Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Χωρίς αξίες δεν πάμε πουθενά

Όλες οι κοινωνίες, και οι μεσαιωνικές, είχαν αρχές και αξίες στο όνομα των οποίων λειτουργούσαν οικονομικότερα. Η αστική κοινωνία, χάρη και στη Γαλλική Επανάσταση, τις διεύρυνε και συγκρότησε ένα πλέγμα χάρη στο οποίο σήμερα συνυπάρχουμε και ζούμε. Από τη διάκριση των εξουσιών και τα ανθρώπινα δικαιώματα έως την απαγόρευση της αυτοδικίας και την αξιοκρατία.

Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε την αγγλική συνταγματική ιστορία ούτε να έχουμε διαβάσει Μοντεσκιέ για να καταλάβουμε ότι η διάκριση των εξουσιών σε πολλές χώρες, αν όχι όλες, καταστρατηγείται από τους έχοντες εξουσία, εκτελεστική, οικονομική ή κάτι άλλο.

Οσο θωρακισμένοι κι αν είναι οι δικαστές αδυνατούν να μείνουν παντελώς ανεξάρτητοι, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν υπάρχει σχετική παράδοση και ανάλογες προϋποθέσεις. Δεν χρειάζεται να έχουμε μελετήσει Μπουρντιέ για να κατανοήσουμε ότι η αξιοκρατία συμπλέκεται συχνά με την κληρονομιά, τη νομιμοποιεί και συνήθως την αναπαράγει.

Ούτε ακόμη να έχουμε εντρυφήσει στη Σχολή της Φρανκφούρτης για να δούμε πώς διαμορφώνονται προτιμήσεις και επιλογές σε διάφορα πράγματα. Ούτε, βέβαια, ακόμη Μαρξ για να διαπιστώσουμε πώς οι οικονομικές ανισότητες διευρύνονται, λίγοι καρπώνονται τεράστιο μέρος του πλούτου και δύνανται να υπαγορεύουν στις «τρεις εξουσίες» τα δικά τους θέλω.

Tα παραπάνω δεν μπορούν ουδόλως να διαγράψουν τις μνημονευθείσες αρχές και αξίες. Καμία κοινωνία, καμία κυβέρνηση δεν έχει μέλλον αν στη βάση κάποιου υποτιθέμενου ρεαλισμού παραμερίσει αρχές και αξίες και μεριμνήσει να προσεταιριστεί τους ισχυρούς, τους ολιγάρχες στην περίπτωσή μας, για να διατηρηθεί στην εξουσία.

Καμία χώρα δεν έχει ακόμη μέλλον αν επιτρέψει σε αυτόκλητους «σωτήρες», όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, να ενεργήσουν ως τιμωροί όσων θεωρούν υπαίτιους για κάθε κακό. Ο θυμός και η οργή δεν νομιμοποιούν την αυτοδικία και τους αυτόκλητους μασκοφόρους εκδικητές. Μπορούν, αντίθετα, κάλλιστα να οδηγήσουν σε καθεστώτα ανελεύθερα με λογής στρατόπεδα και χώρους βασανιστηρίων.

Αξίες και αρχές, προφανώς, δεν διασφαλίζουν άτομα και ομάδες από ανισότητες και αδικίες. Η λειτουργία τους είναι διττή. Να συγκροτήσουν ένα ασφαλές πλαίσιο λειτουργίας που θα προστατεύει από την αυθαιρεσία, κρατική και ατομική.

Και να παράσχουν στους πιο αδύναμους μια ομπρέλα που περιλαμβάνει, πέρα από την ατομική ασφάλεια, τη δυνατότητα έκφρασης και διασφάλισης των αναγκαίων όρων επιβίωσης και διεκδίκησης των βασικότερων κοινωνικών αγαθών.

Tο περιεχόμενο, συνεπώς, των αξιών δεν είναι εκ προοιμίου δοσμένο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η μάχη των ιδεών, η μάχη για το νόημα των λέξεων. Οποιος θέλει να λέγεται προοδευτικός και να βαραίνει στον δημόσιο χώρο, άτομο, συλλογικότητα, πολιτικό κόμμα, υποχρεούται να δώσει τη μάχη στο πεδίο αυτό αν θέλει ο λόγος του να πιάσει τόπο, να μην το πάρει ο αέρας με το πρώτο φύσημα.

Είναι λάθος να λέμε ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη για μια λέξη, την οποιαδήποτε, όπως ας πούμε την αξιοκρατία - ένα από τα ριζοσπαστικά φαντασιακά του ανερχόμενου αστισμού. Διαφορετική αντίληψη σημαίνει ότι όλες οι ιδέες έχουν την ίδια αξία, κάτι που δεν στέκει. Με σεβασμό στον άλλο και το διαφορετικό, οφείλουμε να καταδείξουμε ότι μια ιδέα είναι καλύτερη από μια άλλη, γιατί είναι δικαιότερη και συμβάλλει στο καλό των πολλών.

Για να μείνω στην αξιοκρατία. Αξιοκρατία δεν σημαίνει ότι είναι αυτονόητα καλύτερος όποιος έχει καλύτερο βιογραφικό. Δεν είναι καλύτερος αν είναι κληρονόμος, αν έχει μπάρμπα ή αν κατείχε χάρη στο κόμμα τη μια δημόσια θέση μετά την άλλη. Πολύ καλύτερος είναι εκείνος που χωρίς πλάτες και φανφάρες ακολουθεί μια διαδρομή που προάγει τον ίδιο και τους γύρω του.

