώρα όμως πρέπει να παρθούν γενναίες αποφάσεις ένταξης των προσφύγων στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Με τόλμη, αλλά επίσης με σχεδιασμό και προσοχή. Ποιος μπορεί να το κάνει; Ποιος μπορεί να τους εκπαιδεύσει, να τους εντάξει στην ελληνική κουλτούρα, να δημιουργήσει τους όρους μιας ελληνικής πολιτειότητας που δεν είναι εθνοτική;

Η παραγωγική ένταξη των προσφύγων είναι ακόμη δυσκολότερο ζήτημα. Πώς θα ενταχτούν νέοι πληθυσμοί στις παραγωγικές δομές της χώρας, όταν αυτές έχουν παραλύσει ήδη πριν από την κρίση; Ποια είναι η στρατηγική για την ανάταξη της παραγωγικής καθίζησης, και με κατεύθυνση όχι την απορρόφηση πληθυσμιακών πλεονασμάτων, δηλαδή μεγάλες μονάδες, αλλά την ενίσχυση της μικρής παραγωγής που θα ενυδατώσει τον αποξηραμένο κοινωνικό ιστό;

Η πληθυσμιακή και η παραγωγική ενίσχυση είναι δύο άκρες –και όχι βέβαια οι μοναδικές- που μας οδηγούν στο μεγάλο ζήτημα του παραγωγικού ανασχεδιασμού της χώρας, που οφείλει να περιλάβει και το πρόβλημα της εκροής 200.000 εκπαιδευμένων νέων. Σύνθετα προβλήματα με βασικό προαπαιτούμενο να μην έχεις ιδεολογικά κωλύματα. Κωλύματα εθνικής ιδεολογίας και οικονομικής φιλοσοφίας. Γιατί σχεδιασμός σημαίνει δημοσιονομικά εργαλεία, τα οποία έχουν ακυρωθεί εν μέρει από τους ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Πώς ανακτώνται χωρίς διάρρηξη των σχέσεων;

Το δημογραφικό είναι ένα παράδειγμα, κεντρικό των καινούργιων σύνθετων προβλημάτων. Αν έχεις βαλτώσει στις Πρέσπες, πώς μπορείς να κολυμπήσεις βαθύτερα; Επομένως, η ανάγκη συγκρότησης ενός προοδευτικού πόλου δεν προέρχεται από την ασυμμετρία ηγετικών ικανοτήτων με τη συντηρητική παράταξη, αλλά από τα δομικά ιδεολογικά και πολιτικά εμπόδια, τα οποία, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, αδυνατεί να υπερβεί. Γι' αυτό τον λόγο εξάλλου, η συγκρότηση αυτού του πόλου χρειάζεται να αναπτυχθεί σε κεντρική πολιτική επιλογή. Νέες εποχές σημαίνουν νέα προβλήματα, νέα προβλήματα απαιτούν καινούργιες απαντήσεις, επομένως και νέα πολιτικά πλαίσια. Να γιατί η «Γέφυρα» και να γιατί τώρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/3/2019.