Αυτό σημαίνει ότι πέρα από το περιεχόμενο μιας αξίας μετρά εξίσου και η κοινωνική της αξιολόγηση. Με άλλα λόγια το ειδικό βάρος που ως κοινωνία δίνουμε σ' αυτές. Είναι άλλο πράγμα να αξιοδοτούμε πρακτικές όπως η «μαγκιά» και η «καπατσοσύνη» που νομιμοποιούν κάποιους να είναι παντός καιρού, βρέξει-χιονίσει στον αφρό. Και άλλο πρακτικές όπως η κοινωνική προσφορά, η συνέπεια και ο μόχθος του ανθρώπου της δουλειάς, του εκπαιδευτικού στο χωριό και στην πόλη, του νοσοκόμου που τρέχει να σώσει ζωές.

Με την έννοια αυτή έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε ως κοινωνία ώστε έννοιες και αξίες όπως ο εθελοντισμός, η αλληλεγγύη, η κοινωνική προσφορά, η εντιμότητα και η συνέπεια να μπουν στην καθημερινότητά μας, να αποκτήσουν το βάρος που τους πρέπει. Ποιος θα είχε αντίρρηση αν αυτά λαμβάνονται υπόψη στην εισαγωγή στα ΑΕΙ, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην επιλογή των στελεχών;

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/5/2017.

Φιλιππάκης, Facebook και Υπεύθυνη Δημοσιογραφία: Ώρα για Reset

Τα αγγλικά, πιο πάνω, δεν «δείχνουν» επαρχιωτισμό. Υπογραμμίζουν κάτι άλλο: Πόσο διεθνή, επίκαιρα και καθημερινά είναι τα παραπάνω θέματα, στις 'δυτικές' κοινωνίες και πόσο στενά συνδέονται (πλέον) με την καθημερινότητά μας.

Πριν μόλις 24 μήνες οι παραπάνω όροι ήταν «άγνωστοι» στο ευρύ κοινό. Ηταν θέμα αναζήτησης των λίγων 'εκλεκτών' της Δημοσιογραφίας των πανεπιστημίων, των υποψιασμένων συνδικαλιστών των ενώσεων, άντε, και των διευθυντών των «έγκυρων» ΜΜΕ. Τώρα, οι παραπάνω λέξεις, διαπερνούν σχεδόν το σύνολο της πολιτικής, της αρθρογραφίας, αλλά ακόμα και των συζητήσεων 'καφενείου'.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, βιώνουμε μια ακραία «εσωτερική» Δημοσιογραφική υπόθεση, που όμως ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων που σχετίζονται τόσο με το απλό ποινικό δίκαιο, όσο και την ίδια την Δημοκρατία.
Που τελειώνει η "ελευθερία" στα Social Media ;
Πόσο 'προσωπικές' μπορεί να είναι οι «ακραίες» φρονήσεις οποιουδήποτε δημόσιου προσώπου ;
Η ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ (άρα και προβεβλημένου εκπροσώπου μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων) μπορεί να λειτουργεί 'περιοριστικά' (άρα και με διαφορετικές «ευθύνες») για τον φέροντα ;
Σε ανθρώπινο, ηθικό επίπεδο: Μπορεί κανείς να εύχεται το 'κακό' στον συνάνθρωπό του ; (..να πεθάνει, να ακρωτηριασθεί, κλπ..)
Υπάρχει 'πολλαπλασιαστικό΄ αποτέλεσμα ; Δηλαδή , υπάρχει πιθανότητα η 'φρόνηση' ενός δημόσιου προσώπου, να αντηχήσει, ως πράξη, από ένα άλλο μέλος της ίδιας κοινωνίας ;
Αν είχε όντως συλληφθεί ο αυτουργός (κ.ΓΦ), όπως προς στιγμήν κοινωνήθηκε, θα είχε κέρδος το ποινικό μας σύστημα; Το δικαιϊκό ; Η δημοσιογραφία; Η κοινωνία ;
Είναι 'τιμωρήσιμη' η πράξη του ; Και αν ναι, σε ποιο επίπεδο ; Το ποινικό; Του 'συναφιού' ; Της κοινωνίας ; Άλλο ;
..Οσο και αν σε φιλοσοφικό επίπεδο τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι καινούργια, έρχονται με επίταση να μας απασχολήσουν λόγω του 'περιστατικού Φιλιππάκη'. (Για τους μην γνωρίζοντες: Ο κ. Γ. Φιλιππάκης, δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ, διατύπωσε 'υποστηρικτική' άποψη για την τρομοκρατική επίθεση κατά του κ. Παπαδήμου, θεωρώντας άξιο μιας αντίστοιχης, τον κ. Στουρνάρα).
..Πάμε λοιπόν να ξαναδούμε τα θέματα που ανοίγονται: Αν η κοινωνία έχει κάτι να κερδίσει από αυτό το περιστατικό, θα είναι απότοκο μιας ψύχραιμης και αποστασιοποιημένης θεώρησης όλων των ερωτημάτων που εγείρονται, και όχι μόνον όσων προκύπτουν από την (δικαιλογημένη) φόρτιση των ημερών.
Θεώρηση πρώτη: Είναι υποκρισία και στρουθοκαμηλισμός να παραβλέπουμε πως υπάρχει ενα μεγάλο κομάτι της κοινωνίας που διαβάζει με ικανοποίηση τέτοιου τύπου στάσεις. Εχει καταγραφεί πως ακόμα και οι δολοφονίες της 17Ν είχαν συγκρίσημη αποδοχή. Το διαδίκτυο , με μία απλή ανάλυση περιεχομένου, επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους. Το τρέχον «καθεστώς πραγμάτων» (οικονομική ανέχεια, εξαθλίωση μεγάλων ομάδων, παρατεταμένη κοινωνική ανασφάλεια κ.α.) επιτείνει τέτοιες συμπεριφορές. Δυστυχώς είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Αν ένας απλός πολίτης διατυπώσει (όπως πολλοί έκαναν) παρόμοια άποψη, κανένας εισαγγελέας δεν θα ασχοληθεί. Το όφελος της ελευθεροτυπίας και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 'έρχεται' μαζί με το κόστος της ασύδοτης, μη-υπεύθυνης ελευθεριότητας λόγου. Οπως και άλλα πράγματα , η υπεύθυνη πολιτειότητα επαφίεται στην συνείδηση του καθενός μας και δεν είναι (ούτε πρέπει να γίνει) ποτέ κανονιστικά ρυθμιζόμενη.
Θεώρηση δεύτερη: Ο κ. ΓΦ δεν είναι οποιοσδήποτε. Οπως κάθε παλιός 'καταξιωμένος' δημοσιογράφος, επηρεάζει πολλούς, έχει προνομιακό άμβωνα, η άποψη του πολλαπλασιάζεται ex officio, και επιπλέον... Εκπροσωπεί, με το όνομά του, την εικόνα του, κύρος, δημόσιο λόγο και πολιτεία (και όχι μόνον στα γραφεία της οδού Ακαδημίας..), μια μεγάλη ομάδα Επικοινωνητών.
Θεώρηση τρίτη: Οι ψυχολόγοι με εξειδίκευση στα ΜΜΕ, γνωρίζουν (και διδάσκουν) πως υπάρχει (και μάλιστα επιτείνεται διαχρονικά) κάτι που λέγεται μιμητική εγκληματική συμπεριφορά. Δηλαδή ένα προβεβλημένο έγκλημα, μπορεί να προκαλέσει 'αντίγραφα' που σε άλλη περίπτωση δεν θα εκδηλωνόντουσαν. Στο περιστατικό που εξετάζουμε, και με δεδομένες τις γνωστές κοινωνικές συνθήκες, θα ήταν εθελοτυφλία (..ως άνω..) να παραβλέψουμε πως μία τέτοια ακραία , προβεβλημένη, έστω και προσωπική στάση, ΔΕΝ θα έχει συνέπειες σε ομάδες πληθυσμού που είναι ευεπίφορες σε βίαιες αντιδράσεις.
Θεώρηση τέταρτη: Αφορά την καθαρά ηθική διάσταση του θέματος: Όποιος και αν είμαι, όποιος και αν είναι απέναντί μου: «Δικαιούμαι» να χαίρομαι με τον πόνο του άλλου ; Πόσο μάλλον, να εύχομαι να πάθει το ίδιο ένας τρίτος, όσο αμφίσημη και αν θεωρείται η δημόσια θητεία του. Ποσο μάλλον που η Ιστορία είναι εν εξελίξει, και κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά ποιοι είναι οι θύτες και ποια τα θύματα. (..Και μια αυτοαναφορική σκέψη: Το τελευταίο ισχύει για ολους μας ανεξαιρέτως, από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, μέχρι την θεία μου την Γιαννούλα. Επίσης κρατάμε κατα νου πως ο 'Κυρίαρχος Λαός' ΔΕΝ είναι μια υπερβατική ηθική αξία που είναι εντελώς ανεύθυνη της Πολιτικής και των Πολιτικών. Σαρξ εκ Σαρκός).
Θεώρηση πέμπτη : Ευτυχώς ο κ. ΓΦ δεν συνελήφθη. Οπως και σε άλλες περιπτώσεις σύλληψης εκφραστών ακραίων θέσεων το αποτέλεσμα δεν θα είχε σχέση με την επιδίωξη. Θα αποπροσανατόλιζε και θα ακύρωνε κάθε τρέχον δυνητικό όφελος (για την κοινωνία) από αυτή την 'περιπέτεια' που μοιάζει να είναι 'δημοσιογραφική', αλλά δεν είναι (μόνον).
Θεώρηση έκτη : Ποιο είναι το Έγκλημα και ποια η Τιμωρία ; Για το πρώτο υπάρχουν μερικές χρήσιμες σκέψεις πιο πάνω. Για το δεύτερο, σε μια Δημοκρατία, υπάρχει η Εκκλησία του Δήμου (..ναι, λειτουργεί. ..Και τα συχνά αφοριζόμενα κοινωνικά ΜΜΕ, την υποβοηθούν, μαζί με κάθε καλών προθέσεων ΜΜΕ, διαδραστικό ή γραμμικό), οι θεσμοί (π.χ. η ΕΣΗΕΑ και όχι μόνον..), αλλά και η στάση που τηρούμε κάθε ένας από εμάς που διατυπώνει δημόσιο λόγο.
..Και είμαστε εμείς, οι τελευταίοι, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, δάσκαλοι και ενεργοί πολίτες που πρέπει ψύχραιμα να ξανα-δούμε το φαινόμενο, να θεωρήσουμε εαυτούς ως μέρος του προβλήματος (προηγείται και είναι θεμέλιο μιας εικαζόμενης λύσης..) και έτσι να συμβάλλουμε, με λίγες κραυγές και περισσή περίσκεψη, στην συγγραφή του επίλογου.

Δημοσιεύτηκε στο news247.gr στις 29/5/2017.

Αξιολόγηση και Δημόσια Διοίκηση

Η αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή των δημοσίων πολιτικών, των δομών και των δημοσίων υπαλλήλων είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες διαδικασίες του Ελληνικού πολιτικό-διοικητικού συστήματος. Κατά τη φάση της αξιολόγησης των δημοσίων πολιτικών ελέγχονται τα αποτελέσματα της πολιτικής τόσο από δημόσιους, όσο και από κοινωνικούς δρώντες, με στόχο τον πιθανό επαναπροσδιορισμό των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων. Έτσι για παράδειγμα, μια σημαντική αλλαγή στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, όπως αυτή που προτείνεται σήμερα, εφόσον ψηφισθεί και εφαρμοσθεί θα πρέπει να αξιολογηθεί μετά από ένα εύλογο διάστημα εφαρμογής ανεξαρτήτου κυβέρνησης ή υπουργού. Το βασικό πρόβλημα προκύπτει καθώς το ζητούμενο συνήθως είναι η πολιτική επιτυχία, η οποία είναι σαφώς διαφορετική από την επιτυχία της δημόσιας πολιτικής. Η πολιτική επιτυχία αναφέρεται στην αύξηση της εκλογικής προοπτικής, καθώς ο βασικός στόχων των εκλεγμένων πολιτικών είναι να παραμείνουν στην εξουσία και δεν έχει καμία σχέση με την εκτίμηση των αποτελεσμάτων (τι «δουλεύει» και τι όχι), η οποία θα διευκόλυνε τους διαμορφωτές της πολιτικής να προχωρήσουν σε βελτιώσεις της δημόσιας πολιτικής. Κατά τον τρόπο αυτό, η αξιολόγηση των δημοσίων πολιτικών χάνει την αξία της καθώς περιορίζεται σε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που τις εφαρμόζουν και μεταξύ των ψηφοφόρων τους που τις στηρίζουν στη βάση της κομματικής τους προτίμησης. Τα επιστημονικά εργαλεία για την ίδια την ουσιαστική αξιολόγηση μένουν ανέγγιχτα.

Αντίστοιχα, η συχνή και πολυεπίπεδη αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε μείωση του κόστους της δημόσιας διοίκησης και σε καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους. Μπορεί επίσης να βελτιώσει τη σχέση μεταξύ πολιτών και δημόσιας διοίκησης καθώς σημαντική παράμετρος της αξιολόγησης είναι η γνώμη των πολιτών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης συνήθως αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη, καθώς ταυτίζεται με κλείσιμο ή συγχώνευση οργανισμών και υπηρεσιών και άρα αβέβαιο μέλλον για τους εργαζόμενους, αλλά και για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Η επιφύλαξη αυτή είναι δικαιολογημένη, καθώς συχνά οι διαδικασίες αξιολόγησης εντείνονται σε περιόδους λιτότητας ακριβώς για αυτό το λόγο. Στην Ελλάδα, δε, πολλοί οργανισμοί και υπηρεσίες αξιολογήθηκαν για πρώτη φορά ακριβώς για αυτό το σκοπό μέσα στα χρόνια της κρίσης. Η χρήση της αξιολόγησης με αποκλειστικό στόχο τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα φυσικά της στερεί την αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική προοπτική της.

Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων έρχεται να συμπληρώσει τα δύο άλλα επίπεδα αξιολόγησης που μόλις περιγράφηκαν. Στα επιτυχημένα συστήματα διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, η αξιολόγηση καταρχάς συνδέεται με την προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση των υπαλλήλων. Συνδυάζει στοιχεία αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης από πολίτες, συναδέλφους και προϊσταμένους. Σε ένα επόμενο στάδιο η αξιολόγηση μπορεί να συνδεθεί με τη λογική του μισθού με βάση την απόδοση, δηλαδή μια λογική που αποσυνδέει την αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων από την αρχαιότητα και τη συνδέει με κριτήρια όπως η απόδοση, η επιτυχής ολοκλήρωση προγραμμάτων και η επίτευξη στόχων. Για να είναι ένα τέτοιο σύστημα επιτυχημένο πρέπει να ακολουθείται σωστή μεθοδολογία αξιολόγησης της απόδοσης των υπαλλήλων. Η απόλυση ενός υπαλλήλου με βάση την αξιολόγηση του δεν είναι ένα σύστημα που συναντάται ή προτείνεται, εκτός αν η αξιολόγηση οδηγήσει σε αποκαλύψεις πειθαρχικών παραπτωμάτων ή διαφθοράς. Και σε αυτή την περίπτωση πάντως τίθενται σε λειτουργία άλλες πειθαρχικές διαδικασίες που όντως μπορούν να οδηγήσουν και στην απόλυση. Από την άλλη πλευρά, είναι ανεπαρκής όταν λαμβάνει χώρα στο κενό χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο κλίμα και διαδικασίες αξιολόγησης στη χώρα. Και σε αυτήν την περίπτωση η εισαγωγή της συνήθως αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, καθώς θεωρείται ότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση μισθού, σε μετακίνηση ή και σε απόλυση δημοσίων υπαλλήλων. Η ελληνική περίπτωση ομοιάζει δυστυχώς με την τελευταία περιγραφή.

Παρά τους παραπάνω θεωρητικούς προβληματισμούς για την υλοποίηση της αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης τάσσεται σαφώς υπέρ της απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων μετά από αρνητική αξιολόγηση. Η πρόσφατη έρευνα της Prorata αποκάλυψε ότι το 63% των ψηφοφόρων συμφωνεί με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ μόνο το 18% διαφωνεί με αυτές. Τα ποσοστά αποδοχής των απολύσεων είναι ακόμα υψηλότερα μεταξύ μελών συγκεκριμένων κατηγοριών απασχόλησης, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες (68%). Τα υψηλά ποσοστά αυτών που επιθυμούν την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων όταν η επίδοση τους αξιολογείται αρνητικά αποδεικνύουν την αγανάκτηση του κόσμου με τη δημόσια διοίκηση και την έλλειψη θετικού κλίματος για τις διαδικασίες αξιολόγησης. Αν όμως επιθυμούμε την προώθηση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας διοίκησης, η σύνδεση της αξιολόγησης με την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη δυσπιστία και αντιστάσεις ως προς τον θεσμό της αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα εμποδίσει παρά θα διευκολύνει την εύρεση καλύτερων λύσεων για τα δημόσια προβλήματα ή/και τη λιγότερο κοστοβόρα λειτουργία του δημόσιου τομέα.

Δημοσιεύτηκε στους Θεματικούς Πυρήνες της Prorata στις 13/2/2017.

Οι δικαιούχοι της Ευρώπης

Η μεγάλη εικόνα περιέχει παλινδρομήσεις και αντινομίες που λίγο-πολύ θυμίζουν τις ιδρυτικές θεμελιώσεις των αγορών σε αντιδιαστολή με όλες τις προηγούμενες οικονομικο-κοινωνικές διευθετήσεις. Λόγου χάρη, πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση οι οικονομικές ήταν εμπεδωμένες στις κοινωνικές σχέσεις∙ οι κανόνες της αμοιβαιότητας, της αναδιανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών καθηκόντων είχαν μεγαλύτερο βάρος από τα μέτρα των αγορών.

Σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι κοινωνικές, εταιρικές σχέσεις ορίζονται από τις οικονομικές. Ακριβώς αυτό το σχήμα είχε περιγράψει ο Καρλ Πολάνυι στον «Μεγάλο Μετασχηματισμό» για το μεγάλο διάστημα 1830-1940 - ένα έργο για την άνοδο και την πτώση της φιλελεύθερης αγοράς που αντέχει στις μέρες μας.

Ο Τραμπ, το Brexit, η επάνοδος με αξιώσεις κυβέρνησης των εθνικιστικών, αυταρχικών, ρατσιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων, ο απομονωτισμός, οι φράχτες στα σύνορα, οι προστατευτισμοί, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές δεν είναι παρά απότοκα της σύγκρουσης των επιταγών της παγκοσμιοποίησης από τη μία, και της αναζήτησης της κοινωνικής ευημερίας στο εσωτερικό των εθνικών κρατών από την άλλη.

Αν επεξεργαστούμε καλύτερα αυτή τη σύγκρουση θα δούμε τις επενέργειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας να αντιφάσκουν με τις επιτεύξεις της δημοκρατικής πολιτικής ζωής στο εσωτερικό των εθνικών κρατών.

Ετσι, στην Ευρώπη, οι συζητήσεις για «το μέλλον της Ευρώπης» συνεχίζονται -και έτσι θα 'πρεπε-, με μια διαφορά: γίνονται εν κενώ, σαν να μην υπάρχει παρόν και σαν να μην υπάρχει η πύκνωση των εμπειριών του πρόσφατου παρελθόντος· σαν να υπάρχει έλλειψη ιστορίας και ερειπίων.

Η κανονική θέση θα έπρεπε να ήταν: Για να υπάρξει μέλλον, θα πρέπει να στηθεί το σκηνικό του παρόντος. Ο άνεργος θα πρέπει να ζήσει τώρα. Το αγέννητο για να γεννηθεί θα πρέπει οι μέλλοντες γονείς του να βρίσκονται στη σανίδα σωτηρίας τώρα.

Τελικά, δεν είναι και τόσο παράδοξο ότι ο φιλοευρωπαϊσμός και ο αντιευρωπαϊσμός δεν παίζονται μέσα από δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά στα εθνικά ακροατήρια, με εθνικά υλικά και αφηγήσεις που ικανοποιούν αιτήματα εκλογικών ή δημοψηφισματικών αναγκών, τα οποία, αμέσως μετά, ξεχνιούνται ή τουλάχιστον δεν παράγουν χειροπιαστά κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα.

Ο Εμανουέλ Μακρόν, λέει, είναι ο νεότερος ηγέτης της Γαλλίας από την εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Και ο Ματέο Ρέντσι της Ιταλίας ήταν 39 ετών όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία και ο Τσίπρας ήταν 40-41 χρόνων. Αλλά αυτά δεν παράγουν κάτι.

Αυτό που μπορεί να λέει κάτι είναι η λαϊκή ρήση: «Με καμία κυβέρνηση» όσον αφορά τους πολιτικούς εκλογικούς κύκλους, η κατάρρευση, όχι μόνο στη Γαλλία, των παλαιών κομματικών σχηματισμών εξουσίας, η παραγωγή αντιευρωπαϊσμού και οι κυβερνητικές ικανότητες -του φιλοευρωπαϊκού πλαισίου- να δίνουν ώθηση στο ευρωπαϊκό σχέδιο και, ταυτόχρονα, να διασώζουν ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας∙ να δημιουργούν θέσεις εργασίας στις χώρες τους.

Αλλά το ευρωπαϊκό σχέδιο, αν υπάρχει τέτοιο, υπάρχει με τους συστατικούς του όρους: δηλαδή, προς όφελος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι πρώην εχθροί παραγκώνισαν την έχθρα και οι Γερμανοί ηγέτες ενεργώντας προσεκτικά ως «καλοί Ευρωπαίοι» άρχισαν να αποκαθιστούν βήμα βήμα μια εντελώς κατεστραμμένη εθνική φήμη.

Εξαιτίας της στήριξης της Ε.Ε. και χάρη στον γαλλογερμανικό άξονα προχώρησε η επανένωση των δύο Γερμανιών, με τη Γερμανία σήμερα να είναι ο μεγάλος δικαιούχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης - και πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ.

Ομως, εφόσον η Γερμανία, από το 2010, έχει επικρατήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχει μετατρέψει την Ενωση σε χώρα του γερμανικού ορντολιμπεραλισμού, της αέναης λιτότητας και της ανεργίας, με απόψεις κατά της Γαλλίας και κατά των χωρών της Νότιας Ευρώπης, με λάφυρο την Ελλάδα. Ετσι, είναι αρκετά εύκολο για την Ανγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να παίζουν τον ρόλο των πραγματικών υπερασπιστών της ευρωπαϊκής ιδέας εντός και εκτός Γερμανίας, με αντιευρωπαϊκή πολιτική.

Φυσικά, όπως επιμένει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αυτός είναι ένας πολύ εθνικός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων. Βέβαια, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν φοβούνται ότι ο Τύπος πρόκειται να ενημερώσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους σχετικά με τους χίλιους λόγους για τους οποίους οι λοιποί ψεκασμένοι, ο Ελληνας του δημοψηφίσματος, ο Ιταλός, ο Αγγλος, ο Γάλλος, ο Αυστριακός και ο Ολλανδός, μπορεί να βλέπουν να πράγματα τελείως διαφορετικά.

«Με μια στάλα πολιτικής αποφασιστικότητας», είχε πει ο Χάμπερμας, «η κρίση του κοινού νομίσματος θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό που κάποιοι κάποτε προσδοκούσαμε από μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική: τη δυνατότητα να μοιράζεσαι ένα κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο ασφάλειας, ευημερίας για όλους... Μια συνείδηση που, βέβαια, ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα...».

Και το είχε πει γιατί, όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι όσο δεν πέφτει αυτή η σταγόνα, οι αναγκαίες πολιτικές θα μένουν ανενεργές και θα παγιώνονται τα προβλήματα τα οποία καλούνται να λύσουν ελπιδοφόροι - όπως ήταν ο Ολάντ, ο Ρέντσι, όπως ο Τσίπρας αν θέλετε, ίσως, όπως και ο Μακρόν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/5/2017.

Συνέντευξη: «Οι λαϊκιστές φτάνουν στην εξουσία με τη συνεργασία των συντηρητικών ελίτ»

Ο Μίλερ αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού, αναλύει τη λειτουργία του στο πολιτικό σκηνικό και διευκρινίζει ότι οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν έρθει στην εξουσία με τη συνεργασία των συντηρητικών ελίτ. Επίσης, εξηγεί με ποιον τρόπο η έννοια του λαϊκισμού χρησιμοποιείται για τη δυσφήμηση κομμάτων και κινημάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos.

• Ολο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια συναντάμε τον όρο «λαϊκισμός», ο οποίος φαίνεται να αποτελεί το όνομα για διαφορετικά φαινόμενα. Ως αποτέλεσμα υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω απ' αυτόν. Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός;

Ο καθένας που ασκεί κριτική στις ελίτ δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα λαϊκιστής. Βασικά, οι λαϊκιστές ισχυρίζονται πάντα ότι αυτοί και μόνον αυτοί εκπροσωπούν τον λαό ή αυτό που οι λαϊκιστές ονομάζουν συχνά «τον πραγματικό λαό» ή «τη σιωπηλή πλειοψηφία». Αυτή η ρητορική, η οποία πιθανώς αρχικά ακούγεται ακίνδυνη, έχει δύο ολέθριες συνέπειες:

Πρώτον, όλοι οι άλλοι πολιτικοί ανταγωνιστές χαρακτηρίζονται από τους λαϊκιστές ως μέρος της διεφθαρμένης ελίτ.

Δεύτερον, στους πολίτες οι οποίοι δεν υποστηρίζουν τους λαϊκιστές αμφισβητείται η θέση τους ως κατάλληλων μελών του λαού.

Με άλλα λόγια, οι λαϊκιστές δεν είναι απλώς «αντι-συστημικοί» (όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση). Περισσότερο, το πλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό τους, είναι ο αντι-πλουραλισμός.

Αυτός μεταφράζεται σε αποκλεισμούς στο κομματικό επίπεδο -όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί είναι «ανέντιμοι»- και, λιγότερο προφανώς, σε αποκλεισμούς στο επίπεδο των πολιτών: οι αντίπαλοι των λαϊκιστών παρομοιάζονται απ' αυτούς με εθνοπροδότες. Να σημειώσω ότι για τους λαϊκιστές όλα τα πολιτικά θέματα ηθικοποιούνται αμέσως. Δεν υπάρχει η έννοια της νόμιμης διαφωνίας σχετικά με πολιτικές (και, στο τέλος, σχετικά με αξίες), μόνο καλοί εναντίον διεφθαρμένων και προδοτών.

• Υπάρχει όντως δεξιός και αριστερός λαϊκισμός και σε τι συνίσταται η διαφορά τους;

Εάν παρακολουθήσετε την προσέγγισή μου, τότε ο αριστερός λαϊκισμός δεν αποτελεί μια αντίφαση εν τοις όροις, αντίθετα απ' αυτό που ισχυρίζονται ορισμένοι φιλελεύθεροι και ορισμένοι στην Αριστερά.

Ο Τσάβες ήταν ξεκάθαρα λαϊκιστής: μετά από ένα σημείο κατέστη αδύνατο να διαφωνήσεις μαζί του χωρίς να σε κηρύξουν εχθρό του λαού ή του σχεδίου για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.

Με άλλα λόγια, επρόκειτο για έναν πλήρη αντι-πλουραλισμό στο όνομα του λαού. Ωστόσο, το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ -παρότι ορισμένοι από τους ηγέτες τους αποκαλούνται λαϊκιστές- δεν ταιριάζουν στο πρότυπό μου.

Βέβαια, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για νεαρά κόμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη με πολλά διαφορετικά ρεύματα και έτσι αυτή η κρίση είναι υπό δοκιμή.

• Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στην Ευρώπη σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς: Ορμπαν, Καζίνσκι, Λεπέν, Βίλντερς, AfD. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε όχι μόνο έναν εμφανή ανορθολογισμό της ψήφου, αλλά και της ίδιας της εκστρατείας. Πιστεύετε ότι διανύουμε μια περίοδο στην οποία η ανορθολογική πολιτική γίνεται ο κανόνας στη Δύση;

Θα ήμουν πολύ προσεκτικός με την απόρριψη αυτών των πολιτικών, και κυρίως των ψηφοφόρων τους, ως ανορθολογικών. Εάν σκεφτούμε τους πιο επιτυχημένους απ' αυτούς που αναφέρατε, το αξιοπρόσεκτο είναι ακριβώς ότι το κόμμα του Ορμπαν το 2010 και του Καζίνσκι το 2015 έκαναν σχετικά μετριοπαθείς προεκλογικές καμπάνιες: δεν είπαν στον λαό ότι ήθελαν να καταλάβουν το κράτος, επίσημα ή ανεπίσημα να αλλάξουν το Σύνταγμα κ.λπ.

Γενικά, η εικόνα ενός φαινομενικά ακαταμάχητου κύματος λαϊκισμού και ανορθολογισμού -η οποία αναπαρήχθη ατελείωτα σε πολλά ΜΜΕ τους μήνες μετά την εκλογή Τραμπ- είναι βαθύτατα αποπροσανατολιστική. Τελικά, ο Νάιτζελ Φάρατζ δεν κατάφερε τα πάντα για το Brexit από μόνος του.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς συντηρητικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Μάικλ Γκόουβ. Ο δρόμος για το Brexit προετοιμάστηκε επίσης επί μακρόν από έναν βαθύτατα αντιευρωπαϊκό Τύπο.

• Και στις ΗΠΑ;

Παρομοίως, ο Τραμπ δεν έγινε πρόεδρος ως υποψήφιος ενός καινοτόμου, αμεσοδημοκρατικού κινήματος διαμαρτυρίας κατά του κατεστημένου. Μάλλον εκπροσωπούσε ένα πολύ κατεστημένο κόμμα και χρειάστηκε επίσης τις ευλογίες μεγάλων ονομάτων των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο Νιουτ Γκρίνγκριτς και o Κρις Κρίστι.

Αυτό που συνέβη στις 8 Νοεμβρίου δεν ήταν ένας ελεύθερος θρίαμβος για τον λαϊκισμό, αλλά μια επιβεβαίωση του πώς έχει εξελιχθεί στην πραγματικότητα η οπαδική πολιτική στις ΗΠΑ: το 90% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως Ρεπουμπλικανών ψήφισαν υπέρ του Τραμπ.

Ξεκάθαρα, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν να ψηφίσουν Δημοκρατικούς, ακόμα και εάν ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί δήλωναν στις δημοσκοπήσεις ότι είναι βαθύτατα προβληματισμένοι με την υποψηφιότητα Τραμπ.

• Αρα λειτουργούν συμπληρωματικά με το κατεστημένο;

Μέχρι σήμερα, κανένας δεξιός λαϊκιστής δεν έχει έρθει στην εξουσία στη Δυτική Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική χωρίς τη συνεργασία των κατεστημένων συντηρητικών ελίτ.

Η εικόνα από τα μίντια ενός ακαταμάχητου κύματος -ή η θεωρία που πλασάρει η Λεπέν για μια τις ελίτ που πέφτουν σαν ντόμινο η μία μετά την άλλη- υπερεκτιμά σε τεράστιο βαθμό τη δύναμη των λαϊκιστών. Και αποσπά την προσοχή από την ευθύνη των συντηρητικών.

• Πόσο επηρεάζουν οι λαϊκιστές το πολιτικό σύστημα;

Υπάρχει ένας επιπλέον κίνδυνος στην παρανόηση του λαϊκισμού. Μετά τις ολλανδικές εκλογές, πολλά κανάλια -από το ένα άκρο έως το άλλο- έσπευσαν να ανακηρύξουν μια «μετα-λαϊκιστική στιγμή».

Μια τέτοια προοπτική δεν βλέπει τη διάκριση ανάμεσα στον λαϊκισμό ως αίτημα για ένα ηθικό μονοπώλιο στην αντιπροσώπευση και σε ιδιαίτερες πολιτικές ιδέες οι οποίες έχουν μια συγγένεια με τον λαϊκισμό -σκεφτείτε τους περιορισμούς στους πρόσφυγες και τους μετανάστες- αλλά δεν είναι καθαυτό λαϊκιστικές.

Στην Ολλανδία ο Βίλντερς, ο οποίος όντως είναι λαϊκιστής, τα πήγε χειρότερα απ' ό,τι αναμενόταν. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «έχασε», δεδομένων των κερδών του κόμματός του σε έδρες.

Ομως ο συμβατικός αντίπαλός του, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, υιοθέτησε πολλά από τη ρητορική του Βίλντερς, λέγοντας ότι οι μετανάστες που δεν θέλουν να συμπεριφέρονται «φυσιολογικά» πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Ο Ρούτε δεν έγινε λαϊκιστής – δεν ισχυρίζεται ότι είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του αυθεντικού ολλανδικού λαού. Ομως η πολιτική κουλτούρα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, χωρίς κανενός είδους κατάλληλη δημοκρατική εξουσιοδότηση από τους πολίτες και οι μειονότητες έχουν αρκετούς λόγους για να ανησυχούν.

Μ' αυτή την έννοια, αντί να βλέπουμε τη μετα-λαϊκιστική στιγμή που ήδη αναγγέλθηκε από τους δημοσιογράφους, ίσως γινόμαστε μάρτυρες της νίκης των λαϊκιστών, παρότι επισήμως δεν έχουν νικήσει.

• Οι διαμαρτυρίες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζονται από τις κυβερνήσεις ως «λαϊκισμός». Αποτελεί αυτό έναν βολικό τρόπο για να υπερβούν κάθε κριτική και να εξουδετερώσουν τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα;

Ναι, πολύ συχνά, όταν οι παρατηρητές -ή οι εκπρόσωποι της Ε.Ε.- αποκαλούν το Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ λαϊκιστές, είναι για να τους δυσφημήσουν και τελικά τους βάζουν στην ίδια κατηγορία με τη Λεπέν. Αλλά, για να υπογραμμίσω για ακόμα μία φορά τη διαφορά, αυτά τα κόμματα δεν είναι από θέση αρχών αντιευρωπαϊκά με τον τρόπο που είναι η Λεπέν. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η διαμαρτυρία δεν αποτελεί πρόβλημα για τη δημοκρατία.

Αντίθετα, το γεγονός ότι οι πολίτες ψηφίζουν ή διαμαρτύρονται ειρηνικά δείχνει ότι έχουν την ελπίδα ότι θα ακουστούν. Τα τελευταία χρόνια, η ενέργεια των «κινημάτων των πλατειών» στην Αθήνα και τη Μαδρίτη διοχετεύτηκε σε σχηματισμούς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Οι τελευταίοι κατάφεραν να φέρουν στις κάλπες εκείνους που παλιότερα απείχαν.

Σε ένα διαφορετικό πολιτικό σύμπαν, η διαμαρτυρία θα μπορούσε να διαχωριστεί πλήρως από την κοινοβουλευτική πολιτική: ίσως κάποιοι πολίτες να είχαν καταλήξει στη βία. Αντίθετα, τα κομματικά συστήματα στη Νότια Ευρώπη έδειξαν μια εκπληκτική ικανότητα να εκφράσουν τις νέες ανησυχίες και τις συγκρούσεις (κυρίως γύρω από την ευρωκρίση και τη διαφθορά).

Μ' αυτή την έννοια, δεν αντανακλούν τόσο μια κρίση εκπροσώπησης, όπως λέγεται συχνά, αλλά το γεγονός ότι ίσως τα πολιτικά συστήματα μπορούν να ανανεωθούν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/5/2017.